Το «χαμένο» πρώτο κείμενο του Πολ Μοράν
ΠΟΛ ΜΟΡΑΝ, Οι εκκεντρικοί, μτφρ. Φωτ. Βλαχοπούλου, εκδ. Ολκός
Επιφανής διπλωμάτης και λόγιος της Δεξιάς, εμπνευστής της ομάδας των «Ουσάρων» (Ροζέ Νιμιέ, Ζακ Σαρντόν, Ζακ Λοράν, Αντουάν Μπλοντέν κ. ά.), ακούραστος πεζογράφος και ταξιδευτής και φημισμένος στυλίστας, ο Πολ Μοράν (1888-1976) είναι άλλος ένας από τους συγγραφείς-διανοούμενους που συνεργάστηκαν με τον φασισμό, στη Γαλλία και τον κόσμο. Γι’ αυτό τον κυνήγησε αμείλικτα ο στρατηγός Ντε Γκωλ, γι’ αυτό έγινε ακαδημαϊκός στα ογδόντα του χρόνια, το 1968, τη χρονιά που άρχισε να γράφει το περίφημο ημερολόγιό του, που εκδόθηκε το 2001 στη Γαλλία και προκάλεσε σάλο – ως το ημερολόγιο ενός αμετανόητου πεταινιστή.
Σ’ αυτό το ημερολόγιο, ο Μοράν, τον οποίο εισήγαγε στον λογοτεχνικό χώρο ο Προυστ προλογίζοντας την πρώτη του συλλογή διηγημάτων, όπως και του σύστησε την Ελληνίδα πριγκίπισσα Ελένη Σούτσου την οποία παντρεύτηκε, λέει για τον Προυστ ότι έγινε διάσημος επειδή ήταν αριστερός, εβραίος, ομοφυλόφιλος και μασόνος και άλλα πολλά παρόμοια, εξόχως αντισημιτικά, ρατσιστικά, μισογυνικά, φασιστικά. Αποδεικνύοντας για άλλη μια φορά ότι τίποτα δεν είναι τυχαίο σε επίπεδο ιδεολογικό από τη μια· και από την άλλη ότι οφείλει κανείς –κατά το δυνατόν– να αποσυνδέει το κείμενο από τον δημιουργό του.
Αγάπη για τα ταξίδια
Γόνος καλής οικογενείας, λοιπόν, ο Μοράν, που έδειχνε τα πρώτα του γραψίματα στον επίσης συγγραφέα και καλλιτέχνη πατέρα του και στο δάσκαλό του Ζαν Ζιροντού, είχε την ευκαιρία να εκδηλώσει πολύ νωρίς την αγάπη του για τα ταξίδια, όπως και να συναναστραφεί τους καλλιτεχνικούς κύκλους του Παρισιού και της Ευρώπης. Ως το 1978, πιστεύαμε ότι το πρώτο του κείμενο, οι ανά χείρας «Εκκεντρικοί» (αν και η συσχέτιση των extravagants με τους μεσαιωνικούς πλάνητες λογίους, τους clerici vaganti, οδηγεί σε διαφορετική μετάφραση του όρου), είχε χαθεί, το είχε καταστρέψει ο ίδιος ο συγγραφέας και είχε εμφανιστεί τελικά στη λογοτεχνία με μια ποιητική συλλογή το 1919.
Το 1978, δύο χρόνια μετά τον θάνατό του, το κείμενο επανεμφανίστηκε μυστηριωδώς και εκδόθηκε, εισάγοντάς μας πρώιμα στην οπτική και την τεχνική του, στον κοσμοπολιτισμό και το αποστασιοποιημένο ύφος του, αλλά και στην ατμόσφαιρα του εστετισμού, του μποέμικου κοσμοπολιτισμού των δανδήδων και των ντιλετάντηδων στο γύρισμα του αιώνα, όπου ο ολοκληρωμένος άνθρωπος οριζόταν ως «πολυμαθής, τζέντλεμαν, μάγειρας, ομιλητής» ή ενσαρκωνόταν στο πρόσωπο ενός υφασματοποιού εφευρέτη.
Πρόκειται για την ιστορία δυο φίλων, που κινούνται στο προσφιλές τρίγωνο του Μοράν Παρίσι - Λονδίνο - Βενετία (με ενδιάμεσους σταθμούς την Οξφόρδη και άλλες περιοχές της αγγλικής επαρχίας). Ο ένας, μυστηριώδης, ασμένως αποδεκτός σε όλους τους κύκλους της καλής κοινωνίας είναι απορροφημένος από την τέχνη που, μαζί με τα ταξίδια, είναι γι’ αυτόν η ζωή του. Ο άλλος ταξιδεύει έως ότου ο έρωτας τον οδηγήσει σε ένα ασφαλές λιμάνι. Ενας έρωτας στην αρχή απαρνημένος, στη συνέχεια παρ’ ολίγον τραγικός, που όμως τελικά ευοδώνεται. Είναι σαφές ότι η ουσία του κειμένου είναι η ατμόσφαιρα και όχι η πλοκή, οι σκέψεις και οι θέσεις και όχι τα γεγονότα.
Ο ομοϊδεάτης του Σελίν είχε πει για τον Μοράν ότι γράφει σε ρυθμό τζαζ κι αυτή την αίσθηση την έχει κανείς ήδη από το πρώτο του αυτό κείμενο, με τις εικόνες και τα λόγια που κυλούν υποβάλλοντας εντυπώσεις και εικόνες, την αίσθηση του φευγαλέου που δεν παύει να είναι το πιο σημαντικό, τη σαγήνη των τόπων των οποίων ήδη ο Μοράν αποτυπώνει με μαστοριά την άλω, από τις λεμβοδρομίες της Οξφόρδης ώς στο τσάι στην ακροποταμιά και τα σκοτεινά νερά των βενετσιάνικων καναλιών.
Στο κείμενο αυτό, που σαφώς μπορεί να διαβαστεί ως μυθιστόρημα με κλειδιά απ’ όσους ενδιαφέρονται για τα πρόσωπα πίσω από τα πρόσωπα, είναι σαφές ότι ο Μοράν μιλάει και για τον εαυτό του, για τα πρώτα του βήματα στον κόσμο του πνεύματος και στην υφήλιο την οποία θα διατρέξει, χαρίζοντάς μας ορισμένα θαυμάσια ταξιδιωτικά κείμενα. Ισως να προβλέπει και τη συνάντησή του με την πριγκίπισσα που παντρεύτηκε.
Ενα από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία του κειμένου, πάντως, είναι το ζήτημα της σχέσης κοσμοπολιτισμού και πατριωτισμού, που θέτει από τις πρώτες σελίδες του ήδη. Ζήτημα που επανέρχεται με ιδιαίτερη οξύτητα σήμερα, ως συζήτηση για τον εθνικό και τον συνταγματικό πατριωτισμό στους κόλπους της παγκοσμιοποίησης και των νέων αποκλεισμών. Και εντοπίζεται προφανώς και στο πεδίο της τέχνης. Ο ήρωας του Μοράν το θέτει ωραία: «Οσοι ασπάζονται την οικουμενική σκέψη είναι αρκετά ανοιχτόμυαλοι και έχουν αρκετά κατασταλαγμένο γούστο ώστε να μπορούν να εκτιμήσουν το έργο τέχνης, πρωτίστως από την εθνική, και εν συνεχεία από την ανθρώπινη σκοπιά». Τι σημαίνει όμως αυτό τελικά, κατά πόσο ίσχυσε και τι νόημα μπορεί να έχει στην εποχή μας; Μια δύσκολη συζήτηση την οποία μοιραία θα ανοίξουμε και πάλι στο άμεσο μέλλον.
- Της Τιτικας Δημητρουλια, Η Καθημερινή, 25/10/2009
Saturday, October 24, 2009
Κοσμοπολιτισμός και πατριωτισμός
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment