ΤΗΣ ΚΕΛΗΣ ΔΑΣΚΑΛΑ*, Η ΑΥΓΗ: 28/10/2009
1η Σεπτεμβρίου 1939, 28η Οκτωβρίου 1940, Απρίλιος 1941, 12 Οκτωβρίου 1944, Δεκέμβρης 1944, χρονολογίες-ορόσημα που αντιστοιχούν σε σημαίνοντα γεγονότα (έναρξη του Β' Παγκόσμιου Πολέμου, ελληνική εναντίωση, γερμανική κατοχή, λήξη του πολέμου, εμφύλιος). Επισημαίνοντας κανείς ότι αυτά καθόρισαν την ελληνική πραγματικότητα και λογοτεχνία στο πρώτο μισό της πέμπτης δεκαετίας του εικοστού αιώνα, δεν κομίζει γλαύκαν εις Αθήνας. Το κρίσιμο ερώτημα είναι με ποιον τρόπο και σε ποιον βαθμό η γερμανική κατοχή επέδρασε στην ελληνική λογοτεχνική παραγωγή της περιόδου. Η Αγγέλα Καστρινάκη στο βιβλίο της Η λογοτεχνία στην ταραγμένη δεκαετία 1940-1950 (Πόλις 2005), υπογραμμίζοντας την ελαστικότητα της λογοκρισίας και την τάση «φυγής» που κυριαρχεί στα πρώτα χρόνια της Κατοχής, ελέγχει τον ύστερο «λαμπερό μύθο» της Αντίστασης. Επίσης περιγράφει πώς η ευφορία, που δημιουργεί η προσδοκία για την λήξη του πολέμου (φούντωμα της Αντίστασης, συμμαχική νίκη στο Στάλινγκραντ), αρχίζει να εκφράζεται στον χώρο της διανόησης, με την υπέρβαση του ατομισμού και την υιοθέτηση ενός πατριωτικότερου αγωνιστικού τόνου, στα 1943.
Την ίδια χρονιά μια νέα γενιά εμφανίζεται στο καλλιτεχνικό προσκήνιο, η λεγόμενη «γενιά του 1940». Νέοι πεζογράφοι, όπως οι Άλκης Αγγελόγλου, Αστέρης Κοββατζής, Τάσος Αθανασιάδης, Μόνα Μητροπούλου, Κώστας Στεργιόπουλος, Ιωάννης Αγγέλου, Γιώργος Πολιτάρχης και άλλοι λησμονημένοι σήμερα (ορισμένοι άδικα, οι περισσότεροι όχι και τόσο) κάνουν το εκδοτικό τους ντεμπούτο με συλλογές κυρίως λυρικών διηγημάτων. Στα 1943 ο Άλκης Αγγέλογλου εκδίδει το Εαρινό, ο Αστέρης Κοββατζής τα Επεισόδια, ο Ι. Αγγέλου τις Ιστορίες των γαλάζιων ωρών, ο Τάσος Αθανασιάδης τους Θαλασσινούς Προσκυνητές. Την επόμενη χρονιά ο Αγγελόγλου παρουσιάζει τη νουβέλα Αμαρτωλοί, ο Κοββατζής την Πρώτη άνοιξη και η Μόνα Μητροπούλου τη συλλογή διηγημάτων Το σπίτι με τον κορυδαλλό.
Ο θεσσαλονικιός κριτικός Πέτρος Ωρολογάς παρουσιάζει (με θετικό τρόπο) τη στροφή που ο ίδιος θεωρεί ότι συντελείται στην αφηγηματική πεζογραφία σε άρθρο του, με τον τίτλο «Λυρική πεζογραφία» (Μάρτιος 1944), στα Φιλολογικά Χρονικά. Οι νέοι πεζογράφοι (κυρίως οι Αγγελόγλου και Κοββατζής) παρουσιάζουν τις θέσεις τους για την ανανέωση της πεζογραφίας μέσα από τις σελίδες των Φιλολογικών Χρονικών αρχικά και της Ελληνικής Δημιουργίας αργότερα, στα χρόνια του εμφυλίου. Στα άρθρα τους, εκτός από τον ανακαινιστικό χαρακτήρα των πεζογραφικών τους δοκιμών, υπερασπίζονται το είδος της λυρικής πεζογραφίας και περιγράφουν πώς το αντιλαμβάνονται σε σχέση με την προηγούμενη λογοτεχνική παράδοση (κυρίως την ελληνική).
Το "καινούργιο"...
Βρισκόμαστε άραγε μποστά σε κάτι «ολότελα καινούργιο», όπως ευαγγελίζονται οι νεότεροι; Ποια είναι η σχέση τους με την πεζογραφική παραγωγή του μεσοπολέμου, την παράδοση του ελληνικού και ευρωπαϊκού λυρικού αφηγηματικού λόγου;
Κείμενα του ελληνικού συμβολισμού και αισθητισμού, αλλά και μεσοπολεμικά έργα φανερώνουν ότι το «αίτημα της εσωτερικότητας» διαπερνά ένα σημαντικό κομμάτι της ελληνικής πεζογραφίας των πρώτων σαράντα χρόνων του εικοστού αιώνα. Για παράδειγμα, τα έργα των Χρηστομάνου, Ροδοκανάκη, Επισκοπόπουλου και άλλων αισθητιστών των αρχών του προηγούμενου αιώνα, το κατεξοχήν συμβολιστικό πεζογράφημα του Κωνσταντίνου Χατζόπουλου Το φθινόπωρο, τα έργα λογοτεχνών της νεορομαντικής σχολής του 1920, όπως του Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου και του Πέτρου Χάρη. Στη δεκαετία του 1930 συγγραφείς, όπως ο Βενέζης, ο Τερζάκης, ο Μυριβήλης, ο Κοσμάς Πολίτης, ο Ξεφλούδας, ο Δέλιος, αλλά και ο ορθολογιστής κατά τα άλλα Θεοτοκάς στις Ώρες αργίας, πορεύονται στη γραμμή της εσωτερικότητας, ακόμα και όταν ορισμένοι από αυτούς παρουσιάζουν την ενασχόλησή τους με την λυρική πεζογραφία ως πάρεργο.
Νέοι και παλιοί λυρικοί
Στην πρώτη μεταπολεμική δεκαετία, και κυρίως στα δύο τελευταία χρόνια της Κατοχής, παρατηρούμε μια αυξημένη εκδοτική παρουσία λυρικών πεζών έργων. Ταυτόχρονα με τις εκδόσεις των νέων πεζογράφων, παλαιότεροι λογοτέχνες, με θητεία στην λυρική πεζογραφία και σημαντική παρουσία στον τύπο στη διάρκεια της δεκαετίας του 1940, εκδίδουν τις δικές τους λυρικές αφηγήσεις. Στα 1943/44 επανεκδίδονται μερικά από τα σημαντικότερα λυρικά πεζογραφήματα του μεσοπολέμου, όπως για παράδειγμα Η τελευταία νύχτα της γης (1924) του Πέτρου Χάρη, η Γαλήνη (1939) του Ηλία Βενέζη (φθάνει στην τέταρτη έκδοση), η Eroica (1938) του Κοσμά Πολίτη. Επίσης πεζογράφοι του μεσοπολέμου εκδίδουν καινούρια λυρικά έργα, όπως η Κρίσιμη Ώρα και ο Μακρινός Κόσμος (1944) του Πέτρου Χάρη, Τα χειρόγραφα της μοναξιάς (1943) και Οι δύο και η νύχτα (1944) του Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου, το Κόντρα στον άνεμο (1943) της Ειρήνης Γαλανού, τα Παγανά (1945) του Στρατή Μυριβήλη, η Έκσταση (1943) και το Γλυκοχάραμα (1944) του Μενέλαου Λουντέμη κ.ά. Παρόντες και οι λυρικοί πεζογράφοι της Σχολής της Θεσσαλονίκης. Ο Στέλιος Ξεφλούδας, στα 1944, εκδίδει τον Κύκλο και ο Γιώργος Δέλιος, στα 1947, τη συλλογή διηγημάτων Μουσική Δωματίου.
Ο ελληνοκεντρικός λυρισμός...
Η προτίμηση στον λυρικό αφηγηματικό λόγο από παλαιότερους και νεότερους πεζογράφους δεν είναι συμπτωματική, αν και δεν είναι απόλυτα ομοιογενής. Ειδικά για τους νεότερους είναι ο καρπός συγκεκριμένων αισθητικών επιλογών, τις οποίες οι λυρικοί πεζογράφοι της γενιάς του 1940 τις ενστερνίζονται στο τέλος του μεσοπόλεμου· περίοδο, όπου ωριμάζουν αισθητικά και δημοσιεύουν τα πρώτα τους λογοτεχνικά έργα ή δοκίμια. Είναι σημαντικό ότι αρκετοί από τους νέους λυρικούς πεζογράφους, όπως ο Κοββατζής, ο Αγγελόγλου, ο Αηδονόπουλος, ο Δόξας και η Μόνα Μητροπούλου δημοσιεύουν τα πρώτα τους κείμενα στις σελίδες της Πνευματικής ζωής, όπου κατά κόρον ο Μελής Νικολαΐδης εκφράζει τις ελληνοκεντρικές θέσεις της μεταξικής δικτατορίας και υπερασπίζεται τη θέση ότι το μέλλον της πνευματικής Ελλάδας βρίσκεται στα χέρια των νέων της Επαρχίας. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό του Κοββατζή. Η συλλογή του Επεισόδια (1943) αποτελείται από διηγήματα που είχε καταθέσει στον διαγωνισμό συλλογής διηγημάτων στο εν λόγω περιοδικό, τον Μάιο του 1939, όπου βασικό κριτήριο ήταν η ανάδειξη της «ελληνικής ζωής της επαρχίας» και της «ελληνικής ψυχής».
Στο τέλος της Κατοχής πολλαπλασιάζονται οι υψηλές φωνές, οι οποίες καλούν τον καλλιτέχνη να εκφράσει το μέλλον, να γίνει οδηγητής της προσπάθειας για την ανανέωση της ζωής και της τέχνης. Οι λυρικοί όμως πεζογράφοι υπερασπίζονται τους χαμηλούς τόνους στην πεζογραφία και υποστηρίζουν την επιστροφή σε περασμένα λογοτεχνικά πρότυπα. Σε παλαιότερα έργα εξάλλου αρκετοί λογοτέχνες αναζήτησαν παρηγοριά την περίοδο της Κατοχής, περίοδο «αναγνωστικής βουλιμίας», όπως την έχει χαρακτηρίσει ο Αλέξανδρος Αργυρίου, όταν οι δρόμοι επικοινωνίας με την Ευρώπη είχαν κλείσει. Έτσι μεγαλύτεροι πεζογράφοι, που δεν ανήκουν στους ισχυρούς της γενιάς του 1930, αλλά και οι νέοι υποστηρίζουν ότι η ανανέωση θα προέλθει από τη στροφή στην λυρική πεζογραφία. Είναι πάντως σημαντικό ότι ο Ξεφλούδας, τρανός υπερασπιστής της λυρικότητας στον πεζό λόγο, σημειώνει ότι το λυρικό μυθιστόρημα δεν διαβάζεται.
Η "γενιά του '40"
Με βάση τα παραπάνω καταλήγουμε σε δύο συμπεράσματα. Πρώτον, ότι η λεγόμενη «γενιά του 1940» αποτελεί μια δευτερεύουσα λογοτεχνική ομάδα, αποτελεί έναν σταθμό στην εξέλιξη των λογοτεχνικών πραγμάτων, αλλά όχι τον κυρίαρχο. Δεύτερον, ότι -παρά τον μεγαλεπήβολο και καταχρηστικό τρόπο με τον οποίο οι νέοι «φωνασκούν» ενάντια στους αστούς πεζογράφους της γενιάς του 1930 και συνάπτουν μια ιερή σχεδόν συμμαχία με τη γενιά του 1920- η λυρική τους μυθοπλασία δεν αποτελεί μια οριστική ρήξη, αλλά μια επιστροφή σε αφηγηματικούς τρόπους και θεματικούς τόπους με μακρά παράδοση στην προηγούμενη ελληνική πεζογραφία.
Ωστόσο το είδος του λυρικού αφηγηματικού λόγου επαναπροσδιορίζεται από τη νεότερη Ιστορία, τις ιδεολογικές και πολιτικές ανακατατάξεις της κρίσιμης δεκαετίας του 1940. Η Κατοχή, η λήξη του πολέμου και ο εμφύλιος επηρεάζουν τους νεότερους πεζογράφους, οι οποίοι παρουσιάζουν την αισθητική τους επιλογή ως πράξη «αντίστασης» τόσο απέναντι στην τραγικότητα του πολέμου, όσο και απέναντι σε όσους αρνήθηκαν τον τόπο και την παράδοση, τη γενιά δηλαδή του 1930. Η επιστροφή στις παραδοσιακές αξίες του χωριού και η ανάδειξη της έννοιας του λαού γίνονται το φλάμπουρο της γενιάς του Πολέμου. Το νέο λοιπόν που ευαγγελίζονται συνίσταται σε ένα παράδοξο· είναι μια προσπάθεια συγκερασμού της χαμηλόφωνης λυρικής πεζογραφίας με το υψιπετές ιδεολόγημα της ελληνικότητας.
Η παρουσίαση μιας τυπολογίας των θεμάτων, που κυρίως απασχόλησαν τη «γενιά του 1940», αναδεικνύει τον αντιφατικό ιδεολογικό πυρήνα της λυρικής της πεζογραφίας. Βασικός θεματικός τόπος είναι η αντίθεση πόλη / ύπαιθρος. Η πρωτόγονη ζωή της επαρχίας, από όπου κατάγονται οι περισσότεροι από τους πεζογράφους της γενιάς του 1940, συγκρίνεται με τον αστικό πολιτισμό και προτείνεται ως καταφύγιο στον σύγχρονο άνθρωπο.
Γενικά το είδος της λυρικής πεζογραφίας συνδέεται με συγγραφείς, οι οποίοι εκφράζουν μια ατομικιστική θεώρηση της ζωής. Το άτομο παρουσιάζεται απομονωμένο από την κοινωνία, να αδιαφορεί για την πολιτική, τα κοινωνικά ή ιστορικά δρώμενα. Αρκετοί όμως λυρικοί πεζογράφοι της δεκαετίας του 1940 ανατρέπουν το παραπάνω σχήμα, παίρνοντας θέση απέναντι στην εποχή τους και τις ιδεολογικές ζυμώσεις που λαμβάνουν χώρα.
Στα έργα τους στο ειδυλλιακό πλαίσιο της επαρχίας συναντάμε το άδικο, κοινωνικές ανισότητες. Η επέλαση της ηθικής του κέρδους παρατηρείται και στο ιερό καταφύγιο του χωριού. Τότε κάποιοι ήρωες παρουσιάζονται να αντιδρούν. Η αντίδρασή τους ωστόσο πέφτει στο κενό. Η όποια αντίπραξη στο κατεστημένο καταδικάζεται από τους λυρικούς συγγραφείς ως αντίδραση στο πεπρωμένο. Ο άνθρωπος οφείλει να ακολουθεί στωικά την προδιαγεγραμμένη μοίρα του, σύμφωνα με την ιδέα της χριστιανικής αγάπης και ταπεινοφροσύνης. Οι νεότεροι λοιπόν συνεχίζουν τη γραμμή μιας χριστιανικού τύπου ηθογραφίας και ενός ποιητικίζοντος ρεαλισμού που έχει κάνει αισθητή την παρουσία του στη δεκαετία του 1920 με τον κύκλο των Ελληνικών γραμμάτων (Μπαστιάς, Κόντογλου, Αγγελική Χατζημιχάλη).
Άλλοι πάλι λυρικοί συγγραφείς εντάσσουν τα πρόσφατα ιστορικά γεγονότα στις αφηγήσεις τους, κυρίως μετά το 1945, τότε που η «επικαιρότητα» και η «εξύμνηση της συλλογικότητας», όπως έχει ήδη επισημανθεί, γίνεται ο νέος λογοτεχνικός κανόνας. Και σε αυτήν την περίπτωση, όμως, ο πατριωτικός, αγωνιστικός τόνος παντρεύεται συνήθως με το καθημερινό δράμα των απλών ανθρώπων που βιώσαν τον πόλεμο, συνδυάζεται με εικόνες απελπισίας και ηθικής αδυναμίας, όπως η λυρική νουβέλα του Νίκου Γαλάζη Η πίπα του πατέρα, η οποία εκδίδεται στα 1948, αλλά είναι γραμμένη το Καλοκαίρι του 1945, ή το μυθιστόρημα της Μόνας Μητροπούλου Απασιονάτα (1947).
Ειδικότερα στα έργα των λυρικών πεζογράφων τη δεκαετία του 1950 και αργότερα κυριαρχεί πλέον η απομυθοποίηση της αγωνιστικότητας. Στα διηγήματα του Τάκη Δόξα (Πικρή Εποχή, 1950) η αναζήτηση της ατομικής ταυτότητας, η ματαιότητα και ο πόνος των ηρώων αμβλύνει τον επικό τόνο της αφήγησης του πατριωτισμού των Ελλήνων στα δύσκολα χρόνια του πολέμου. Στον Ταχυδρόμο του Άλκη Αγγελόγλου (1952) ο πόλεμος και η Αντίσταση έχουν ξεχαστεί, αποτελούν πια εθνική επέτειο, όπως η επανάσταση του 1821.
Δημοφιλής θεματικός τόπος είναι η επιστροφή στην παιδική ηλικία. Στον Έβδομο ουρανό (1943) του Γιάννη Αηδονόπουλου, την Πρώτη Άνοιξη (1944) του Αστέρη Κοββατζή, τους Πρώτους αποχωρισμούς (1947) του Κώστα Στεργιόπουλου, τη Φαντασία (1949) του Γιάννη Αγγέλου, ο κήπος ή το περιβόλι (σύμβολο της χαμένης παραδείσιας Εδέμ) παρουσιάζονται διφορούμενα, αποδίδοντας το παιχνίδι ανάμεσα στην ποίηση και στον ρεαλισμό, την επαφή των ηρώων που βρίσκονται στο κατώφλι της ενηλικίωσης με την υλική πραγματικότητα και το όνειρο. Συχνά ο κήπος αντικαθίσταται από το δάσος ή τον χωριάτικο κάμπο. Η Ιστορία, το βίωμα του πολέμου και του εμφυλίου, το αίτημα της ελληνικότητας, οι χριστιανικές αρετές της εγκαρτέρησης και της αγνότητας επιδρούν και δικαιολογούν για άλλη μια φορά τον τρόπο με τον οποίο οι νεότεροι συμμορφώνονται ή απαντούν στο πρότυπο της μεσοπολεμικής Eroica και του εξωτικού περιβολιού που περιγράφεται εκεί.
Η «λυρική ηθογραφία» του Παπαδιαμάντη, «ο θαυμάσιος Καρυωτάκης», ο Τέλλος Άγρας, ο Ρώμος Φιλύρας προβάλλονται από τους ίδιους ως τα πρότυπά τους. Η Κερένια κούκλα (1911) του Χρηστομάνου είναι ένα κείμενο που φαίνεται ότι διασώζεται στο πέρας του χρόνου. Το αίτημα της απλότητας του λυρικού λόγου που βρίσκουμε στον Πρόλογο του Χρηστομάνου, φράσεις, μοτίβα και λυρικά σύμβολα που περνούν στον νεότερο λυρικό αφηγηματικό λόγο, αλλά και οι μαρτυρίες των πεζογράφων και κριτικών της εποχής για το λυρικό αυτό μυθιστόρημα των αρχών του 20ού αιώνα φανερώνουν πόσο πίσω πηγαίνουν οι νεότεροι, για να ανακαλύψουν πρότυπα και πνευματικούς συνοδοιπόρους.
Δεν πρόκειται ωστόσο για μια άνευ όρων πρόσδεση στο άρμα του συμβολισμού, αφού και αυτός συμπλέκεται στις συνειδήσεις και στα έργα των λυρικών πεζογράφων με το αίτημα της ελληνικότητας, όπως αυτό διαμορφώνεται πλέον στο πλαίσιο της δεκαετίας του 1940. Τη «γενιά του 1940» τη χαρακτηρίζει μια πιο παραδοσιακή θεώρηση της εσωτερικότητας. Η αναζήτηση της ψυχής του κόσμου και του ατόμου συνδυάζεται με την έννοια της απλότητας, της σαφήνειας και της λογικής. Οι λυρικοί πεζογράφοι της δεκαετίας του 1940 καταδικάζουν ρητά ότι ανήκουν ή ότι απευθύνονται σε μια πνευματική ελίτ, σε έναν κύκλο μυημένων. Γεγονός στο οποίο οφείλεται ο σαφέστερος και πιο αληθοφανής λυρισμός, η πιο συμβατική θεώρηση των αντιφάσεων του ατόμου, που κερδίζουν έδαφος στα έργα τους.
Οι Ευρωπαίοι...
Από τους ευρωπαίους ξεχωρίζει ο Κνουτ Χάμσουν και ο δηλωμένος θαυμασμός των νεότερων στο έργο του νορβηγού νομπελίστα, στην «λυρική φυσιολατρία» του, που τους γοητεύει. Είναι διακριτή πάντως η τάση τους να ελληνοποιήσουν τα χαρακτηριστικά της χαμσουνικής αφήγησης, να τα προσαρμόσουν στον διδακτικό στόχο και ελληνολατρικό τόνο της λυρικής τους πεζογραφίας. Στο παρελθόν επίσης, στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα, μας οδηγούν τα ονόματα των Ιβάν Μπούνιν και Βλαντημίρ Κορολένκο. Οι θεματικές και ιδεολογικές ομοιότητες των έργων των δύο ρώσων προεπαναστατικών συγγραφέων με τα κείμενα της «γενιάς του 1940» είναι εντυπωσιακές. Η απεικόνιση της χωριάτικης ζωής, η ανάδειξη των κοινωνικών ανισοτήτων, η πίστη στις παραδοσιακές αξίες του χωριού, η ματαιότητα των εγκόσμιων και η άρνηση της κοινωνικής επανάστασης, όλα αυτά περνούν στα έργα του πιο γνωστού διδύμου της λυρικής πεζογραφίας του 1940, τους Αγγελόγλου-Κοββατζή.
Γιατί άραγε και πώς οι «μικροί μάγοι της πένας», όπως προσδιόρισε τους νέους πεζογράφους ο Ωρολογάς στα 1944, μετατρέπονται σε «ταχυδακτυλουργούς χωρίς μαγική ράβδο» ή σε «χαμένους ταξιδιώτες», όπως οι ίδιοι χαρακτηρίζουν τους εαυτούς τους στη δεκαετία πια του 1960, μέσα στη σύντομη σχετικά, περίπου για μια δεκαετία (1943-1953), παρουσία τους στο λογοτεχνικό σκηνικό;
Η διάσπαση που τους χαρακτηρίζει από νωρίς με την «αποστασία», για παράδειγμα, του Τάσου Αθανασιάδη, ο οποίος στη διάρκεια των γεγονότων του Δεκέμβρη του 1944 γράφει ένα θεωρητικό κείμενο, όπου πλέον κόβει οριστικά τον ομφάλιο λώρο που τον συνέδεε με τον λυρικό αφηγηματικό λόγο της Κατοχής. Η έλλειψη μιας ηγετικής μορφής που θα τους συσπείρωνε στο πέρας του χρόνου -αφού η προσπάθεια των Αγγελόγλου και Κοββατζή να διαδραματίσουν αυτόν τον ρόλο περιορίζεται στα χρόνια 1943-44 και σταδιακά φθίνει. Η απουσία συντονισμένης προσπάθειας υπό την πίεση των ιστορικών γεγονότων, τα οποία ανατρέπουν τις προσδοκίες τους, η αδυναμία τους να συγχρονιστούν με την εποχή τους, τα αισθητικά και ιδεολογικά ζητήματα που αυτή έθεσε, το γεγονός ότι υπερασπίζονται ξεπερασμένες αισθητικές φόρμες, όλα αυτά συντέλεσαν στην περιθωριοποίησή τους.
Στη βιβλιοθήκη του Θεοτοκά βρίσκουμε ένα αντίγραφο της τελευταίας συλλογής διηγημάτων του Κοββατζή Χαμένοι ταξιδιώτες (1965) με την εξής αφιέρωση: «Του κυρίου Γιώργου Θεοτοκά / προσφορά τιμής και αγάπης». Ο Κοββατζής από ιδρυτικό μέλος της γενιάς του 1940, που αντιτίθεται στην προηγούμενη γενιά του 1930, στο τέλος της συγγραφικής του σταδιοδρομίας συνομολογεί προς αυτή. Μια παρόμοια αφιέρωση στον βασικό εκπρόσωπο της γενιάς του 1930 θα φάνταζε αδύνατη στον εικοσιεφτάχρονο πεζογράφο των Επεισοδίων στα 1943. Ο Κοββατζής, στα 1948, υποστήριζε ότι «εκεί που έφθασε ο κ. Καραγάτσης είναι για όλους μας πια πεθαμένος». Στα 1965 όμως, στους Χαμένους Ταξιδιώτες, ο Κοββατζής αφιερώνει το ομότιτλο διήγημα στον Καραγάτση. Η ύστατη προσπάθεια του Κοββατζή να τα βρει με τη γενιά του 1930 δεν ανατρέπει την πραγματικότητα.
Η εμφάνιση τέλος νεότερων πεζογράφων στη δεκαετία του 1950 -όπως ο Ρόδης Ρούφος, ο Αλέξανδρος Κοτζιάς, ο Φραγκόπουλος ή ο Νίκος Κάσδαγλης, οι οποίοι στα έργα τους εκφράζουν δυναμικά τους προβληματισμούς των νέων τής Κατοχής, χωρίς να υιοθετούν τη χαμηλόφωνη στάση των λυρικών πεζογράφων- αυτό το γεγονός συνέβαλε καθοριστικά στην λήθη της «γενιάς του 1940».
* Η Κέλη Δασκαλά διδάσκει νεοελληνική λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. Το άρθρο συνοψίζει τα ζητήματα που την απασχόλησαν στην αδημοσίευτη διδακτορική της διατριβή Η λογοτεχνική παραγωγή της «γενιάς του 1940» και η επι-στροφή στην λυρική πεζογραφία (Πανεπιστήμιο Κρήτης, Ρέθυμνο, Δεκέμβρης 2006).
No comments:
Post a Comment