Η πρόσφατη έκδοση των Ωδών από τον εκδοτικό οίκο Μεταίχμιο έδειξε πόσο επιτακτική είναι η επίσπευση της έκδοσης των Απάντων του Κάλβου, την οποία έχει αναλάβει το Μουσείο Μπενάκη. Διότι μια σοβαρή έκδοση του συνόλου του έργου του Κάλβου θα μπορούσε να αποτρέψει ερασιτέχνες καλβιστές, όπως ο επιμελητής της έκδοσης του Μεταίχμιου, να ασχοληθούν με ένα έργο το οποίο δεν γνωρίζουν επαρκώς. Οταν μάλιστα η ανεπάρκεια αυτή συνδυάζεται με κριτική μεγαλομανία, από την οποία διακατέχεται ο εν λόγω επιμελητής (βλ. την «Εισαγωγή» του, που περιέχει και σαράντα, τουλάχιστον, πραγματικά λάθη), τότε το αποτέλεσμα καταλήγει αναπόφευκτα σε κριτικό παραλήρημα (όταν δεν έχεις διαβάσει τα ιταλικά έργα του Κάλβου, δεν έχεις ούτε μία παραπομπή στα ιταλόγλωσσα επί του θέματος κείμενα του Βίτι, και προσπαθείς να μιλήσεις για την ιδιοτυπία της γλώσσας των Ωδών επικαλούμενος τον Ντε Μαν και τον Ντεριντά, είναι φυσικό στο παραλήρημα αυτό να αφθονούν και οι θεωρητικές σαπουνόφουσκες).
Δεν είναι βέβαια η πρώτη φορά που ο Κάλβος υφίσταται μιαν ανάλογη κριτική κακοποίηση. Αρκεί να σημειώσουμε την έκδοση των υποτιθέμενων Απάντων του, το 1979, από τον (δημόσιο) Οργανισμό Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων (100.000 αντίτυπα που διανεμήθηκαν στις σχολικές βιβλιοθήκες), η οποία περιείχε μόνο τις Ωδές και την οποία ανατύπωσε πανομοιότυπη το 1992 το Ιόνιο Πανεπιστήμιο. Σύμφωνα με την έκδοση αυτή, ο Κάλβος έγραψε μόνο «είκοσι ωδές» (στα ελληνικά). Σύμφωνα με την έκδοση του Μεταίχμιου, που επίσης αποβλέπει και στο «να υπηρετήσει τις ανάγκες της διδασκαλίας των ωδών», τα ιταλικά ποιητικά έργα του Κάλβου είναι «όλα πρωτόλεια».
Είναι φανερό ότι η συλλογική μας συνείδηση δεν μπορεί να δεχθεί (έχει απωθήσει ή προσπαθεί να υποβαθμίσει το γεγονός) ότι ο εθνικός μας ποιητής υπήρξε κατά το μεγαλύτερο μέρος της ποιητικής του ζωής ιταλός ποιητής, και ότι έγραψε ελληνικά ποιήματα μόνο κατά την τελευταία, και πιο σύντομη, περίοδο του ποιητικού του βίου. Διότι από το 1811 που δημοσίευσε το πρώτο του ποίημα (μια canzone στον Ναπολέοντα) ως το τέλος του Φεβρουαρίου του 1822, όταν, από τη Γενεύη, ζητούσε για δεύτερη φορά να ανακληθεί η απέλασή του από το Μεγάλο Δουκάτο της Τοσκάνης για να επιστρέψει, όπως δήλωνε ο ίδιος, στην «πατρίδα του την Τοσκάνη [...] και να ξαναβρεί το ρεύμα της λογοτεχνικής του ζωής» (μεταξύ άλλων, να ολοκληρώσει και την τραγωδία Ιppia, την οποία, πιστεύοντας ότι σύντομα θα επιστρέψει, είχε κατά την απέλασή τουΑπρίλιος 1821- αφήσει στη Φλωρεντία ημιτελή), η φιλοδοξία του Κάλβου ήταν να αναδειχθεί στον ιταλικό Παρνασσό, κατά το παράδειγμα του Φόσκολο (το πρώτο ποίημα που έγραψε ο Κάλβος στα ελληνικά- «Ελπίς πατρίδος», 1819- ήταν ένα ποίημα ευκαιριακό: η εξύμνηση του Γκίλφορντ σε αυτό είναι φανερό ότι απέβλεπε στην εξασφάλιση μιας θέσης καθηγητή στο «εν Κερκύρα Ελληνικόν Παμμουσείον»).
Με το σημείωμά μου αυτό διατυπώνω μια πρόταση ως προς το θέμα των κειμένων του πρώτου τόμου μιας έκδοσης των Απάντων του Κάλβουθέμα που το καθιστά ιδιαίτερα ενδιαφέρον η ιδιοτυπία της ποιητικής ιστορίας του Κάλβου, που είναι ιστορία διαφορετική από εκείνη του, επίσης ποιητικά δίγλωσσου, Σολωμού.
Η ταυτότητα του Κάλβου ως συγγραφέα είναι, βέβαια, ταυτότητα ποιητική. Ο,τι άλλο έγραψε ο Κάλβος πέρα από το ποιητικό του έργο μάς ενδιαφέρει μόνο, ή κυρίως, στον βαθμό που θα μπορούσε να φωτίσει την ποιητική του δραστηριότητα. Εννοώ το συνολικό ποιητικό του έργο, του οποίου Η λύρα και τα Λυρικά αποτελούν το κορυφαίο μέρος- ωδές που για τη διαμόρφωσή τους η ιταλική ποιητική εμπειρία του Κάλβου υπήρξε αποφασιστική. Καθώς τα Απαντα ενός λογοτέχνη πρέπει να παρουσιάζουν με πιστότητα το λογοτεχνικό του πρόσωπο, το οποίο συνθέτουν τα λογοτεχνικά του έργα που εκφράζουν τη συγγραφική του βούληση (η οποία δηλώνεται με τη δημοσίευσή τους ή την επιθυμία δημοσίευσής τους), ο πρώτος τόμος των Απάντων του Κάλβου θα πρέπει να περιέχει ενιαίως (ανεξαρτήτως γλώσσας) και σε χρονολογική τάξη τα ποιητικά έργα που δημοσίευσε ο ίδιος ο Κάλβος· κατά σειράν: την τραγωδία Le Danaidi (1818· την οποία ξανατύπωσε το 1820), την ωδή «Ελπίς πατρίδος», τη Λύρα (1824) και τα Λυρικά (1826). Στον τόμο θα πρέπει να περιληφθούν, αν βρεθούν κάποτε, ο ιταλικός ύμνος (Ιnno) που δημοσίευσε ο Κάλβος το 1817 και η canzone (άσμα) του 1811 (το δεύτερο σε παράρτημα, γιατί ο Κάλβος το είχε αποκηρύξει).
Η πρότασή μου είναι, βέβαια, ανορθόδοξη για όσους πιστεύουν ότι, επειδή η Λύρα και τα Λυρικά είναι έργα ασυγκρίτως ανώτερα από τα ιταλικά ποιητικά έργα του Κάλβου, θα πρέπει να θεωρούμε τα ιταλικά του έργα πάρεργα ή πρωτόλεια. Είναι όμως πρόταση την οποία υπαγορεύει η φύση του συνολικού ποιητικού έργου του Κάλβου. Μιλώ για μια πραγματική έκδοση των Απάντων του Κάλβου, όχι για μια έκδοση που θα κολακεύει την εθνική μας φιλαρέσκεια.
Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Sunday, October 25, 2009
Δεινοπαθήματα του Κάλβου
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment