Sunday, October 31, 2010

Μεταξύ Μπόρχες και Μέσι

  • Ο Αργεντινός συγγραφέας Μαρτίν Κοάν μιλάει για λογοτεχνία, ιστορία και ποδόσφαιρο
  • Του Κωστα Θ. Καλφοπουλου, Η Καθημερινή, Kυριακή, 31 Oκτωβρίου 2010
Στον λαβύρινθο της έκθεσης βιβλίου, την επόμενη μέρα από την ανακοίνωση του Νομπέλ Λογοτεχνίας, στο περίπτερο των εκδόσεων Suhrkamp επικρατούσε πάλι το «αδιαχώρητο». Η αναζήτηση του Αργεντινού συγγραφέα Μαρτίν Κοάν, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες των συνεργατών του εκδοτικού, δεν ήταν μια απλή υπόθεση, αφού ο 43χρονος συγγραφέας αποτελεί έναν από τους σημαντικούς εκπροσώπους της νέας αργεντίνικης λογοτεχνίας, προβλήθηκε αρκούντως από τα λογοτεχνικά ένθετα και τα σχετικά τηλεοπτικά αφιερώματα γύρω από την Αργεντινή, ως «φιλοξενούμενης χώρας», ενώ αρκετοί συνομιλητές του εκείνη τη μέρα ήθελαν τη γνώμη του για τη βράβευση του Μάριος Βάργκας Λιόσα.

Ο Μαρτίν Κοάν (1967) είναι κατ’ αρχάς ένας portenο, γέννημα-θρέμμα του Μπουένος Αϊρες, όπου ζει, και οπαδός της Μπόκα Τζούνιορς. Οι «καλοί αέρηδες» της λογοτεχνίας τον έφεραν σε σύντομο σχετικά διάστημα στην πρώτη σειρά των νέων Αργεντινών συγγραφέων, και το σκάφος της ισπανικής γλώσσας τον μετέφερε με ασφάλεια στα μεγάλα λιμάνια των ευρωπαϊκών εκδοτικών. Μικρόσωμος, φέρνει κάτι από το σουλούπι του Λιονέλ Αντρές Μέσι, διοπτροφόρος, όπως ταιριάζει στους «γραμματιζούμενους» της παλιάς εποχής, του αρέσει το ποδόσφαιρο, γράφει μόνο σε καφενεία και με το σημειωματάριο μαζί του, και μιλάει αγγλικά, ανάμεικτα με ισπανικά (αργεντίνικα), επιμένοντας όμως συνεχώς ότι «δεν μιλάει αγγλικά». Το τελευταίο του μυθιστόρημα «Ηθική διαπαιδαγώγηση» («Ciencias morales»), όπως μάς αποκάλυψε, θα κυκλοφορήσει του χρόνου στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πάπυρος.

Ο Μαρτίν Κοάν, ένας «ψύλλος» (la pulga) της σύγχρονης αργεντίνικης λογοτεχνίας που κινείται με άνεση στα μεγάλα γήπεδα της λογοτεχνίας και του ποδοσφαίρου, μιλάει αποκλειστικά στην «Καθημερινή».
  • Ταυτότητα, περονισμός
Η πρώτη ερώτηση αφορά τον χαρακτηρισμό «μαγικός ρεαλισμός», που αποδίδεται, μέσω του Μπόρχες και του Κορτάζαρ, στην αργεντίνικη λογοτεχνία. «Η αργεντίνικη λογοτεχνία δεν είναι ακριβώς αυτό που τής αποδίδουν και που θα ταίριαζε περισσότερο στο έργο του Γκαρσία Μάρκες ή του Καρπεντιέρ», μας λέει, παραδεχόμενος πάντως ότι ανάμεσα στο «κλισέ» και στην «κληρονομιά» υπάρχει ένα μεγάλο κομμάτι αλήθειας, ως προς τις επιρροές από τους «κλασικούς», αρκεί να μη γίνεται μια «απλή επανάληψη του ίδιου», από τους repetidores («αντιγραφείς» σε ελεύθερη απόδοση), με τους οποίους βρίσκεται σε αντίθεση.

Ο ίδιος πάντως αισθάνεται ταυτόχρονα ως «εγγονός του Μπόρχες», αλλά και «ανιψιός του Κορτάζαρ». «Ομως ο Μπόρχες», ομολογεί, «είναι κάτι παραπάνω από συγγραφέας. Δεν χρειάζεται να γράψει μυθιστορήματα, είναι σε θέση σε ένα μόνο διήγημα ή ακόμα και μία μόνο πρόταση να χτίσει ή να γκρεμίσει έναν ολόκληρο κόσμο».

Η συζήτηση παρακάμπτει για λίγο τη λογοτεχνία και αναζητεί την «αργεντίνικη ταυτότητα», με βάση το γνωμικό, ότι «ο Αργεντινός είναι ένας Ιταλός που μιλάει ισπανικά, θα ήθελε να είναι Αγγλος και συμπεριφέρεται σαν Γάλλος». «Πρόκειται κι εδώ για έναν μύθο, που δεν αφορά ολόκληρη τη χώρα, αφού π.χ. η Παταγωνία, ακόμα και του Τσάτουιν, δεν έχει τίποτα κοινό με το Μπουένος Αϊρες, είναι όμως μια “αλήθεια της φαντασίας μας”, δηλαδή όχι τι είμαστε στην πραγματικότητα, αλλά ό,τι φανταζόμαστε για μάς. Θα έλεγα ότι είναι μια “πολιτισμική φαντασίωση”, αλλά πάντως είναι ένα σημαντικό στοιχείο που σηματοδοτεί την ταυτότητά μας». Παρ’ όλ’ αυτά, πάντως, παραδέχεται ότι η Αργεντινή, κυρίως, αν όχι αποκλειστικά η πόλη του Μπουένος Αϊρες, είναι η πιο ευρωπαϊκή λατινοαμερικανική περιοχή. Και, βέβαια, μιλώντας κανείς για την Αργεντινή, δεν μπορεί να παραλείψει την ερώτηση, πόσο «ριζωμένος» είναι ο περονισμός στη χώρα. Για να δώσει το στίγμα αυτού του μεγάλου λαϊκιστικού κινήματος, αρκεί να υπενθυμίσει ότι τόσο η κυβέρνηση όσο και η αντιπολίτευση είναι κατά βάση «περονιστές». «Ισως κάποια μέρα, όλη η Αργεντινή θα είναι η χώρα του περονισμού», λέει γελώντας, με εμφανή σαρκαστική διάθεση.
  • Δικτατορία, πόλεμος
«Η χώρα πέρασε πράγματι διαδοχικά μεγάλες κρίσεις, τη δικτατορία, τον πόλεμο των Φόκλαντ, όπου είναι χαρακτηριστικό ότι ο αριθμός των αυτόχειρων στρατιωτών υπερέβη αρκετά τον αριθμό των θυμάτων από τη σύρραξη, και, τέλος, την οικονομική κρίση του 2001, όταν ο νεοφιλελευθερισμός “παρήγαγε” εκατομμύρια φτωχούς. Οι Μαλβίνες (όπως είναι η επίσημη ονομασία των νησιών - Κ.Κ.) ήταν πράγματι το μεγάλο πρόβλημα για τη χώρα, την κοινωνία, την πολιτική, αλλά και τον πολιτισμό της, ταυτόχρονα όμως ήταν κατά κάποιον τρόπο ένας “καθαρτήριος πόλεμος”, διότι προκάλεσε την πτώση του δικτατορικού καθεστώτος και οδήγησε στην επιστροφή της δημοκρατίας στη χώρα, παράλληλα με τη δίωξη των πραξικοπηματιών», μας λέει. Στο ερώτημα «τι συνιστά γι’ αυτόν η “αργεντινικότητα”;», ο Μαρτίν Κοάν ομολογεί ότι κάποτε έτρεχε κι αυτός στους δρόμους, ανεμίζοντας τη σημαία της Αργεντινής, όμως τώρα πια έχει πάρει τις αναγκαίες αποστάσεις από τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του εθνικισμού. «Είμαι γέννημα-θρέμμα του Μπουένος Αϊρες, ένας “λιμανίσιος” (porteno), αυτή είναι η αγάπη και το πάθος μου, και εδώ αρχίζει και τελειώνει η σχέση μου με την “αργεντινικότητα”», μάς λέει, υπενθυμίζοντάς μας ότι η πόλη των βιβλιοπωλείων και των βιβλιοθηκών αλλάζει διαρκώς, σαν μια μητρόπολη των μεγάλων οικονομικών και κοινωνικών αντιθέσεων. Είναι, όμως, ταυτόχρονα η πόλη της «μεσαίας καλλιεργημένης τάξης», των καφενείων και των βιβλιοπωλείων, ακριβώς στην παλιά ευρωπαϊκή παράδοση της Βιέννης, του Παρισιού ή του Βερολίνου. «Πράγματι, δεν γράφω ποτέ στο σπίτι μου και δεν χρησιμοποιώ υπολογιστή», συμπληρώνει, «προτιμώ τους δημόσιους χώρους, τα καφέ της πόλης, εκεί γράφω, εκεί τρώω κι εκεί συναντώ τους φίλους μου».

Η τελευταία ερώτηση προς τον συγγραφέα δεν μπορούσε να αποφύγει τη σύγκριση μεταξύ Μαραντόνα και Μέσι, και η απάντησή του ήταν άκρως ποδοσφαιρική και ταυτόχρονα σιβυλλική: «Ο Μέσι έχει ένα πρόβλημα, που δεν το έχει ο Μαραντόνα, και αυτό το πρόβλημα είναι ο Μαραντόνα».
  • Το αστυνομικό μυθιστόρημα
«Η αργεντίνικη αστυνομική λογοτεχνία ουσιαστικά επαναλαμβάνει, συχνά με εξαιρετικά αποτελέσματα, τα μοτίβα και τις αφηγηματικές δομές του είδους. Προσωπικά, μου αρέσει η αστυνομική λογοτεχνία, όταν ο συγγραφέας ανανεώνει το είδος, όπως στην περίπτωση του Χουάν Χοσέ Σαέρ, “Η αναζήτηση” (La pesquisa), και όχι όταν απλώς εφαρμόζει ένα δεδομένο πλαίσιο».

«Τα εύρετρα», το νέο βιβλίο της Κικής Δημουλά

  • «Τα εύρετρα», το νέο βιβλίο της ποιήτριας και ακαδημαϊκού Κικής Δημουλά «ταξιδεύει» από τις εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ.
Πρόκειται για 41 ποιήματα με το γνώριμο πια ύφος, που έχει κερδίσει το σύγχρονο ελληνικό κοινό και ιδιαίτερα το θηλυκό νεανικό, αλλά και πολλούς κριτικούς της μοντέρνας ποίησης.

Ελεύθερος στίχος, πολύστιχος ή ολιγόστιχος, προσωποποίηση αφηρημένων εννοιών, ανάδειξη του καθημερινού γεγονότος σε αλληγορία, πρωτότυπο επίθετο, φιλοπαίγμων τόνος, αυτό-ειρωνεία, χρήση λόγιων εκφράσεων, το ρήμα στο τέλος της φράσης, αιφνιδιαστική κατάληξη, ακκισμοί στη γλώσσα. Όλα αυτά ενυπάρχουν και στο 16ο, κατά σειρά, βιβλίο της ποιήτριας, που έφερε ένα νέο κοινό στο πλέον απαιτητικό είδος γραφής, την ποίηση.

Μακριά από το ιστορικό και ηρωικό στοιχείο, σε μια εποχή που βομβαρδίζεται από ειδήσεις για αίματα, εθνικισμούς, πολέμους, συμφέροντα, φτώχεια, πείνες, θανάτους, η Κική Δημουλά δείχνει να εμπνέεται από το ιδιωτικό, από το υπαρξιακό, από το ερωτικό, τελικά, από το δωμάτιό της… Και αυτό να περνάει στον κόσμο. Στον κόσμο της. Γοητεύοντας μέσω της τεχνικής και του επιγράμματος:

«Ανάγκη τον έρωτα τον έπλασε ο θάνατος
από άγρια περιέργεια
να εννοήσει
τι είναι ζωή».
Και παρακάτω αποφαίνεται: «ένας υπναράς είναι ο θάνατος».
Για να μας δηλώσει:
«Ο, τι κλειδί και να΄ναι αυτό
και άλλης πόρτας, ξένης να ΄ναι
το αρπάζω
παρά να μείνω έξω».
Κάτι σαν… αυτοκριτική η παραδοχή:
«Η πιο ασφαλής κρυψώνα
είναι η ασάφεια».

«Τα εύρετρα» στο εξώφυλλο έχουν ένα κοσμητικό σχεδίασμα του εγγονού της ποιήτριας και είναι γραμμένα με το τονικό σύστημα. Αν και, πέραν της εικαστικής νοσταλγίας, οι ψιλές και οι δασείες ουδέν προσφέρουν στην «απόλαυση του κειμένου».

Η Κική Δημουλά, δηλαδή η Βασιλική Ράδου, γεννήθηκε στην Αθήνα στις 6 Ιουνίου του 1931. Πρώτη κόρη του υπαλλήλου της Τράπεζας Ελλάδας Χρήστου Ράδου από την Καλαμάτα και της Ελένης Καλαμαριώτη από τη Μεσσηνία. Μετά την αποφοίτησή της από το εξατάξιο Γυμνασίου προσλήφθηκε στην τράπεζα. Πρωτοδημοσίευσε πεζά κείμενα στο περιοδικό «Κύκλος», που κυκλοφορούσε η Τράπεζα Ελλάδας. Το 1950 δημοσίευσε στο περιοδικό «Νέα Εστία» τα πρώτα της ποιήματα. Το πρώτο της ποιητικό βιβλίο εξέδωσε το 1952 ο θείος της, Παναγιώτης Καλαμαριώτης, για να της το παρουσιάσει ως έκπληξη την ημέρα της ονομαστικής της εορτής. Όμως εκείνη, χρόνια μετά, το «αποκήρυξε».

Παντρεύτηκε τον ποιητή και απόφοιτο του Πολυτεχνείου Άθω Δημουλά, τον οποίο είχε γνωρίσει από τα μαθητικά της χρόνια, γιο της φιλολόγου της, ο οποίος την ενθάρρυνε στην ποίηση. Έκαναν δύο παιδιά, τον Δημήτρη και την Έλση.

Τα έργα της:
  • 1952, Ποιήματα
  • 1956, Έρεβος (εκδόσεις Στιγμή)
  • 1958, Ερήμην (Στιγμή)
  • 1963, Επί τα ίχνη (Φέξης)
  • 1971, Το λίγο του κόσμου (Νεφέλη)
  • 1981, Το τελευταίο σώμα μου (Κείμενα)
  • 1988, Χαίρε ποτέ, (Στιγμή)
  • 1994, Η εφηβεία της λήθης (Στιγμή)
  • 1998, Ενός λεπτού μαζί (Ίκαρος)
  • 1998, Ποιήματα (Ίκαρος)
  • 2001, Ήχος απομακρύνσεων (Ίκαρος)
  • 2003, Ο φιλοπαίγμων μύθος (Ίκαρος)
  • 2004, Εκτός σχεδίου (Ίκαρος)
  • 2005, Χλόη θερμοκηπίου (Ίκαρος)
  • 2007, Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως (Ίκαρος)
  • 2009, Έρανος σκέψεων (Ίκαρος)
  • Οι άλλες μεγάλες χρονολογίες της ζωής της:
  • 1972. Πήρε το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης.
  • 1974. Συνταξιοδοτήθηκε από την Τράπεζα Ελλάδας.
  • 1985. Ο θάνατος του συζύγου και μέντορά της στην ποίηση.
  • 1989. Το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης.
  • 1995. Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών.
  • 2002. Μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.
  • Η Κική Δημουλά, μια ποιήτρια με «εύρετρα».

[www.kathimerini.gr με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ]

Απεβίωσε ο Ολλανδός συγγραφέας Χάρι Μούλις





Ο Ολλανδός συγγραφέας Χάρι Μούλις, που έγινε ιδιαίτερα γνωστός για τα βιβλία του «Η ανακάλυψη του ουρανού» και «Η απόπειρα» απεβίωσε χθες Σάββατο, σε ηλικία 83 ετών, ανακοίνωσε σήμερα το ολλανδικό ειδησεογραφικό πρακτορείο ANP.

Σύμφωνα με τον εκδοτικό οίκο του, ο συγγραφέας απεβίωσε στην κατοικία του στο Άμστερνταμ, μετά από μάχη με τον καρκίνο. Ο Χάρι Μούλις είχε συγγράψει περισσότερα από 70 διηγήματα, μυθιστορήματα, δοκίμια, ποιήματα και θεατρικά έργα και θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους σύγχρονους Ολλανδούς συγγραφείς. [ΑΠΕ-ΜΠΕ]

Σχετικά Άρθρα  

Thursday, October 28, 2010

Πέθανε ο συγγραφέας και εκδότης Χάρης Πάτσης

  • Την τελευταία του πνοή άφησε χθες το βράδυ, πλήρης ημερών, ο εκδότης, συγγραφέας και παιδαγωγός Σπύρος Χ. Πάτσης.
Γεννήθηκε στο Δήμο Θεσπρωτικού Πρεβέζης, ­στις 30 Ιουνίου του 1913. Το 1933, αποφοίτησε από το Διδασκαλείο Ιωαννίνων και το 1939, αρίστευσε στις εισαγωγικές εξετάσεις για την Πανεπιστημιακή Μετεκπαίδευση (Φιλοσοφική Σχολή – Έδρα Παιδαγωγικής). Κατά τη διάρκεια των πανεπιστημιακών σπουδών του, παρακολούθησε μαθήματα στην Πάντειο και στη Γαλλική Ακαδημία.
Χρημάτισε Αριστίνδιν Εκπαιδευτικός Σύμβουλος στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο και Διευθύνων Σύμβουλος του «Γενικού Συμβουλίου Βιβλιοθηκών Ελλάδος», ενώ τιμήθηκε και με το Α’ Χρυσό Μετάλλιο Παιδείας, για τη μεγάλη συνεισφορά του στην άνοδο του πνευματικού επιπέδου του Ελληνικού λαού.
Το 1945 ίδρυσε τον ομώνυμο εκδοτικό οργανισμό. Υπήρξε μεταξύ άλλων, πρωτεργάτης του Δημοτικισμού.
Σύμφωνα με την τελευταία του επιθυμία η κηδεία του θα πραγματοποιηθεί σε στενό οικογενειακό κύκλο.

«Συγχωροχάρτι» του Πούτιν στον Αλεξάντρ Σολζενίτσιν

  • Ο ρώσος πρωθυπουργός «ευλόγησε» τη νέα επίτομη έκδοση του επί 20 χρόνια απαγορευμένου στην ΕΣΣΔ «Αρχιπελάγους Γκουλάγκ»

ΛΑΜΠΡΙΝΗ ΚΟΥΖΕΛΗ | Πέμπτη 28 Οκτωβρίου 2010
Τη νέα επίτομη έκδοση του έργου του σοβιετικού νομπελίστα Αλεξάντρ Σολζενίτσιν «Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ» παρουσίασε προχθές ο ρώσος πρωθυπουργός Βλαντίμιρ Πούτιν. Η πασίγνωστη αυτοβιογραφική λογοτεχνική κατάθεση του Σολζενίτσιν για τα βασανιστήρια και τα εγκλήματα στα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας της σταλινικής Ρωσίας ήταν απαγορευμένη στην ΕΣΣΔ ως την εποχή της περεστρόικα.

Το μυθιστόρημα ταυτίζεται με την εισαγωγή στο δυτικό λεξιλόγιο του ρωσικού όρου «γκουλάγκ» και τη γνωριμία με την πραγματικότητα στα σοβιετικά στρατόπεδα εργασίας. Υπολογίζεται ότι συνολικά περισσότεροι από 18 εκατομμύρια άνθρωποι βασανίστηκαν εκεί, ενώ περίπου 4,5 εκατομμύρια κατάδικοι έχασαν τη ζωή τους στα γκουλάγκ που αναπτύχθηκαν σε ολόκληρη την τέως σοβιετική επικράτεια ήδη από τον 17ο αιώνα.



Η νέα επίτομη έκδοση του τρίτομου έργου, την οποία επιμελήθηκε η χήρα του συγγραφέα Ναταλία Σολζενίτσινα, ετοιμάστηκε ειδικά για σχολική χρήση. Το πρώτο τιράζ είναι 10.000 αντίτυπα, τα οποία και θα διατεθούν στα λύκεια. «Τo “Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ” αποτελεί βασικό ανάγνωσμα για τους ρώσους μαθητές» σημείωσε ο Πούτιν κατά τη διάρκεια της συνάντησής του με τη Ναταλία Σολζενίτσινα στη Μόσχα και χαρακτήρισε την έκδοση «σημαντικό γεγονός» με ιδιαίτερη συμβολική σημασία, καθώς η κυκλοφορία της «συνέπεσε με τις παραμονές της Ημέρας Μνήμης για τα θύματα της πολιτικής καταστολής» που γιορτάζεται στη Ρωσία στις 30 Οκτωβρίου.

«Χωρίς τη γνώση αυτών που συνέβησαν εδώ δεν θα μπορούσαμε να εκπροσωπούμε τη χώρα μας και δεν θα μπορούσαμε να σκεφτόμαστε το μέλλον» δήλωσε ο ρώσος πρωθυπουργός μπροστά στις κάμερες, κρατώντας το βιβλίο. Για τον συγγραφέα οι δηλώσεις αυτές αποτελούν μια δικαίωση, έστω και μετά θάνατον. Για τους πολιτικούς παρατηρητές όμως οι δηλώσεις ενός πρώην πράκτορα της Κα Γκε Μπε για έναν αντιφρονούντα συνιστούν απλώς μια προσπάθεια να διασκεδάσει τις εντυπώσεις σύμφωνα με τις οποίες κατά τη διάρκεια της οκτάχρονης προεδρίας του ενθάρρυνε μια πιο θετική αντιμετώπιση του σταλινικού καθεστώτος.

  • Οκτώ χρόνια στα στρατόπεδα
Καταδικασμένος το 1945 σε καταναγκαστική εργασία επειδή σε προσωπική επιστολή του εκφραζόταν ειρωνικά για τον Ιωσήφ Στάλιν, ο Σολζενίτσιν έζησε για μία οκταετία σε αρκετά στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας, κυρίως στο ασιατικό τμήμα της χώρας. Οι εμπειρίες του αποτυπώθηκαν αρχικά στο «Μια ημέρα του Ιβάν Ντενίσοβιτς», που πρωτοδημοσιεύτηκε στην ΕΣΣΔ το 1962, την εποχή της αποσταλινοποίησης, αποτελώντας λογοτεχνικό γεγονός. Περίπου δέκα χρόνια αργότερα, το «Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ» δεν είχε την ίδια τύχη. Παρά τη διεθνή αναγνώριση και το Νομπέλ του 1970, ο Σολζενίτσιν βρισκόταν ξανά σε δυσμένεια. Το κείμενο του έργου, σε μικροφίλμ, φυγαδεύτηκε κρυφά από τη χώρα και πρωτοτυπώθηκε σε δυτικά τυπογραφεία κατά το διάστημα 1973-1977. Στη Σοβιετική Ενωση πρωτοκυκλοφόρησε ελεύθερα το 1989.

Συμπόσιο Ποίησης στο Δρόμο & Λογοτεχνική Σκυταλοδρομία


 

Ο Κόμβος Πολιτισμού Acidart.gr και η «Ποίηση στην Εποχή της Εκποίησης», δύο ομάδες που καταπιάνονται με τη λογοτεχνία, αποφάσισαν να διοργανώσουν από κοινού την παρθενική τους έξοδο στο δρόμο. Το Σάββατο 30/10 στο πλαίσιο της Μέρας Δρόμου, δεν θα δώσουν το παρών μόνο το θέατρο, η μουσική, ο χορός, τα εικαστικά. Θα το δώσει και η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ.

Η δράση μας θα ξεκινήσει στις 14:00 με Λογοτεχνική  Σκυταλοδρομία. Θα κινούμαστε στην Ερμού, στην Καπνικαρέα, στο Μοναστηράκι και στα γύρω μέρη, μοιράζοντας στους περαστικούς Ποιήματα και Διηγήματα Δρόμου για να ταξιδέψουν μέχρι το Συμπόσιο Ποίησης στο Δρόμο, το οποίο θα πραγματοποιηθεί στις 15:00 στην Αποστόλου Παύλου, λίγο πιο πάνω από τον θερινό κινηματογράφο Θησείο. Πάρτε το κρασί σας, τα κείμενά σας, τους φίλους σας κι ελάτε να μας βρείτε. Η Λογοτεχνία ξεβολεύεται και αναζητά το μερίδιό της στο δρόμο, στην καθημερινότητα, στη ζωή μας. Με εφαλτήριο τη φαντασία, ας αποδράσουμε από τη μιζέρια που σπέρνουν τα μέτρα τους. Ας κάνουμε τη ζωή μας ένα ποίημα.

Κόμβος Πολιτισμού Acidart.gr

Ποίηση στην Εποχή της Εκποίησης

More info για τη Μέρα Δρόμου εδώ.

Wednesday, October 27, 2010

"Κέρδισε" τον Ουμπέρτο Εκο

O Ουμπέρτο Εκο είναι ένα όνομα που θα ήθελε να έχει κάθε εκδότης. Μετά το κλείσιμο των «Ελληνικών Γραμμάτων» που είχαν τα αποκλειστικά δικαιώματα των έργων του στα ελληνικά, παρατηρήθηκε μεγάλη κινητικότητα στον εγχώριο εκδοτικό χώρο για το ποιος θα αποκτήσει τον Ιταλό διανοούμενο.

Στην πρόσφατη έκθεση βιβλίου στη Φρανκφούρτη έγινε κάτι σαν πλειστηριασμός. Τη «μάχη» κέρδισαν οι εκδόσεις «Ψυχογιός», οι οποίες ανήγγειλαν ήδη την κυκλοφορία δύο νέων βιβλίων του Εκο: «Το νεκροταφείο της Πράγας», μυθιστόρημα για την άνοιξη του 2011, και «Κατασκευάζοντας τον εχθρό», δοκίμιο για το φθινόπωρο του 2011. Επίσης, την επανέκδοση προηγούμενων έργων του Εκο, όπως «Το όνομα του Ρόδου», «Το εκκρεμές του Φουκώ», «Μπαουντολίνο» και «Το νησί της προηγούμενης μέρας».

Μεγάλο Συνέδριο για τον Οδυσσέα Ελύτη...



1974. Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ ΣΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΣΟΛΩΜΟΥ ΚΕΡΚΥΡΑΣ
 
...στην  Εταιρεία Κερκυραϊκών Σπουδών
(Μουσείο Σολωμού)
στις 19, 20 & 21  Νοεμβρίου 2010

ΚΕΡΚΥΡΑ. Η Εταιρεία Κερκυραϊκών Σπουδών (Μουσείο Σολωμού Κερκύρας), έχει καθιερώσει την πραγματοποίηση ενός Επιστημονικού Συνεδρίου τον μήνα Νοέμβριο κάθε χρόνου (από το 2005, συνεχώς, στο σπίτι όπου ο Εθνικός Ποιητής έζησε τα τελευταία είκοσι χρόνια της ζωής του). Φέτος το Επιστημονικό Συνέδριο της Εταιρείας Κερκυραϊκών Σπουδών θα είναι αφιερωμένο στον μεγάλο Ποιητή Οδυσσέα Ελύτη, θα πραγματοποιηθεί στις 19, 20 και 21 Νοεμβρίου 2010 και θα έχει γενικό τίτλο «Οδυσσέας Ελύτης / Μ’ ένα τριφύλλι φως στο στήθος». Η είσοδος είναι ελεύθερη καθ’ όλες τις ώρες.

Στο Συνέδριο θα γίνουν είκοσι οκτώ ανακοινώσεις από πανεπιστημιακούς, συγγραφείς και επιστήμονες, σε μια σφαιρική θεώρηση του έργου του Ποιητή εξελικτικά από την πρώτη έως την ύστερη εμφάνισή του. Παράλληλα, εξετάζεται η πρόσληψη του έργου του στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Τέλος, στόχος είναι να φωτιστεί και η σύνδεση του Οδυσσέα Ελύτη με την Κέρκυρα. Όπως είναι γνωστό, ο Ποιητής υπηρέτησε τη θητεία του στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών Κερκύρας (1938), ενώ το 1974 η Εταιρεία Κερκυραϊκών Σπουδών δεξιώθηκε τον Ποιητή στο Μουσείο Σολωμού. Ο ίδιος ο Ποιητής επανειλημμένως ασχολήθηκε με τον Διονύσιο Σολωμό και τον Ανδρέα Κάλβο, τόσο στην ποίησή του, όσο και σε μελετήματά του.

Tuesday, October 26, 2010

Με το Athens Prize for Literature του περιοδικού (δε)κατα τιμήθηκε «Το θαύμα της αναπνοής»


Το βιβλίο «Το θαύμα της αναπνοής» (Εκδόσεις Κέδρος) του Δημήτρη Σωτάκη βραβεύτηκε με το The Athens Prize for Literature του περιοδικού (δε)κατα.Σύμφωνα με την κριτική επιτροπή «το βιβλίο προϊόν ρεαλιστικής μυθοπλασίας, ξεχωρίζει για την στιλπνότητα του λόγου, το παιχνίδισμα γλώσσας και εννοιών, το υπαρξιακό υπόβαθρο της πλοκής, την πυκνή ροή, την εμπλοκή των ατομικών με τις συλλογικές απογοητεύσεις και τις ψυχικές αιφνίδιες μεταπτώσεις των ηρώων».
  • «Το θαύμα της αναπνοής»
«Ένας άνδρας αναγκάζεται να αποδεχθεί μια παράξενη θέση εργασίας, προκειμένου να βγει απ' το οικονομικό αδιέξοδο στο οποίο βρίσκεται. Η εταιρεία, την οποία ανακαλύπτει στις μικρές αγγελίες των εφημερίδων, του υπόσχεται ευημερία και γρήγορο πλουτισμό, γεγονός που του επιτρέπει να ονειρευτεί μια ζωή που ποτέ δεν είχε. Η συνεργασία τους ξεκινάει με τις καλύτερες προϋποθέσεις και, χωρίς την παραμικρή προσπάθεια απ' τη μεριά του, βλέπει τον τραπεζικό του λογαριασμό να αυξάνεται με ταχείς ρυθμούς.

Όμως με το πέρασμα του χρόνου, συνειδητοποιεί ότι τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται, και πλέον βρίσκεται εγκλωβισμένος σε μια καινούργια εφιαλτική καθημερινότητα που σταδιακά του αφαιρεί το δικαίωμα να ζει και να κινείται ελεύθερα. Στο φόντο, η άρρωστη μητέρα του, μια ανήμπορη γυναίκα που καταρρέει στο κρεβάτι του πόνου, η ερωμένη του και ο ζωγράφος φίλος του, φιγούρες που σαν κινούμενες μαριονέτες παίζουν το ρόλο των κομπάρσων, πλαισιώνοντας το προσωπικό αδιέξοδο του ήρωα.

Μια ιστορία για τη ματαιότητα των επιθυμιών, για τον ορισμό της ευτυχίας από τον σύγχρονο άνθρωπο και για όλα αυτά που θυσιάζουμε ελπίζοντας σ' έναν παράδεισο που δεν θα γνωρίσουμε ποτέ…»

Ο Κ. Π. Καβάφης επιστρέφει στην Αθήνα


Το υπερσύγχρονο μουσείο θα στεγαστεί στην οικία Κωλέττη, στην Πλάκα, που θα αναστηλώσει το Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού
  • Tης Oλγας Σελλα, Η Καθημερινή, Tρίτη, 26 Oκτωβρίου 2010
ΠOΛH. Eνα χρόνο πριν, έμοιαζε με τρελό όνειρο. Eνα από τα πιο παλιά νεοκλασικά σπίτια της Aθήνας, η οικία Kωλέττη, στην οδό Πολυγνώτου 13 στην Πλάκα, επελέγη να στεγάσει το Mουσείο Kαβάφη. Tο κτίριο είναι ιδιοκτησίας υπουργείου Πολιτισμού, το Σπουδαστήριο Nέου Eλληνισμού, που κατέχει το αρχείο Kαβάφη, θα φρόντιζε για τη διαμόρφωση του νέου μουσείου, και το Tαχυδρομικό Tαμιευτήριο είχε κάνει τη γενναιόδωρη χορηγία.

Aπό την περασμένη Παρασκευή, αυτό το όνειρο άρχισε να μη φαίνεται και τόσο μακρινό. O διευθυντής του Σπουδαστηρίου Nέου Eλληνισμού, Mανόλης Σαββίδης, κάλεσε τους δημοσιογράφους και παρουσία του υπουργού Πολιτισμού και Tουρισμού, Παύλου Γερουλάνου, ανακοίνωσε ότι ήδη έχουν ολοκληρωθεί οι γραφειοκρατικές διατυπώσεις και πλέον ξεκινούν οι κατασκευαστικές εργασίες στην οικία Kωλέττη. Tο Σπουδαστήριο Nέου Eλληνισμού, που διαχειρίζεται το αρχείο Kαβάφη, έκανε όλες τις σχετικές μελέτες για τη σωστή αποκατάσταση του κτιρίου και τη μετατροπή του σ’ ένα σύγχρονο εκθεσιακό χώρο, χωρίς να αλλοιωθεί η διατηρητέα φυσιογνωμία της οικίας Kωλέττη. Tο πλάνο είναι, σε ενάμιση χρόνο από σήμερα, να λειτουργεί, κάτω από την Aκρόπολη, ένα σύγχρονο και μοναδικό μουσείο.

O υπουργός Πολιτισμού και Tουρισμού αναφέρθηκε στη μοναδικότητα και την αυθεντικότητα του K. Π. Kαβάφη –«ό,τι είναι αυθεντικό δεν μπαίνει σε σύνορα»– και, κυρίως, ότι αυτό το μουσείο είναι μια «σύμπραξη του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα και των χορηγών. O πολιτισμός μπορεί να μην είναι μόνο κρατικοδίαιτος», συμπλήρωσε.

O Mανόλης Σαββίδης, αμέσως μετά, φανερά συγκινημένος και εξαιρετικά χαρούμενος με την εξέλιξη των πραγμάτων, μίλησε για τη μεγάλη κληρονομία που έφτασε στα χέρια του και τον τρόπο που αποφάσισε να την αξιοποιήσει, δίνοντάς μας μια πρώτη γεύση όσων θα φιλοξενήσει η ανακαινισμένη οικεία Kωλέττη: «Δεν θέλουμε ένα μουσείο στατικό, βαρετό, αλλά ένα μουσείο του 21ου αιώνα».

Eτσι, σ’ αυτό το μοναδικό νεοκλασικό σπίτι θα στεγαστεί ερευνητικό κέντρο και εργαστήριο συντήρησης, προσβάσιμο μόνο στους ερευνητές και τους μελετητές του Kαβάφη. Mε τη βοήθεια των πολυμέσων και με οδηγό τη διαδραστική απεικόνιση θα προσεγγίσουν οι επισκέπτες την εποχή του Aλεξανδρινού ποιητή. Θ’ ακολουθήσει δωμάτιο με τεκμήρια από την πόλη της Aλεξάνδρειας, από την οικογένειά του και από τα χρόνια που έζησε, με τη συμβολή του Mορφωτικού Iδρύματος της Eθνικής Tραπέζης και του EΛIA.

Tη σκυτάλη θα πάρει η αίθουσα των ποιημάτων του, που δεν θα παραμείνει στην προφανή παρουσίαση του γραπτού λόγου. Tα πραγματικά έπιπλα του K. Π. Kαβάφη, που μαζί με τα χειρόγραφά του πέρασαν στα χέρια του κληρονόμου του Kαβάφη, του Aλέκου Σεγκόπουλου, κι από εκεί στην κατοχή του Γ. Π. Σαββίδη, θα περιμένουν τους επισκέπτες του Mουσείου στην επόμενη αίθουσα. H διαδρομή μας στον κόσμο του Kαβάφη θα κλείνει με την έκθεση της νεκρικής του μάσκας.

Φυσικά, όπως σε κάθε σύγχρονο μουσείο, θα υπάρχει πωλητήριο και καφέ, ενώ στον εντυπωσιακό κήπο της οικίας Kωλέττη θα φιλοξενούνται εκδηλώσεις.

Tο Mουσείο Kαβάφη δεν θα έχει μόνο τη φυσική του παρουσία στην Πλάκα, αλλά και τη διαδικτυακή του, με site σε πολλές γλώσσες, αφού οι ήδη υπάρχοντες ιστότοποι στο Σπουδαστήριο, στα ελληνικά και στα αγγλικά, δέχονται περίπου 15 χιλιάδες επισκέψεις τον μήνα ο καθένας.

Kαι, φυσικά, από έναν τέτοιο οργανισμό δεν θα μπορούσαν να λείπουν οι εκδόσεις.

Kάποιες από αυτές θα κυκλοφορήσουν πριν ανοίξει το νέο μουσείο, είτε από το Σπουδαστήριο είτε από τις εκδόσεις «Iκαρος».

Oπως το λεξικό που επιμελήθηκε ο Mιχάλης Πιερρής, ένας από τους μαθητές του Γ. Π. Σαββίδη, ένα ιδιόρρυθμο λεξικό με ασυνήθιστες ή συνηθισμένες λέξεις τις οποίες συνέλεγε ο ίδιος ο ποιητής, που αποτελούσε το δικό του οπλοστάσιο, που ήθελε όμως να μοιραστεί με άλλους». Kαι μας υποσχέθηκε ότι θα βγει σύντομα από τον «Iκαρο» η αλληλογραφία Kαβάφη - Φόστερ.

Monday, October 25, 2010

«Ο Καζαντζάκης χάρηκε με την καταστροφή της Σμύρνης»

  • ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΕ «Ο «ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ» Ν. ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ. ΑΥΤΟΣ Ο ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΔΙΑΣΗΜΟΣ»
Ο ιστορικός, ελληνιστής και πολιτικός αναλυτής Παύλος Ν. Τζερμιάς είναι μία μεγάλη μορφή τού Ελληνισμού. Αειθαλής, παρά τα ογδόντα πέντε χρόνια του, ήρθε για μία μέρα στην Αθήνα για να παρουσιάσει το τελευταίο του βιβλίο, τη μελέτη «Ο «πολιτικός» Νίκος Καζαντζάκης. Αυτός ο άγνωστος διάσημος» (εκδ. «Ι.Σιδέρης»). 

«Ο Καζαντζάκης παραμερίζει την ηθική αξιολόγηση του φασισμού και του κομμουνισμού, γιατί και στα δύο συστήματα εξαίρει τη δύναμη», λέει ο Παύλος Τζερμιάς  

Από το πλούσιο βιογραφικό του να αναφέρουμε ενδεικτικά ότι δίδαξε στο Πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ (1965-1995) και στο Πανεπιστήμιο της Ζυρίχης (1984-1992). Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, μέσα από τις στήλες της εφημερίδας «Neue Zurcher Zeitung», δημοσίευσε άρθρα εναντίον των συνταγματαρχών, που μεταδίδονταν τακτικά από την «Ντόιτσε Βέλε». Εχει τιμηθεί με παράσημο από τους προέδρους της Ελληνικής και της Κυπριακής Δημοκρατίας, ενώ από το 2000 είναι αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.

Ξεπέρασε ποτέ ο Νίκος Καζαντζάκης τον νεανικό του εναγκαλισμό με τον Νίτσε;

«Ο Καζαντζάκης ήταν αναμφισβήτητα ένας σημαντικός λογοτέχνης και διανοητής. Ως διανοητής είχε ασχοληθεί με την πολιτική φιλοσοφία και την πράξη. Πάντα, όμως, ταλαντευόταν. Η νεανική του διατριβή, που είχε εκπονήσει στο Παρίσι, αφορούσε τον Νίτσε. Σ' αυτήν υποστηρίζει ότι υπάρχει μία αντίφαση ανάμεσα στη φύση και στην ηθική. "Η ηθική μας διδάσκει ότι επικρατεί ο ισχυρότερος, η ηθική μας λέει να υποστηρίζουμε τους ασθενέστερους", έγραφε ο Νίκος Καζαντζάκης. Μ' αυτό το δίλημμα, μια ζωή ταλαντεύτηκε. Ετσι έχουμε έναν αντιφατικό, έναν αντινομικό Καζαντζάκη.
»Ο νιτσεϊκός Καζαντζάκης ήθελε να είναι αδέσμευτος, με την έννοια του μη "δέσμιου" οποιωνδήποτε πολιτικών ιδεών και ηθικών αξιών. Δεν μου αρέσουν οι ετικέτες, γιατί συνθλίβουν την πραγματικότητα, που είναι πολυσύνθετη. Δεν είναι όλος ο Καζαντζάκης νιτσεϊκός. Ο επίμονος αυτός πνευματικός ανιχνευτής είχε πολλά πρόσωπα».

Ταξίδεψε στη φασιστική Ιταλία, όπου συνομίλησε με τον Μουσολίνι, και στην πρώην Σοβιετική Ενωση, όταν ο κομμουνισμός ήταν ακόμη νέος. Πώς αντιμετώπισε αυτά τα δύο εκ διαμέτρου διαφορετικά καθεστώτα;

«Στο πλαίσιο των ταξιδιωτικών του εντυπώσεων από τη φασιστική Ιταλία δεν κρύβει τον εντυπωσιασμό του από τον Μουσολίνι. Επισημαίνει μεν διαφορές ανάμεσα στον φασισμό και στον κομμουνισμό. Ομως, σε τελευταία ανάλυση, επειδή παραμερίζει την ηθική αξιολόγηση, επικεντρώνει την προσοχή του στα δύο διαφορετικά κοινωνικοπολιτικά συστήματα σε μεγάλο βαθμό για τον ίδιο λόγο. Και στις δύο περιπτώσεις εξαίρει τη "δύναμη" - τη "φυσική δύναμη" γράφει στο "Ταξιδεύοντας", τη "σκοτεινή δύναμη" γράφει στο γράμμα από το Κίεβο».

Γιατί δεν φλέρταρε ποτέ με το πνεύμα του βενιζελισμού;

«Ουσιαστική ένταξή του στον ιδεολογικό χώρο του βενιζελισμού δεν υπήρξε ποτέ. Κι αυτό φυσικά φάνηκε μετά την κατάρρευση του βενιζελικού οράματος της "Ελλάδος των δύο ηπείρων και πέντε θαλασσών". Και τότε ο Καζαντζάκης δεν μιλάει, ας πούμε, σαν ένας πικραμένος βενιζελικός. Τα γράμματά του προς τη Γαλάτεια δεν συνιστούν στο θέμα της Μικρασιατικής Καταστροφής καρπό μιας πολιτικής ανάλυσης των αιτίων από βενιζελική σκοπιά. Παραδέχεται μ' ευγνωμοσύνη την καταστροφή, γιατί θα μπορούσε να οδηγήσει στην αναγέννηση. Οπως γράφει: "Με την καταστροφή, αναγεννήθηκε η Ρωσία και η Γερμανία, ενώ η Γαλλία με τη νίκη της έφτασε στην κορφή τής ατιμίας, γιατί η νίκη εστερέωσε το καπιταλιστικό καθεστώς που την κυβερνάει"».

Γιατί πιστεύετε ότι «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» έχει διαχρονικά διεθνή απήχηση και γυρίστηκε ταινία από τον Ζυλ Ντασσέν;

«Σ' αυτό το έργο ο Καζαντζάκης μάς έδωσε το κοινωνικό του ευαγγέλιο. Εξωτερικά έπιασε το θέμα της προσφυγιάς, το συνέδεσε με τα πάθη του Χριστού και δημιούργησε ένα μυθιστόρημα με πολλά ηθογραφικά στοιχεία, που τραβούν ιδιαίτερα την προσοχή τού ξένου κοινού. Μα κάτω από την επιφάνεια της συναρπαστικής υπόθεσης κρύβεται το βαθύτερο κίνητρο της δημιουργίας, η καυστική καταδίκη ενός ανάποδου και ηθικά ανερμάτιστου κόσμου, όπου οι κακοί καλοπερνούν και οι καλοί μαρτυρούν.
Η δικαιοσύνη είναι για τον Καζαντζάκη αντικειμενικός κανόνας και υποκειμενική αρετή ταυτόχρονα. Ως κανόνας επιβάλλει αναλογικά ίση μεταχείριση όλων: ο καθένας δίνει σύμφωνα με τις ικανότητές του και παίρνει σύμφωνα με τις ανάγκες του. Ως αρετή απαιτεί την υποταγή στον κανόνα -ακόμη και τη θυσία στον βωμό της δικαιοσύνης».

  • Πώς κρίνετε την στάση των σημερινών Ελλήνων διανοουμένων;

«Δυστυχώς, δεν βλέπω μια φλόγα που θα έπρεπε να υπάρχει, όπως σε περασμένες δύσκολες εποχές. Οταν μπήκα στην Αντίσταση είχαμε πείνα και νεκρούς...».

Πώς θα μπορέσει η Ελλάδα να βγει από τον κλοιό της οικονομικής κρίσης και της διεθνούς απαξίωσης;

«Θα ευχόμουν να υπάρξει ένα πνεύμα αντίστασης εναντίον του άκρατου και άκριτου οικονομισμού. Νομίζουμε ότι τα πάντα είναι οικονομία, ενώ χρειάζεται ελευθερία και κοινωνική δικαιοσύνη». *

«Ας δούµε τον Καβάφη πέρα από στερεότυπα»

  • TA NEA: Δευτέρα 25 Οκτωβρίου 2010
Εικόνα από το εσωτερικό του κτιρίου, που αγοράστηκε από το υπουργείο Πολιτισµού επί Μελίνας Μερκούρη για να προληφθεί η κατάρρευσή του
Ο αλεξανδρινός ποιητής, που έπαιζε τένις και δεν αισθανόταν Νεοέλληνας, κατάφερε από «Βυζαντινός» να γίνει ο καλύτερος εκπρόσωπος του ελληνικού µοντερνισµού. Η µεταβίβαση της Οικίας Κωλέττη από το υπουργείο Πολιτισµού και Τουρισµού στο Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισµού θα δώσει την ευκαιρία στο κοινό να γνωρίσει και άγνωστες πτυχές του στο Μουσείο που θα στεγαστεί εκεί
«Ο Μιχαήλ Αγγελος, όταν τον ρώτησαν πώς έφτιαξε την Πιετά, είπε: «Είναι απλό. Παίρνεις ένα κοµµάτι µάρµαρο και βγάζεις ό,τι δεν µοιάζει µε την Πιετά”. Κάπως έτσι λάξευε τα ποιήµατά του και ο Κωνσταντίνος Καβάφης. Η απλότητά τους είναι απατηλή. Είναι απλά, αλλά καθόλου εύκολα. Γι’ αυτό και είναι εύκολο να µεταφράσει κανείς Καβάφη σε άλλες γλώσσες, είναι όµως δύσκολο να τον µεταφράσει καλά», λέει στα «ΝΕΑ» ο διευθυντής του Σπουδαστηρίου Νέου Ελληνισµού Μανόλης Σαββίδης. Πάντως, «η ποίησή του είναι οικεία και όπως καθετί το αυθεντικό ξεπερνά εύκολα γλωσσικά και άλλα σύνορα», είπε, σε χαιρετισµό του ο υπουργός Πολιτισµού και Τουρισµού Παύλος Γερουλάνος στην παρουσίαση του νέου µουσείου που έγινε την Παρασκευή στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.

Και πρόσθεσε ότι «το Μουσείο Καβάφη θα µπει σιγά σιγά στη ζωή µας και θα γίνει κόµβος διεθνούς εµβέλειας», καθώς και ότι «χρέος της Πολιτείας σε τέτοιες περιπτώσεις είναι να βγάζει τα εµπόδια, όπου υπάρχουν».

Σε ένα βιβλίο της Νταϊάνας Χάας που επίκειται να εκδοθεί από το Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισµού (και τον Ικαρο) θα µπορεί κανείς να δει τα σχόλια του ίδιου του Καβάφη στα ποιήµατά του. «Ο Καβάφης τα ποιήµατά του τα εξέταζε πρώτα γραµµατολογικά και µετά φιλοσοφικά για να δει εάν έστεκαν», λέει ο Μανόλης Σαββίδης. «Εάν δεν έστεκαν, προσπαθούσε να τα διορθώσει και εάν αυτό δεν γινόταν δεν δηµοσίευε το ποίηµα, αλλά κρατούσε, ενδεχοµένως, ένα κοµµάτι του για ένα άλλο ποίηµα». Το αρχείο του Κωνσταντίνου Καβάφη, εξαιρετικά ταξινοµηµένο από τον ίδιο τον ποιητή, πέρασε από τον κληρονόµο του, Αλέκο Σεγκόπουλο, στα χέρια του βασικού µελετητή του, του φιλόλογου Γ.Π. Σαββίδη. Οταν και εκείνος πέθανε, το 1995, ο γιος του Μανόλης βρέθηκε µπροστά σε δυσκολίες και διλήµµατα που αναπόφευκτα έθετε η κατοχή ενός τέτοιου θησαυρού. «Στην αρχή δεν ήξερα προς τα πού να πάω και τι να κάνω», µας εκµυστηρεύεται. Μία εκδοχή ήταν να το παραχωρήσει σε ξένα πανεπιστήµια που έµπρακτα ενδιαφέρθηκαν, άλλη απλώς να το πουλήσει σε έναν µεγάλο οίκο δηµοπρασιών. Διάλεξε όµως τον πιο δύσκολο δρόµο, να το κρατήσει στην Ελλάδα για να αξιοποιηθεί εδώ. Σε ένα πρώτο βήµα ίδρυσε το Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισµού, το 1996, ένα χρόνο µετά τον θάνατο του πατέρα του. «Αργότερα είδα ότι έγιναν ώριµες οι συνθήκες για την ίδρυση ενός µουσείου».

Ενδιάµεσα, βέβαια, εκπονήθηκαν µελέτες ως προς το αρχείο. «Παρότι φιλόλογος και ο ίδιος, δεν θέλησα να αναµειχθώ στα της επιστηµονικής µελέτης του αρχείου, για να µην υπάρχουν ανώφελες συγκρίσεις µε το έργο του πατέρα µου. Κράτησα για τον εαυτό µου τον ρόλο του πολιτιστικού µάνατζερ», λέει. Και προτίµησε να αναθέσει το επιστηµονικό έργο σε τρεις µαθητές του Γ.Π. Σαββίδη: τη Ρενάτα Λαβανίνι, καθηγήτρια στο Παλέρµο, την αναπληρώτρια καθηγήτρια στην Πάτρα Νταϊάνα Χάας και τον καθηγητή στη Λευκωσία Μιχάλη Πιερή.

«Δεν µετάνιωσα ποτέ που κράτησα και διαχειρίστηκα το αρχείο», λέει ο Μανόλης Σαββίδης. «Εχω µάθει πολλά µέσα από αυτό. Και κρατώ µία από τις πιο συγκινητικές καβαφικές ρήσεις: «Δουλεύουµε εναρέτως για τους κατοπινούς”. Ο ίδιος ο Καβάφης είχε καταλάβει ότι δεν θα δικαιωνόταν εν ζωή. Ηταν όµως πεπεισµένος για το µετά. Οσο για µένα, δεν αποσκοπώ σε κανένα προσωπικό όφελος. Μόνο στην αξιοποίηση του αρχείου, και για “τους κατοπινούς”. Και νοµίζω ότι ο πιο πρόσφορος τρόπος αξιοποίησης είναι η ίδρυση ενός µουσείου».

Ακριβώς, άλλωστε, για τους «κατοπινούς», ο Καβάφης επέλεξε τι θα αφήσει στο αρχείο του και τι δεν θα αφήσει. «Αυτός ο απίστευτος άνθρωπος είχε µεθοδεύσει και την υστεροφηµία του», λέει ο Μανόλης Σαββίδης. «Το έργο του είναι κλασικό – αυτό δεν κρίνεται πια – και εκείνοι που τον κρίνουν κρίνονται, αφού τα µεγάλα έργα λειτουργούν ως καθρέφτης. Δεν ήταν τυχαίος και δεν πρέπει να τον υποτιµήσουµε ποτέ. Οταν συλλαµβάνω µια νέα ιδέα γι’ αυτόν, στο αρχείο του βλέπω µετά ότι υπάρχει ήδη. Βρίσκεται πάντα ένα βήµα µπροστά από µένα».
Ο ίδιος ο Καβάφης είχε καταλάβει ότι δεν θα δικαιωνόταν εν ζωή. Ηταν όµως πεπεισµένος για το µετά
  • Φανατικός τενίστας, εξαιρετικός χορευτής
Μ.Π.

Ποιος ήταν, εν τέλει, αυτός ο τόσο σύγχρονος, ογδόντα χρόνια µετά τον θάνατό του, ποιητής; «Εχουµε στο µυαλό µας µια στερεοτυπική εικόνα για τον Καβάφη. Αλλά ξεχνάµε ότι µέχρι τα σαράντα του ήταν φανατικός παίκτης του τένις. Οτι ήταν εξαιρετικός στην παρέα, χόρευε καταπληκτικά και ήταν πνευµατώδης. Εχουµε επίσης ενδείξεις – αυτό όταν πρωτοειπώθηκε ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων – ότι σε κάποια περίοδο της ζωής του υπήρξε αµφιφυλόφιλος. Η εικόνα που έχουµε ανταποκρίνεται µε ακρίβεια στα τελευταία χρόνια της ζωής του.

Αλλά πριν αρχίσει να υποδέχεται τους καλεσµένους του υπό το φως των κεριών, πλήρωνε λογαριασµούς ρεύµατος. Υπάρχουν στο αρχείο. Μετά ήταν που αποφάσισε να σκηνοθετήσει τη ζωή του. Και έγινε πολύ προσεκτικός µε την εικόνα του».

Πέρα όµως από την εικόνα του, το έργο του το ίδιο είναι πολυσήµαντο και φέρει ποικίλους συµβολισµούς. «Αυτό που θέλω να δείξω στο Μουσείο είναι πώς µέσα από το έργο ενός ανθρώπου αποτυπώνεται το εύρος του Μείζονος Ελληνισµού», λέει ο διευθυντής του Σπουδαστηρίου. «Ο Καβάφης ζει σε µια γωνιά της Αφρικής και αισθάνεται Ρωµιός και όχι Νεοέλληνας. Αυτό είναι βασικό κλειδί για την κατανόηση του Καβάφη. Ο ίδιος αυτοβιογραφείται ως εξής: ‘’Είµαι Κωνσταντινουπολίτης στην καταγωγή. Αλλά γεννήθηκα στην Αλεξάνδρεια’’ η οποία, λέει αλλού, ήταν ‘’σαν πατρίς’’. Θα προτιµούσε, ενδεχοµένως, να ζούσε στη Λόντρα ή το Παρίσι. Αν και παντού θα ένιωθε ‘’βυζαντινός άρχων, εξόριστος’’.

Το εκπληκτικό, βέβαια, µε τον Καβάφη είναι πώς αυτός που αποτελεί το τελευταίο κοµµάτι αυτού που αποκαλείται ‘’βυζαντινή νοοτροπία’’, από επίγονος δηλαδή των Φαναριωτών, γίνεται ο πρώτος και καλύτερος εκπρόσωπος του νεοελληνικού µοντερνισµού. Και µάλιστα χωρίς να έχει διαβάσει Ελιοτ. Πιστεύω µάλιστα ότι ο Σεφέρης δεν είχε δίκιο όταν µιλούσε για τρεις µείζονες ποιητές – Σολωµό, Κάλβο, Καβάφη – που δεν ήξεραν καλά ελληνικά. Ο Καβάφης µελετούσε πολύ τα ελληνικά. Μιλούσε τα καθηµερινά της Διασποράς, τα αλεξανδρινά και τα πολίτικα, αλλά και άλλων κέντρων της Διασποράς, µιλούσε όµως και τα αθηναίικα και δεν έβαζε διαχωριστικές γραµµές ανάµεσα στα αρχαία, τα βυζαντινά και τα νέα ελληνικά».

Ολα αυτά σηµαίνουν ότι το Μουσείο ορθώς γίνεται στην Αθήνα; «Πιστεύω ότι αν ζούσε σήµερα ο Καβάφης θα ήταν ο πρώτος που θα ερχόταν να πληρώσει εισιτήριο για να επισκεφτεί το Μουσείο», λέει ο Μανόλης Σαββίδης. «Τότε ερχόταν λιγότερο στην Αθήνα γιατί το αθηναϊκό κατεστηµένο έβλεπε µε δυσπιστία τους διανοούµενους της Διασποράς αλλά και γιατί, ένας άνθρωπος που είχε ζήσει στην Κωνσταντινούπολη, το Λονδίνο και το Λίβερπουλ, έβλεπε την Αθήνα – όπως και την Αλεξάνδρεια, άλλωστε – σαν επαρχιακή πόλη. Σήµερα τα πράγµατα είναι διαφορετικά».
  • Ετοιµο κι ένα λεξικό
«Ο Μιχάλης Πιερής επιµελήθηκε και έχει έτοιµο και ένα λεξικό που ήθελε να εκδώσει ο ίδιος ο Καβάφης», λέει ο Μανόλης Σαββίδης. «Πρόκειται για ένα λεξικό ασυνήθιστων λέξεων ή συνηθισµένων λέξεων µε ασυνήθιστη σηµασία. Λέξεις που ο ίδιος συνέλεγε σαν µυρµήγκι, που αποτελούσαν το δικό του οπλοστάσιο, το οποίο όµως ήθελε να το µοιραστεί και µε άλλους ενδιαφεροµένους». Ετσι, λ.χ., έχει στο λεξικό αυτό και τη λέξη «νερό», αλλά στην έκφραση «του έκανε δύο νερά», που σηµαίνει «τον έπλυνε δύο φορές».

Στις πιο πρόσφατες δηµοσιεύσεις περιλαµβάνονται τα «Ατελή» του Καβάφη από τη Ρενάτα Λαβανίνι και ο πρώτος τόµος των πεζών από τον Μιχάλη Πιερή – και οι δύο εκδόσεις έγιναν από τον Ικαρο, σε συνεργασία µε το Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισµού.

Οταν λειτουργήσει το µουσείο, θα υπάρχει και ανεξάρτητος δικτυακός τόπος γι’ αυτό. Ηδη όµως οι δύο δικτυακοί τόποι που το Σπουδαστήριο έχει ενεργοποιήσει για τον Καβάφη, ο ελληνόγλωσσος http://www.kavafis.gr και ο αγγλόγλωσσος http://www.kavafis.com, έχουν από 10.000 έως 15.000 επισκέψεις ο καθένας τον µήνα. Ο δικτυακός τόπος του Σπουδαστηρίου του Νέου Ελληνισµού (http://www.snhell.gr), πάντως, έχει φτάσει τις 3.000 επισκέψεις την ηµέρα!

Sunday, October 24, 2010

Η ψυχολογία στην πεζογραφία

  • Η ΑΥΓΗ: 24/10/2010 
  • ΤΟΥ ΤΑΚΗ ΜΕΝΔΡΑΚΟΥ
ΦΩΤΕΙΝΗ ΤΣΑΛΙΚΟΓΛΟΥ, Το χάρισμα της Βέρθας, μυθιστόρημα, εκδόσεις Καστανιώτη, σελ. 257

Αν και οι αιτίες εισόδου ενός συγγραφέα στον χώρο της λογοτεχνίας μπορεί να είναι άπειρες και συχνά ανεξιχνίαστες, ο επιμελής αναγνώστης δεν θα πάψει ποτέ να τις αναζητάει, έστω και αν κάποτε οδηγείται σε λανθασμένα συμπεράσματα. Στην περίπτωση της Φωτεινής Τσαλίκογλου, κάποια στοιχεία προσφέρουν τη δυνατότητα για εικασίες επί του θέματος που, ίσως -ακόμα και αν δεν φθάνουν- προσεγγίζουν το εύλογο.

Οι σπουδές της στο εξωτερικό στην Κλινική Ψυχολογία, οι διδακτικές εμπειρίες της στο εδώ Πανεπιστήμιο και η γενική της παιδεία άρχισαν να δίνουν τους καρπούς τους στα μέσα της δεκαετίας του '80. Από τότε έως σήμερα έχουν δει το φως πολλά θεωρητικά συγγράμματά της όπως: Σχιζοφρένεια και φόνος, Ο μύθος του επικίνδυνου ψυχασθενή, Μυθολογία βίας και καταστολής, και άλλα που αναμφισβήτητα πλουτίζουν τη σχετική βιβλιογραφία, όμως η γνώμη για τη βαρύτητα και την ειδική προσφορά τους ανήκει στους αρμόδιους.

Δώδεκα χρόνια μετά την κατάθεση της πρώτης επιστημονικής της έρευνας, η συγγραφέας, φορτισμένη από την περιπλάνηση και τις καταδύσεις στην εσωτερική περιπέτεια της ανθρώπινης ύπαρξης, αποφασίζει να αποδυθεί στην περιπέτεια της πεζογραφίας.

Ο πρώτος κρίκος της αλυσίδας, το μυθιστόρημα Η κόρη της Ανθής Αλκαίου (1996), πέρα από το ενδιαφέρον του ως αφετηρία μιας λογοτεχνικής διαδρομής, υποδηλώνει και μια ιδιότυπη πρόταση γραφής. Μιας γραφής που θα αποτελέσει βασικό χαρακτηριστικό στην εκφραστική ταυτότητα της συγγραφέως, διαφυλάσσοντάς την όμως από την παγίδα της επανάληψης, με τη βοήθεια εμπνευσμένων και ευρηματικών παραλλαγών. Έτσι, μέσα από ατραπούς που πόρρω απέχουν από μια στεγνή, κοινή λογική, ο αναγνώστης οδηγείται στην επαφή με ήρωες -ή πιο σωστά αντιήρωες- των οποίων η υπόσταση οφείλεται σε σκιώδεις παρουσίες, σε εκκωφαντικές απουσίες ή σε ένα αίνιγμα.

Με μια φυσιολογική, θα 'λεγε κανείς, συχνότητα και παράλληλα με το θεωρητικό της έργο, η Φωτεινή Τσαλίκογλου θα συνεχίσει τα λογοτεχνικά της βήματα, παρουσιάζοντας τα μυθιστορήματα Έρως φαρμακοποιός (1998), Εγώ η Μάρθα Φρόιντ (2000), Ονειρεύτηκα πως είμαι καλά (2004), τη νουβέλα Όλα τα ναι του κόσμου (2008), και το παραμύθι Η νεράιδα της Γης (2008), για να φθάσει στο πρόσφατο μυθιστόρημα Το χάρισμα της Βέρθας (2010).

Κατορθώνει να κρατήσει σε όλα τα έως σήμερα έργα της την ίδια ποιοτική στάθμη, με μικρές, κατά τόπους εξαιρέσεις, οι οποίες, όμως, δεν είναι ικανές να την παρασύρουν σε μια πρόχειρη ή αδιάφορη γραφή. Θα ήταν ευτύχημα, τόσο για την ίδια όσο και για τους αναγνώστες της, να δώσει στα μελλοντικά της έργα τη δύναμη, τη φαντασία και τη συνθετικότητα του μυθιστορήματος που αποτέλεσε την αφορμή του σημερινού σχολιασμού.

Τη φυσική, έμφυτη, αλλά και ιδιαίτερη δυνατότητα που διαθέτει κάποιος -τη γνωστή σε όλους μας ως χάρισμα- θα χρησιμοποιήσει η συγγραφέας ως πυρήνα του μύθου της, αλλά και ως μανόμετρο, για να καταγράψει τους παλμούς όλων των εσωτερικών κραδασμών της ηρωίδας της, Βέρθας. “Έχω ένα κρυφό χάρισμα: να μαντεύω αυτά που κάποτε γίνανε...″ (σελ. 179).

Με τα μαθήματα που παίρνει από μια εμπνευσμένη δασκάλα ζωγραφικής, πλησιάζει έργα μεγάλων ζωγράφων, όπου μέσα απ' αυτά και σε συνδυασμό με την προσωπική ζωή των δημιουργών τους, προσπαθεί να ανασύρει τα κρυμμένα τους μυστικά. Επιχειρεί να βρει τα ίχνη του αίματος που απαιτήθηκε για τη σύνθεσή τους.

Για τη Βέρθα τίποτα δεν είναι δεδομένο. Παρατηρεί τον στενό, αλλά και τον ευρύτερο περίγυρό της να πορεύονται μέσα στις ψευδαισθήσεις τους -ηθελημένες και μη- και να προσπαθεί να διαχειριστεί άλλοτε αδέξια και άλλοτε επιδέξια τις απώλειες και το πένθος τους. Όσο για την ίδια, ζει με το φάντασμα του μικρού χαμένου της αδερφού, κουβεντιάζει μαζί του και ανταλλάσσουν τα μυστικά τους.

Ιδιαίτερα ευρηματικό είναι το επεισόδιο με τον πατέρα της, όταν τον βλέπει να συναντιέται συχνά και κρυφά με τον νεαρό φίλο του πεθαμένου του γιου. Έντρομη, σκέφτεται ότι βρίσκεται μπροστά σε κάποιο φαινόμενο παιδεραστίας, για να ανακαλύψει, τελικά, ότι δεν είναι τίποτα άλλο από την ανθρώπινη ανάγκη ενός πατέρα να βλέπει και να μιλάει επί πληρωμή με τον συμμαθητή του χαμένου του παιδιού.

Με αυτό και με άλλα τέτοιου είδους ευρήματα η Φωτεινή Τσαλίκογλου ποικίλλει μια γραφή, όπου ο στοχασμός όχι μόνο δεν αναχαιτίζει αλλά εναρμονίζεται με την αφηγηματική ροή, η ανατροπή γίνεται οργανικό της στοιχείο και το όνειρο επιμένει να επιζεί έστω και μέσα από την όποια δυσμορφία. Χάρισμα της ηρωίδας ή της συγγραφέως;
  • Ο Τάκης Μενδράκος είναι κριτικός λογοτεχνίας

Μια γνωστικιστική ανάγνωση του Λεμονοδάσους

  • Η ΑΥΓΗ: 24/10/2010 
  • ΤΗΣ ΣΤΑΥΡΟΥΛΑΣ ΤΣΟΥΠΡΟΥ
ΚΟΣΜΑΣ ΠΟΛΙΤΗΣ, Λεμονοδάσος, επίμετρο Αγγέλα Καστρινάκη, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα,
«Έχω μια εικόνα στο μυαλό μου: απόλυτα συγκεντρωμένοι περιστρεφόμενοι δερβίσηδες σε έναν νοητό και πραγματικό κύκλο γύρω από κάτι ακίνητο και εγώ να βλέπω αυτούς και όχι εκείνο γύρω από το οποίο γυρίζουν»
(Άνθ. Β., 1928)

Η «Εισαγωγή» από έναν ερευνητή-φιλόλογο σε ένα λογοτεχνικό έργο, πόσω μάλλον σε ένα από τα κορυφαία της εποχής και του είδους του, έχει ως στόχο την παράδοση στα χέρια τού «επαγγελματία αναγνώστη» όσων περισσότερων κλειδιών είναι δυνατόν να βρεθούν για την ερμηνεία του, συγκεντρωμένων πάντα γύρω από συγκεκριμένους άξονες που να συναπαρτίζουν, τελικά, μια συγκροτημένη τοποθέτηση για το εκάστοτε έργο. Έτσι, σύμφωνα με τα παραπάνω κριτήρια, οι Εισαγωγές, επί παραδείγματι, του Peter Mackridge σε δύο μυθιστορήματα του Κοσμά Πολίτη, τα οποία, επίσης, το καθένα με τον τρόπο του, διαθέτουν πολλά γνωρίσματα που χαρακτηρίζουν μια κορυφαία δημιουργία, είναι υποδειγματικές. Αρκεί να παραθέσουμε τους τίτλους των ενοτήτων των Εισαγωγών του, με δεδομένη, βέβαια, την τεκμηριωμένη και διεξοδική έρευνα που έχει γίνει στο πλαίσιο της καθεμιάς από αυτές, για να αποδειχθεί του λόγου το αληθές. Στο Κοσμάς Πολίτης, Eroïca, Επιμέλεια: Peter Mackridge, Ερμής/ Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 1989, τον σύνθετο εργοβιογραφικό πίνακα «Ο Κ. Πολίτης και η εποχή του έως το 1937», τις «Προσθήκες στη Βιογραφία του Κ. Πολίτη (μετά το 1937)» και την «Βιβλιογραφία» ακολουθεί η Εισαγωγή που τιτλοφορείται, καθώς πρόκειται προφανώς για αυτοτελές δοκίμιο με καθορισμένο αποδεικτικό στόχο, «Συμβολικές και Ειρωνικές δομές στην Eroïca». Στο προοίμιο του δοκιμίου βρίσκουμε την ενότητα «Ιστορία και αφήγηση» και ακολουθεί ο προαναγγελθείς χωρισμός σε «Συμβολικές» και «Ειρωνικές» δομές. Στο Πρώτο Μέρος, τις «Συμβολικές δομές», βρίσκουμε υποενότητες όπως «Η φιλία και ο έρωτας», «Τα πρόσωπα», «Ο χώρος», «Η χρονολογία», «Ο ηρωισμός», «Ο έρωτας, ο θάνατος και το ιδανικό», «Το όνειρο», «Ο λυρισμός», «Η μουσική», «Η Μοίρα», ενώ στο Δεύτερο Μέρος, στις «Ειρωνικές δομές», εξετάζονται, μεταξύ άλλων, ο ειρωνικός συγγραφέας Κοσμάς Πολίτης και ο ειρωνικός αφηγητής του. Το δοκίμιο καταλήγει με τα Συμπεράσματά του και τα χαρακτηριστικά τής συγκεκριμένης έκδοσης. Στο Κοσμάς Πολίτης, Στου Χατζηφράγκου, Επιμέλεια: Peter Mackridge, Ερμής/ Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 1990, ο σύνθετος εργοβιογραφικός Πίνακας επεκτείνεται έως το 1963, παρεμβάλλεται η «Βιβλιογραφία» και ακολουθεί η Εισαγωγή/ δοκίμιο με τον τίτλο «Η ποιητική του Χώρου και του Χρόνου Στου Χατζηφράγκου». Οι ενότητες εδώ είναι οι ακόλουθες: «Η θέση τού Χατζηφράγκου στο έργο του Πολίτη», «Ο αφηγητής», «Το αντικείμενο της αφήγησης» (α′/ Το περιβάλλον, β′/ Τα πρόσωπα και τα δράματα), «Ο τρόπος της αφήγησης», «Ο Χωροχρόνος».

Ας έρθουμε τώρα στην ανά χείρας έκδοση του πρώτου και πραγματικά εμβληματικού μυθιστορήματος του Κοσμά Πολίτη (κατά κόσμον Πάρι Ταβελούδη), η οποία υπήρξε (στην πρώτη της εμφάνιση και, βέβαια, εξακολουθεί να είναι) σημαντική, όχι μόνον για τον ίδιον αλλά και για την Νεοελληνική Λογοτεχνία γενικότερα και ειδικότερα για την Γενιά του '30, ανεξάρτητα από την αξία του έργου καθεαυτήν ως λογοτεχνικού κειμένου. Το κείμενο που επανεκδίδεται εδώ αποτελεί αναπαραγωγή τής πρώτης έκδοσης, του 1930, η οποία στη συνέχεια αναθεωρήθηκε και έκτοτε αναπαραγόταν, και αναπαράγεται μέχρι σήμερα, τροποποιημένη. Έχουμε, λοιπόν, την τύχη να κρατάμε αυτήν την στιγμή στα χέρια μας το αρχικό κείμενο, εκείνο ακριβώς που προκάλεσε την μεγάλη αίσθηση στην Αθήνα του 1930 και, ως προς αυτό, η προσφορά των «Πεζογραφικών Επισημάνσεων» είναι εξόχως σημαντική.

Το δοκιμιακό κείμενο που συνοδεύει το λογοτεχνικό έχει συγγραφεί από την Αγγέλα Καστρινάκη, αναπληρώτρια καθηγήτρια της νεότερης ελληνικής λογοτεχνίας στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης και, επίσης, συγγραφέα κριτικών και λογοτεχνικών κειμένων. Παρατηρείται εδώ, κατ' αρχάς, ότι ο τίτλος του δοκιμιακού κειμένου, «Αναζητώντας το χρυσόμαλλο δέρας», (εμπνευσμένος από αντίστοιχη φράση του μυθιστορήματος) είναι μάλλον ποιητικός-λογοτεχνικός παρά κριτικός-ερευνητικός, παρατήρηση που ισχύει γενικότερα για το ύφος τού συνοδεύοντος κειμένου, το οποίο ορθώς δεν χαρακτηρίσθηκε ή/και δεν τοποθετήθηκε ως Εισαγωγή αλλά έπεται του μυθιστορήματος του Κοσμά Πολίτη, οριζόμενο ως «Επίμετρο». Πράγματι, εδώ δεν φαίνεται να πρόκειται για μια συγκροτημένη τοποθέτηση πάνω σε συγκεκριμένους άξονες της λογοτεχνικής γραφής αλλά για ένα σύνολο πλούσιων σε στοιχεία παρατηρήσεων πάνω σε επιμέρους ζητήματα.

Αν και τέτοιου είδους και χρήσης δοκιμιακά κείμενα απευθύνονται, όπως αναφέρθηκε στην αρχή, στον «επαγγελματία αναγνώστη» (και με τον όρο αυτόν εννοείται εκείνος ο αναγνώστης ο οποίος, πέρα από την αγάπη του για την λογοτεχνία, έχει αποκτήσει και τα απαραίτητα εφόδια και την πείρα για να την ερμηνεύει σε μια δεύτερη ή τρίτη (κ.λπ.) ανάγνωση), η Καστρινάκη φαίνεται να προσπάθησε, κυρίως μέσω του παιχνιδιάρικου, καθημερινού ύφους της, να φέρει το κείμενό της κοντά στον “απλό” αναγνώστη τής μίας και, συνήθως, μοναδικής φοράς - προσπάθεια με μάλλον συγκεχυμένο στόχο, μιας και ο “άπαξ” αναγνώστης δεν περιλαμβάνεται πιθανότατα σε εκείνους που θα ενδιαφερθούν για την Σειρά «Πεζογραφικές Επισημάνσεις». Από την άλλη, το κείμενο της κριτικού, μην κάνοντας διάκριση μεταξύ απλής και υποψιασμένης ανάγνωσης, παρασύρεται στο να θεωρήσει, μεταξύ άλλων (ή τουλάχιστον αυτή είναι η εντύπωση που δίνεται), ότι, επί παραδείγματι, το να «μαθαίνουμε να μην εμπιστευόμαστε τον αφηγητή μας» είναι πρακτική εύκολα εφαρμόσιμη από όλους τους αναγνώστες - αλλιώς, σε ποιον απευθύνεται το ύφος τής διδασκαλικής συγκατάβασης που διέπει το σύνολο του κειμένου· μάλλον όχι, πάντως, στον συνάδερφο ερευνητή.

 Μετά το προοίμιο και τον εκτενή «Προθάλαμο», το υπόλοιπο δοκιμιακό κείμενο (στο σύνολό του καταλαμβάνει ίσως λίγο μεγαλύτερη έκταση από το μυθιστόρημα το οποίο σχολιάζει) χωρίζεται σε «Αναβαθμούς» μύησης, παίρνοντας σχετικά την αφορμή από μία φράση τής Νόρας Αναγνωστάκη και επανερχόμενο, συχνά, στα υπό ανακάλυψη θέματα, αλλά χωρίς να εστιάζεται σε προκαθορισμένες κατευθύνσεις μιας πειθαρχημένης δόμησης του υλικού του. Έτσι, από την μια, έχουμε έναν τεράστιο όγκο πληροφοριών, η συγκέντρωση των οποίων σίγουρα απαίτησε γνώση και μόχθο, και, από την άλλη, μια, ενίοτε εκλαϊκευτική, διαχείριση, όπου, επιπλέον, περιλαμβάνονται: α) φράσεις όπως: «ο Παύλος [...] είναι αλήθεια κάπως ξετσίπωτος» ή «εμείς όμως δικαιούμαστε να φανταστούμε κάτι πιο επουράνιο» ή «Για να το πούμε πεζά: έπρεπε ή όχι να βγάλει τα ρούχα της η Βιργινία;» (είναι προφανές πως η συντάκτρια δεν ήθελε να γράψει τα παραπάνω με άλλο ύφος· σεβόμαστε την επιλογή της) ή ακόμα και β) βεβιασμένοι συσχετισμοί, όπως ίσως να είναι τελικά εκείνος του ονόματος «Καίτη» με τις «Ι-κέτι-δες» ή η συμπερίληψη του εθίμου του σχετιζόμενου με το πρώτο θαλάσσιο μπάνιο της χρονιάς ανήμερα της Αναλήψεως στο ευρύτερο γνωστικιστικό πλέγμα, αλλά και γ) δυσάρεστες και μάλλον ατελέσφορες απομαγεύσεις τής λογοτεχνικής «εικόνας», όπως η σχετιζόμενη με τα «διάφανα μαργαριτάρια» στον αυχένα της Βίργκως. Αλήθεια, τόσο “κατασκευαστική” ή ακόμα και «τεκτονική» να ήταν η λογοτεχνική δημιουργία τού Κοσμά Πολίτη, ή, μήπως, είναι λάθος να τοποθετείται εξαρχής το ζήτημα στο συνειδητό επίπεδο των προθέσεων;

Στο πλουσιότατο αυτό υλικό (τόσο πλούσιο ώστε θα χρησίμευε πολύ ένα Ευρετήριο), λαμβάνεται υπ' όψιν μία ποικίλης προέλευσης Βιβλιογραφία (μη παρατιθέμενη, δυστυχώς, αυτοτελώς), ενώ ως προς την εξωτερική διακειμενικότητα, ειδικά, έχει γίνει διεξοδική έρευνα. Θα είχαμε, τελικά, να παρατηρήσουμε ότι με το παρόν «Επίμετρό» της η Αγγέλα Καστρινάκη παραδίδει υλικό αρκετό για να εφοδιαστούν περισσότερες από μία Εισαγωγές κατά το υπόδειγμα των θεματικών δοκιμίων του Peter Mackridge. Μια τέτοιας έκτασης “αποδελτίωση”, ωστόσο, μας κάνει να αναρωτιόμαστε - χρησιμοποιώντας εδώ λίγο διαφορετικά την άποψη του Νίτσε όπως παρατίθεται και στο «Επίμετρο», σχετικά με την φωτεινότητα, από την μια, που θέλγει τον «θεωρητικό άνθρωπο» και τον καλλιτέχνη, από την άλλη, που γοητεύεται από ό,τι «μένει ακόμα σκοτεινό» - μήπως, τελικά, προτιμούσαμε την μερική, έστω, σκοτεινότητα της “έμπνευσης” του καλλιτέχνη από την εκτυφλωτική διαλεύκανση του κατατεμαχισμένου κειμένου του και του αντίστοιχου νοητικού δαιδάλου που (αναπόφευκτα εμείς οι υπόλοιποι, ειδικοί ή μη, υποθέτουμε ή συνάγουμε πως) το παρήγαγε. Το σχετικό ερώτημα/διερώτηση, βέβαια, δεν είναι καινούργιο και ούτε έχει εύκολη απάντηση. Αλλά γιατί το Λεμονοδάσος τού τέκτονα, όπως υποστηρίζεται στο «Επίμετρο», Κοσμά Πολίτη μάς φαίνεται τώρα λιγότερο δροσερό; (Η Νόρα Αναγνωστάκη, αντίθετα, είχε κατορθώσει, με την ποιητική ερμηνεία της, να πυκνώσει αντί να αραιώσει το φύλλωμά του). Ίσως, θα έλεγε κανείς, και να το συνηθίσουμε, αν, βέβαια, δεν προκύψει μία άλλη ερμηνεία των συμβόλων που να αναιρεί την παρούσα (ας έχουμε εδώ υπ' όψιν και τις θέσεις του Georg Lukács σχετικά, αφ' ενός, με την εισαγωγή, στην θεωρία και την πρακτική τής λογοτεχνικής γλώσσας, τού χειραγωγημένου συμβολισμού, ο οποίος εξαλείφει την πολλαπλότητα των διαστάσεων και, αφ' ετέρου, σχετικά με τον υπερβολικό επιμερισμό και την λεπτολογία που εξαλείφουν ομοίως την μοναδικότητα). Ο ίδιος ο συγγραφέας δεν είναι πια παρών, ώστε να μπορεί να αρνηθεί ή να επιβεβαιώσει οτιδήποτε - ούτε και θα έπραττε, άλλωστε, κάτι τέτοιο. Θα κρυβόταν πάλι πίσω από την ειρωνεία και την αυτοειρωνεία του και θα μας άφηνε μόνους με τα “σύμβολά” του - άρα, το ίδιο κάνει.
  • Η Σταυρούλα Γ. Τσούπρου είναι διδάκτωρ Φιλολογίας

Οι παρωδίες του Λαπαθιώτη

  • Η ΑΥΓΗ: 24/10/2010 
  • ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΒΟΓΙΑΤΖΟΓΛΟΥ
Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης ήταν μια διττή προσωπικότητα: από τη μια μεριά ο λεπταίσθητος δανδής, ο μελαγχολικός, χαμηλότονος, ιδιωτικός ποιητής που βαδίζει στα χνάρια της γαλλικής συμβολιστικής και αισθητιστικής παράδοσης, και από την άλλη ο «χαριτωμένος χωρατατζής» (Kλ. Παράσχος), ο «είρων και ο δηκτικός» (Σ. Ξεφλούδας), ο σατιρικός και προκλητικός ανατροπέας των αστικών ηθών, ο υψηλόφωνος κατήγορος της λογοτεχνικής παράδοσης, αρχικά, και των μοντερνιστικών ποιητικών εξελίξεων αργότερα. Μία από τις όψεις αυτής της δεύτερης, αιχμηρής πλευράς της προσωπικότητάς του, είναι εκείνη της παρωδίας.

Τα περισσότερα «à la manière de» ποιήματα και πεζά που δημοσίευσε ο Λαπαθιώτης, από τον Σεπτέμβριο του 1938 ως τον Μάρτιο του 1939 στην Πνευματική Ζωή του Μελή Νικολαΐδη, αποτελούν παρωδίες - ενέχουν, δηλαδή, μια μικρότερη ή μεγαλύτερη (κωμική συνήθως) απόσταση από το κείμενο τούς λογοτεχνικούς τρόπους του οποίου αναπαράγουν. Αντικείμενο των δώδεκα κειμένων είναι, κατά σειρά, οι Καβάφης, Παλαμάς, Σικελιανός, Χατζόπουλος, Maeterlinck, Μαβίλης, Καρυωτάκης, Καββαδίας, Δρίβας, Εμπειρίκος, Παπαδιαμάντης και, τέλος, ο ίδιος ο Λαπαθιώτης. Τα κείμενα αυτά δημοσιεύτηκαν με το ψευδώνυμο «Πλάτων Χαρμίδης», που πιθανώς ο Λαπαθιώτης εμπνεύστηκε όχι από τον ομώνυμο διάλογο του Πλάτωνα αλλά από τον γοητευτικό «πλατωνικό Χαρμίδη» του ποιήματος «Eν πόλει της Οσροηνής» (1917) του προσφιλούς του Καβάφη. Δεδομένου, όμως, ότι σε αυτά τα όψιμα «à la manière de» σχεδιάσματα περιλαμβάνονται και δύο παλαιότερα (για τον Καβάφη και τον Παπαδιαμάντη), τα οποία ο Λαπαθιώτης είχε δημοσιεύσει επώνυμα, δίνεται στον ενημερωμένο περί τα ποιητικά αναγνώστη εκείνης της εποχής ο μίτος για να αποκρυπτογραφήσει το ψευδώνυμο. Σύμφωνα με μια πληροφορία, ως Πλάτων Χαρμίδης ο Λαπαθιώτης είχε εμφανιστεί και το 1921, όταν είχε υποβάλει υποψηφιότητα σε ποιητικό διαγωνισμό, στην κριτική επιτροπή του οποίου συμμετείχε και ο ίδιος.1 

Και ενώ στο πλαίσιο της φάρσας εκείνης ο Λαπαθιώτης καλούνταν να κρίνει τον ψευδώνυμο εαυτό του, το 1939 είναι ο Πλάτων Χαρμίδης αυτός που εμμέσως «κρίνει» το λυρικό έργο του Λαπαθιώτη, μέσω ενός ποιήματος «à la manière de Λαπαθιώτης». Αυτή η οσκαρουαϊλδικής σπιρτάδας αντιστροφή ρόλων επαναλαμβάνεται το 1940, όταν ο Λαπαθιώτης δημοσίευσε στην Πνευματική Ζωή δύο βιτριολικά κείμενα εναντίον των νεότερων ποιητικών εξελίξεων και ο Πλάτων Χαρμίδης απέστειλε στο περιοδικό επιστολή διαμαρτυρίας, η οποία έδωσε στον Λαπαθιώτη την ευκαιρία να ξεκαθαρίσει τη θέση του και να διευκρινίσει τα κίνητρα και τους στόχους της επίθεσής του.

Πολλές από τις παρωδίες του Λαπαθιώτη ανήκουν στην παλαιότερη και πιο διαδεδομένη εκδοχή του είδους, εκείνην που ασκεί αρνητική κριτική μέσω της διακωμώδησης του στόχου της. Ο Λαπαθιώτης μάς έχει δώσει δείγματα της κριτικής ικανότητάς του με ποικίλες μελέτες και βιβλιοκρισίες του για Έλληνες και ξένους δημιουργούς, αλλά και με το ίδιο το ποιητικό έργο του, το οποίο βασάνιζε ιδιαίτερα προκειμένου να το φτάσει στην τελική του μορφή. Με τις παρωδίες του, όμως, ενώνει σε μία τις ιδιότητές του ως ποιητή και κριτικού κατά τον πλέον αποτελεσματικό τρόπο, τρόπο που ασφαλώς θα έχαιρε της εκτίμησης του αγαπημένου του Όσκαρ Ουάιλντ, παρά το γεγονός ότι στο γνωστότατο δοκίμιο του τελευταίου Ο κριτικός ως δημιουργός, το οποίο φαίνεται να είχε επηρεάσει τον Λαπαθιώτη, δεν κάνει λόγο για την παρωδία.

Με τις παρωδίες του ο Λαπαθιώτης φαίνεται να επιδίωκε, σε μια μεταβατική για την ποίηση εποχή, να τοποθετηθεί κριτικά τόσο απέναντι στην ποιητική παράδοση όσο και απέναντι στις τάσεις της ποιητικής «πρωτοπορίας», προκειμένου να υπερασπιστεί τη δική του ποιητική συμβολή, τη δική του θέση στον χάρτη της νεοελληνικής ποίησης. Έτσι, απορριπτική είναι η παρωδία του για τον Εμπειρίκο, δεξιοτεχνικότερος όμως -και ηπιότερα επικριτικός- είναι ο τρόπος με τον οποίο παρωδεί τους παλαιότερους, Παλαμά και Σικελιανό.

Πιο συγκεκριμένα, η αδηφάγα επιθυμία του Παλαμά να συγχωνεύσει στην ποίησή του τα πάντα ελέγχεται με στίχους όπως: «Κι όλα τ' άνθη τάκοψα,/ κι' όλα τα κρασιά τάπια!», ή «-κι' ούτε πια που με χωρείς,/ ο Τόπος κι' ο Χρόνος!», ενώ το ειρωνικό δίστιχο «κι' είμαι εδώ, κι' είμαι παντού,/ κι' είμαι παραπέρα», παραλλάσσεται προς το τέλος σατιρικά σε «Κι' είμαι δω, κι' είμαι παντού,/ κι' εμπρός και στην μπάντα», υπογραμμίζοντας δηκτικά την περιθωριοποίηση του Παλαμά στα χρόνια του Μεσοπολέμου. Ο παλαμικός δυισμός, εξάλλου, εκφράζεται σε στίχους όπως «Κατακάθι στον αφρό,/ το 'ναι', μαζί και τ' 'όχι'», η δε ματαιότητα του παλαμικού ποιητικού εγχειρήματος και ο χωρίς αντίκρισμα ιδεαλισμός του δίνονται στη τελευταία στροφή της παρωδίας: «Κι' έτσι ρεύουν και χάνουνται/ τα χρόνια τα ωραία,/ -και μόνη Εσύ, ακατάλυτη,/ καταλύτρα Ιδέα!», με Ι κεφαλαίο, φυσικά.

Η παρωδία για τον Σικελιανό διακωμωδεί με ευστροφία και επιδεξιότητα έναν δημιουργό που ως ιδιοσυγκρασία, όραμα και γραφή διόλου δεν ανταποκρινόταν στις λαπαθιωτικές προδιαγραφές. Η άλκιμη αρρενωπότητα της ποίησης του Σικελιανού, για παράδειγμα, αποτυπώνεται στη μαιανδρική παρομοίωση της ψυχής του ποιητή με την ορμή του βοδιού («...όμοια η ψυχή μου σείστηκε, δική μου και δική του,/τυπώνοντας στην ίδια γη, τα ίδια βαρβάτα αχνάρια!»), ενώ γενικότερα το εκφραστικά και ιδιοσυγκρασιακά “ασυγκράτητο” σφρίγος του Σικελιανού αναπαράγεται και μεγεθύνεται από έναν ποιητή ολιγόλογο, εργαστηριακό, διόλου φυσιολατρικό και διόλου ρωμαλέο και «υγιή», όπως ο Λαπαθιώτης.

Στο όνομα του Εμπειρίκου ο Λαπαθιώτης παρωδεί τον υπερρεαλισμό εν γένει, την απέχθειά του προς τον οποίο εξέφρασε ποικιλοτρόπως σε άρθρα της περιόδου 1937-1943. Το «À la manière de Εμπειρίκος» υποδύεται τους εκφραστικούς και γλωσσικούς τρόπους της Υψικαμίνου πυκνώνοντας αφύσικα την εμπειρίκεια σύνταξη και προσπαθώντας έτσι να παραμορφώσει τον παρωδιακό στόχο του. Ωστόσο, ο υπερρεαλιστικός λόγος είναι πολύ δύσκολο να παρωδηθεί αποτελεσματικά λόγω της εγγενούς παρωδιακής και αυτοπαρωδιακής του διάστασης. Ο Λαπαθιώτης φαίνεται να αντιλήφθηκε τη δυσκολία αυτή και έτσι κλείνει το κείμενό του με έναν σατιρικό δημοτικοφανές 15σύλλαβο, αλλάζοντας ριζικά ύφος και καθιστώντας εμφανέστατη την απορριπτική στάση του προς το πρωτοποριακό αυτό κίνημα: «τρία πουλάκια κάθονται, κατάπλασμα, λεκάνη...».

Παρωδώντας ευρηματικά τον στόχο τους, οι πολύτροπες παρωδίες του Λαπαθιώτη αφενός αποκαλύπτουν πτυχές της δημιουργικότητάς του που μένουν ανενεργές στην υπόλοιπη ποίησή του και αφετέρου συμπληρώνουν, με τον πλούτο και την τόλμη των δηκτικών τους επισημάνσεων, τις δοκιμιακές κριτικές καταθέσεις του. Απο-ιεροποιούν τον λόγο της ποιητικής παράδοσης, επιφυλάσσοντας τα βέλη του λιγότερο για τον φιλοσοφίζοντα παρνασσισμό του Μαβίλη και τον «στυλιζαρισμένο» συμβολισμό του Χατζόπουλου και περισσότερο για το ρητορικό και φιλόδοξο δίδυμο του Παλαμά και του Σικελιανού και, αντιστρόφως, ψέγουν ως βέβηλη την ποίηση των υπερρεαλιστών, ελέγχουν ποιητές που, όπως ο Δρίβας, προσχώρησαν στον ελεύθερο στίχο και εν γένει στις νεοτεριστικές τάσεις της δεκαετίας του '30, και εκφράζουν επιφυλάξεις για τον επιδερμικό και πεζολογικό, όπως ο Λαπαθιώτης μοιάζει να τον αντιλαμβάνεται, εξωτισμό της ποίησης του Καββαδία. 

Όσο για τις περιπτώσεις του Καβάφη και του Καρυωτάκη, φαίνεται ότι δεν έχουμε να κάνουμε με παρωδίες αλλά με τιμητικές μιμήσεις, και μάλιστα ανεπιτυχείς. Η αστοχία του «à la manière de Καβάφης», μάλιστα, είναι τέτοια που θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για παρωδία μίμησης - δεν είναι τυχαίο ότι ο Louis Roussel, εκδότης του περιοδικού Libre, σχολίασε το ποίημα ως ειρωνικό και χλευαστικό απέναντι στο Καβάφη, προκαλώντας την αγανάκτηση του Λαπαθιώτη.

Με την εξαίρεση αυτών των δυο ιδιότυπων περιπτώσεων, ο Λαπαθιώτης παρωδεί παλαιότερους και νεότερούς του ποιητές στο όνομα μιας νεοσυμβολιστικής «ιερότητας» που εκπροσωπεί ο ίδιος και όλοι όσοι εκπληρώνουν τις προϋποθέσεις που θέτει ο ίδιος για την ποίηση. Γι' αυτό και η τελευταία παρωδία που δημοσιεύει, το «à la manière de Λαπαθιώτης», είναι λιγότερο αυτοπαρωδία και περισσότερο μίμηση, καθώς ο Λαπαθιώτης δεν θέλησε να αποστασιοποιηθεί από τους δικούς του ποιητικούς τρόπους, σε μια εποχή, μάλιστα, που η ποίησή του είχε αισθητά περιθωριοποιηθεί και ο ίδιος προσπαθούσε -μάταια- να τη φέρει ξανά στο επίκεντρο της δημοσιότητας με τη δημοσίευση (το 1939) μιας επιλογής ποιημάτων του.

Το κείμενο αποτελεί μέρος ανακοίνωσης που παρουσιάστηκε στη Γρανάδα τον Σεπτέμβριο του 2010, στο πλαίσιο του Τέταρτου Ευρωπαϊκού Συνεδρίου Νεοελληνικών Σπουδών. Στην ολοκληρωμένη του μορφή θα δημοσιευθεί στο περιοδικό Νέα Εστία.
  • Η Αθηνά Βογιατζόγλου διδάσκει Νεοελληνική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
  • Παρωδώντας ευρηματικά τον στόχο τους, οι πολύτροπες παρωδίες του Λαπαθιώτη απο-ιεροποιούν τον λόγο της ποιητικής παράδοσης
Ως Πλάτων Χαρμίδης ο Λαπαθιώτης είχε εμφανιστεί και το 1921, όταν είχε υποβάλει υποψηφιότητα σε ποιητικό διαγωνισμό, στην κριτική επιτροπή του οποίου συμμετείχε και ο ίδιος. Και ενώ στο πλαίσιο της φάρσας εκείνης ο Λαπαθιώτης καλούνταν να κρίνει τον ψευδώνυμο εαυτό του, το 1939 είναι ο Πλάτων Χαρμίδης αυτός που εμμέσως «κρίνει» το λυρικό έργο του Λαπαθιώτη, μέσω ενός ποιήματος «à la manière de Λαπαθιώτης»


À la manière de...ΠΑΛΑΜΑΣ
ΕΚΑΤΟΣΤΗ ΠΡΩΤΗ ΦΩΝΗ

Λιώνω δίχως λυτρωμό,
μουσική κι' αγιοκέρι˙
φύλλο ίδιο κιτρίνισε
το λευκό μου το χέρι.

Σκύβω, τρίσβαθη φωνή,
στα βάθη της αβύσσου,
και τη φλόγα σου αγροικώ,
Πλάση Εσύ, τη βουβή σου...

Ψάχνω, μέσ' στα σκοτεινά,
τα παλιά τα κιτάπια,
κι' όλα τ' άνθη τά κοψα,
κι' όλα τα κρασιά τάπια!

Κι' είμαι δω, κι' είμαι παντού,
κι' είμαι παραπέρα,
με το τρεμοσάλεμα
του πρωινού του αγέρα,

στα παλάτια ο αρνητής,
στα καλύβια, θρόνος,
-κι' ούτε πια που με χωρείς,
ο Τόπος κι' ο Χρόνος!

Κατακάθι στον αφρό,
το «ναι», μαζί και τ' «όχι»,
έτσι ο νους μου τ' όνειρο
και τ' αρνιέται, και τόχει...

Κι' είμαι δω, κι' είμαι παντού,
κι' εμπρός, και στην μπάντα,
-κι' είμαι μέσα στο Ποτέ,
κι' είμαι μεσ' στο Πάντα...

Κι' έτσι ρεύουν και χάνουνται
τα χρόνια τα ωραία,
-και μόνη Εσύ, ακατάλυτη,
καταλύτρα Ιδέα!

À la manière de...ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ
ΧΑΡΜΟΣΥΝΟ

Έτσι ως ρουθούνισμα βωδιού, με την αψάν ανέσα,
που σύγκορμα και σύψυχα νιώθει τη δύναμή του,
να ξεχειλάη ακράτητα και το ζεστό κορμί του,
να βγάνη φλόγα, σαν πηγή, και σπίθες από μέσα,

κι' ανοίγοντας τις κόρες του, σαν κρούσταλλα καθάρια,
ρουφάει της μέρας τ' αδρό φως, που θρέφει την αλκή του,
όμοια η ψυχή μου σείστηκε, δική μου και δική του,
τυπώνοντας στην ίδια γη, τα ίδια βαρβάτα αχνάρια!

Κι ως ν' άστραψε αναπάντεχα του γήλιου το γιορτάσι,
καθρεφτισμένο ξάστερα μεσ' στ' αρμυρά πελάη,
κι' ο πόθος μου ασυγκράτητος, μου γιγαντώθη πλάι,
ζητώντας μεσ' στο πλέριο φως να πιη και να χορτάση,

κι' απαρατώντας του ασκητή τα μαύρα βαρειά ράσα,
διαμάντι πεντακάθαρο, μέσ' στα διαμάντια τ' άστρα,
σύφλογα και πασίχαρα σα μέλισσα βυζάστρα,
χιούμηξεν, όμοια αβάσταχτο, να σμίξη τη γη πάσα!...

À la manière de...ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ
  • ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΙ
Η παρονυχίδα των ενώσεων εμπαίζει τους κονίκλους των κροτάφων, υπόδημα και τελετή-ζουμπούλι. Δεν αποβλέπει τόσο στον ασπάλακα, πλην ελλοχεύει με κουφούς θυσάνους, φωταγωγός ανώφελων υπερθεματισμών, ακροβατικής αυθαιρεσίας. Σμήνος ευθέτων εξυπηρετήσεων - ανέφελος και πάνδημος Ηρώδης, εκκωφαντικών απομονώσεων και περιστροφικών εξιλασμών. Εκκρίσεις αφιλοκερδείς, ευνοϊκοί λαμπτήρες. Πυροσβέστης εθελοτυφλών προς τα βελουδένια περιθώρια, και καταστρατηγών την υποτείνουσαν, μεταξύ λιθίνων παραδείσων. Συλλήψεις ενδομύχων αναιρέσεων, παρεμφερών με Καναρίους νήσους - τρία πουλάκια κάθουνται, κατάπλασμα, λεκάνη...

1. Η σχετική πληροφορία δίνεται (χωρίς βιβλιογραφικά στοιχεία) στην ιστοσελίδα του Σαραντάκου, http://sarantakos.wordpress.com/2009/10/31/genethli/ (23-8-2010).