Sunday, October 24, 2010

Το σοβαρότερο πρόβλημα είναι η χωλή παιδεία μας


Νίκος Θέμελης, συγγραφέας
Οι νέοι είναι βαθιά οργισμένοι από την έλλειψη προοπτικής και ελπίδας

  • Της Ολγας Σελλα, Η Καθημερινή, Kυριακή, 24 Oκτωβρίου 2010
Ενα απρόσμενο κρυολόγημα άλλαξε τον τόπο συνάντησης με τον συγγραφέα Νίκο Θέμελη. Το ραντεβού έγινε απογευματινό στο σπίτι του, στου Παπάγου. Μια απλή μονοκατοικία, με πολλά φυτά και κάμποσα δέντρα, που είναι ψηλότερα από το σπίτι. Με υποδέχθηκε με ευγένεια και εγκαρδιότητα η κυρία Μαριάννα, η σύζυγος του Νίκου Θέμελη, κι αφού χαιρέτησα το τρίτο μέλος της οικογένειας, τον σκύλο του ζευγαριού, τον Λάμπρο, μπήκαμε στο καθιστικό, σ’ ένα χώρο όπου σε τρία πράγματα σκαλώνει το βλέμμα: στα βιβλία, τους πίνακες διά χειρός Νίκου Θέμελη και στα επιτοίχια ρολόγια. Μερικοί από τους πίνακες είναι πλέον γνώριμοι σε περισσότερους από τους επισκέπτες αυτού του σπιτιού, αφού κοσμούν τα εξώφυλλα των επτά μυθιστορημάτων του. Eνας από αυτούς είναι εξώφυλλο και στο τελευταίο του βιβλίο, «H συμφωνία των ονείρων». Eνα βιβλίο με τέσσερις ιστορίες, όπου παρακολουθεί τις ζωές των μελών μιας τυπικής νεοελληνικής οικογένειας, από το 1947 ώς το 1990.
Οσα χρόνια γράφει, κράτησε απολύτως ξεχωριστά τις δύο του ιδιότητες: αυτήν του συγγραφέα και αυτήν του πολιτικού συμβούλου του πρώην πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη. Κι ας διακρινόταν πάντα στα βιβλία του ένας έμμεσος σχολιασμός για όσα συνέβησαν ή συμβαίνουν σ’ αυτόν τον τόπο, μέσα από ήρωες που έζησαν και έδρασαν σε άλλες εποχές. Mήπως η γραφή λειτούργησε ως διαφυγή; «Δεν έχω ανάγκη διαφυγής», λέει ο Νίκος Θέμελης, που ήδη έχει καθίσει απέναντί μου στην αγαπημένη του πολυθρόνα. «Είχα μέσα μου ένα σαράκι αυτοπραγμάτωσης, δημιουργικότητας. Κάτι μ’ έκανε να τρέχω να φτιάξω κάτι καινούργιο. Το πιο παλιό πράγμα που θυμάμαι, αρχές της δεκαετίας του ’50 στη Μυτιλήνη, είναι ότι πήγαινα στην παραλία, που ξέβραζε ξύλα φαγωμένα από τη θάλασσα και μ’ ένα σουγιαδάκι καθόμουν ώρες κι έφτιαχνα καραβάκια, ανθρωπάκια, ζωάκια».

Η αποκάλυψη για τα παιδικά του καλλιτεχνικά κατορθώματα προστέθηκε σε μια σειρά αποκαλύψεων και εκπλήξεων που είχε αυτή η συνάντηση. Κατ’ αρχήν για την «κουζίνα» του τελευταίου μυθιστορήματός του, αφού αποκαλύπτει ότι η τελευταία από τις τέσσερις ιστορίες είναι εκείνη που γράφτηκε πρώτη «μόνη της, σαν διήγημα, τον Αύγουστο του 2008». Μια ιστορία που έχει διαψεύσεις, αδικία, θάνατο, οργή και, εντέλει, αυτοδικία.

Και πώς ένας κήρυκας του ορθού λόγου επιλέγει την αυτοδικία ως λύση και κάθαρση στην αφήγησή του; «Χωρίς να την αποδέχομαι, προσπαθώ να δείξω ότι δεν πρέπει να αποκλείουμε φαινόμενα τα οποία προκύπτουν όταν άνθρωποι φτάνουν στα όρια των αντοχών τους και, χωρίς καν να είναι προδιατεθειμένοι για κάτι τέτοιο, υπερβαίνουν τα όρια του πολιτισμού τους, στο πλαίσιο του οποίου δεν ανήκει η αυτοδικία. Ετσι, από το σύστημα ενός πολιτισμού που εμπεριέχει το κράτος δικαίου, σαλτάρουν και περνούν στην άλλη όχθη». Ενιωθε τότε, το 2008, την υφέρπουσα οργή στην κοινωνία «για όσα ένιωθαν γύρω τους να καταστρέφονται και να απαξιώνονται», τη διαπιστώνει και στις συζητήσεις με παιδιά φίλων του, «που έρχονται, πίνουμε καφέ και μιλάμε. Είναι όλα τους υπέροχα παιδιά, αλλά σαλταρισμένα από οργή. Τους θυμώνει το αδιέξοδο που έβλεπαν κι ακόμα βλέπουν μπροστά τους. Η μη προοπτική. Η έλλειψη ελπίδας. Τα μηδενικά επί των οποίων καλούνται να επενδύσουν. Αυτά είναι τα δεδομένα που έχουν. Ομως, το ανεκπλήρωτο αίτημα μιας ζωής μπορεί να μετατραπεί σε οργή και η οργή να σε κάνει να ξεπεράσεις τα όρια του πολιτισμού σου».

Μέσα από τους ήρωες του βιβλίου αγγίζουμε παθογένειες, εμμονές, ιδεοληψίες, της μετακατοχικής ελληνικής κοινωνίας που φωτογραφίζεται στο μυθιστόρημα. Σ’ αυτό το βιβλίο είναι «οι περισσότεροι τύποι της μετακατοχικής Eλλάδας, είναι οι περισσότερες παθογένειες». Κι όταν τον ρωτάω ποια θεωρεί τη σοβαρότερη παθογένεια των νεοελλήνων, η ερώτηση μένει σχεδόν στη μέση... «Η παθογένεια είναι η ελλειμματική παιδεία. Η παθογένεια για μένα είναι η κουλτούρα, και πίσω από αυτή την κουλτούρα, η χωλή και καταστροφική παιδεία που συντηρεί διαχρονικά την κοινωνία, το οικονομικό της σύστημα, το πολιτικό της σύστημα, τον πολιτισμό της».

Ενας από τους ήρωες του βιβλίου έχει όνειρο να σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο και το καταφέρνει με τη μεταρρύθμιση του Ευ. Παπανούτσου, το 1963, και την καθιέρωση της δωρεάν παιδείας: «Τότε μπήκα κι εγώ στο πανεπιστήμιο. Κι είχα πολλούς συμφοιτητές που μου έλεγαν “Νίκο, δεν θα σπουδάζαμε αν δεν είχε γίνει αυτό!”».
  • Ηθελα να ασχοληθώ πιο πολύ με το θέμα της εξουσίας
Στην κουβέντα μας «έρχεται» και ο Αγης, ένας από τους ήρωες του βιβλίου. Είναι από εκείνους τους επιτήδειους, που πλουτίζουν σε καιρό κρίσης. Είναι νομοτελειακό αυτό; Πάντα θα υπάρχουν άνθρωποι που πλουτίζουν εις βάρος των άλλων σε καιρό κρίσης; «Πάντοτε θα υπάρχει μια κοινωνία όπου θα υπάρχουν ελλείμματα ηθικής στάσης. Δεν μπορεί να υπάρξει μια ιδανική κοινωνία, όπου η ηθική στάση θα είναι όχι μόνο πρόταγμα, αλλά και άμεση προτεραιότητα στη συμπεριφορά των ανθρώπων. Το ερώτημα είναι σε τι έκταση είναι αυτό το έλλειμμα, πλειοψηφικό ή μειοψηφικό. Πάντοτε θα υπάρχουν πολλοί ή λίγοι “Αγηδες”, κι εγώ ονειρεύομαι μια πολιτεία που θα έχει μόνο λίγους “Αγηδες”». Σήμερα υπάρχουν «Αγηδες»; «Εχουμε, δόξα τω Θεώ, αρκετούς. Γιατί κοίταξε, ηθική στάση δεν είναι μόνο η διαφθορά. Ηθική στάση δεν είναι μόνο παίρνω μίζα, κλέβω ή δεν κλέβω. Ηθική στάση είναι η σχέση μου ως πολίτη με το κράτος. Ηθική στάση είναι η αντίληψή μου για το ατομικό συμφέρον απέναντι στο δημόσιο συμφέρον και πότε το πρώτο υποχωρεί έναντι του δεύτερου. Ηθική στάση είναι να έχω κοινωνική συνείδηση ότι και άλλοι πληρώνουν το μάρμαρο, και ανεξαρτήτως ποιος φταίει, τουλάχιστον τώρα πρέπει κάποιοι να έχουμε συναίσθηση ότι δεν μπορούν οι άλλοι να πληρώνουν και για τις δικές μας διεκδικήσεις. Ηθική στάση είναι οι πελατειακές σχέσεις στο πολιτικό σύστημα, η διαπλοκή κόμματος και κράτους... Ηθική στάση για μένα είναι όταν δεν συμβαίνουν όλα αυτά».

Ο Νίκος Θέμελης αγαπάει όλους τους ήρωές του. Ακόμα και την αφόρητα σκληρή Μαριάνθη. Πώς έφτιαξε έναν τέτοιο γυναικείο χαρακτήρα; «Με “κατηγορούν” πρώτον ότι αγαπάω τις γυναίκες και ότι όλες οι γυναίκες ηρωίδες μου είναι θετικοί χαρακτήρες. Δεν είπα, βέβαια, τώρα να φτιάξω και μια κακιά για να ισορροπήσω... Ηθελα ν’ ασχοληθώ περισσότερο με το θέμα της εξουσίας, με τους εξουσιάζοντες και τους εξουσιαζόμενους, με τους κυβερνώμενους και τους κυβερνήτες. Στον μικρόκοσμο της ελληνικής κοινωνίας, ποια εξουσία υπήρχε; Η μητριαρχία. Αρχισα να κτίζω τη Μαριάνθη ως ακραία μορφή σκληρής, ανάλγητης μητριαρχίας, η οποία, πάνω από τα προσωπικά συναισθήματα, βάζει την άσκηση της εξουσίας στους υποτακτικούς της, δηλαδή στα μέλη της οικογένειάς της. Αυτό το βιβλίο είναι ως ύφος λίγο διαφορετικό απ’ όλα τα προηγούμενα, που κινούνταν σ’ ένα παρελθόν και άντεχαν τον λυρισμό του συγγραφέα, για να αποδώσω αυτό που ήθελα: μια στεγνή εποχή ενός κομματιού της ελληνικής κοινωνίας. Η Ελλάδα μετά την Κατοχή ήταν μια εποχή πάρα πολύ καταπιεστική για τα αξιακά προτάγματα που είχε η πλειονότητα του μέσου Ελληνα».
  • Η παγκοσμιοποίηση προσδιορίζει το τέλος της μεταπολίτευσης
– Γιατί βάζετε ως ορόσημο στο βιβλίο το 1990;
– Από το 1975 και μετά, κάθε τόσο συμβαίνει κάτι και βγαίνουν όλοι οι αναλυτές και λένε «αυτό είναι το τέλος της μεταπολίτευσης». Μετά συμβαίνει κάτι άλλο και όλοι ξαναλένε «αυτό είναι το τέλος της μεταπολίτευσης». Και μετά κάτι άλλο, και κάτι άλλο. Τέλος της μεταπολίτευσης είναι ο ερχομός του Καραμανλή. Τέλος της μεταπολίτευσης είναι όταν έρχεται ο Ανδρέας. Τέλος της μεταπολίτευσης είναι όταν πέφτει ο Ανδρέας. Τέλος της μεταπολίτευσης είναι όταν ο Σημίτης βάζει την Ελλάδα στην ΟΝΕ. Ολα αυτά, όμως, είναι μετεξελίξεις, σκαλοπάτια της ίδιας πολιτικής ζωής. Εμένα πάντα με απασχολούσε πώς θα ήμασταν ακριβέστεροι και με τι κριτήρια θα ’πρεπε να δώσουμε το τέλος της μεταπολίτευσης. Ομως, θυμάμαι, ’89-’90, με το που πέφτει το ΠΑΣΟΚ, υπάρχει στην κοινωνία μια μεγάλη αίσθηση σημαντικής μεταβολής, όχι μόνο με όρους πολιτικών κομμάτων, αλλά και με την εισβολή του νεοφιλελευθερισμού, που υπερασπιζόταν εκείνη την εποχή η Νέα Δημοκρατία, υπό τον Μητσοτάκη. Εγινε τότε και μια πολιτιστική εισβολή του έξω κόσμου στον μέσα, ο οποίος μέσα κόσμος ούτως ή άλλως άθροιζε τον καταναλωτισμό.
– Τι εννοείτε;
– Δεν ξεκίνησε τότε ο καταναλωτισμός, αθροιζόταν. Ομως νομίζω ότι τότε έγινε, σε πολιτισμικό επίπεδο, μια δυναμική εισβολή νέων πολιτισμικών στοιχείων που ανθούσαν με όρους αγοραίους και φιλελεύθερους έξω από τα σύνορά μας. Αν ήθελε κανείς να συμπυκνώσει κάποια γεγονότα και να προσδιορίσει το τέλος της μεταπολίτευσης θα έβαζα πρώτο, που δεν είναι δυστυχώς στιγμιαίο, αλλά σέρνεται και ενδυναμώνεται, την παγκοσμιοποίηση. Αυτή τα αλλάζει όλα. Κάτω από την ομπρέλα της παγκοσμιοποίησης υπάρχουν, από τη μια, η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού και από την άλλη οι νέες τεχνολογικές εξελίξεις που αφορούν από δομές παραγωγής μέχρι δομές πολιτισμού. Αυτά τα τρία στοιχεία κρατάω και βάζω το ’89-’90 το τέλος της μεταπολίτευσης, για τις ανάγκες της μυθοπλασίας. Για μένα, όμως, η μεταπολίτευση κράτησε ένα κλάσμα του δευτερολέπτου και δεν είναι φάση. Ολα όσα ακολούθησαν είναι οι φάσεις μετά τη μεταπολίτευση.
– Και η Αριστερά πώς λειτούργησε μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού;
– Νομίζω ότι γι’ αυτούς που ήταν στην ομπρέλα του σοσιαλισμού, αυτή η εξέλιξη δεν λειτούργησε απελευθερωτικά, αλλά αποπροσανατολιστικά. Διότι έχασαν τον προσανατολισμό τους.
– Είκοσι χρόνια μετά, έχουν βρει νέες απαντήσεις;
– Επί 200 χρόνια νεωτερικότητας, έχουμε δύο μεγάλα ρεύματα σκέψης που προσεγγίζουν τη μετεξέλιξη της κοινωνίας. Το ένα είναι οι αστοί, που ξεκινούν από τον Διαφωτισμό και υποστηρίζουν ότι τα φαινόμενα της κοινωνίας είναι εξελικτικά και μετασχηματιστικά, και το άλλο είναι η μαρξιστική σκέψη, που λέει ότι η μετεξέλιξη γίνεται μέσα από ρήξεις. Αυτά τα δύο ρεύματα αμφισβητούνται, επικοινωνούν, το σίγουρο είναι ότι και τα δύο ισχύουν. Ερχεται ο μεταμοντερνισμός και τα διαλύει όλα. Και κάθονται οι κληρονόμοι της μιας και της άλλης ιδεολογίας και ψάχνουν να βρουν τον εαυτό τους. Η ερώτηση είναι το ήμισυ της απάντησης, γιατί όσο πρέπει οι νεομαρξιστές να βρουν καινούργιες απαντήσεις, έτσι και οι νεοδιαφωτιστές πρέπει να βρουν τις δικές τους απαντήσεις. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος από τον διάλογο, τη συζήτηση, την αμφισβήτηση, την επανατοποθέτηση. Μαγικές συνταγές δεν υπάρχουν.
– Να τα ξαναδούμε από την αρχή δηλαδή;
– Ναι, να τα ξαναδούμε από την αρχή, αλλά όχι με δομές, προβλήματα και ιδεοληψίες του 19ου αιώνα, αλλά του 21ου. Δηλαδή, σε ποια πραγματικότητα ζούμε; Πρέπει με νηφαλιότητα, χωρίς αγκυλώσεις και δυσβάσταχτα κληρονομημένα φορτία, να συμφωνήσουμε στο ποια είναι η πραγματικότητα στην οποία ζούμε και μετά να συνεννοηθούμε για συναινετικές απαντήσεις. Αυτή την εποχή βλέπω στην αγγλόφωνη διανόηση, του νεοφιλελεύθερου πολιτισμού δηλαδή, να διατυπώνεται λόγος ρηξικέλευθος. Και καλά, εμείς εδώ στην Ελλάδα δεν μπορούμε να τον παράξουμε. Ας τον διαβάσουμε. Αν δεν καθίσουμε να συνεννοηθούμε χωρίς παρωπίδες, θα τρώμε τα σκαμπίλια το ένα πίσω από το άλλο.
– Το ξανακοίταγμα της ιστορίας μπορεί να βοηθήσει σ’ αυτήν τη συνεννόηση; Οι εθνικές επέτειοι μπορούν να γίνουν αφορμή;
– Οι εθνικές επέτειοι είναι χρονικό σημείο, κομβικό, έξαρσης της φιλοπατρίας. Συμφωνώ. Μπορούμε τώρα και να συμφωνήσουμε, το 2010, τι σημαίνει με όρους παγκοσμιοποίησης, με όρους ανάπτυξης της ελληνικής κοινωνίας, φιλοπατρία; Ή προσπαθούμε να γεμίσουμε την έννοια της φιλοπατρίας με το ίδιο περιεχόμενο που είχε το 1821 ή το 1922; Εάν πρόκειται να τη γεμίσουμε με υλικά άλλων εποχών, δεν μ’ ενδιαφέρει. Αν είναι να αναζητήσουμε ποια είναι τα ύψιστα ζητούμενα αυτής της κοινωνίας, με σύγχρονα υλικά, είμαι μέσα.

Oι σταθμοί του
  • 1947
    Γεννιέται στην Αθήνα, στον δήμο της Νέας Φιλαδέλφειας.
  • 1970
    Αποφοιτά από τη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, μια πόλη που του είναι ιδιαίτερα προσφιλής και αποτελεί «σκηνικό» σε πολλά από τα βιβλία του. Αμέσως μετά υπηρετεί το στρατιωτικό του, 27 μήνες, μέσα στη δικτατορία.
  • 1972
    Κάνει το διδακτορικό του στη Γερμανία, έως το 1975, με ειδικότητα σε θέματα Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
  • 1979
    Ξεκινάει την καριέρα του στη Νομική Υπηρεσία υπουργών της ΕΟΚ (τότε), στις Βρυξέλλες.
  • 1981
    Δέχεται στο γραφείο του στις Βρυξέλλες ένα τηλεφώνημα: «Ο υπουργός Γεωργίας θέλει να σας μιλήσει». O Kώστας Σημίτης, τότε υπουργός Γεωργίας και μετέπειτα πρωθυπουργός, αναζητούσε έναν σύμβουλο για τα ευρωπαϊκά θέματα και κάποιοι του πρότειναν τον Nίκο Θέμελη. Ετσι ξεκίνησε η γνωριμία και η συνεργασία τους.
  • 1997
    Αρχισε να γράφει το πρώτο του μυθιστόρημα. Μέχρι σήμερα έχει εκδώσει έξι: «Η αναζήτηση», «Η ανατροπή», «Η αναλαμπή», «Για μια συντροφιά ανάμεσά μας», «Μια ζωή, δυο ζωές», «Οι αλήθειες των άλλων», από τις εκδόσεις Κέδρος. Τώρα κυκλοφορεί το έβδομο μυθιστόρημά του, «Η συμφωνία των ονείρων».
Η συνάντηση
Η οικοδέσποινα, η γλυκύτατη κυρία Μαριάννα, πριν ξεκινήσει η κουβέντα με τον Nίκο Θέμελη και πριν εκείνη αποσυρθεί διακριτικά σε άλλα δωμάτια του σπιτιού, έφερε, πάνω σ’ έναν δίσκο–κόσμημα, τσάι –σε φίνο πορσελάνινο φλιτζάνι–, κουλουράκια και μικρά κανταϊφάκια από τον «Κωνσταντινίδη». Ο Νίκος Θέμελης προτίμησε τον απογευματινό του καφέ κι άφησε σε μένα το τσάι και τα συνοδευτικά του.

1 comment:

Γιάννης Πλιώτας said...

Πάντα ενδιαφέροντα όσα έχει να πει ο κύριος Θέμελης.
Ο τίτλος του άρθρου συμπυκνώνει όλη την ουσία.