- Δεκαπέντε διηγήματα μεταφρασμένα αριστοτεχνικά από τον Μήτσο Αλεξανδρόπουλο
«Ο Αντρέι Αντρέγεβιτς Σίντοροφ έλαβε κληρονομιά από τη μητέρα του τέσσερις χιλιάδες ρούβλια κι αποφάσισε ν’ ανοίξει μ’ αυτά τα χρήματα βιβλιοπωλείο. Ενα τέτοιο μαγαζί ήταν απολύτως απαραίτητο στον τόπο. Από τις προλήψεις και την αγραμματοσύνη η πόλη μαράζωνε: οι ηλικιωμένοι δεν ξέρανε παρά το χαμάμ, οι δημόσιοι υπάλληλοι χαρτοπαίζανε και πίνανε βότκα, οι κυρίες με τα κουτσομπολιά τους, η νεολαία δίχως ιδανικά και τα κορίτσια να μη σκέφτονται παρά το γάμο και τα μπλιγούρια τους, οι άντρες να δέρνουνε τις γυναίκες τους, κι έξω στους δρόμους να σεργιανάνε πέρα-δώθε τα γουρούνια. “Ιδέα, περισσότερη ιδέα!” σκεφτόταν ο Αντρέι Αντρέγεβιτς. “Ιδέα!”. Νοίκιασε τον κατάλληλο χώρο, πήγε στη Μόσχα, έφερε από κει σωρό παλιούς και νέους συγγραφείς και πάρα πολλά μαθητικά εγχειρίδια, τα ταχτοποίησε στα ράφια. Τις πρώτες μέρες δεν φάνηκε ούτε ένας πελάτης. Ο Αντρέι Αντρέγεβιτς καθότανε πίσω από τον πάγκο, διάβασε Μιχαϊλόφσκι και προσπαθούσε να κάνει σκέψεις μόνο τίμιες και καθαρές. Οταν δηλαδή του ερχόταν σε μια στιγμή η ιδέα ότι καλό θα ’τανε να έχει τώρα μπροστά μια τσιπούρα με πουρέ, αμέσως ένιωθε τη σκέψη του να διαμαρτύρεται: “Πολύς υλισμός!”....».
Ετσι αρχίζει ένα από τα δεκαπέντε -τα περισσότερα πρωτομεταφραζόμενα στην Ελλάδα- διηγήματα του Αντον Τσέχωφ (με τον τίτλο «Ιστορία μιας εμπορικής επιχείρησης») σ’ ένα βιβλίο που θα κυκλοφορήσει την ερχόμενη Δευτέρα από τις εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα». Είναι μία από τις τελευταίες λογοτεχνικές δουλειές που ολοκλήρωσε, πριν φύγει από τη ζωή, ο συγγραφέας και μεταφραστής Μήτσος Αλεξανδρόπουλος. Τίτλος αυτής της έκδοσης είναι «Πόσο αργεί να ξημερώσει...». Πρόκειται για μια έκδοση που στοχεύει όχι μόνο στους πολλούς αναγνώστες που έχει ήδη παντού (και στην Ελλάδα) ο Αντον Τσέχωφ, αλλά και σε νέους, σε όσους δεν είχαν την ευκαιρία να γνωρίσουν το ύφος γραφής αυτού του συγγραφέα που «είναι, όπως τον βλέπουμε στις φωτογραφίες πίσω από τα γυαλάκια του, σύμπτωση ανεπανάληπτη ανθρώπινης κατανόησης, έτοιμης να σε πλησιάσει, αφού όμως σταθεί λίγο πιο εκεί να σε δει καλύτερα, έκφραση αναμφισβήτητα φιλική, όσο και συγκρατημένη, εξεταστική, μα δίχως άλλο καλοπροαίρετη, συμπονετική...», όπως χαρακτηριστικά σημειώνει στην εισαγωγή του ο Μ. Αλεξανδρόπουλος.
Και πράγματι, προσθέτοντας και δεκαπέντε ακόμα διηγήματα του Τσέχωφ σε όσα έχουν όλα τα προηγούμενα χρόνια μεταφραστεί στα ελληνικά (και είναι πολλά και από πολλούς εκδότες), έχουμε την ευκαιρία να ξαναδούμε έναν συγγραφέα που «ξεφλουδίζει» αργά τις αντιδράσεις των ανθρώπων, την ψυχοσύνθεσή τους, αποκαλύπτει και κρίνει μ’ έναν ιδιαίτερο δικό του τρόπο τις επιλογές τους, τη γοητεία τους από τις υλικές απολαύσεις.
Ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος επέλεξε αυτά τα δεκαπέντε διηγήματα με βάση το συγγραφικό ύφος του Τσέχωφ, θέλοντας να δείξει στον σύγχρονο αναγνώστη «το πώς κυματίζει το ύφος στο αφηγηματικό έργο του Τσέχωφ», όπως σημειώνει. Τα δεκαπέντε διηγήματα της συλλογής κοιτάζουν τη ζωή μεσοαστών, μικροαστών ή φτωχών ανθρώπων στη Ρωσία των τελευταίων χρόνων του 19ου αιώνα, ανθρώπων που ταλαντεύονται συνήθως ανάμεσα σε όσα η συνείδησή τους τούς επιβάλλει ή σε όσα τα υλικά αγαθά τους παρασύρουν. Στο διήγημα που μέρος του προδημοσιεύουμε σήμερα, ο ήρωας αφού δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα οικονομικά μόνο με το βιβλιοπωλείο, αρχίζει να το εμπλουτίζει με διάφορα άλλα αντικείμενα. Στην αρχή συναφή με το βιβλίο, την ανάγνωση και τη γραφή και μετά με εντελώς άσχετα, όσα όμως ζητούν οι καταναλωτές-πελάτες του. Κάποια στιγμή αυτά που συμπιέζονται στα ράφια είναι το αρχικό προϊόν: τα βιβλία. «Είναι από τους καλύτερους εμπόρους της πόλης. Πουλάει πιατικά, ταμπάκο, κατράμι, σαπούνι, υφάσματα, βαφές και ψιλικά είδη, όπλα, δέρματα, χοιρομέρια». Τηρουμένων των αναλογιών, ο Αντον Τσέχωφ περιέγραφε το 1892 τα σύγχρονα «καταστήματα πολιτισμού».
- Της Ολγας Σελλα, Η Καθημερινή, 10/10/2009
Saturday, October 10, 2009
Στα κύματα ψυχής του Τσέχωφ
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment