ΣΧΕΔΟΝ ΕΠΤΑ ΔΕΚΑΕΤΙΕΣ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ, Ο ΡΩΣΟΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΔΑΝΙΗΛ ΧΑΡΜΣ ΞΥΠΝΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΦΑΝΕΙΑ ΣΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΤΟΝ ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΕ Η ΣΤΑΛΙΝΙΚΗ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ, ΓΙΑ ΝΑ ΥΠΕΝΘΥΜΙΖΕΙ ΣΤΟ ΔΙΗΝΕΚΕΣ ΤΗΝ ΠΑΡΑΛΟΓΗ ΣΑΘΡΟΤΗΤΑ ΠΟΥ ΥΠΟΒΟΣΚΕΙ ΣΕ ΚΑΘΕ ΑΣΦΥΚΤΙΚΑ ΠΑΓΙΩΜΕΝΗ ΤΑΞΗ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝΣτο Διαδίκτυο, αλλά και σε γραπτές πηγές, μπορεί να ανακαλύψει κανείς συναρπαστικές ιστορίες γύρω από τη διάσωση των ανέκδοτων ρητών και κειμένων ενός ξεχασμένου και σχετικά άγνωστου Ρώσου συγγραφέα ονόματι Δανιήλ Χαρμς. Για το πώς γλίτωσαν την τύχη του δημιουργού τους, ο οποίος έπειτα από απαγορεύσεις, λογοκρισίες και εξορίες, κατέληξε τελικά έγκλειστος σε ψυχιατρικό νοσοκομείο, όπου και πέθανε κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Για το πώς διασώθηκαν μέσα από τις στάχτες του Λένινγκραντ, για να βρουν τον δρόμο τους προς τη δημοσιότητα, αρχικά με δειλά βήματα μετά την αποσταλινοποίηση από τον Χρουστσώφ, και οριστικά πια μετά τα ανοίγματα Γκορμπατσόφ. Είναι δύσκολο να ελέγξει κανείς την αξιοπιστία όλων αυτών των ιστοριών. Σε κάθε περίπτωση όμως, η διάσωση αυτή υπήρξε ένα μικρό θαύμα.
Γράφει ο Γιάννης Σταυρακάκης, ΤΑ ΝΕΑ, 24/10/2009
Όχι ασφαλώς και το μοναδικό: οι περιπέτειες του ίδιου του Χαρμς και του έργου του φέρνουν στο μυαλό τις αντίστοιχες δυσκολίες που αντιμετώπισαν, μεταξύ άλλων, ο Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ και η δημοσίευση του υπέροχου βιβλίου του, Ο μαιτρ και η Μαργαρίτα.Έχοντας αναγνωριστεί στους χώρους της πρωτοπορίας από τα μέσα της δεκαετίας του 1920 για το ποιητικό του έργο, ο Χαρμς, ιδρυτικό μέλος της «Ένωσης για την Αληθινή Τέχνη» (ΟΒΕRΙU), θα πέσει σε δυσμένεια και θα αναγκαστεί να εργαστεί αποκλειστικά ως συγγραφέας παιδικής λογοτεχνίας μέχρι το τέλος του· όπως ακριβώς και ο Μπουλγκάκοφ, αναγκάστηκε να εργαστεί σε βοηθητικές θέσεις στο Θέατρο Τέχνης της Μόσχας, χωρίς ουσιαστικά τα έργα του να παίζονται. Επιπλέον, και οι δύο δεν κατάφεραν να δουν τα σημαντικότερα κείμενά τους δημοσιευμένα όσο ζούσαν. Και οι ομοιότητες δεν σταματούν εδώ. Αν και πρόκειται για πολύ διαφορετικά εγχειρήματα, για διακριτές φόρμες γραφής, και στις δύο περιπτώσεις μια παγιωμένη και ασφυκτική κοινωνική πραγματικότητα γίνεται αντικείμενο ανηλεούς και σαρκαστικής αποδόμησης χωρίς όρια.
- Σε δυσμένεια
Στην περίπτωση του Χαρμς, περισσότερο ή λιγότερο τετριμμένα στιγμιότυπα της καθημερινής ζωής, πράγματα που θεωρούνται αυτονόητα και δεδομένα, γίνονται αντικείμενο μιας εικονοκλαστικής επεξεργασίας που αναδεικνύει το γκροτέσκο, το παράδοξο, το θλιβερό, που ενυπάρχει απωθημένο στην ίδια τους την υφή. Συγχρόνως, τη θέση τής προσεκτικά αποδομημένης πραγματικότητας λαμβάνει μια άλλη, εξόφθαλμα παράλογη, αλλά εξίσου οικεία και, γι΄ αυτό, αποκαλυπτική. Η «μινιμαλιστική» χρήση του λόγου από τον δεξιοτέχνη Χαρμς κατορθώνει τη διαπλοκή των δύο σε τέτοιον βαθμό, που η δεύτερη πραγματικότητα, δηλαδή το παράλογο, δεν μπορεί παρά να αναγνωριστεί ως αξονικό συστατικό της πρώτης, δηλαδή του αυτονόητου.
Έτσι, κάθε αξιωματικός διαχωρισμός λογικού και παραλόγου, δεδομένου και παραδόξου, εξαρθρώνεται, αφήνοντάς μας έκθετους σε έναν καταιγισμό αποκαλυπτικών ενοράσεων, συνάμα απολαυστικών και επώδυνων.
Ο Χαρμς δεν κουράζεται να μας θυμίζει, ξανά και ξανά, εκείνο ακριβώς που είμαστε αναγκασμένοι να ξεχνούμε, προκειμένου να συνεχίσουμε να βιώνουμε λειτουργικά την «πραγματικότητα» ως λογικό όλον, ως αντανάκλαση μιας αντικειμενικής αλήθειας: τον ενεργητικό ρόλο της γλώσσας και της ανθρώπινης επιθυμίας (αυτόνομης και ετερόνομης) στη διαδικασία κατασκευής της κοινωνικής πραγματικότητας. Ο λόγος μπορεί να φτιάξει έναν ολόκληρο κόσμο, απελευθερωτικό ή και καταπιεστικό. Το νόημα δίνει ζωή σε εκείνο που κατονομάζει και περιγράφει ως αντικείμενό του, ακόμα και όταν εκείνο απουσιάζει στο πραγματικό, όταν είναι προδήλως λειψό ή και θυσιάζεται κατά την ίδια την κίνηση της αναπαράστασής του- όπως ο κοκκινομάλλης του «Γαλάζιου τετραδίου Νο 10», ενός εμβληματικού κειμένου του Χαρμς στο οποίο η διαδικασία της κατασκευής της ταυτότητας αναστρέφεται και αποκαλύπτεται, χωρίς όμως η τελευταία να χάνει την αναπόφευκτη δεσμευτικότητά της. Αναπόφευκτη, γιατί δεν υπάρχει τελικά κατασκευή της πραγματικότητας που να μην προϋποθέτει και μιαν απάρνηση, την απόρριψη ενός επώδυνου πραγματικού που προτιμούμε να αποφύγουμε· που να μην προϋποθέτει μια οιδιπόδεια «εκούσια τύφλωση», όπως θα το έθετε ο Κλεμάν Ροσέ. Μόνο που ο σύγχρονος Οιδίπους εξακολουθεί να βλέπει, μπορεί να δει, αλλά δεν κοιτάζει, αποστρέφει το βλέμμα, δεν ενδιαφέρεται να διακρίνει ό,τι βλέπει. Όπως ακριβώς και ο Σιμιόν Σιμιόνοβιτς στις αράδες της «Οφθαλμαπάτης» του Χαρμς, που βαφτίζει οφθαλμαπάτη ό,τι αρνείται να αποδεχθεί.
Ο Γιάννης Σταυρακάκης είναι αναπληρωτής καθηγητής του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ.
Sunday, October 25, 2009
Η οικειότητα του παραλόγου
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment