- Θοδωρής Καλλιφατίδης, Φίλοι και εραστές, εκδ. Γαβριηλίδη, σ. 312, 22,90 ευρώ
Ο Γκέοργκ Αντρέασον έχει ένα καλό κι ένα κακό. Ενοικεί σε ένα καλό μυθιστόρημα με κακό τίτλο. Η κοινοτοπία και η πληκτικότητα του τίτλου αδυνατούν μάλλον να λειτουργήσουν σαν αναγνωστικό δέλεαρ. Ωστόσο ο Θοδωρής Καλλιφατίδης διαλύει από τις πρώτες κιόλας σελίδες κάθε ενδεχόμενη επιφύλαξη, εισάγοντας επιδέξια τον αναγνώστη στον βίο του Γκέοργκ, υψηλόβαθμου στελέχους στο Γραφείο Πολιτισμού της Στοκχόλμης, πρωτίστως όμως απρόθυμου να διαβεί το κατώφλι των γηρατειών. Ο Καλλιφατίδης περικλείει τα αισθηματικά πάθη του ήρωα με θάνατο, μετατοπίζοντάς τον από τα τάρταρα στα ουράνια και τανάπαλιν. Στην αρχή του μυθιστορήματος ο Γκέοργκ έρχεται αντιμέτωπος με μια πρωτόγνωρη ντροπή, απότοκη της αποτυχίας του να εμφυσήσει στη γυναίκα του τη θέληση για ζωή. Η Μάργια πεθαίνει σ' ένα δωμάτιο νοσοκομείου, αφήνοντάς του σαν υστερόγραφο στη συντροφικότητα τριάντα χρόνων μία αβάσταχτη ενοχή. Η σκληρότητα της νεκρής επιτείνεται όταν ο Γκέοργκ θέλοντας να την εξορίσει τελεσίδικα από το διαμέρισμά του, ανακαλύπτει ένα γράμμα της που δεν απευθυνόταν στον ίδιο. Το πένθος μαζί με το περιεχόμενο της επιστολής, η οποία ποτέ δεν επιδόθηκε στον νόμιμο παραλήπτη της, υποχρεώνει τον πρωταγωνιστή να αναμετρηθεί με τα ψεύδη της ζωής του, αρχής γενομένης από την άβολη αλήθεια ότι η Μάργια είχε εραστή.
Η επιστολή συγκαταλέγεται στις ευφυείς στιγμές του βιβλίου, καθώς είναι ταυτόχρονα περιπαθής αποχαιρετισμός προς τον εραστή και ομολογία συζυγικής πίστεως με το βάρος της αυτοθυσίας. Το γράμμα της Μάργιας υποβάλλει τον άντρα της στην αλγεινή παραδοχή ότι εκείνη, αν και είχε ανάγκη ο γάμος της να νοηματοδοτεί τη ζωή της, δεν τον επιθυμούσε ερωτικά. Δηλωτική της όψιμης περιφρόνησής του για την ανικανότητά του να την κρατήσει μακριά από ξένα σώματα, η μεταφορική διατύπωση της υστέρησής του ως συζύγου: «Εκείνης της έλειπε μια μεγάλη φωτιά κι εκείνος ερχόταν με ζεστές κουβέρτες». Αν εκείνη χρειαζόταν μια φωτιά, εκείνος αδημονούσε για έναν άνεμο που θα έκανε τις σπίθες μέσα του φλόγα. Και στους δύο έλειπε η θέρμη. Η αυτοϋποτίμηση όμως δεν αφήνει απ' έξω τον θυμό για την προδοσία της, προδοσία αφόρητη εξαιτίας ακριβώς της επιλογής της να μείνει κοντά του. Η απόφασή της μετατρέπει τον Γκέοργκ σε αιτία ματαίωσης μιας ζωτικής προσμονής, σε εμπόδιο. Παραδόξως βρίσκεται υπόλογος απέναντί της επειδή της στέρησε, αθέλητα έστω, μια πιθανή ευτυχία, για την οποία ο ίδιος ήταν ανεπαρκής. Εξίσου παράλογα ένοχος είχε νιώσει όταν σαρώνοντας το διαμέρισμα από τα ίχνη της παρουσίας της, συνειδητοποίησε έκπληκτος πόσο λίγο χώρο της είχε παραχωρήσει. Ωστόσο σε αυτόν το λιγοστό χώρο χώρεσε ένα γράμμα ανυπολόγιστα προδοτικό. Κάποτε το αυτομαστίγωμα παύει για να ηχήσει ολοκάθαρα η οργή για τη γυναίκα του, η οποία είδε στο πρόσωπό του μια λύση ηθική παρά επιθυμητή: «Δεν ήθελε τη συμπάθειά της αλλά τον απεριόριστο πόθο της, ήθελε την κόκκινη καρδιά της όχι ένα φλιτζάνι τσάι τ' απογεύματα»... ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
Friday, October 30, 2009
Ο Οβίδιος στη Μαύρη Θάλασσα
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment