Γράφει ο Κώστας Γεωργουσόπουλος, TA NEA, 31/10/2009
ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΠΟΛΛΟΙ ΤΡΟΠΟΙ, ΠΑΝΤΑ ΛΟΓΙΚΟΙ, ΓΙΑ ΝΑ ΑΝΤΙΠΑΡΑΒΑΛΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΔΥΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΕΣ, ΔΥΟ ΉΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΕΠΟΧΕΣ, ΠΡΑΓΜΑΤΑ, ΕΡΓΑΛΕΙΑ, ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ ΉΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ, ΘΕΑΤΡΙΚΑ ΚΑΙ ΜΟΥΣΙΚΑ ΕΙΔΗ
Υπάρχει η σύγκριση, η διάκριση, η ομοιότητα, η παραλληλία ή αλληλεπίδραση, η διασταύρωση. Όλες αυτές οι μέθοδοι και τα εργαλεία προσέγγισης σήμερα, ύστερα από πολλές έριδες, αμφιβολίες, αμφισβητήσεις, αναιρέσεις, αιρέσεις, αρνήσεις, συχνά επιπολαιότητες, ενθουσιασμούς και επιφυλάξεις, συγκροτούν τις «Συγκριτικές» επιστήμες. Το φάσμα το μεθοδολογικό εκκινεί από την απλή και εμφανέστατη ανακάλυψη ή αποκάλυψη δομικών, ιδεολογικών, μορφολογικών, ηθικών στοιχείων που ανιχνεύονται σε δύο έργα ή περισσότερα και φτάνει μέχρι τη χαλαρή επίδραση ενός συγγραφέα και του έργου του από έναν άλλον, σύγχρονό του ή παλαιότερο.
Ευκαιρία για όλα τα παραπάνω μου δίδει η έκδοση ενός άκρως ενδιαφέροντος τόμου της καθηγήτριας Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Ελένης Πολίτου-Μαρμαρινού με τον τίτλο Συγκριτική Φιλολογία, από τη Θεωρία στην Πράξη (Ελληνικά Γράμματα). Η Πολίτου είναι ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Γενικής και Συγκριτικής Γραμματολογίας (1987) και χρημάτισε πρόεδρος και γενική γραμματέας της. Όπως φαίνεται από τη χρονιά ιδρύσεως, πολύ όψιμα στην Ελλάδα μπήκαμε στον χορό. Η συγκριτική Γραμματολογία μετράει πάνω από ενάμιση αιώνα που έγινε αυτόνομη επιστήμη με δικό της μεθοδολογικό οπλοστάσιο και γερή περιουσία έργων θεωρίας και εφαρμογών.
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως στο παρελθόν δεν υπήρξαν και στην Ελλάδα μεμονωμένες και μάλιστα αξιοσημείωτες απόπειρες συγκριτισμού. Η Πολίτου μάλιστα στο εν λόγω βιβλίο της ένα μεγάλο μέρος το αφιερώνει στον Κωστή Παλαμά, και ως σημαντικό και συστηματικό συγκριτικό κριτικό και ως ποιητή με εμφανή τα γνωρίσματα των επιρροών που δέχθηκε από ξένες και κυρίως από τη γαλλική λογοτεχνία.
Η Πολίτου μετά μια άκρως κατατοπιστική εισαγωγή όπου ορίζονται οι θεμελιώδεις ιδιαιτερότητες της συγκριτικής Φιλολογίας, καθώς και τα όρια- ευρέα σήμερα- των ενδιαφερόντων της, αναλύει τις φυγόκεντρες και κεντρομόλες ροπές, τις ταυτότητες και τις ετερότητες, τους όρους που προκαλούν την επίδραση, την έλξη ή και την εκμετάλλευση αλλότριων μοτίβων, θεμάτων, δομών, περιεχομένων και χαρακτηρολογικών ή άλλων συμπεριφορών. Κάνει σαφές πώς γιατί μερικές εμπνεύσεις συγκλίνουν ή αποκλίνουν από μια σχολή, ένα είδος, μια μορφή όταν ο δημιουργός αποπειράται να τον αφομοιώσει ή να τον απορρίψει, ενώ τον έχει προσλάβει.
Η αναφορά της συγγραφέως στον Παλαμά, ως κριτικό που συστηματικά χρησιμοποίησε την απέραντη ενημέρωσή του στην παγκόσμια λογοτεχνία για να πλησιάσει έργα με γνώμονα και μέθοδο τη Σύγκριση, μας κάνει άλλη μία φορά να θαυμάσουμε τον μεγάλο κριτικό Παλαμά, δίπλα στον ποιητή που πιθανόν έχει ημερομηνία λήξεως. Παρακολουθώντας ο Παλαμάς από κοντά τη γένεση αυτής της νέας θεωρητικής και συνάμα εφαρμοσμένης φιλολογικής μεθόδου, γνωρίζει τις συμβολές ιδίως της Γαλλικής Σχολής. Χωρίς να την αντιγράφει, αλλά εφαρμόζοντας τα κριτήριά της στη νεοελληνική λογοτεχνική παραγωγή από νωρίς (1899) διατυπώνει τις διακρίσεις του και τις λεπτές μεθοδολογικές και αξιολογικές διαφοροποιήσεις. Γράφει, π.χ., «Εν τη καλλιτεχνική δημιουργία ό,τι συνήθως παρέχει την εντύπωσιν της ομοιότητος ή γεννά την υπόνοιαν της μιμήσεως, δεν είναι πράγματι ειπείν, ή το αποτέλεσμα πνευματικής συγγένειας».
Και αλλού: «Ό,τι αδιάκριτα κ΄ ευκολοεξέταστα λέμε μίμηση, δεν είναι, όταν πρόκειται για έργα τέχνης που αξίζουν, παρά απλές αναγκαίες αναλογίες και διανοητικές συγγένειες».
Με αυτά τα επαναστατικά θεωρητικά για την εποχή τους κριτήρια ερευνά και τις επιδράσεις του «Ερωτόκριτου» από τα ευρωπαϊκά πρότυπα και τις οφειλές του Σολωμού στην ευρωπαϊκή ποίηση, τη φιλοσοφία και την πολιτική σκέψη.
Η Πολίτου, όμως, πέρα από αυτές τις πολύτιμες καταθέσεις ενός συγκριτολόγου Παλαμά, εξαιτίας ενός μόνιμου διαλόγου με τον παλαμιστή Κ.Γ. Κασίνη που με συγκριτολογικά επιχειρήματα αναζήτησε αρχαιοελληνικές ρίζες και επιρροές στη «Φλογέρα του Βασιλιά» του Παλαμά, αποδεικνύει με τρόπο πανηγυρικό πως ο Παλαμάς αφομοιώνει και συχνά «λεηλατεί» στη μεγάλη του σύνθεση κυρίως τον νομπελίστα Γάλλο ποιητή Σιλί Πριντόμ, ενώ αποδεικνύει περίτρανα πως την εποχή που ο ποιητής έγραφε τη «Φλογέρα» η αρχαιογνωσία, τουλάχιστον όσον αφορά τους μεγάλους ποιητές, τους προσωκρατικούς και τον Πλάτωνα, του ήταν προσιτή από γαλλικά ποιήματα αναφορά στην αρχαία φιλοσοφία που τα διάβαζε σε μετάφραση.
Saturday, October 31, 2009
Η συγκριτική μέθοδος
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment