Η Αθήνα από τον 19ο στον 21ο αιώνα. Μια λογοτεχνική περιδιάβαση από την παλιά ώς τη σημερινή εικόνα της πόλης. Εισαγωγή-ανθολόγηση κειμένων: Δώρα Μέντη, εκδόσεις Πατάκη, σ. 316, 19 ευρώ
Το να επιχειρήσει κανείς να σχηματίσει τη φυσιογνωμία της Αθήνας μέσα από τον έντεχνο λόγο είναι πραγματικός άθλος. Πρώτο και κύριο, γιατί είναι ταυτισμένη με ένα ένδοξο παρελθόν, απτά στοιχεία του οποίου την ακολουθούν μέχρι σήμερα. Και δεύτερο, γιατί η Αθήνα αποτέλεσε ανέκαθεν τον πρωταρχικό αστικό χώρο στη λογοτεχνία, φτάνοντας, με την αστυφιλία που μεσολάβησε στις μεταπολεμικές δεκαετίες, να καταλάβει κυριαρχική θέση. Ενδειξη των δυσκολιών που παρουσιάζει μια παρόμοια ανθολόγηση αποτελεί και το γεγονός πως, ενώ, τα τελευταία χρόνια, παρατηρείται ιδιαίτερη έφεση στην κατάρτιση σχετικών ανθολογιών, μόνο μια συλλογή αθηναϊκών διηγημάτων αποτολμήθηκε. Οσο για την ειδική σειρά, με τίτλο «Μια πόλη στη λογοτεχνία» (εκδόσεις Μεταίχμιο), που ξεκίνησε το 2001 και αριθμεί 18 τόμους, ο τόμος για την Αθήνα, παρ' όλο που η συγκρότησή του έχει ανακοινωθεί από το 2005, ακόμη αναμένεται.
Τελικά, τον άθλο ενός πρώτου ανθολογίου για την Αθήνα τον αποτόλμησε η φιλόλογος Δώρα Μέντη. Από μια άποψη, το εγχείρημά της φαίνεται λιγότερο φιλόδοξο σε σχέση με τις ανθολογίες που έχουν γίνει για άλλες πόλεις, αφού δεν ξεκινά από τις μυθολογικές ρίζες του αθηναϊκού άστεως. Ψαλιδίζει το βαθύ παρελθόν και θέτει ως αφετηρία το 1834, έτος που η Αθήνα ανακηρύχτηκε πρωτεύουσα του νεοσύστατου ελληνικού βασιλείου. Ετσι, η ανθολόγησή της δεν έχει να καλύψει παρά μόνο το βραχύ διάστημα ύπαρξης του νεοελληνικού κράτους. Παραμένει, όμως, μια τολμηρή έως και επισφαλής απόπειρα, γιατί φτάνει βιβλιογραφικά μέχρι και το 2007. Παρ' όλα αυτά, η ανθολόγος δεν φαίνεται να κατέχεται από το άγχος της πληθώρας των κειμένων, τα οποία δύσκολα θα καλύπτονταν ακόμη και από μια πολύτομη ανθολογία. Πάντως, αποφεύγει μια αφήγηση της πόλης, που θα την οδηγούσε σε χρονολογικές περιόδους με μεγάλη αφθονία γραπτού λόγου γύρω από την πόλη. Αντ' αυτής προτείνει μια θεματική περιδιάβαση. Τουλάχιστον έτσι αποκαλεί η ίδια την ανθολόγησή της. Στην ουσία πρόκειται για συνδυασμό χρονολογικής και θεματικής διευθέτησης του υλικού της, η οποία περιπλέκεται, καθώς η ανθολόγος απλώνεται σε ολόκληρη την ελληνική λογοτεχνία και δεν περιορίζεται, όπως στα τρία προηγούμενα βιβλία της, στην ελληνική ποίηση.
Κατ' αρχάς, με οδηγό τον χρόνο, η Μέντη χωρίζει την ανθολογία σε τρία μέρη ή, μάλλον ακριβέστερα, σε δύο και μία ολιγοσέλιδη ουρά. Το πρώτο, που καταλαμβάνει κάτι λιγότερο από το ένα τρίτο της ανθολογίας, αφιερώνεται στον 19ο αιώνα. Το δεύτερο, υπερδιπλάσιο του πρώτου, στον 20ό. Ενώ το τρίτο μέρος φέρει τον τίτλο «Η Αττική και η Αθήνα από την παλιά ώς τη σημερινή εποχή». Στη συνέχεια, την καθεμία ιστορική περίοδο τη μοιράζει σε θεματικές ενότητες που διακλαδίζονται περαιτέρω σε υποκατηγορίες. Παραδόξως, αυτές οι θεματικές ενότητες αλλάζουν από αιώνα σε αιώνα, αποκλείοντας τη συγκριτική ανάγνωση. Τέλος, η ανθολόγος επανέρχεται στον άξονα του χρόνου για την παράταξη των κειμένων εντός της κάθε ενότητας. Μάλιστα, διατρέχει δύο φορές το χρονικό άνυσμα έκαστου αιώνα: μία για την παράταξη των ποιημάτων και μία των πεζών.
Σε αυτό, όμως, το σημείο η Μέντη έχει να αντιμετωπίσει το ερώτημα του χρόνου, που ενδείκνυται για δρομοδείκτης. Αντί του χρόνου γραφής ή δημοσίευσης, προκρίνει την ιστορική αναφορά κάθε κειμένου. Αυτή η συγχρονική ταξινόμηση, την οποία πρωτοχρησιμοποίησε ο Αλέξανδρος Αργυρίου στην Ιστορία του, τείνει να επικρατήσει και στις ανθολογήσεις. Μόνο που το εν λόγω κριτήριο, όσο αυτονόητο δείχνει, τόσο δύσκολο αποδεικνύεται στην εφαρμογή του. Ενα παράδειγμα είναι η ενότητα που αφορά το τοπίο στη διάρκεια του 20ού αιώνα. Σε αυτήν, ο κερματισμός του χρόνου και η ανά θέμα διανομή του προκαλεί αναστάτωση σε μια ομαλή χρονολογική διάταξη. Ετσι, το ποίημα του Νίκου Λάζαρη προτάσσεται εκείνου του Καρυωτάκη, αλλά και του πεζού του Ροΐδη, δημιουργώντας χάσματα, περισσότερο αισθητά μέσω της γλώσσας, που παλινδρομεί μεταξύ καθαρεύουσας και τρέχουσας αστικής δημοτικής.
Κατά τα άλλα, η ανθολογία είναι συνάρτηση της εποπτείας και των αισθητικών κριτηρίων της ανθολόγου. Το εύρος της εποπτείας της Μέντη δηλώνεται από το πλήθος των συγγραφέων που ανθολογεί. Συνολικά ανθολογούνται 153 συγγραφείς, που διαχωρίζονται σε 90 ποιητές και 63 πεζογράφους. Τα ανθολογούμενα αποσπάσματα φτάνουν τα 304, όπου, όμως, υπερτερούν τα πεζά, 160 τον αριθμό, έναντι των ποιημάτων, κι αυτό, γιατί, συχνά, από το έργο των ποιητών επιλέγονται αποσπάσματα από ημερολόγια και αυτοβιογραφίες. Τα αποσπάσματα έχουν αντληθεί από 202 βιβλία και 14 έντυπα.
Πιστεύουμε πως περισσότερο ικανοποιητική αποβαίνει η ανάγνωση της Αθήνας του 19ου αιώνα, καίτοι συντομότερη, πιθανώς γιατί στηρίζεται περισσότερο στον πεζό λόγο. Προβλέπεται, μάλιστα, κι ένα μικρό ανθολόγημα από τα κείμενα ξένων περιηγητών, που παραμένουν ένας αβιβλιογράφητος σε έκταση χώρος. Θέμα πληρότητας σε μια, εκ προοιμίου, περιορισμένη ανθολόγηση δεν τίθεται. Εντούτοις, απουσιάζουν ορισμένοι συγγραφείς που θα θεωρούσε κανείς ως μη εξαιρούμενους σε μια ανθολογία των Αθηνών. Λ.χ., στην ενότητα «ιστορικά βιώματα και μνήμες» λείπει ο Μακρυγιάννης και στην ενότητα «καθημερινή ζωή» ο Παπαδιαμάντης, στον οποίον η ανθολόγος δίνει στην εισαγωγή της εξέχουσα θέση. Ωστόσο, ολίγος Σκιαθίτης, συγκεκριμένα έκτασης μιας σελίδας, υπάρχει σε μια ενότητα που δεν θα αναμενόταν, εκείνη των «περιπάτων και τόπων αναψυχής». Δυστυχώς, στον 19ο αιώνα δεν προβλέπεται ενότητα για τους παρίες, αντίστοιχη με εκείνη του 20ού για τους «περιθωριακούς ανθρώπινους τύπους». Και εκεί, όμως, απουσιάζουν οι Δημοσθένης Βουτυράς και Πέτρος Πικρός, παρ' όλο που και πάλι η ανθολόγος τούς αναφέρει ως αντιπροσωπευτικούς στην εισαγωγή της. Ολίγος Βουτυράς ανθολογείται στον 19ο αιώνα. Μόλις τεσσερισήμισι σειρές από τον «Λαγκά», οι οποίες αναφέρονται στον πόλεμο του 1897. Παρεμπιπτόντως, ένα προβληματικό σημείο της ανθολογίας είναι η συντομία των αποσπασμάτων, τόση που μερικές φορές να δυσχεραίνει την κατανόησή τους, όταν κάποιος αγνοεί το ακέραιο κείμενο.
Σε αντίθεση με τον 19ο αιώνα, η ανάγνωση του 20ού στηρίζεται περισσότερο στην ποίηση, με μια γενναιόδωρη ανθολόγηση ποιητών όλων των γενιών. Οι μόνοι που δείχνουν αδικημένοι είναι οι ποιητές της γενιάς του '80 και οι ακόμη νεότεροι και συνομήλικοι της ανθολόγου. Μάλιστα, σε αυτό το δεύτερο μέρος, προτάσσεται ποίημα του Αχιλλέα Παράσχου, αποθανόντος το 1895. Ηθελημένος ο αναχρονισμός, αφού ο Παράσχος αναφέρεται στον «μιλόρδο» Ελγίνο, που παραμένει μέχρι σήμερα επίκαιρος. Βεβαίως, θα μπορούσε κανείς να παρατηρήσει πως οι πεζογράφοι, από τη γενιά του Μεσοπολέμου μέχρι τους νεότερους, είναι εκείνοι που γράφουν το ογκώδες «μυθιστόρημα» της Αθήνας. Ομως, η ανθολόγος φαίνεται να μη συμπαθεί ιδιαίτερα τη μυθιστοριογραφία. Για παράδειγμα, ακόμη και η ενότητα «νυχτερινή Αθήνα», που είναι από τα προσφιλέστερα μυθιστορηματικά θέματα, καλύπτεται εξ ολοκλήρου με ποιήματα. Υπάρχουν, όμως, ορισμένα πεζογραφήματα που έχουν έναν βαθύτερο δεσμό με την Αθήνα. Ενα κείμενο, που χρησιμοποιεί την πόλη ως σκηνογραφικό πλαίσιο, μπορεί και να παραληφθεί, όχι, όμως, εκείνο στο οποίο η Αθήνα συνιστά ενεργό στοιχείο. Παράδειγμα, οι σεφερικές «Εξι νύχτες στην Ακρόπολη». Παραλείπονται, επίσης, και κάποιοι νεότεροι πεζογράφοι, που ολόκληρο το μυθιστορηματικό τους σύμπαν είναι αθηνοκεντρικό, όπως εκείνο του Θανάση Χειμωνά.
Θα αναμενόταν οι νεότεροι συγγραφείς να κυριαρχούν στη σύντομη, τρίτη κατά σειρά, ενότητα, που γεφυρώνει την παλιά με τη σημερινή εποχή. Παραδόξως, όμως, κι εκεί εμφανίζονται οι Δροσίνης, Ξενόπουλος και Μητσάκης, που προβάλλει διαχρονικός, δίπλα στους δύο στυλοβάτες της ανθολογίας, Παλαμά και Ροΐδη. Πάντως, η ανθολογία δεν κλείνει με κάποια εφιαλτική εικόνα της παγκοσμιοποιημένης εποχής, αλλά με μια πνοή ανάτασης από το τελευταίο βιβλίο του Κώστα Κατσουλάρη, το μοναδικό του 2007 που ανθολογείται. Αναμφιβόλως, πρόκειται για μια πρώτη «ανάγνωση της Αθήνας», που έχει ιδιαίτερη αξία, καθώς γίνεται με την οπτική μιας νεότερης φιλόλογου.
Friday, October 30, 2009
Ενα αφήγημα της Αθήνας
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment