- Του ΤΑΣΟΥ ΓΟΥΔΕΛΗ, Η ΑΥΓΗ: 25/10/2009
- STENDHAL, Το κόκκινο και το μαύρο, εκδόσεις Πάπυρος, μτφρ. Γιώργος Σπανός, σελ. 603
«Δεν ξέρω πια ούτε τι είμαι ούτε τι κάνω»
Μότσαρτ (Φίγκαρο): από το μότο του κεφαλαίου Η ανία.
Πριν προχωρήσει ο σύγχρονος και ενήμερος αναγνώστης στην συνειδητοποίηση των κατακτήσεων του κλασσικού μυθιστορήματος, είναι φυσικό να προβληματίζεται, γενικά, στην αντοχή των υλικών του. Με την έννοια ότι κρατάει στα χέρια του συνήθως ένα ογκώδες αφηγηματικό κείμενο, το οποίο παρά τις όποιες προδρομικές του αρετές αντανακλά το ήθος της εποχής του, δηλαδή και στοιχεία παρωχημένα.
Αυτό το φαινόμενο, που όταν το σχολιάζεις κινδυνεύεις να αναπαράγεις κοινοτοπίες, συνήθως, και δυστυχώς θα έλεγα, μας διαφεύγει ή το απωθούμε, γιατί είμαστε σχεδόν χειραγωγημένοι από το δόγμα ότι κάθε τι «κλασσικό» είναι απαραβίαστο ταμπού. Ποιος θα διαβάσει, όμως, για παράδειγμα, τον Μόμπι Ντικ ή τον Χαμένο Παράδεισο, δίχως να νιώσει τελματωμένος μέσα σε δεκάδες αναφορές ή αναγωγές σε ιδέες και ποικίλα συμφραζόμενα των ημερών του συγγραφέα τους, οι οποίες στη σημερινή υποδοχή μοιάζουν αφόρητα πληκτικές και περιττές;
Και για να μη μείνουμε στην αφηγηματική λογοτεχνία: το ίδιο δεν ισχύει για το αρχαίο ή κλασσικό θεατρικό έργο, το οποίο πολλές φορές νόμιμα οι τωρινοί σκηνοθέτες «λογοκρίνουν» σιωπηρά, περικόπτοντας σχοινοτενή και άνευ ουσίας πλέον σημεία του; Από τον Σαίξπηρ και τον Μολιέρο έχουν αφαιρεθεί πλείστα όσα κομμάτια, με ένα είδος αναγκαίας... λιποαναρόφησης.
Τέλος πάντων, και το γαλλικό μυθιστόρημα του 19ου αιώνα, δεν είναι δυνατόν να αποτελεί εν πολλοίς εξαίρεση από τον προηγούμενο κανόνα. Υπάρχουν γραπτά, ας πούμε, του μέγιστου πλην πληθωρικού Μπαλζάκ (πρόχειρα αναφέρω Τα χαμένα όνειρα), από τα οποία πολύ θα ήθελες να αφαιρέσεις πολλές τους σελίδες.
Εν προκειμένω, σ' αυτό το θεμελιώδες και προφητικό μυθιστόρημα του Σταντάλ, γραμμένο στα 1830, που προοικονόμησε πολλούς συγγενικούς ήρωες, σαν τον Ζυλιέν Σορέλ, καθώς και ανάλογες με τις περιπέτειες του τελευταίου δραματικές/ψυχολογικές συγκρούσεις, ανοίγοντας το δρόμο σε πλείστα όσα σπουδαία αφηγηματικά έργα, στο δεύτερο μέρος του νιώθεις κουρασμένος από αρκετούς πλατειασμούς, όσον αφορά στην περιγραφή της ζωής του ήρωα στα σαλόνια του Παρισιού.
Δεν βρίσκω άστοχη μια παρατήρηση, κατά μία έννοια αφοριστική (αν και κάθε κριτική αποτίμηση έχει εγγενώς τέτοιο χαρακτήρα, ας μην το ξεχνάμε), η οποία σημειώνει το εξής: εάν ο κάθε Σταντάλ είχε υπόψη του τον κινηματογράφο, το βλέμμα του, ο περίφημος «καθρέφτης» της αναπαράστασης των ηθών της συγκυρίας του, δεν θα ήταν τόσο περιγραφικός. Κάτι που δεν ισχύει, βέβαια, για το μοντέρνο μυθιστόρημα του 20ού αιώνα. Ποια λιπαρά είσαι σε θέση να κόψεις από τον Οδυσσέα ή από το Περιμένοντας τον Γκοντό;
Τα προηγούμενα, φυσικά, δεν μας εμποδίζουν να αντιμετωπίζουμε με το δέοντα σεβασμό και θαυμασμό έργα, όπως το ανά χείρας. Σ' αυτό το φρέσκο ενός ολόκληρου κόσμου, που βρίσκεται στο μεταίχμιο, δηλαδή ανάμεσα σε δύο κορυφαίες εποχές συγκλονιστικών αλλαγών της νέας ευρωπαϊκής κοινωνίας (τον Διαφωτισμό και την Παλινόρθωση), μπορεί κάποτε να πλήττεις, όμως συνολικά νιώθεις κερδισμένος: όχι όπως ο συλλέκτης μπροστά στο αντικείμενο, που έχει την πατίνα του χρόνου σφραγισμένη πάνω του, αλλά σαν τον δωρολήπτη μιας ανεπανάληπτης προσφοράς. Κι αυτό γιατί τα έργα και οι ημέρες του νεαρού επαρχιώτη Ζαν Σορέλ είναι φιλοτεχνημένες με εξαιρετικές πινελιές, από ένα δημιουργό που συνέλαβε πολύ νωρίς ένα υπαρξιακού τύπου δράμα, σχεδόν στα όρια της τραγωδίας, στα πλαίσια ενός αποτελεσματικά φωτισμένου, παράλογου ιστορικού σκηνικού.
Το δράμα της ύπαρξης, το δράμα της Ιστορίας. Ο Σορέλ δεν είναι ο φιλόδοξος παρακατιανός, που με κάθε μέσο θέλει να αναρριχηθεί κοινωνικά, αν και οπωσδήποτε ενέπνευσε σε μεγάλο βαθμό (κάνω μια προφανή υπόθεση εργασίας) τον μεταγενέστερο Βελ αμί, τον κυνικό ήρωα του Μοπασάν. Είναι ο άντρας με το ελκυστικό παρουσιαστικό, τη μάλλον ελαστική ηθική, την ιερατική παιδεία και την κρυφή αγάπη στον Διαφωτισμό (καλύτερα: στον Ναπολέοντα), που θέλει να εκμεταλλευθεί, για να ανέλθει, την εύνοια της μισητής του(;) ανώτερης τάξης. Ως προς την τελευταία, τα αισθήματά του θα τα χαρακτήριζες αμφίθυμα, αν και η κατάληξή του δεν αφήνει αμφιβολίες για την αρνητική του επιλογή, σε τελευταία ανάλυση.
Εν τω μεταξύ, όμως, χάρη στην ευφυία του Σταντάλ, που παρακολουθεί τη διαδρομή του -μια πορεία γεμάτη παλινωδίες- με ένα κρυμμένο σαρκασμό, αν και κάποτε η συμπάθεια γι' αυτήν περισσεύει, ο Σορέλ αναδεικνύεται ένας πρώιμος μοντέρνος ήρωας. Ένα πρόσωπο κυριολεκτικά μετέωρο, απαύγασμα μιας ομότροπης συγκυρίας: η περίοδος της βασιλείας του Λουδοβίκου- Φιλίππου, που προσπαθεί να δημιουργήσει καταστολές, με τη χορήγηση διάφορων «υπνωτικών» στα αντανακλαστικά μιας ταραγμένης από τις αλλεπάλληλες μεταμορφώσεις της κοινωνίας, είναι μια διαχρονική σκηνή, ιδεώδης μήτρα για να γεννά τραγικές διαταραχές, αδιέξοδα και πλάνες, σε συνειδήσεις σαν του Σορέλ.
Ο ήρωάς μας είναι ένας «ξένος» μέσα σε αυτό το μόρφωμα και ταυτόχρονα απόλυτα συγγενικός: δεν ξέρει πώς να διαχειρισθεί την ύπαρξή του, διχασμένος ή μάλλον κατακερματισμένος. Οι αναφορές του μοιάζουν κενές μέσα στην παράλογη σύστασή τους. Παγιδευμένος ανάμεσα στη ρομαντική ενατένιση του κόσμου και στη διάθεσή του να εκμεταλλευθεί ατομικιστικά τα θέλγητρα μιας, θεωρητικά, αρνητικής κατάστασης πραγμάτων, ο Σορέλ είναι προγραμμένος από ανεξέλεγκτες δυνάμεις, που ο Σταντάλ δεν πέφτει στην παγίδα να τις κατονομάσει.
Αυτό που κάνει ευφυώς είναι να δίνει το λόγο συνεχώς σε ό,τι εξωτερικό μπορεί να μαρτυρήσει περί του ήρωά του, διαψεύδοντάς το και συγχρόνως επικροτώντας το, ανοιχτός σε όλα. Η συγκεκριμένη φαινομενολογία τον βοηθά τα μέγιστα στη σύνθεση ενός αλλοπρόσαλλου πορτρέτου, του προφίλ ενός ανθρώπου αθώου και ενόχου εν πλήρη συγχύσει, ο οποίος, παραδόξως, γεννιέται από μια κοινωνία και τη γεννά μαζί. Η σχέση του με το περιβάλλον θυμίζει την καρκινική γραφή, που «διαβάζεται» και από τις δυο πλευρές της.
Ο Σταντάλ, στο βαθμό που θέλει να υπηρετήσει το πολιτικό σχόλιο, δίπλα στο ατομικό, υπαρξιακό δράμα, χρησιμοποιεί το παμφλέτο, θα 'λεγε κανείς. Χωρίς, όμως, να φτάνει την αναλυτική ενός Μπαλζάκ, όπως έχει σημειωθεί και δεν θα διαφωνήσω. Σε κάθε περίπτωση, σκιαγραφεί έναν κόσμο με όση ακρίβεια του χρειάζεται, για να διαμορφώσει τα «επιπόλαια» ψυχο-ιδεοσυστατικά του Σορέλ. Με άλλα λόγια, προτείνει ένα χαρακτήρα του οποίου το μικροκλίμα επηρεάζεται τόσο από τις γενικότερες, παράλογες συνθήκες, ώστε η ταυτότητα του πρώτου να αιμοδοτείται από την ευρύτερη θερμοκρασία απερίφραστα, όπως υπαινίχθηκα ήδη.
Το διφορούμενο που υιοθετεί ο Σταντάλ στη σημειολογία του ξεκινά από τον τίτλο: τα χρώματα μπορεί να παραπέμπουν πιθανότατα στη γαλλική επανάσταση (στο κόκκινο της γαλλικής σημαίας αλλά και στο αίμα που χύθηκε από την γκιλοτίνα) και το μαύρο στον κληρικαλισμό της Παλινόρθωσης. Μπορεί να σχετίζονται, στην προέκταση του συμβολισμού, με ένα τυχερό παιχνίδι: με το στοίχημα του ήρωα σε ποιο από τα δύο χρώματα (ιδέες) θα ποντάρει για να πετύχει τους στόχους του. Το στοίχημα, ασφαλώς, το κερδίζει ο Σταντάλ, που προσφέρει αυτό το πρωτοποριακό για την εποχή του μυθιστόρημα, που εξακολουθεί να είναι δραστικό.
Kατατοπιστικός ο πρόλογος της Σταυρούλας Τσούπρου. Όσο για τη μετάφραση του έμπειρου Γιώργου Σπανού: κρίνω ότι είναι αποτέλεσμα κοπιαστικής και δημιουργικής προσπάθειας (όλοι θυμόμαστε την πρώτη, εκείνη ξεπερασμένη απόδοση του Πέτρου Χάρη, χρονολογημένη στα 1926). Κάποιες αναχρονιστικές εκφράσεις θα μπορούσαν να λείπουν, ασφαλώς, αφού δεν εξυπηρετούν ρεαλιστικές ανάγκες αποτύπωσης κάποιου ιδιώματος. Σταχυολογώ μερικές: «τέτοιων λογιών», «τι τα θέτε», «σιμά», «κοψομέσιασμα», «βάρδα από καμιά τουφεκιά», «κυρά του σπιτιού», «μπορετό», «προσλαλιά», «θυμητικό», «αργοπόρεμα» κ.ά.
*Ο Τάσος Γουδέλης είναι πεζογράφος
Sunday, October 25, 2009
Στην επικράτεια του μαύρου
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment