Ο Σαΐντ απεχθανόταν ασφαλώς το σιωνισμό, αλλά μισούσε εξίσου την τρομοκρατία. Ήταν ο καλύτερος διανοητής-υπερασπιστής που θα μπορούσαν ποτέ να έχουν οι Παλαιστίνιοι, αν και κατέληξε να αισθάνεται μια ελαφρά αλλά και παγερή αποδοκιμασία για τον Γιάσερ Αραφάτ και το στυγνό και διεφθαρμένο καθεστώς του (το καθεστώς ανταπέδωσε τη φιλοφρόνηση, με το γελοίο ισχυρισμό ότι αυτός, ο πολέμιος της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ, ήταν πράκτορας της CIA).Μπορούσε να είναι δριμύς επικριτής των αραβικών καθεστώτων, επίσης, αποκαλεί τη Χαμάς και την Ισλαμική Τζιχάντ «βίαιες και πρωτόγονες». Ενώ, ο Σαντάμ Χουσεΐν (σύμφωνα με έναν άνθρωπο που ήταν κάθετα αντίθετος προς στον πρώτο Πόλεμο του Κόλπου) ήταν «δολοφόνος, γουρούνι, τύραννος και φασίστας». Ο Σαΐντ υποστήριξε ακόμη τις κυρώσεις του ΟΗΕ εναντίον του Ιράκ, ενώ απέρριψε την ψευτοαριστερή άποψη, σύμφωνα με την οποία, όταν η σύγκρουση διεξάγεται μεταξύ φασισμού και ιμπεριαλισμού, πρέπει κανείς, έστω και απρόθυμα, να επιλέξει τον δεύτερο.
Παραδέχεται, ότι οι πράξεις του Ισραήλ, στη Γάζα και τη Δυτική Όχθη, του προκαλούν «τεράστια οργή», παρ' όλα αυτά όμως περιγράφει τον εαυτό του, μεταξύ αστείου και σοβαρού, ως τον «τελευταίο εβραίο διανοούμενο», εννοώντας ένα στοχαστή που, σύμφωνα με τον εβραϊκό τρόπο ζωής, περιπλανάται, άπατρις και άπορος. Διαφωνεί με την εξίσωση του σιωνισμού με το ρατσισμό, την οποία θεωρεί υπερβολικά απλουστευτική. Νιώθει, όπως σημειώνει, μια μακρόχρονη συμπάθεια προς τους εβραίους∙ και όντως, δεν υπάρχει τίποτα το οποίο να υποδεικνύει ότι η δήλωση αυτή είναι ανειλικρινής. [...]
Κατά τον ίδιο τρόπο, δεν κατασκευάζει κάποια Θεωρία. Ο άνθρωπος αυτός, ο οποίος συνεισέφερε στην αλλαγή της φυσιογνωμίας των φιλολογικών σπουδών, απεχθάνεται εκείνο που ο ίδιος αποκαλεί «φλύαρο και ακαταλαβίστικο μεταμοντερνισμό», ενώ εγκατέλειψε την Πολιτισμική Θεωρία πριν πολλά χρόνια. Ενδιαφέρεται περισσότερο για την απονομή δικαιοσύνης παρά για τον προσδιορισμό ταυτοτήτων, περισσότερο για τη χειραφέτηση αυτών που είναι άποροι παρά για τα συγκεχυμένα όρια φύλων ή τις ρευστές νοηματοδοτήσεις.
Ένας από τους μείζονες αρχιτέκτονες της μοντέρνας πολιτισμικής σκέψης, βαθιά απελευθερωμένος από προσωπικές εμπάθειες, έρχεται αντιμέτωπος με τις ίδιες τις διανοητικές τάσεις του, οι οποίες -όπως ο ίδιος διορατικά βλέπει- αποτελούν κατά κύριο λόγο σύμπτωμα πολιτικού εκτοπισμού και απόγνωσης. Η λαϊκή κουλτούρα, σημειώνει προβοκατόρικα, «δεν σημαίνει απολύτως τίποτε για μένα». Το σχόλιο αυτό θα τον είχε στερήσει από αρκετές προσκλήσεις σε παραλιακά πάρτι, εάν ήταν επίκουρος καθηγητής Αγγλικών στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια.
Στην πραγματικότητα, ο Σαΐντ υπήρξε, καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής του, ένας ουμανιστής παλαιάς σχολής, προβαίνοντας μάλιστα σε αυτή την παλιομοδίτικη δήλωση χωρίς το παραμικρό ίχνος ντροπής. Εάν πάλεψε για την επέκταση του λογοτεχνικού κανόνα, σε λαούς και έθνη τα οποία ο κανόνας αγνοούσε, το έκανε γιατί πίστευε ότι επρόκειτο για κανόνα που δεν θα έπρεπε να απορριφθεί εύκολα. Δεν έβλεπε την ανάγκη να επιλέξει κανείς ανάμεσα στην Τζέην Ώστιν και τον Τσίνουα Ατσέμπε. Εάν οι εθνικές ή πολιτισμικές ταυτότητες μπορούν να προκαλούν πολιτική αφύπνιση, μπορούν ταυτόχρονα να δημιουργούν και πνευματικά στενούς ορίζοντες.
«Δεν ενδιαφέρομαι αποκλειστικά για τους παλαιστινίους στην αμερικανική λογοτεχνία», παρατηρεί, σε αντίθεση με τους αγοραίους μαρξιστές, οι οποίοι συνήθιζαν να ενδιαφέρονται μόνο για μυθιστορήματα με ανθρακωρύχους. Μπορούσε να μνημονεύσει, χωρίς να καταβάλει ιδιαίτερη προσπάθεια, τους ποιητές που ήταν ανερχόμενοι στις Φιλιππίνες, ή το κατά πόσο είχε επιτυχία μια αυτοβιογραφία στη Βόρεια Κορέα, ενώ ταυτόχρονα θεώρησε ότι οι δικές του έρευνες επεξέτειναν το έργο των μεγάλων ευρωπαίων ουμανιστών, στηριζόμενος στη μεθοδικότητα, τη σχολαστικότητα και την ευρυμάθειά τους.
Ο ίδιος δεν πήγε να γλιτώσει κόπο, απομυθοποιώντας τους ευρωπαίους φωστήρες, χαρακτηρίζοντάς τους νεκρούς λευκούς άνδρες. Ούτε επίσης αποδέχθηκε την πατερναλιστική άποψη της εποχής, σύμφωνα με την οποία κάθε έργο που έχει γραφτεί στο μετα-αποικιακό κόσμο πρέπει αυτομάτως να επιβραβεύεται. Υπήρξε, ακόμη, διακεκριμένος ερμηνευτής της κλασικής μουσικής, καθώς και λογοτεχνικός κριτικός.
Μια αντίστοιχα ανατρεπτική ποιότητα χαρακτηρίζει και τις πολιτικές του απόψεις, οι οποίες, εξαιτίας της ενόχλησης που του προκαλούσαν οι δογματισμοί, ήταν περισσότερο προοδευτικές παρά σοσιαλιστικές. Κάποιες φορές, μιλά από την πλευρά της αριστεράς σαν να μην αποτελεί μέλος της, πράγμα που θα μπορούσε να προκαλέσει έκπληξη σε εκείνους που πυρπόλησαν το γραφείο του. Αναφερόταν στο μαρξισμό με επιφυλακτικότητα, ενώ η λέξη «καπιταλισμός» σπανίως έβγαινε από τα χείλη του.
Αισθανόταν σχεδόν σωματικό πόνο από τα αυστηρά δογματικά συστήματα, γι' αυτό και η ιδέα τού να είναι κανείς οπαδός τού προκαλούσε αντίδραση. Τη φαντασία του την ενέπνεαν η ποικιλομορφία, η ρευστότητα και το απρόβλεπτο, ενώ τον άφηνε αδιάφορο η ομοιογένεια. Καθόλου παράξενη τάση, για ένα χριστιανό άραβα που ανατράφηκε στην Ιερουσαλήμ και το Κάιρο και μορφώθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Αυτό που κατά κόρον τον ενδιέφερε ήταν ό,τι ο ίδιος αποκαλούσε «Ταξιδιωτική Θεωρία», κι αυτή η αίσθησή του να είναι διαρκώς σε μεταβατική διαδικασία περιπλάνησης, διανοητικά επί ξυρού ακμής, ήταν ένας από τους ποικίλους τρόπους με τους οποίους παρέμεινε πιστός στους εξόριστους λαούς στους οποίους δάνεισε τη φωνή του. Στο προκείμενο βιβλίο περιγράφει τον εαυτό του ως «έναν ταξιδευτή, που δεν ενδιαφέρεται να κρατήσει κάποιο έδαφος, που δεν έχει βασίλειο να προστατεύσει». Ήταν φυσικό να χρησιμοποιήσει μια γεωπολιτική μεταφορά, προκειμένου να περιγράψει την πνευματική ζωή του.
Επιπλέον, είδε ότι το να είναι κανείς δέσμιος ανάμεσα σε δύο ή περισσότερες κουλτούρες μπορεί μεν να αποτελέσει αιτία δυστυχίας, αλλά είναι και πηγή δημιουργίας. Δεν παραδίνεται στο ιερό μεταμοντέρνο τελετουργικό, της ρομαντικής εξιδανίκευσης του Άλλου, και με μια χαρακτηριστική αμεροληψία επικρίνει τη μοντέρνα θρησκεία της εξόδου. Δεν ήταν εξόριστοι ή πρόσφυγες όλοι οι πρώην κάτοικοι αποικιών, που αποβιβάζονται από το αεροπλάνο και αναλαμβάνουν καλοπληρωμένη δουλειά στην Οξφόρδη ή το Γέηλ. Ο ίδιος ο Σαΐντ, ο οποίος καταγόταν από μια ιδιαίτερα εύπορη και καλλιεργημένη οικογένεια εμπόρων, δικαίως απαρνήθηκε αυτούς τους όρους για να περιγράψει τον εαυτό του.
Οι διανοούμενοι δεν είναι απλώς διαφορετικοί από τους πανεπιστημιακούς, είναι σχεδόν το αντίθετό τους. Οι πανεπιστημιακοί συνήθως οργώνουν ένα στενά οριοθετημένο χωράφι, ενώ οι διανοούμενοι του είδους του Σαΐντ περιφέρονται φιλόδοξα από το ένα αντικείμενο στο άλλο. Οι πανεπιστημιακοί ενδιαφέρονται για τις ιδέες, ενώ οι διανοούμενοι αποζητούν να φέρουν τις ιδέες σε ολόκληρο το χώρο της κουλτούρας. Η λέξη «διανοούμενος» δεν αποτελεί ευφημισμό για τον «τρομερά έξυπνο», αλλά ένα είδος περιγραφής μιας εργασίας, όπως το «σερβιτόρος» ή το «ορκωτός λογιστής». Οργή και πανεπιστημιακή ιδιότητα συνήθως δεν πάνε μαζί, εκτός εάν πρόκειται για το ζήτημα του χαμηλού μισθού τους, ενώ αντίθετα η οργή ταιριάζει στους διανοούμενους.
Πέρα απ' αυτό, οι πανεπιστημιακοί έχουν συνείδηση του πόσο δύσκολα, αμφιλεγόμενα και λεπτά είναι τα πράγματα, ενώ αντίθετα οι διανοούμενοι επιλέγουν στρατόπεδα. Ένας λόγος για τον οποίο ο Ρέιμοντ Ουΐλλιαμς φαίνεται πως ήταν ο πιο αγαπημένος του βρετανός διανοητής, είναι ότι και οι δυο τους συνδυάζουν τις διαφορετικές αυτές ποιότητες με απίστευτη ευκολία. Ο Ουίλλιαμς και ο Σαΐντ είναι κι οι δυο τους οργισμένοι και αναλυτικοί, ενώ ταυτόχρονα έχουν τη συνείδηση ότι, στις πιο προκλητικές πολιτικές συγκρούσεις τις οποίες αντιμετωπίζουμε, κάποιος πρέπει να κερδίσει και κάποιος πρέπει να χάσει. Αυτό λοιπόν το στοιχείο είναι που τους τοποθετεί εκτός των φιλελεύθερων, κι όχι το ότι αδιαφορούν για εκλεπτυσμένες και λεπτεπίλεπτες έννοιες. [...]
- Προδημοσίευση από το βιβλίο Τέρρυ Ήγκλετον, Για τη ζωή, την ποίηση, την πολιτική, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Το πέρασμα».
Η ΑΥΓΗ: 25/10/2009
Sunday, October 25, 2009
Ο Τέρρυ Ήγκλετον για τον Έντουαρντ Σαΐντ και τους διανοούμενους
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment