Saturday, October 31, 2009

Στην τελευταία κατοικία της οδηγήθηκε η Έλλη Παππά

  • Η Ελλη Παππά αναπαύεται στο πλευρό του Νίκου Μπελογιάννη στο Τρίτο Νεκροταφείο της Νίκαιας.

Η Ελλη Παππά αναπαύεται πια στο πλευρό του συντρόφου της Νίκου Μπελογιάννη. Η πολιτική κηδεία της γενναίας αγωνίστριας της Αριστεράς, που άφησε την τελευταία της πνοή την Τρίτη, ήταν και η πρώτη ουσιαστικά κηδεία του Νίκου Μπελογιάννη, που εκτελέστηκε το Μάρτιο του 1952.

Εκατοντάδες άνθρωποι, με ένα γαρίφαλο στο χέρι, την συνόδευσαν στην τελευταία της κατοικία. Παρόντες ο Νίκος Μπελογιάννης, γιος της Ελλης Παππά και του Νίκου Μπελογιάννη, ο Δημήτρης Πλουμπίδης, γιος του επίσης εκτελεσμένου Νίκου Πλουμπίδη και η Ελένη Μπάτση, κόρη του εκτελεσμένου Δημήτρη Μπάτση.

Ηταν εκεί εκπρόσωποι από όλες τις γενιές και τις τάσεις της Αριστεράς, αλλά και πολύς κόσμος από άλλους πολιτικούς χώρους, που ήρθε στο νεκροταφείο της Κοκκινιάς για να αποδώσει τιμή, όχι μόνο στην Ελλη Παππά, αλλά και στον αξέχαστο Νίκο Μπελογιάννη. Μέλη κομμάτων αλλά και ανένταχτοι, παλιοί αντάρτες αλλά και νέα παιδιά, ένας ολόκληρος κόσμος που άκουσε με κατάνυξη και έκδηλη συγκίνηση τους ομιλητές.

Ο Αγγελος Δεληβοριάς, Διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη αποχαιρέτησε την Ελλη Παππά τονίζοντας ότι «της χρωστάμε κάτι παραπάνω από την ανάγνωση του Πλάτωνα, του Λένιν, του Χέγκελ και του Μαρξ. Της χρωστάμε το δίδαγμα του πώς κρατιέται κανείς ορθός χωρίς να παραπαίει ή να παραιτείται, πώς περισώζει την αξιοπρέπειά του και πώς λαξεύει την αυτοσυνειδησία του, παρά τα συνεχή κυνηγητά και τις ανηλεείς διώξεις, τα στρατοδικεία, τις φυλακές και τις εξορίες, τις επώδυνες διαψεύσεις των ελπίδων και τις χρεωκοπίες των ιδεολογιών στις οποίες είχε επενδύσει τα ιδανικά του. Πώς προστατεύει την πίστη του στο βαθύτερο νόημα του ανθρωπισμού, προφυλάσσοντας ταυτόχρονα τον ορθολογισμό του από τις μαγγανείες των μεταφυσικών παρεκκλίσεων και τις θεωρητικές προκλήσεις των πραγματιστών του θετικισμού».

Ο ψυχίατρος Δημήτρης Πλουμπίδης αναφέρθηκε στην Ελλη Παππά, στενή συνεργάτιδα του πατέρα του, στα «χρόνια της βαθιάς παρανομίας, τονίζοντας ότι έμαθε «πάρα πολλά πράγματα γι΄αυτόν από την Ελλη Παππά. Αλλά και λίγο αργότερα, όταν ήταν συγκρατούμενη της μητέρας του, Ιουλίας Πλουμπίδου-Παπαχρίστου, μοιράστηκαν βαρύτατα φορτία, όχι χωρίς δυσκολίες και εντάσεις, με αποκορύφωμα την κατηγορία ενάντια στον Νίκο Πλουμπίδη σαν χαφιέ, τη δίκη και την εκτέλεσή του».

Ο Δ. Πλουμπίδης αναφέρθηκε για πρώτη φορά στο γεγονός ότι «ο Νίκος Μπελογιάννης, μετά την εκτέλεσή του «παραχώθηκε» για τρία χρόνια στο Τρίτο Νεκροταφείο και μετά τα οστά του φυλάχθηκαν στο οστεοφυλάκιο. Το 1956 αγοράστηκε ο τάφος από τη μητέρα του Βασιλική και τάφηκε διακριτικά. Σήμερα τον θάβουμε επίσημα»...

Αναφερόμενος στη θεωρητική προσφορά της Ελλης Παππά, ο Δ. Πλουμπίδης τόνισε ότι «κεντρική θέση είχε η ανάλυσή της για όσα έγιναν από τη δεκαετία του ΄30 και μετά στην Ελλάδα, με στόχο την κοινωνική αλλαγή και την πορεία προς τον κομμουνισμό. Μία από τις τελευταίες της φράσεις ήταν «γράψτε γι΄αυτά..., για τους νέους, γιατί αλλιώς θα είναι σαν να μην έχουν γίνει».

Ο Δημήτρης Πλουμπίδης έκλεισε το συγκλονιστικό αποχαιρετισμό του με τη φράση :"Η Ελλη, πάντοτε παθιασμένη, δεν είχε κανένα πρόβλημα να είναι δηκτική και εριστική, για να υπερασπίσει ό,τι θεωρούσε σωστό. Το πλήρωσε ακριβά. Εισέπραξε όμως και ευρύτατη τιμή και σεβασμό γι΄αυτό που υπήρξε, δηλαδή μια μαχήτρια ασυμβίβαστη για ό,τι άγγιζε τις αρχές και την αξιοπρέπειά της. Ελλη, έχεις σφραγίσει τη ζωή μου και τις ζωές πολλών άλλων».

Ο πανεπιστημιακός Ηλίας Νικολακόπουλος αναφέρθηκε στον τρόπο με τον οποίο περιγράφει την Ελλη Παππά στο βιβλίο του ο Κούλης Ζαμπαθάς, ένας άνθρωπος που έκρυψε σπίτι του, στα δύσκολα χρόνια, τόσο τον Πλουμπίδη όσο και τον Μπελογιάννη. Επίσης αναφέρθηκε στο γράμμα της Ελλης Παππά μετά την εκτέλεση του Νίκου Μπελογιάννη και καταλήγοντας τόνισε:

«Καλό ταξίδι, Ελλη. Μετά από 57 χρόνια πηγαίνεις να συναντήσεις αυτόν με τον οποίο διασταυρωθήκατε ελεύθεροι, στους λίγους μήνες της κοινής σας παρανομίας και τον ερωτεύτηκες για όλη σου τη ζωή. Αυτόν που, αφού πολέμησε και τραυματίστηκε στο Γράμμο, αποχώρησε από τους τελευταίους, ένα μήνα μετά την ήττα, γιατί έπρεπε προηγουμένως να περισυλλέξουν, μαζί με τον Χαρίλαο Φλωράκη, τους αποκομμένους αντάρτες του Δημοκρατικού Στρατού. Και λίγους μήνες αργότερα, ξαναγύρισε στην Ελλάδα για να θυσιαστεί προκειμένου να ειρηνεύσει αυτός ο τόπος. Ας είναι ελαφρύ το χώμα που σας αγκαλιάζει και τους δύο».

Χαιρετισμούς απηύθυναν επίσης ο Μανώλης Σεργιεντάκης, γεωπόνος, εκφράζοντας και όλα τα μέλη της ιστορικής «ομάδας της Κοκκινιάς» και εκ μέρους του ΔΣ της ΕΣΗΕΑ η Φανή Πετραλιά.

Ο πρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας αναφέρθηκε σε μία από τις τελευταίες συνεντεύξεις της Ελλης Παππά στην οποία εκείνη τόνιζε: «Εγώ το μόνο στο οποίο προσβλέπω, εκεί όπου μπορώ να δω μία ελπίδα, είναι η νέα γενιά. Βιάζεσαι, μου λένε μερικοί, αλλά το πιστεύω, ακούγοντας τα ίδια τα νέα παιδιά που έρχονται εδώ, χωρίς να τα ξέρω, για να μιλήσουν μαζί μου. Και διαπιστώνω ότι αρνούνται αυτόν τον κόσμο, δεν τον θέλουν. Αυτό είναι το μόνο που με γαληνεύει στην Ελλάδα σήμερα». «Η ελπίδα σου θα παραμείνει ζωντανή», τόνισε ο Α. Τσίπρας.

Οι συγκεντρωμένοι συνόδευσαν το φέρετρο της Ελλης Παππά και την οστεοθήκη με τα οστά του Νίκου Μπελογιάννη, μέχρι τον κοινό τάφο τους. Εκεί ο χώρος πλημμύρισε από κόκκινα γαρίφαλα, ενώ άρχισε να ψιλοβρέχει. Ο κόσμος παρέμεινε επί πολλή ώρα γύρω από τον τάφο, χωρίς να αποχωρεί. Τότε ακούστηκαν αρκετά αντάρτικα τραγούδια και στο τέλος ο ύμνος της Τρίτης Διεθνούς και ο εθνικός ύμνος.

www.kathimerini.gr με πληροφορίες από ΑΠΕ - ΜΠΕ

Κατασκευή δημόσιας βιβλιοθήκης στην Καρδίτσα


  • Παραχώρηση οικοπέδου για δημιουργία δημόσιας κεντρικής βιβλιοθήκης στην Καρδίτσα.

Τη χρήση οικοπέδου 6 στρεμμάτων για την ανέγερση της Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης ενέκρινε ομόφωνα το Δημοτικό Συμβούλιο Καρδίτσας.

Η παραπάνω έγκριση απαιτεί προϋπόθεση για να δημοπρατηθεί από το Υπουργείο Παιδείας, Δια βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων το έργο «Μελέτη ανέγερσης νέου κτιρίου για τη στέγαση της Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης Καρδίτσας».

Όπως προβλέπεται από το κτιριολογικό πρόγραμμα το μέγεθος των εγκαταστάσεων της Βιβλιοθήκης Καρδίτσας προγραμματίζεται να ανέλθει στα 1.880, 25 τ. μ. εκ των οποίων τα 598 τ. μ. για βοηθητικούς χώρους. Το νέο κτίριο προβλέπεται να ενσωματώνει τις σύγχρονες διεθνείς πρακτικές οργάνωσης κτηρίων Βιβλιοθηκών, να εξασφαλίζει τη χρήση της πλέον σύγχρονης πληροφορικής τεχνολογίας, να διαθέτει χώρους στέγασης των διοικητικών δομών και λειτουργιών που προβλέπει το κτιριολογικό πρόγραμμα και να έχει προοπτικές προσαρμογής τους στις εξελίξεις της τεχνολογίας και τις πρακτικές διοίκησης.

www.kathimerini.gr με πληροφορίες από ΑΠΕ - ΜΠΕ

Επιστημονικό συνέδριο του ΚΚΕ προς τιμήν του Γιάννη Ρίτσου



Το ΚΚΕ, το κόμμα που με τους πρωτοπόρους αγώνες και τα ιδανικά του έβαλε βαθιά μέσ' στην καρδιά του από τη νιότη του μέχρι την ύστατη πνοή του ο Γιάννης Ρίτσος, για να τιμήσει όπως αρμόζει στο μέγεθος του ανθρώπου, του κομμουνιστή, του αγωνιστή, του Ποιητή της Ρωμιοσύνης την 100ή επέτειο από τη γέννησή του, πήρε μια σοβαρή πρωτοβουλία. Αποφάσισε να διοργανώσει ένα διήμερο επιστημονικό συνέδριο, με τίτλο «Γιάννης Ρίτσος, πάντα "παρών στο κάλεσμα της εποχής"» .

Το συνέδριο θα διεξαχθεί στην Αίθουσα Συνεδρίων του ΚΚΕ, το Σαββατο 21/11/2009 (10.00. - 20.00) και την Κυριακή 22/11/2009 (10.00 - 15.00). Ανοιχτό για το κοινό, το συνέδριο αποσκοπεί στο να προβάλλει ό,τι εφ' όρου ζωής, συνειδητά και αμετάκλητα επέλεξε να είναι ο Γιάννης Ρίτσος: Ανθρωπος, αγωνιστής και δημιουργός στρατευμένος σε ένα μεγάλο σκοπό: Την εξύψωση, την κοινωνική συνειδητοποίηση και απελευθέρωση του ανθρώπου και την υπεράσπιση, με τη ζωή, τη δράση του και το έργο του των αγώνων του λαού μας που υπηρετούσαν αυτόν τον υψηλόφρονα, «ιερό» στόχο. Με το θεματολογικό πλούτο των εργασιών επιδιώκεται να καταδειχθεί η πολυμορφία, η διαχρονικότητα, επικαιρότητα και οικουμενικότητα της τεράστιας - σε αξία και όγκο - δημιουργίας του Ρίτσου. Οι εργασίες του συνεδρίου θα περιλάβουν εισηγήσεις πανεπιστημιακών, άλλων επιστημόνων και συγγραφέων, καλλιτεχνών και στελεχών του Κόμματος. Ιδιαιτέρως αξίζει να σημειωθεί ότι εισηγήσεις θα κάνουν και τρεις αντιπρόσωποι ξένων κομμουνιστικών κομμάτων. Μετά από κάθε συνεδρία θα κατατεθούν μαρτυρίες συναγωνιστών του και θα γίνουν παρεμβάσεις από το ακροατήριο.

Το συνέδριο θα ολοκληρωθεί με προβολή, για πρώτη φορά, ενός ντοκιμαντέρ με τίτλο «Τέτοια η ζωή και η ποίηση, ένα και τα δύο». Το ντοκιμαντέρ παρήγαγε το Πολιτιστικό Τμήμα της ΚΕ του ΚΚΕ, ειδικά γι' αυτό το συνέδριο τιμής και μνήμης του αλησμόνητου συντρόφου μας, συντρόφου ποιητή των παλιών, σημερινών και μελλούμενων αγώνων του λαού μας και όλων των λαών Γιάννη Ρίτσου.

  • Το πρόγραμμα του συνεδρίου

Στο συνέδριο θα χαιρετίσουν η Αλέκα Παπαρήγα, ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ και ο Γιάννης Πρωτούλης, Γραμματέας του ΚΣ της ΚΝΕ, καθώς και η Ερη Ρίτσου, κόρη του ποιητή

Εισηγητικό άνοιγμα των εργασιών του Συνεδρίου θα κάνει η Ε. Μηλιαρονικολάκη, υπεύθυνη του Πολιτιστικού Τμήματος και μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ.

Το συνέδριο χωρίζεται σε ενότητες :

Ενότητα 1η
Γιάννης Ρίτσος: Πρωτοπόρα δράση - πρωτοπόρα τέχνη

Eισηγητές:

Χρίστος Αλεξίου, καθηγητής του Πανεπιστημίου του Μπέρμινχαμ και διευθυντής του θεωρητικού περιοδικού «Θέματα Λογοτεχνίας»: «Ποίηση βιωματική, ποίηση πράξεων και πρακτικής».

Ερατοσθένης Καψωμένος, καθηγητής Νέας Ελληνικής Φιλολογίας και Θεωρίας της Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων: «Ο ρόλος του Ρίτσου στη διαμόρφωση του ελληνικού πολιτισμού».

Τηλέμαχος Λουγγής, πρόεδρος του Κέντρου Μαρξιστικών Ερευνών: «Ο Ρίτσος και η ιστορία».

Γεωργία Λαδογιάννη, επίκουρος καθηγήτρια Νεοελληνικής Λογοτεχνίας και Δραματουργίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων: «Ποίηση Γ. Ρίτσου, από την ιστορική στην ποιητική ύλη».

Σπύρος Τουλιάτος, εκπαιδευτικός, οργανωτικός γραμματέας της Πανελλήνιας Ενωσης Φιλολόγων: «Ποιητική μαρτυρία και ιστορία στο έργο του Ρίτσου».

Μαρία Πεσκετζή, σχολική σύμβουλος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης: «Η στράτευση της τέχνης και το πρόβλημα της διδασκαλίας της ποίησης του Γιάννη Ρίτσου».

Ρίτα Νικολαΐδου, διευθύντρια της τρίμηνης επιθεώρησης «Θέματα Παιδείας»: «Αρκεί να σπάσουμε την πολιορκία της στιγμής...».

Ενότητα 2η
Σοσιαλιστικός ανθρωπισμός και προλεταριακός διεθνισμός

Eισηγητές:

Μιχάλης Μερακλής, καθηγητής Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και Αθηνών: «Δάσκαλος της ολοκληρωμένης ζωής».

Κώστας Καζάκος, ηθοποιός, βουλευτής του ΚΚΕ : «Ο Ρίτσος, ο άνθρωπος, ο ποιητής».

Ζωή Βαλάση, συγγραφέας και διδάκτορας φιλολογίας του Πανεπιστημίου της Σορβόνης: «Ο Γ. Ρίτσος και το παιδί».

Ανεκε Ιωαννάτου: μεταφράστρια και διδάκτορας κλασσικής φιλολογίας του Πανεπιστημίου της Ουτρέχτης: «Γ. Ρίτσος, ο ποιητής του κόσμου».

Γιώργος Κεντρωτής, καθηγητής Θεωρίας της Μετάφρασης του Ιόνιου πανεπιστήμιου: «Ο Γιάννης Ρίτσος συναντά τον Πωλ Ελυάρ».

Αντυ Κροφτ, ποιητής και συγγραφέας, υπεύθυνος της πολιτιστικής στήλης της «Μόρνινγκ Σταρ» (ΚΚΜ Βρετανίας).

Ισα Πάαπε, μέλος της ΚΕ του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας και μέλος του Πολιτιστικού Τμήματος της ΚΕ.

Αγκουστίν Μιράγιες, καθηγητής του πανεπιστημίου Γκραν Κανάρια (Κομμουνιστικό Kόμμα των Λαών της Ισπανίας).

Ενότητα 3η
Γ. Ρίτσος: μια πολύπλευρη προσωπικότητα

Eισηγητές:

Γιώργος Χουρμουζιάδης, καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης: «Ρίτσος ο Οικουμενικός»

Ρούλα Κακλαμανάκη, συγγραφέας: «Ο Γιάννης Ρίτσος χτες, σήμερα, αύριο».

Δημήτρης Πατίλας, διδάκτορας φιλολογίας και εκπαιδευτικός του Πειραματικού Λυκείου Μυτιλήνης: «Γ. Ρίτσος - Τίποτα ξένο για την ποίηση».

Αριστούλα Ελληνούδη, δημοσιογράφος του «Ριζοσπάστη»: «Το θεατρικό έργο του Ρίτσου».

Σπύρος Σαμοΐλης, μουσικοσυνθέτης: «Το μελοποιημένο έργο του Γ. Ρίτσου».

Γιάννης Σκαρπερός, μέλος του Πολιτιστικού Τμήματος της ΚΕ του ΚΚΕ: «Ο εικαστικός Γ. Ρίτσος».

Στο τέλος του συνεδρίου θα προβληθεί το ντοκιμαντέρ: «Τέτοια η ζωή κ' η ποίηση, ένα και τα δύο», παραγωγή του Πολιτιστικού Τμήματος της Κεντρικής Επιτροπής.

  • Ριζοσπάστης, 01/11/2009


Η ΕΡΤ ζητεί επανόρθωση για συνέντευξη συγγραφέα

  • ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΡΗ ΣΚΙΑΔΟΠΟΥΛΟ

Ακόμη και σε κατάσταση «απόλυτης ακινησίας», ορισμένοι στην ΕΡΤ καταφέρνουν να κάνουν το «θαύμα» τους. Επιχειρούν να ...υποχρεώσουν δημοσιογράφο να μεταδώσει εκπομπή επανόρθωσης, γιατί κάποιοι έχουν άλλη άποψη για όσα ανέφερε συγγραφέας σε συνέντευξή του για το μυθιστόρημά του.

Εκπομπή επανόρθωσης ζητεί η Γενική Διεύθυνση της ΕΡΤ, να κάνει ο Αρης Σκιαδόπουλος (πάνω) για συνέντευξη που έκανε στους «Δρόμους» του (ΕΤ-1) με τον συγγραφέα Βασίλη Γκουρογιάννη (κάτω)

Εκπομπή επανόρθωσης ζητεί η Γενική Διεύθυνση της ΕΡΤ, να κάνει ο Αρης Σκιαδόπουλος (πάνω) για συνέντευξη που έκανε στους «Δρόμους» του (ΕΤ-1) με τον συγγραφέα Βασίλη Γκουρογιάννη (κάτω)

Η Γενική Διεύθυνση τηλεόρασης της ΕΡΤ ζητεί από τον Αρη Σκιαδόπουλο να δημιουργήσει εκπομπή, όπου θα συμμετάσχουν, υποτίθεται, εκπρόσωποι όσων θεώρησαν αναληθή και προσβλητικά τα όσα είπε σε συνέντευξή του ο συγγραφέρας και δικηγόρος Βασίλης Γκουρογιάννης στην εκπομπή «Δρόμοι» που παρουσιάζει ο δημοσιογράφος στην ΕΤ-1 και μεταδόθηκε τον περασμένο Ιούνιο. Μόνο που με αυτόν τον τρόπο ζητούν ούτε λίγο ούτε πολύ να καταργηθεί η έννοια της συνέντευξης. Να καταργηθεί ουσιαστικά το δικαίωμα του δημοσιογράφου να επιλέγει με ποιον θα κάνει συνέντευξη. Αυτά μόνο στην ΕΡΤ θα μπορούσαν να τα σκεφτούν.

Ο Α. Σκιαδόπουλος παρουσίασε το καλοκαίρι στους «Δρόμους» του ένα πορτρέτο του συγγραφέα Βασίλη Γκουρογιάννη, ο οποίος μίλησε και για το τελευταίο του μυθιστόρημά «Κόκκινο στην Πράσινη Γραμμή» και αναφέρθηκε σε γεγονότα κατά την εισβολή και κατοχή από τα τουρκικά στρατεύματα στην Κύπρο. Οι σύλλογοι «Βετεράνοι Κύπρου 1974», «Πανελλήνιος Σύνδεσμος Αγωνιστών Κύπρου 1974» κ.ά. θεώρησαν ότι ειπώθηκαν αναλήθειες από τον συγγραφέα και κατέφυγαν με επιστολή τους για επανόρθωση στην ΕΡΤ και αργότερα με εξώδικο στο Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης. Η ανεξάρτητη Αρχή με τη συνηθισμένη διαδικασία περί επανανορθώσεων κοινοποίησε την εξώδικο στην ΕΡΤ, ζητώντας να μάθει αν το θέμα πέρασε από την αρμόδια επιτροπή του σταθμού και σε καταφατική περίπτωση να αποσταλεί αντίγραφο της απόφασης στο συμβούλιο.

Στην ΕΡΤ στηριζόμενοι σε αυτό το έγγραφο αντί να απαντήσουν ότι επρόκειτο για μία συνέντευξη που επέλεξε ο δημοσιογράφος όπως έχει κάθε δικαίωμα, θεώρησαν ότι το ΕΣΡ τους ζητεί να προχωρήσουν σε επανόρθωση κι έτσι με έγγραφό τους ζήτησαν από τον Αρη Σκιαδόπουλο να υπάρξει εκπομπή με τη συμμετοχή εκπροσώπων όσων διαμαρτυρήθηκαν. Καμία τέτοια υποχρέωση όμως δεν προκύπτει από το έγγραφο του ΕΣΡ και δεν θα μπορούσε, καθώς θα ήταν ανεπίτρεπτη παρέμβαση σε δημοσιογραφική εργασία. Μέλη του συμβουλίου, μάλιστα, εξηγούν ότι θα αρκούσε η απάντηση ότι επρόκειτο για συνέντευξη που επέλεξε το κανάλι και ο δημοσιογράφος. Πόσω μάλλον όταν ο συγγραφέας έκανε αναφορές στο μυθιστόρημά του όπου βέβαια έχει συλλέξει και μαρτυρίες ανθρώπων που βρίσκονταν κατά την εισβολή στην Κύπρο, αλλά όπως είναι φυσικό υπάρχει και μυθοπλασία.

Ο ίδιος ο συγγραφέας, μάλιστα, μιλώντας στην εκπομπή έκανε αναφορά στον Παπαδιαμάντη, τονίζοντας στη συνέντευξή του ότι «μέσα από ένα μυθιστόρημα η αλήθεια μπορεί να γίνει ψέμα και το ψέμα αλήθεια». Εκτός κι αν κάποιοι θέλουν να «ανακαλύψουν» εκ νέου τους κανόνες της μυθοπλασίας και της δημοσιογραφίας. Δεν φτάνει δηλαδή η βιομηχανία αγωγών που έχει ξεσπάσει λόγω του «τυποκτόνου νόμου», σε λίγο θα μας υποδεικνύουν και με ποιούς θα κάνουμε συνέντευξη...

  • ΣΩΤ.ΜΑΝΙΑΤΗΣ,

Η «επανένωση» 2 συγγραφέων

  • Απο τον Δημήτρη Δουλγεριδη, φωτογραφίες: Κανέλλα Τραγούστη, Ταχυδρόμος

  • TA NEA: Παρασκευή 30 Οκτωβρίου 2009, Τελευταία ενημέρωση: 31/10/2009 09:17, Web-Only

Ο Ζβεν Ρεγκένερ γεννήθηκε στη Δυτική Γερμανία και ο Ίνγκο Σούλτσε στην πρώην Ανατολική. Έζησαν την Πτώση και τοποθέτησαν τους ήρωες των βιβλίων τους σε διαφορετικά «στρατόπεδα». Είκοσι χρόνια μετά, ανακαλούν το παρελθόν και στοιχηματίζουν για το μέλλον της πόλης τους.

Ζβεν Ρεγκένερ

Στο πιο γνωστό βιβλίο του, ο κεντρικός ήρωας πίνει μπίρες την ώρα που άλλοι κλέβουν πέτρες απ’ το Τείχος. Σε μια μπιραρία, άλλωστε, άκουσε και ο ίδιοςτην είδηση που άλλαξε την ιστορία της χώρας του. Είκοσι χρόνια μετά, αναρωτιέται «γιατί τόση υστερία με το Βερολίνο».

Η«Λαμπάντα» είναι το σάουντρακ της δικής μου 9ης Νοεμβρίου.

Την ώρα που έπεφτε το Τείχος, εγώ και η παρέα μου τα πίναμε στο μπαρ «Madonna», δίπλα σ’ ένα από τα σημεία ελέγχου (check points).

Εκεί μας βρήκε η είδηση, οπότε βγήκαμε για λίγο έξω, στην οδό Χάινριχ Χάινε. Τότε πρωτοείδα τους ξέφρενους πανηγυρισμούς Δυτικών και Ανατολικών. Αργότερα, όμως, ξαναμπήκαμε σε μια μπιραρία και χτυπιόμασταν μέχρι τελικής πτώσεως με τη «Λαμπάντα» που έπαιζε στο τζουκ μποξ.

Τώρα που το σκέφτομαι, ήταν ένα από τα χειρότερα τραγούδια που έχω ακούσει ποτέ. Κι όμως... Ένα κομμάτι αυτών των εμπειριών κουβαλάνε μαζί τους και οι ήρωες στο «Μπλουζ του Βερολίνου», που επίσης βρίσκονται σε ένα μπαρ εκείνο το βράδυ.

Μια «αόρατη πόλη»: αυτό ήταν το Ανατολικό Βερολίνο για χρόνια.

Στην πραγματικότητα κανείς δεν ήξερε τίποτα για τους «γείτονες». Μόνο το 1987, σε ηλικία 39 ετών, πήρα μια πρώτη ιδέα για τη διπλανή χώρα.

Τότε το συγκρότημά μου κι εγώ, οι Element of Crime, δώσαμε δύο ημι-παράνομες συναυλίες στη Zionskirche (Εκκλησία της Σιών) μαζί με αντιφρονούντες καλλιτέχνες της ανατολικής underground σκηνής. Η ιδέα ήταν του Σίλβιο Μέιερ, εμβληματικής μορφής εκείνη την εποχή στο Ανατολικό Βερολίνο.

Στην πρώτη συναυλία είχαν έρθει πολύ λίγοι, αλλά στη δεύτερη η εκκλησία ήταν γεμάτη. Απέξω ακούγαμε πολύ θόρυβο και κραυγές, νομίζοντας πως είναι η αστυνομία. Ήταν, όμως, περίπου 300 νεοναζί απ’ το Ανατολικό Βερολίνο που διαδήλωναν εναντίον μας.

Η εντύπωση που είχα απ’ την πόλη –όσο την έζησα– ήταν οι άθλιες συνθήκες ζωής, τόσο διαφορετικές από εκείνες του δυτικού τομέα. Και μια ατμόσφαρια ασφυκτικού ελέγχου ακόμη και στην παραμικρή κίνηση στο δημόσιο χώρο.

Αυτά ήταν βέβαια πράγματα που τα ακούγαμε.Ήταν η πρώτη φορά, όμως, που έβλεπα μπροστά μου τη δικτατορία που επικρατούσε μερικά χιλιόμετρα μακριά απ’ το σπίτι μου...

Φτηνό μεθύσι και ενοίκιο με 20 μάρκα.

Αυτή ήταν η ατμόσφαιρα στο Δυτικό Βερολίνο το 1982, όταν έφτασα κι εγώ απ’ το Αμβούργο. Μια ωραία εποχή, ειδικά αν ήσουν νέος. Πολλά πάρτι σε διαμερίσματα, ροκ μουσική και αβανγκάρντ στο δρόμο.

Το πιο συνηθισμένο θέαμα ήταν οι πλανόδιοι τρομπετίστες. Όλοι μπορούσαν να παίξουν με όλους, γεγονός που το δοκίμασα από πρώτο χέρι. Έβλεπες έναν άγνωστο μουσικό για πρώτη φορά και κολλούσες δίπλα του. Άσε που μπορούσες να μεθύσεις με ελάχιστα μάρκα.

Τότε δούλευαν πολλοί νέοι στα μπαρ και δεν το ’χαν σε τίποτε να κεράσουν μία ή δύο μπίρες στους νεοφερμένους, όπως εγώ που είχα ήδη αφήσει πίσω μου τη Βρέμη και το Αμβούργο.

Δεν ήταν καθόλου μικρές πόλεις αυτές –το Αμβούργο είχε 1,8 εκατομμύρια κατοίκους–, αλλά για εμένα μητρόπολη τότε σήμαινε υπόγειος σιδηρόδρομος. Η μεγάλη μου απογοήτευση τελικά ήταν ότι το Δυτικό Βερολίνο δεν είχε καθόλου τραμ. Ευτυχώς είχε ακόμη το Ανατολικό.

Δεν είμαστε ούτε Λονδίνο ούτε Παρίσι.

Το Λονδίνο είναι όντως το κέντρο της Αγγλίας. Εκεί είναι συγκεντρωμένα όλα τα media, οι τράπεζες, οι τηλεοπτικοί σταθμοί. Το ίδιο σημαίνει και το Παρίσι για τη Γαλλία, που έχει μια «συγκεντρωτική» κουλτούρα, ή η Αθήνα για την Ελλάδα.

Αντίθετα, η κουλτούρα της Γερμανίας είναι «αποκεντρωτική». Το Βερολίνο είναι μια μεγάλη πόλη, αλλά εκεί ζει μόνο το 5% του συνολικού πληθυσμού. Κέντρο των τραπεζών είναι η Φρανκφούρτη, του Τύπου το Αμβούργο, της τηλεόρασης η Κολονία, των εκδοτικών οίκων το Μόναχο.

Από τις 30 μεγαλύτερες επιχειρήσεις της Γερμανίας, εξάλλου, καμία δεν έχει την έδρα της στο Βερολίνο. Το αντίθετο συμβαίνει, ωστόσο, με την τέχνη και τους νεαρούς καλλιτέχνες, που έχουν να κερδίσουν από το χαμηλό κόστος ζωής. «Poor, but sexy», όπως λέει και ο δήμαρχος της πόλης, ο Βόβεραϊτ.

Έχω βαρεθεί τις θεωρίες για το Βερολίνο.

Oύτε καν θυμάμαι την τελευταία προφητεία που έχει ξεστομίσει κάποιος για «το σπουδαίο μέλλον ή την πρωτοπορία αυτής της πόλης». Έχω βαρεθεί, επίσης, τους ειδικούς γύρω από την πόλη.

Να σας πω την αλήθεια, συνήθως απορρίπτω τις προσκλήσεις των Γερμανών δημοσιογράφων που θέλουν ντε και καλά να με παρουσιάσουν σαν εξπέρ.

Γι’ αυτό γουστάρω τους ίδιους τους Βερολινέζους που κάθονται και ακούν όλη αυτή την υστερία για την πόλη τους –«πόσο κοντά είναι στο Λονδίνο, πόσο μοιάζει με το παλιό Παρίσι»–, αλλά στο τέλος πίνουν μια μπίρα ακόμη στην υγειά τους.

Είναι πολύ cool οι Γερμανοί μετά την επανένωση.

Και ευτυχώς. Είναι κάτι που το γουστάρω. Δεν ψάχνουν την «ταυτότητά» τους ούτε ενός νέου τύπου «γερμανικότητα», την οποία πρέπει να προβάλουμε στους υπόλοιπους Ευρωπαίους.

Ευτυχώς, ούτε στη λογοτεχνία διακρίνω μια τέτοια τάση. Αυτό που θέλουν όλοι είναι να προκύψει ό,τι καλύτερο μετά την επανένωση.

INFO
Γεννήθηκε στη Βρέμη το 1961. Το 1985 ίδρυσε το συγκρότημα Element of Crime και πριν από 8 χρόνια έγραψε το πρώτο του μυθιστόρημα που εκτυλίσσεται στο Βερολίνο λίγο πριν από την Πτώση του Τείχους. Στα ελληνικά κυκλοφορεί ως «Το μπλουζ του Βερολίνου» από τις Εκδόσεις «Άγρα».

Ίνγκο Σούλτσε

Γεννήθηκε στη Δρέσδη του «υπαρκτού» το 1962. Από το 1993 ζει στο Βερολίνο και θεωρείται ένας από τους καλύτερους συγγραφείς της γενιάς του. Στα βιβλία του το 1989 είναι το ιστορικό φόντο για τις καθημερινές ιστορίες Ανατολικογερμανών που κοιμούνται στην «πατρίδα» τους και ξυπνάνε σε μια νέα χώρα.

Ημουν στο κρεβάτι, όταν ξεκίνησε η Πτώση του Τείχους.

Μέχρι να σηκωθώ ήταν παρελθόν. Η πρώτη μου σκέψη ήταν –πώς να το πω;–λιγάκι υστερόβουλη. «Τώρα θα δραπετεύσουν όλοι στη Δύση και κανείς δεν θα έρθει στη διαδήλωση», την οποία είχαμε προετοιμάσει για τις 12 Νοεμβρίου.

Εδώ πρέπει να πω ότι για μένα ακόμη σημαντικότερη μέρα ήταν η 9η Oκτωβρίου. Τότε πολλοί Ανατολικογερμανοί πήραμε μια ιστορική απόφαση στη Λειψία. Μια ειρηνική επανάσταση στους δρόμους υπέρ ενός καλύτερου σοσιαλισμού.

Είχαμε αγωνία αν η κατάσταση θα κατέληγε σε μια κινεζικού τύπου λύση. Κατεβήκαμε επτά χιλιάδες διαδηλωτές και μπροστά σ’ αυτό το μέτωπο της σιωπηλής εξέγερσης το κράτος έκανε πίσω. Χωρίς την 9η Oκτωβρίου στη Λειψία δεν θα φτάναμε στην 9η Νοεμβρίου του Βερολίνου.

«Η παραδεισένια Δύση».

Αυτό έλεγαν αρκετές φορές μεταξύ τους ο παππούς και η γιαγιά μου στο πατρικό σπίτι.

Όσα άκουγα στις διηγήσεις τους έμοιαζαν βγαλμένα από παραμύθι: κυλιόμενες σκάλες, αυτοκινητάκια της Matchbox, τουβλάκια Lego, παιδικές σοκολάτες, βενζινάδικα που δεν κλείνουν ποτέ, γρήγορα αυτοκίνητα, μεγάλοι δρόμοι χωρίς λακκούβες, ταξίδια στην Ιταλία, τη Γαλλία και την Ελλάδα.

Από την άλλη, αυτά που μαθαίναμε στο σχολείο για τη Δυτική Γερμανία ήταν ότι είχε μεγάλη ανεργία, διακρίσεις στην εργασία, σκάνδαλα, νεοναζί και αδίστακτους επιχειρηματίες.

Πρέπει να μιλάμε για συγχώνευση και όχι για ένωση των δύο Γερμανιών.

Και αυτό με έναν τρόπο σημαίνει και «προσχώρηση» των προβλημάτων από την Ανατολική στη Δυτική Γερμανία.

Γι’ αυτό ένα από τα καλύτερα βιβλία που έχω διαβάσει σχετικά μ’ εκείνη την περίοδο είναι οι «Μηχανικοί» (1996) του Φόλκερ Μπράουν. Σε αυτό περιγράφει πώς κάποιοι προνομιούχοι εργάτες χάνουν τη δουλειά τους, παρόλο που βελτιώνεται το βιοτικό τους επίπεδο. Ξαφνικά η αγορά εργασίας τούς ξεβράζει. Τους περιθωριοποιεί.

Το Βερολίνο μοιάζει με ένα τεράστιο «πειραματικό» εργαστήριο.

Τραβάει κοντά του πολλούς νέους, οι οποίοι μεταφέρουν επιρροές απ’ τον υπόλοιπο κόσμο και θέλουν να δημιουργήσουν κάτι δικό τους.

Για να είμαι ειλικρινής, νομίζω ότι σ’ αυτή την τάση παίζουν ρόλο το φτηνό ενοίκιο και οι ελεύθεροι χώροι προς εκμετάλλευση. Πέρα απ’ όλα αυτά, πάντως, αγαπώ την πόλη λόγω των τριών κτιρίων όπερας, των τριών λογοτεχνικών οίκων και των πολλών κινηματογράφων.

Δεν γνώριζα κανέναν Βερολινέζο όταν έφτασα εκεί, στα τέλη Νοεμβρίου του 1989.

Όλοι έρχονταν από άλλες πόλεις της Γερμανίας και αυτό ήταν μια ανακούφιση. Δεν υπήρχε ένας κλειστός κύκλος ανθρώπων που έπρεπε να μάθεις τα χούγια τους, αλλά άγνωστοι –άρα ίσοι– μεταξύ αγνώστων.

Τηρουμένων των αναλογιών, αυτό θύμιζε κάπως τη Νέα Υόρκη. Κατά τ’ άλλα, είναι παρακινδυνευμένο να συγκρίνεις το Βερολίνο με την αμερικανική μητρόπολη. Δεν οδηγεί πουθενά.

Έτσι κι αλλιώς, έχω από παλιά πρόβλημα με τη φράση που της κολλάνε: «Όποιος τα καταφέρει εδώ τα καταφέρνει παντού». Πολλοί που «τα έχουν καταφέρει» δεν με ενδιαφέρουν καθόλου στην καθημερινή ζωή, ενώ έχω ανάγκη πολλούς που φαινομενικά «τα έχουν θαλασσώσει» μέσα στην κοινωνία.

«Oι ζωές των άλλων» δεν μου άρεσαν ως ταινία, αλλά ως εκεί.

Εκείνο που με εξόργισε ήταν ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιήθηκαν σαν εργαλείο μιας άποψης. Το καθεστώς κρατικής ασφάλειας σαφώς και ήταν καταδικαστέο, αλλά η περιγραφή για την Ανατολική Γερμανία δεν εξαντλείται εκεί.

Υπήρχαν αρκετά θετικά στοιχεία σε εκείνο το καθεστώς, όπως η ιατρική περίθαλψη, στοιχεία που η Δύση έπρεπε να εκμεταλλευτεί όταν έπεσε το Τείχος. Υπάρχει ένα παράδειγμα που δείχνει ξεκάθαρα πώς άλλαξαν πραγματικά οι ζωές των άλλων.

Το 1988 πουλούσες ένα σπίτι και αγόραζες ένα μεταχειρισμένο αυτοκίνητο. Δύο χρόνια μετά το αυτοκίνητο είχε χάσει ήδη την αξία του και αυτό απ’ το οποίο όλοι κέρδιζαν χρήματα ήταν οι πωλήσεις ακινήτων.

Η γερμανική λογοτεχνία μετά το 1989 ανακάλυψε περισσότερα θέματα, επειδή η ίδια μας η ζωή έγινε πιο ενδιαφέρουσα, πολύπλευρη και πιο περίπλοκη. Δεν ξέρω καν εάν η Πτώση κόστισε τελικά κάτι στην κουλτούρα της Ανατολικής Γερμανίας.

Είναι σίγουρο ότι βραχυπρόθεσμα κερδίσαμε από την έλλειψη λογοκρισίας. Όταν η κουλτούρα δεν λειτουργεί υπέρ της κοινωνίας συλλογικά, τότε κερδίζει το άτομο.

Ψήφισα την Αριστερά (Die Linke) του Λαφοντέν, επειδή ήθελα να διαμαρτυρηθώ εναντίον των Σοσιαλδημοκρατών που έκοψαν κάθε γέφυρα συνεργασίας μαζί του από πριν. Αυτό με πείσμωσε – δεν κατάλαβα ποτέ την αιτία μιας τέτοιας απόφασης. Νομίζω ότι για πολλούς τέτοιους λόγους οι Χριστιανοδημοκράτες παρέμειναν στην κυβέρνηση.

INFO

Από τις Εκδόσεις Καστανιώτη κυκλοφορούν τα βιβλία του «33 στιγμές ευτυχίας» (μτφρ. Γιώτα Λαγουδάκου, 2001), «Απλές ιστορίες» (μτφρ. Αλεξάνδρα Παύλου, 2000) «Καινούριες ζωές» (2008) και «Το κινητό» (2009).

Η ξεχασμένη Ιστορία διαρκώς παρούσα

Γράφει ο Ευριπίδης Γαραντούδης, ΤΑ ΝΕΑ, 31/10/2009


ΕΝΑ, ΕΚ ΠΡΩΤΗΣ ΟΨΕΩΣ, ΠΕΡΙΤΕΧΝΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΦΑΝΙΣΜΟ ΤΩΝ ΕΒΡΑΙΩΝ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΤΟΝ ΕΜΦΥΛΙΟ ΕΞΕΛΙΣΣΕΤΑΙ ΣΕ ΜΙΑ ΠΙΚΡΗ ΚΑΙ ΣΚΛΗΡΗ ΥΠΕΝΘΥΜΙΣΗ: Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΜΙΣΟΥΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΒΙΑΣ ΕΙΝΑΙ ΠΑΝΤΟΤΕ ΑΝΑΜΕΣΑ ΜΑΣ

Η ενδιαφέρουσα ιστορία και η απροσδόκητη ανάπτυξη της πλοκής της, η οικονομία στην αφήγησή της, το προσεγμένο και με πολλές εναλλαγές ύφος, ο έλεγχος της συναισθηματικής θερμοκρασίας της γραφής ώστε μια βαθιά δραματική ιστορία να μην ολισθήσει στον μελοδραματισμό, η προσοχή στις λεπτομέρειες και η ασφαλής πραγματολογική τεκμηρίωση μιας μυθοπλασίας που βασίζεται φανερά σε ιστορικό υλικό, είναι τα χαρακτηριστικά του μυθιστορήματος Η Εβραία νύφη του Νίκου Δαββέτα που γίνονται αισθητά ήδη από τα πρώτα κεφάλαια . Τα παραπάνω χαρακτηριστικά μάλιστα αρθρώνουν με τη συλλειτουργία τους ένα τόσο σύνθετο αφηγηματικό έργο, ώστε δύσκολα μπορεί κανείς να συντάξει μια περιεκτική περίληψή του.

Η ερωτική γνωριμία ενός μεσήλικα επιτυχημένου δημοσιογράφου με τη Νίκη, μια τριανταδυάχρονη, ανύπαντρη, άτεκνη, ανορεξική και συναισθηματικά άστατη κοπέλα, τους οδηγεί, με την πρόοδο της επτάμηνης σχέσης τους, σε έναν σφοδρό έρωτα και, μέσω αυτού, στην επανασύνδεση- καταβύθισή τους στο ατομικό και συλλογικό μακρινό παρελθόν. Τα δύο εναλλασσόμενα στην αφήγηση επίκεντρα αυτού του παρελθόντος είναι οι πατέρες των δύο ερωτευμένων - πρόσωπα που διαδραμάτισαν εξίσου δραματικό ρόλο για τα παιδιά τους, τραυματίζοντας ανεπανόρθωτα την ενήλικη ζωή τους.
  • Ο συνεργάτης και ο τυχοδιώκτης
Από τη μια, ο πατέρας της Νίκης, συνεργάτης των Γερμανών στην Κατοχή, πλούτισε αρπάζοντας τις περιουσίες των Εβραίων της Θεσσαλονίκης, που οδηγήθηκαν στα στρατόπεδα εξόντωσης, και έζησε την υπόλοιπη ζωή του μέσα στην απάτη και τη χλιδή, παραμένοντας, χάρη στην ικανότητά του να προσεταιρίζεται τους κατά καιρούς ισχυρούς, διακεκριμένο μέλος της οικονομικής ολιγαρχίας της πόλης μέχρι τον θάνατό του. Από την άλλη, ο πατέρας του δημοσιογράφου, με καταγωγή από αριστερή οικογένεια, αναγκάστηκε να υπηρετήσει τη στρατιωτική θητεία του στη Μακρόνησο και να πολεμήσει στο «συμμοριτοπόλεμο» με τον Εθνικό Στρατό, για να ακολουθήσει στη συνέχεια η μεταπολεμική του κατρακύλα: τυχοδιώκτης, τζογαδόρος, αδιάφορος για την οικογένειά του και ιδίως για τον γιο του, πέθανε πρόωρα, κάτω από το αβάσταχτο βάθος των υποχρεώσεων της χρεοκοπημένης επιχείρησής του.

Εν τέλει, ο έρωτας των δύο προσώπων οδηγεί στην τραγική τους κάθαρση: καθώς το καταχωνιασμένο στο σκοτάδι οικογενειακό παρελθόν και των δύο ανασύρεται στο φως της μνήμης και της συνείδησης δεν υπάρχει δυνατότητα για επιστροφή στην απώθηση του παρελθόντος. Από τη μια, η Νίκη, έγκυος από τον αγαπημένο της, σωματικά εξαντλημένη και ψυχικά διαταραγμένη, φεύγει στη Γερμανία, στην προσπάθειά της να ανακαλύψει στα κατοχικά αρχεία τα ίχνη των εγκλημάτων του πατέρα της, και αυτοκτονεί στο Βερολίνο, μην αντέχοντας την πίεση των δικών της ενοχών για όσα έπραξε εκείνος. Από την άλλη, ο δημοσιογράφος, φαινομενικά αλώβητος, φτάνει στην έσχατη αυτεπίγνωση- συντριβή: η αγαπημένη του είναι νεκρή, η τακτοποιημένη ζωή του κενή πια, οι ανεξόφλητοι συναισθηματικοί λογαριασμοί με τους δικούς του νεκρούς ανοικτοί και, συνεπώς, τα τραύματα του παρελθόντος του ανεπούλωτα.
  • Τα τραύματα
Στο μισό σχεδόν του μυθιστορήματος (στα 9 από τα 19 κεφάλαια) ο αυτοδιηγητικός αφηγητής είναι ο δημοσιογράφος, αλλά στα υπόλοιπα 10 κεφάλαια εγκιβωτίζεται ο εκτεταμένος λόγος προς τον ήρωα - αφηγητή είτε της Νίκης είτε πολλών άλλων δευτερευόντων προσώπων (π.χ. ο Εβραίος ψυχίατρος της Νίκης, ο γερασμένος Γερμανός αθλίατρος και κρυφός εραστής της, ένας λησμονημένος συγγενής του δημοσιογράφου από τον τόπο καταγωγής του, την Ολυμπία, μια Θεσσαλονικιά Εβραία που επέζησε από το Ολοκαύτωμα) που ανασύρουν από το παρελθόν τις επίσης τραυματικές ιστορίες τους για να σημαδέψουν το παρόν των δύο κεντρικών προσώπων. Η πολυφωνικότητα λοιπόν του μυθιστορήματος, βασισμένη στον προσωπικό και πειστικό λόγο όλων αυτών των προσώπων, ουσιαστικά στηρίζει αφενός τη μείξη των ατομικών ιστοριών με το συλλογικό ιστορικό δράμα, αφετέρου τη συμπλοκή του παρελθόντος με το παρόν.
  • Ο εφησυχασμός
Αν η Εβραία νύφη (ο τίτλος προέρχεται από τον ομώνυμο τίτλο του γνωστού πίνακα του Ρέμπραντ) τρέπεται ολοένα και περισσότερο, μέσα από την αφήγηση του πρωταγωνιστή και των άλλων προσώπων- αφηγητών της, προς την καταθλιπτική θεώρηση του ιστορικού παρελθόντος και του εφησυχασμένου παρόντος μας, η πραγματικότητά μας ολόγυρα, αν την αντικρύσουμε κατάματα, επαληθεύει αυτή την καταθλιπτική θεώρηση. Με άλλα λόγια, η κύρια αρετή του μυθιστορήματος του Δαββέτα έγκειται στο γεγονός ότι αναπτύσσεται εν τέλει σε ένα βαθιά στοχαστικό σχόλιο της πολύ σκληρής αλλά αναντίρρητης αλήθειας που μεταφέρουν οι φράσεις του Gunter Grass, που ο Δαββέτας έβαλε ως μότο στο βιβλίο του: «Η Ιστορία μας είναι σαν μια βουλωμένη λεκάνη τουαλέτας. Τραβάμε και ξανατραβάμε το καζανάκι, αλλά τα σκατά πάντα επιπλέουν».

Οργανικό δέσιμο παρόντος - παρελθόντος


Ο Διάβολος ήταν στην Ελλάδα

  • Γράφει ο Γιάννης Βασαλάκης, ΤΑ ΝΕΑ, 31/10/2009


Η ΣΥΝΤΑΓΗ, ΕΠΙΤΥΧΗΜΕΝΗ. ΒΑΖΕΙ ΤΑ ΣΥΣΤΑΤΙΚΑ ΣΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ ΚΑΙ ΕΤΟΙΜΑΖΕΤΑΙ ΝΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΣΕΙ ΕΝΑ ΧΟΡΤΑΣΤΙΚΟ ΓΕΥΜΑ. ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΕΧΕΙ, ΟΜΩΣ Ο ΧΡΟΝΟΣ ΤΟΝ ΠΙΕΖΕΙ ΑΦΟΡΗΤΑ. ΚΑΤΑΛΗΓΕΙ ΝΑ ΡΙΞΕΙ ΟΠΩΣ ΟΠΩΣ ΤΑ ΥΛΙΚΑ ΣΤΗΝ ΚΑΤΣΑΡΟΛΑ. ΚΑΙ ΤΟ ΤΕΛΙΚΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΒΓΑΙΝΕΙ ΣΟΥΠΑ. ΚΑΙ ΜΑΛΛΟΝ ΑΝΑΛΑΤΗ

Σεφ, ο Νταν Μπράουν. Μετά την επιτυχία του «Κώδικα Ντα Βίντσι» είχε υποσχεθεί στους αναγνώστες του ένα πιάτο γκουρμέ, την καλύτερή του δημιουργία. Έξι χρόνια περίμεναν οι φανατικοί το «Χαμένο Σύμβολο». Οι προσδοκίες των κριτικών εξαρχής ήταν μικρές, ο Μπράουν, άλλωστε, μόνο για την πρόζα του δεν φημίζεται. Αντίθετα, μεγάλες ήταν οι προσδοκίες των οπαδών του ήρωά του Ρόμπερτ Λάνγκτον. Το 2003 ο «Κώδικας» αποτέλεσε εκδοτικό φαινόμενο με πωλήσεις που ξεπέρασαν τα 81 εκατ. αντίτυπα παγκοσμίως. Δυστυχώς το αποτέλεσμα είναι μάλλον άνοστο.

Η υπόθεση έχει ως εξής: Ο καθηγητής συμβολογίας (αντί για του σωστού σημειολογίας ή σημειωτικής) Ρόμπερτ Λάνγκτον φτάνει στην Ουάσιγκτον προσκεκλημένος από τον πλούσιο φίλο του, Πίτερ Σόλομον, κορυφαίο μασόνο και γραμματέα του Ινστιτούτου Σμιθσόνιαν, για να βγάλει λόγο σε μια εκδήλωση στο Καπιτώλιο. Η πρόσκληση αποδεικνύεται παγίδα. Ο Πίτερ Σόλομον στην πραγματικότητα έχει πέσει θύμα απαγωγής. Ο απαγωγέας εκβιάζει τον Λάνγκτον να τον οδηγήσει στον κρυμμένο θησαυρό των Ελευθεροτεκτόνων, μια πυραμίδα που κρατά το κλειδί των Αρχαίων Μυστηρίων, γνώσεων που δίνουν δυνάμεις θεϊκές. Και για να δείξει πως σοβαρολογεί, αφήνει το κομμένο χέρι του Σόλομον στη Ροτόντα του Καπιτωλίου, σημαδε- μένο με τατουάζ και τοποθετημένο έτσι ώστε να δείχνει την «Αποθέωση του Ουάσιγκτον», μια νωπογραφία του 1865 που κοσμεί τον θόλο.

Η «Αποθέωση» είναι το πρώτο από μία σειρά στοιχείων που θα κατευθύνει τον Λάνγκτον σε μια ολονύκτια διαδρομή μέσα από τα μασονικά θεμέλια της Ουάσιγκτον αλλά και της ίδιας της αμερικανικής Ιστορίας, προκειμένου να σώσει τον Σόλομον από τον μυστηριώδη απαγωγέα που αυτοαποκαλείται Μαλ΄άχ και αναζητεί τον μασονικό θησαυρό για να πετύχει τη δική του αποθέωση. Στην πλοκή γρήγορα μπαίνει και η Κάθριν, η αδελφή του Σόλομον, η οποία κινδυνεύει επίσης να δολοφονηθεί λόγω της πρωτοποριακής έρευνάς της στη Νοητική Επιστήμη.

Μέχρι εδώ καλά. Ενδιαφέρουσα ιδέα, περιπετειώδεις ρυθμοί, ιστορία, επιστήμη, κώδικες σε έργα τέχνης και θεωρίες συνωμοσίας ικανές να κάνουν το Google να πάρει φωτιά. Κλασικός Μπράουν, έτσι; Όχι. Γιατί έπειτα αρχίζει η κατρακύλα. Αν ο «Κώδικας Ντα Βίντσι» είχε πλοκή που θύμιζε σινεμά, το «Χαμένο Σύμβολο» γράφτηκε επί τούτου. Με τον Τομ Χανκς πλέον να φωτογραφίζεται ως Ρόμπερτ Λάνγκτον. Με τους σπόνσορες (Αpple, Βlackberry κ.ά.) να κάνουν παρέλαση στις σελίδες.

Στο «Χαμένο Σύμβολο» η βιασύνη του Μπράουν να βγάλει στην κυκλοφορία άλλο ένα σίκουελ είναι ολοφάνερη. Η πρωτοτυπία που υπήρχε στα προηγούμενα βιβλία δεν υπάρχει, ενώ η μασονική Ουάσιγκτον δεν είναι ούτε κατά διάνοια τόσο σέξι όσο η ιστορία του Ιησού με τη Μαρία τη Μαγδαληνή. Ο βομβαρδισμός από κλισέ, επαναλήψεις και ψεύτικους διαλόγους στο νέο βιβλίο είναι ανελέητος. Αμερικανιά και από άποψη πολιτικής ορθότητας, με έναν μαύρο και μία Ασιάτισσα που εμφανίζονται στο βιβλίο μόνο και μόνο για να μην κατηγορηθεί ο συγγραφέας για ρατσισμό. Οι υποτιθέμενες ανατροπές στην πλοκή είναι τουλάχιστον αδέξιες ενώ το κρυμμένο χαρτί της ταυτότητας του Μαλ΄άχ είναι τόσο γελοία ολοφάνερο από την αρχή, ώστε 500 τόσες σελίδες μετά (οπότε και αποκαλύπτεται) μόνο να γελάσεις μπορείς. Ειρωνικά. Και οι επικριτές του Μπράουν αποκτούν άλλο ένα επιχείρημα.

ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΓΙΑ ΕΝΗΛΙΚΟΥΣ - ΠΑΙΔΙΑ


Το παράδοξο με τον Νταν Μπράουν είναι πως όσες κακές κριτικές λαμβάνουν τα βιβλία του τόσο περισσότερα αντίτυπα πουλάει. Τα κείμενά του λίγο θυμίζουν τα «ενήλικα» μπεστ σέλερ του παρελθόντος. Μοιάζουν να απευθύνονται περισσότερο στο παιδί που κρύβεται μέσα μας. Το «Χαμένο Σύμβολο» παραθέτει σε διάφορα σημεία της πλοκής (αλλά και μισοκρυμμένες στο οπισθόφυλλο) σπαζοκεφαλιές που σε προκαλούν να πάρεις μολύβι και χαρτί να τις λύσεις, όπως έκανες στα ατέλειωτα μεσημέρια των παιδικών σου καλοκαιριών. Προχωρείς βήμα βήμα για να λύσεις το αίνιγμα, τρυπώνεις σε σκοτεινά υπόγεια, σε κυνηγούν οι κακοί, χωρίς να πολυσκοτίζεσαι για την ποιότητα των όσων διαβάζεις, όπως έκανες κάποτε με τους «Πέντε Φίλους» της Ένιντ Μπλάιτον. Και στο τέλος, οι καλοί νικούν, όπως πάντα πίστευες όταν ήσουν παιδί. Μήπως τελικά αυτό είναι το μυστικό του;

ΚΙ ΑΥΤΟ:

Ο Διάβολος ήταν στην Ελλάδα

Καπρίτσια με ταλέντο

  • Της Μικέλας Χαρτουλάρη, ΤΑ ΝΕΑ, 31/10/2009


«Δεν ήταν όμορφη. Ήταν ακαταμάχητη»
: η Φρανσουάζ Σαγκάν, που στα 19 της σκανδάλισε τη μεταπολεμική Γαλλία με το πρώτο της μυθιστόρημα Καλημέρα θλίψη, κι από τότε δεν σταμάτησε να αυτοκαταστρέφεται με την πιο υπέροχη ανεμελιά. Αυτό το ευφυές, αφτιασίδωτο, καθωσπρέπει διαβολάκι που έζησε σαν πλέι μπόι και έγινε στενή φίλη του Προέδρου Φρανσουά Μιτεράν, υπήρξε μια συγγραφέας εθισμένη ώς την ψυχή στο αλκοόλ, στα ναρκωτικά και στους ανθρώπους. Μια συγγραφέας που στο διάστημα 1954- 1996 έγραφε από ένα μπεστ σέλερ κάθε δεκαοκτώ μήνες, για να καταλήξει να συνθλιβεί από τον ίδιο της τον μύθο, και να πεθάνει στην ψάθα το 2004 στα 69 της με τη ρετσινιά της οικονομικής απάτης απέναντι στο γαλλικό κράτος. Η Σαγκάν υπήρξε το δημιούργημα μιας κοινωνίας που δεν θέλησε να δει την ήττα της και ο καθρέφτης μιας γενιάς που δεν ήθελε να ωριμάσει. Οι βιογραφίες της πάντα εστίαζαν στη σταρ. Αντίθετα, η Ζωή στο κόκκινο (Μεταίχμιο, μτφ. Μαριλένα Καρατζάνη) από τη δημοσιογράφο της «Λιμπερασιόν» Μαρί-Ντομινίκ Λελιέβρ, σκαλίζει τον σαγκανικό μύθο από την ανάποδη και αποκαλύπτει τη συγγραφέα πίσω από τη βεντέτα της επικαιρότητας. Αυτό το βιβλίο βασίζεται σε μια σύντομη συνάντηση μαζί της το 1984 και κυρίως σε μαρτυρίες των πιο αγαπημένων φίλων της (της Φλοράνς- κόρης του Μαλρό, του συγγραφέα Μπερνάρ Φρανκ κ.ά.), των γραμματέων της, των εκδοτών της, της τελευταίας συντρόφου της, των επιτήδειων που την έμπλεξαν το ΄90 σε μια μπερδεμένη υπόθεση κρατικών προμηθειών κ.ο.κ., αλλά δεν δεσμεύεται από τις ημερομηνίες. Η αφήγηση εδώ προχωρά σαν ένα περιπετειώδες ταξίδι στη χώρα της Σαγκάν, μέσα από μια αλληλουχία ανεκδοτολογικών περιστατικών που κάποιες φορές εκφυλίζονται σε ένα επιφανειακό λάιφ στάιλ κι άλλες παγιδεύονται σε πλατειασμούς, όμως πάντα πάλλονται από ζωντάνια. Επιπλέον η βιογράφος αναδεικνύει τον «διάλογο» της Σαγκάν τόσο με τους χαρακτήρες και τις καταστάσεις που ανέδειξε στα έργα της όσο και με την ατμόσφαιρα της εποχής της και τη μεγάλη λογοτεχνία (Σταντάλ, Προυστ, Φιτζέραλντ). Προκύπτει έτσι ένα καλειδοσκοπικό πορτρέτο της που, αν και μέτρια μεταφρασμένο, διαβάζεται μονορούφι... ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

Η συγκριτική μέθοδος

Γράφει ο Κώστας Γεωργουσόπουλος, TA NEA, 31/10/2009


ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΠΟΛΛΟΙ ΤΡΟΠΟΙ, ΠΑΝΤΑ ΛΟΓΙΚΟΙ, ΓΙΑ ΝΑ ΑΝΤΙΠΑΡΑΒΑΛΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΔΥΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΕΣ, ΔΥΟ ΉΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΕΠΟΧΕΣ, ΠΡΑΓΜΑΤΑ, ΕΡΓΑΛΕΙΑ, ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ ΉΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ, ΘΕΑΤΡΙΚΑ ΚΑΙ ΜΟΥΣΙΚΑ ΕΙΔΗ

Υπάρχει η σύγκριση, η διάκριση, η ομοιότητα, η παραλληλία ή αλληλεπίδραση, η διασταύρωση. Όλες αυτές οι μέθοδοι και τα εργαλεία προσέγγισης σήμερα, ύστερα από πολλές έριδες, αμφιβολίες, αμφισβητήσεις, αναιρέσεις, αιρέσεις, αρνήσεις, συχνά επιπολαιότητες, ενθουσιασμούς και επιφυλάξεις, συγκροτούν τις «Συγκριτικές» επιστήμες. Το φάσμα το μεθοδολογικό εκκινεί από την απλή και εμφανέστατη ανακάλυψη ή αποκάλυψη δομικών, ιδεολογικών, μορφολογικών, ηθικών στοιχείων που ανιχνεύονται σε δύο έργα ή περισσότερα και φτάνει μέχρι τη χαλαρή επίδραση ενός συγγραφέα και του έργου του από έναν άλλον, σύγχρονό του ή παλαιότερο.

Ευκαιρία για όλα τα παραπάνω μου δίδει η έκδοση ενός άκρως ενδιαφέροντος τόμου της καθηγήτριας Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Ελένης Πολίτου-Μαρμαρινού με τον τίτλο Συγκριτική Φιλολογία, από τη Θεωρία στην Πράξη (Ελληνικά Γράμματα). Η Πολίτου είναι ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Γενικής και Συγκριτικής Γραμματολογίας (1987) και χρημάτισε πρόεδρος και γενική γραμματέας της. Όπως φαίνεται από τη χρονιά ιδρύσεως, πολύ όψιμα στην Ελλάδα μπήκαμε στον χορό. Η συγκριτική Γραμματολογία μετράει πάνω από ενάμιση αιώνα που έγινε αυτόνομη επιστήμη με δικό της μεθοδολογικό οπλοστάσιο και γερή περιουσία έργων θεωρίας και εφαρμογών.

Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως στο παρελθόν δεν υπήρξαν και στην Ελλάδα μεμονωμένες και μάλιστα αξιοσημείωτες απόπειρες συγκριτισμού. Η Πολίτου μάλιστα στο εν λόγω βιβλίο της ένα μεγάλο μέρος το αφιερώνει στον Κωστή Παλαμά, και ως σημαντικό και συστηματικό συγκριτικό κριτικό και ως ποιητή με εμφανή τα γνωρίσματα των επιρροών που δέχθηκε από ξένες και κυρίως από τη γαλλική λογοτεχνία.

Η Πολίτου μετά μια άκρως κατατοπιστική εισαγωγή όπου ορίζονται οι θεμελιώδεις ιδιαιτερότητες της συγκριτικής Φιλολογίας, καθώς και τα όρια- ευρέα σήμερα- των ενδιαφερόντων της, αναλύει τις φυγόκεντρες και κεντρομόλες ροπές, τις ταυτότητες και τις ετερότητες, τους όρους που προκαλούν την επίδραση, την έλξη ή και την εκμετάλλευση αλλότριων μοτίβων, θεμάτων, δομών, περιεχομένων και χαρακτηρολογικών ή άλλων συμπεριφορών. Κάνει σαφές πώς γιατί μερικές εμπνεύσεις συγκλίνουν ή αποκλίνουν από μια σχολή, ένα είδος, μια μορφή όταν ο δημιουργός αποπειράται να τον αφομοιώσει ή να τον απορρίψει, ενώ τον έχει προσλάβει.

Η αναφορά της συγγραφέως στον Παλαμά, ως κριτικό που συστηματικά χρησιμοποίησε την απέραντη ενημέρωσή του στην παγκόσμια λογοτεχνία για να πλησιάσει έργα με γνώμονα και μέθοδο τη Σύγκριση, μας κάνει άλλη μία φορά να θαυμάσουμε τον μεγάλο κριτικό Παλαμά, δίπλα στον ποιητή που πιθανόν έχει ημερομηνία λήξεως. Παρακολουθώντας ο Παλαμάς από κοντά τη γένεση αυτής της νέας θεωρητικής και συνάμα εφαρμοσμένης φιλολογικής μεθόδου, γνωρίζει τις συμβολές ιδίως της Γαλλικής Σχολής. Χωρίς να την αντιγράφει, αλλά εφαρμόζοντας τα κριτήριά της στη νεοελληνική λογοτεχνική παραγωγή από νωρίς (1899) διατυπώνει τις διακρίσεις του και τις λεπτές μεθοδολογικές και αξιολογικές διαφοροποιήσεις. Γράφει, π.χ., «Εν τη καλλιτεχνική δημιουργία ό,τι συνήθως παρέχει την εντύπωσιν της ομοιότητος ή γεννά την υπόνοιαν της μιμήσεως, δεν είναι πράγματι ειπείν, ή το αποτέλεσμα πνευματικής συγγένειας».

Και αλλού: «Ό,τι αδιάκριτα κ΄ ευκολοεξέταστα λέμε μίμηση, δεν είναι, όταν πρόκειται για έργα τέχνης που αξίζουν, παρά απλές αναγκαίες αναλογίες και διανοητικές συγγένειες».

Με αυτά τα επαναστατικά θεωρητικά για την εποχή τους κριτήρια ερευνά και τις επιδράσεις του «Ερωτόκριτου» από τα ευρωπαϊκά πρότυπα και τις οφειλές του Σολωμού στην ευρωπαϊκή ποίηση, τη φιλοσοφία και την πολιτική σκέψη.

Η Πολίτου, όμως, πέρα από αυτές τις πολύτιμες καταθέσεις ενός συγκριτολόγου Παλαμά, εξαιτίας ενός μόνιμου διαλόγου με τον παλαμιστή Κ.Γ. Κασίνη που με συγκριτολογικά επιχειρήματα αναζήτησε αρχαιοελληνικές ρίζες και επιρροές στη «Φλογέρα του Βασιλιά» του Παλαμά, αποδεικνύει με τρόπο πανηγυρικό πως ο Παλαμάς αφομοιώνει και συχνά «λεηλατεί» στη μεγάλη του σύνθεση κυρίως τον νομπελίστα Γάλλο ποιητή Σιλί Πριντόμ, ενώ αποδεικνύει περίτρανα πως την εποχή που ο ποιητής έγραφε τη «Φλογέρα» η αρχαιογνωσία, τουλάχιστον όσον αφορά τους μεγάλους ποιητές, τους προσωκρατικούς και τον Πλάτωνα, του ήταν προσιτή από γαλλικά ποιήματα αναφορά στην αρχαία φιλοσοφία που τα διάβαζε σε μετάφραση.

Αληθινά μπεστ σέλερ


Στο Βελιγράδι, που αυτές τις μέρες φιλοξενεί τη Διεθνή Εκθεση Βιβλίου, ρωτήσαμε με ποιον τρόπο υπολογίζονται οι πωλήσεις των βιβλίων και πώς διασφαλίζεται η εγκυρότητα αυτών των αριθμών. «Με δύο τρόπους» μας απαντούν. «Ο πρώτος είναι ένα κεντρικό σύστημα υπολογισμού των πωλήσεων συνδεδεμένο με όλα τα βιβλιοπωλεία της Σερβίας, που αναγνωρίζεται απ’ όλους τους εκδότες και ο δεύτερος, ο πιο σημαντικός και πλήρως αδιαμφισβήτητος είναι η Εθνική Βιβλιοθήκη, αφού κάθε εκδότης καταθέτει εκεί αντίτυπο από την κάθε ανατύπωση των βιβλίων του». Αντίτυπα της κάθε ανατύπωσης + πόσες ανατυπώσεις έκανε το κάθε βιβλίο = ο αριθμός των πωλήσεων του κάθε τίτλου.

Αρχίσαμε, όσοι ακούσαμε την πληροφορία, να σκεφτόμαστε συγκριτικά. Πώς, δηλαδή, στην Ελλάδα υπολογίζονται οι πωλήσεις των βιβλίων. Που δεν υπολογίζονται επί της ουσίας. Κανένα σύστημα ενιαίας μέτρησης των πωλήσεων στα βιβλιοπωλεία δεν υπάρχει. Οι εκδότες καταθέτουν στην Εθνική Βιβλιοθήκη μόνο αντίτυπα της πρώτης έκδοσης και κανείς δεν ελέγχει μετά τις ανατυπώσεις, ούτε καν οι συγγραφείς. Αν θέλουμε, για λόγους ρεπορτάζ, να μάθουμε τι πούλησε το τάδε βιβλίο, αναζητάμε την απάντηση από τους εκδότες, χωρίς ποτέ να είμαστε σίγουροι για την αλήθεια του αριθμού που δίνουν. Υπάρχουν εκδότες που τυπώνουν εξ αρχής βιβλία, που αναμένουν ότι θα «περπατήσουν» στη βιβλιαγορά, αναγράφοντας στο εξώφυλλο τον αριθμό της 1ης, 2ης, 3ης, 4ης, κ.ο.κ. έκδοσης. Η τοποθέτηση στα βιβλιοπωλεία γίνεται μ’ αυτόν τον τρόπο. Και την πρώτη εβδομάδα ένα βιβλιοπωλείο στην Αθήνα, μπορεί να διαθέτει την έκτη έκδοση, και ένα στη Θεσσαλονίκη τη δεύτερη έκδοση του ίδιου βιβλίου! Οσο για τα βιβλιοπωλεία, ακόμα κι εκείνα που δίνουν αριθμούς, ακόμα κι εκείνα που έχουν μηχανοργάνωση (γιατί αρκετά εξακολουθούν να μην έχουν) ποτέ δεν είμαστε σίγουροι ότι τα νούμερα των πωλήσεων δεν είναι «πειραγμένα». Κι όχι μόνο για «πονηρούς» λόγους, αλλά και για κάποιους πολύ απλούς, σχεδόν συμπαθητικούς: διότι ο τάδε βιβλιοπώλης αγαπάει πολύ ένα βιβλίο, το πιστεύει και θέλει να το βοηθήσει «σπρώχνοντάς» το στη λίστα των ευπώλητων.

Εχουμε συνηθίσει να αποδεχόμαστε ότι ο χώρος του πολιτισμού δεν έχει όσα χρήματα θα χρειαζόταν. Και άρα χρονίζουν προγράμματα και ιδέες που απαιτούν και χρήματα για να πραγματοποιηθούν. Ομως υπάρχουν μερικά θέματα που δεν χρειάζονται σχεδόν καθόλου χρήματα. Μόνο σχεδιασμό, βούληση και αποφασιστικότητα. Στην προκειμένη περίπτωση, στον έγκυρο τρόπο υπολογισμού των μπεστ σέλερ και των αντιτύπων που κάθε βιβλίο πούλησε, χρειάζεται απλώς η καθιέρωση ενός ηλεκτρονικού συστήματος πωλήσεων, συνδεδεμένου με όλους τους χώρους πώλησης βιβλίων, όπως γίνεται σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Μ’ αυτόν τον τρόπο οι λίστες των μπεστ σέλερ θα αποτυπώνουν την πραγματική διάθεση και επιλογή των αναγνωστών και όχι μόνο εκείνες των βιβλιοπωλών και των εκδοτών. Είναι απλώς θέμα αξιοπιστίας και συνεννόησης. Θέμα πολιτισμού δηλαδή.

  • Tης Ολγας Σελλά, Η Καθημερινή, 30/10/2009

Friday, October 30, 2009

Νέο ξεκίνημα για τον Τζον Λε Καρέ

  • Επειτα από 38 χρόνια στον Ηodder & Stoughton, ο διάσημος συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων αποφάσισε, απρόσμενα, να αλλάξει εκδοτικό οίκο


Για τον μεγαλύτερο εκδοτικό οίκο πέιπερμπακ του κόσμου, είναι ο συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων «που γύρισε από το κρύο». Υστερα από 38 χρόνια με τον εκδοτικό οίκο Ηodder & Stoughton, ο Τζον Λε Καρέ πήγε στον Ρenguin, διακόπτοντας μια σχέση που απέφερε στον εκδοτικό οίκο δεκαέξι μυθιστορήματα και στον συγγραφέα μια υπολογίσιμη περιουσία.

Αντανακλώντας τις επινοήσεις του Τζον Λε Καρέ, η κίνησή του υπήρξε απρόσμενη, αινιγματική και μεθοδικά σχεδιασμένη. Ο λογοτεχνικός κόσμος του Λονδίνου θεωρούσε τη σχέση του Λε Καρέ με τον Ηodder & Stoughton μια από τις πιο σταθερές στον χώρο. Ωστόσο ο βρετανός συγγραφέας, το πραγματικό όνομα του οποίου είναι Ντέιβιντ Κόρνγουελ, μοιάζει πιο ανήσυχος απ΄ όσο θα συνειδητοποιούσε οποιοσδήποτε- εκτός από τις πιο στενές γνωριμίες του. Πέρυσι διέκοψε με τον επί μακρόν ατζέντη του Μπρους Χάντερ και υπέγραψε με τον Τζόνι Γκέλερ. Κανένας όμως δεν περίμενε νέες αναταράξεις.

Δεν είναι βέβαιον αν αρχιτέκτονας της τελευταίας κίνησης ήταν ο Γκέλερ, ο Ρenguin ή ο Λε Καρέ. Η προκαταβολή για το επόμενο μυθιστόρημα του Λε Καρέ φαίνεται ότι είναι συγκρίσιμη με ό,τι λάμβανε στο παρελθόν, οπότε τα χρήματα δεν μοιάζουν να αποτελούν κίνητρο. Ο Ρόμπερτ Χάρις, ο επίσημος βιογράφος του Λε Καρέ, δήλωσε σχετικά: «Νομίζω ότι έχει ξεπεράσει το ενδιαφέρον για τα χρήματα. Νομίζω ότι αυτό που τον ενδιαφέρει είναι η φήμη του. O Ρenguin έχει ιστορία. Ο Λε Καρέ βλέπει τον εαυτό του στην ίδια παράδοση με τον Τζόζεφ Κόνραντ και τον Γκράχαμ Γκριν, συγγραφείς που ενδιαφέρονταν για τα μεγάλα θέματα, αλλά που καταπιάνονταν με το να γράφουν συναρπαστικές ιστορίες». Σύμφωνα με το νέο του συμβόλαιο, το επόμενο μυθιστόρημα του Λε Καρέ θα κυκλοφορήσει του χρόνου, σχεδόν 50 χρόνια μετά την κυκλοφορία του πρώτου βιβλίου του, το 1961. Θα ακολουθήσουν επανεκδόσεις κλασικών έργων του συγγραφέα, όπως «Ο κατάσκοπος που γύρισε από το κρύο» και «Η ρωσική εστία».
  • ΤΟ ΒΗΜΑ, Σάββατο 31 Οκτωβρίου 2009

Θυμάσαι τι είναι ποίηση;

«Θυμάσαι τι είναι ποίηση;» Αφοπλιστική αντίδραση διαβάτη, ο οποίος υπέστη την αδιάκριτη ερώτηση «Τι είναι ποίηση;» σε ρεπορτάζ της εκπομπής της Βίκυς Φλέσσα Στα Ακρα, που καλεσμένος της εκείνη τη φορά ήταν ο ποιητής Μιχάλης Γκανάς.

Ο άτυχος περιπατητής στράφηκε για βοήθεια στην αλλοδαπή γυναίκα που τον συνόδευε και με χαμένο ύφος τη ρώτησε με τη σειρά του, «Θυμάσαι τι είναι ποίηση;». Σαν να λέμε «Θυμάσαι πώς το λένε το καφενεδάκι που καθίσαμε προχτές;» ή «Μωρέ πώς τον λένε τον ηθοποιό που έπαιζε στο...».

Κατόπιν, η ενθουσιώδης και μη καταπτοηθείσα νεόκοπη δημοσιογράφος είχε τη φαεινή ιδέα να ρωτήσει υψηλόβαθμο στέλεχος της Νέας Δημοκρατίας, τον κατά τ' άλλα συμπαθέστατο Αθανάσιο Γιαννόπουλο, την ώρα που επρόκειτο να διαβεί το κατώφλι Μεγάρου τινός. Εισέπραξε λοιπόν την απάντηση και αποστομώθηκε -το λέω γιατί τα νιάτα δεν είναι κακεντρεχή-, εισέπραξε λοιπόν την κατηγορηματική απάντηση «Σήμερα δεν κάνουμε δηλώσεις». Η άνθρωπος άτυχη, αλλά ο άνθρωπος τυχερός. Γιατί σκέψου σήμερα να ήταν ημέρα δηλώσεων και να θεωρούσε υποχρέωσή του να αντεπεξέλθει στην ουρανοκατέβατη ερώτηση. Θα μπορούσε βέβαια να απαντήσει «Αφήστε με, βρε παιδιά, πρωί πρωί» ή, ανάλογα, «Ορεξη που την έχετε βραδιάτικα» ή «Τέτοια ώρα τέτοια λόγια», και τότε θα γινόταν συμπαθέστερος. Αλλά φευ δεν συνέβη έτσι.

Οχι ότι στέλεχος του ΠΑΣΟΚ θα έλεγε οπωσδήποτε κάτι απολύτως διαφορετικό. Ο Τηλέμαχος Χυτήρης, ας πούμε, ενεργός πολιτικός και ποιητής (αχτύπητος συνδυασμός!) εξομολογήθηκε σε συνέντευξή του τα εξής: «Παρά το γεγονός ότι είχα μια ενασχόληση πολιτική, αν και όχι με τη στενή έννοια -ανέκαθεν τασσόμουν υπέρ της δημοκρατίας-, πάντα έβρισκα χρόνο για να ασχολούμαι με την ποίηση.» (...)

Ε; Γυρίζει ο άνθρωπος κατάκοπος από την ενασχόλησή του και βρίσκει παρ' όλα αυτά χρόνο να ασχοληθεί και με την ποίηση, εκεί που άλλοι φουκαράδες παίζουν με τα παιδιά τους.

Η αλήθεια είναι ότι και οι ποιητές και οι ευάριθμοι εραστές-αναγνώστες της ποίησης δυσκολεύονται ν' απαντήσουν στην ερώτηση «Τι είναι ποίηση;». Οχι ότι άλλες ερωτήσεις που απαιτούν ορισμό για είδη τέχνης δεν προκαλούν συμφόρηση ιδεών και συναισθημάτων. Δεν είναι και το ευκολότερο να απαντήσεις στην ερώτηση «Τι είναι μουσική;» ή «Τι είναι ζωγραφική;» ή ακόμη χειρότερα «Τι είναι έργο τέχνης;» Περιέργως, όμως, οι άλλες ερωτήσεις και σχετικά πιο ξεκάθαρη απάντηση μπορεί να αποσπάσουν και μικρότερη αμηχανία μπορεί να προξενήσουν στον ερωτώμενο, και βέβαια αποκλείεται μάλλον να καταφύγει κάποιος στον διπλανό του και να τον επιβαρύνει με την ερώτηση «Θυμάσαι τι είναι μουσική;»

Οι ευτυχέστερες απαντήσεις που δόθηκαν στη διάρκεια του σπαρταριστού ρεπορτάζ ήταν η απομνημονευμένη απαγγελία δύο στίχων του ενός ή του άλλου ποιητή, εκεί δηλαδή που η ερώτηση για την ποίηση απαντήθηκε με ποίηση. Και εδώ είναι το πρόβλημα. Γιατί ο άνθρωπος σκοτώνεται να ορίσει και να κατηγοριοποιήσει; Γιατί η ερώτηση να μην είναι καλύτερα «Σας αρέσει η ποίηση;» κι ας απαντήσει καθένας μ' ένα σκέτο ναι ή όχι, όπως αν ήταν καθισμένος μάρτυρας σε αίθουσα δικαστηρίου, όπου κανείς επαρκής δικηγόρος δεν σε ρωτάει «Τι είναι έγκλημα;», αλλά μπορεί να σε ρωτήσει αν έχεις δει να διαπράττεται το συγκεκριμένο έγκλημα και μήπως μπορείς να περιγράψεις τον δολοφόνο, ή , χάριν της ιστορίας, αν σου άρεσε καλύτερα ο τρόπος του Τζακ του Αντεροβγάλτη ή του τρελού δολοφόνου με το πριόνι, ή, εν ανάγκη, να πεις ότι θεωρείς προτιμότερο όργανο εγκλήματος το πριόνι από το νυστέρι, και το υπόγειο σαν κρυψώνα του σώματος του εγκλήματος από τη νάιλον σακούλα. Καταλαβαίνω βέβαια ότι αν βγάλουμε στην άκρη τις οντολογικές ερωτήσεις, θα μείνουν χωρίς δουλειά ένα σωρό άνθρωποι, αλλά υπήρξε εποχή που υπήρχε ποίηση χωρίς κανενός είδους θεωρητικό λόγο... ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

Δράση μετά μουσικής


  • Maurice Attia, Η Κόκκινη Μασσαλία, μτφρ.: Ρίτα Κολαΐτη, εκδόσεις Πόλις
  • Arneh Dahl, Misterioso, μτφρ.: Γρηγόρης Κονδύλης, εκδόσεις Μεταίχμιο
  • James Ellroy, Ο Νυχτερινός ταξιδιώτης/ Because the Night, μτφρ.: Ανδρέας Αποστολίδης, εκδόσεις Αγρα

Είναι γνωστή η αγάπη πολλών σύγχρονων δυναμικών συγγραφέων για τη μουσική, και πάντα απολαμβάνουμε στην παρέα γόνιμες συζητήσεις σχετικά με τη σχεδόν μανιακή λατρεία του Τζέιμς Ελροϊ για την κλασική μουσική, και μάλιστα για τα τέσσερα μεγάλα «Μπ» (Μπετόβεν, Μπραμς, Μπρούκνερ, Μπαχ) ή του Ζαν-Πατρίκ Μανσέτ για την τεθλασμένη τζαζ, του Μορίς Ατιά για τα λαϊκά άσματα του Αλγερίου και για τους εύθραυστους τροβαδούρους, όπως ο Ζακ Μπρελ, και πάει λέγοντας. Τα βιβλία έχουν κι αυτά τα δικά τους σάουντρακ, που δεν αποτελούν ένα είδος μελωδικού καλλωπισμού της αφήγησης αλλά εμπλέκονται λειτουργικά με την πλοκή, αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της δράσης, δρουν και αυτά καταλυτικά.

Παρουσιάσαμε, εδώ στη «Βιβλιοθήκη», το πολυφωνικό και πολύπτυχο Μαύρο Αλγέρι του Μορίς Ατιά. Τώρα, εξίσου συνεπαρμένοι, ερχόμαστε να μιλήσουμε για το δεύτερο μέρος της «Τριλογίας του Πάκο Μαρτίνεθ», την Κόκκινη Μασσαλία, όπου η δράση μεταφέρεται από τη βόρεια Αφρική στη νότια Γαλλία, στη γενέτειρα και σκηνικό των βιβλίων του άλλου μετρ, του μακαρίτη Ζαν-Κλοντ Ιζό (1945-2000), ενώ χρονικά τοποθετείται στους καυτούς μήνες που ήσαν το πρελούδιο του Μάη του 1968. Σχεδόν συνομήλικος του Ιζό, ο Ατιά (1948) επιχειρεί, μέσω των κεντρικών ηρώων του, να ανατάμει την πολιτική, κοινωνική, ψυχολογική κατάσταση που δέσποζε στη Γαλλία πριν από 40 χρόνια. Οι ήρωές του είναι ευαίσθητες μεμβράνες, κεραίες και ραντάρ που συλλαμβάνουν τον αχό των ημερών, την εκτροχιασμένη λογική των γεγονότων, τις άγριες διακυμάνσεις της περιρρέουσας ατμόσφαιρας. Και, από πολλές απόψεις, είναι προάγγελοι του χάους, όπως έλεγε ο ποιητής και στοχαστής Γιώργος Μακρής. Στη ζωή τους, στη ζωή του Πάκο Μαρτίνεθ, της Ιρέν, του Τριγκράν Κουπιγκιάν, στήνεται ένας ξέφρενος χορός από αναρχικούς, μαοϊκούς, τροτσκιστές, καταστασιακούς που βρίσκονται στα πρόθυρα της γενικευμένης εξέγερσης κατά του γκολικού καθεστώτος, ενώ παράλληλα δρουν, με μηχανορραφίες και άκρατη βαναυσότητα, παρακρατικοί, ακροδεξιοί, ρεμάλια του υπόκοσμου, εγκληματίες μεταμφιεσμένοι σε άκακους επιχειρηματίες... ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

Ο Οβίδιος στη Μαύρη Θάλασσα

  • Θοδωρής Καλλιφατίδης, Φίλοι και εραστές, εκδ. Γαβριηλίδη, σ. 312, 22,90 ευρώ

Ο Γκέοργκ Αντρέασον έχει ένα καλό κι ένα κακό. Ενοικεί σε ένα καλό μυθιστόρημα με κακό τίτλο. Η κοινοτοπία και η πληκτικότητα του τίτλου αδυνατούν μάλλον να λειτουργήσουν σαν αναγνωστικό δέλεαρ. Ωστόσο ο Θοδωρής Καλλιφατίδης διαλύει από τις πρώτες κιόλας σελίδες κάθε ενδεχόμενη επιφύλαξη, εισάγοντας επιδέξια τον αναγνώστη στον βίο του Γκέοργκ, υψηλόβαθμου στελέχους στο Γραφείο Πολιτισμού της Στοκχόλμης, πρωτίστως όμως απρόθυμου να διαβεί το κατώφλι των γηρατειών. Ο Καλλιφατίδης περικλείει τα αισθηματικά πάθη του ήρωα με θάνατο, μετατοπίζοντάς τον από τα τάρταρα στα ουράνια και τανάπαλιν. Στην αρχή του μυθιστορήματος ο Γκέοργκ έρχεται αντιμέτωπος με μια πρωτόγνωρη ντροπή, απότοκη της αποτυχίας του να εμφυσήσει στη γυναίκα του τη θέληση για ζωή. Η Μάργια πεθαίνει σ' ένα δωμάτιο νοσοκομείου, αφήνοντάς του σαν υστερόγραφο στη συντροφικότητα τριάντα χρόνων μία αβάσταχτη ενοχή. Η σκληρότητα της νεκρής επιτείνεται όταν ο Γκέοργκ θέλοντας να την εξορίσει τελεσίδικα από το διαμέρισμά του, ανακαλύπτει ένα γράμμα της που δεν απευθυνόταν στον ίδιο. Το πένθος μαζί με το περιεχόμενο της επιστολής, η οποία ποτέ δεν επιδόθηκε στον νόμιμο παραλήπτη της, υποχρεώνει τον πρωταγωνιστή να αναμετρηθεί με τα ψεύδη της ζωής του, αρχής γενομένης από την άβολη αλήθεια ότι η Μάργια είχε εραστή.

Η επιστολή συγκαταλέγεται στις ευφυείς στιγμές του βιβλίου, καθώς είναι ταυτόχρονα περιπαθής αποχαιρετισμός προς τον εραστή και ομολογία συζυγικής πίστεως με το βάρος της αυτοθυσίας. Το γράμμα της Μάργιας υποβάλλει τον άντρα της στην αλγεινή παραδοχή ότι εκείνη, αν και είχε ανάγκη ο γάμος της να νοηματοδοτεί τη ζωή της, δεν τον επιθυμούσε ερωτικά. Δηλωτική της όψιμης περιφρόνησής του για την ανικανότητά του να την κρατήσει μακριά από ξένα σώματα, η μεταφορική διατύπωση της υστέρησής του ως συζύγου: «Εκείνης της έλειπε μια μεγάλη φωτιά κι εκείνος ερχόταν με ζεστές κουβέρτες». Αν εκείνη χρειαζόταν μια φωτιά, εκείνος αδημονούσε για έναν άνεμο που θα έκανε τις σπίθες μέσα του φλόγα. Και στους δύο έλειπε η θέρμη. Η αυτοϋποτίμηση όμως δεν αφήνει απ' έξω τον θυμό για την προδοσία της, προδοσία αφόρητη εξαιτίας ακριβώς της επιλογής της να μείνει κοντά του. Η απόφασή της μετατρέπει τον Γκέοργκ σε αιτία ματαίωσης μιας ζωτικής προσμονής, σε εμπόδιο. Παραδόξως βρίσκεται υπόλογος απέναντί της επειδή της στέρησε, αθέλητα έστω, μια πιθανή ευτυχία, για την οποία ο ίδιος ήταν ανεπαρκής. Εξίσου παράλογα ένοχος είχε νιώσει όταν σαρώνοντας το διαμέρισμα από τα ίχνη της παρουσίας της, συνειδητοποίησε έκπληκτος πόσο λίγο χώρο της είχε παραχωρήσει. Ωστόσο σε αυτόν το λιγοστό χώρο χώρεσε ένα γράμμα ανυπολόγιστα προδοτικό. Κάποτε το αυτομαστίγωμα παύει για να ηχήσει ολοκάθαρα η οργή για τη γυναίκα του, η οποία είδε στο πρόσωπό του μια λύση ηθική παρά επιθυμητή: «Δεν ήθελε τη συμπάθειά της αλλά τον απεριόριστο πόθο της, ήθελε την κόκκινη καρδιά της όχι ένα φλιτζάνι τσάι τ' απογεύματα»... ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

Κατάδυση στα ερέβη

Λοράν Γκοντέ

  • Λοράν Γκοντέ, Η πύλη της Κόλασης, μτφρ.: Κλαιρ Νεβέ - Εύη Σιούγγαρη, εκδ. Μεταίχμιο, σ. 208, 13 ευρώ

Ο Γάλλος βραβευμένος συγγραφέας Λοράν Γκοντέ μιλάει για το τελευταίο του μυθιστόρημα Η πύλη της Κόλασης

Ενα εξάχρονο παιδί σκοτώνεται από έναν μαφιόζικο πυροβολισμό στο κέντρο της Νάπολης. Ο θάνατός του ρημάζει τη ζωή των γονιών του, διαλύει τη σχέση τους. Η μητέρα, που περιμένει μάταια την εκδίκηση, εγκαταλείπει τον πατέρα και χάνεται σταδιακά στα σκότη της οδύνης της· εκείνος περιπλανιέται με το ταξί του στους δρόμους της πόλης, μέχρι που συναντάει έναν παράξενο καθηγητή, βέβαιο για την ύπαρξη της Κόλασης και τη δυνατότητα του ανθρώπου να προσπελάσει τα ερέβη της...

Δεν θα πω περισσότερα για την υπόθεση αυτού του υποβλητικού μυθιστορήματος, που βάζει τον πατέρα να κατεβαίνει στον Αδη σε αναζήτηση του παιδιού του. Ο Λοράν Γκοντέ, βραβευμένος το 2004 με το Γκονκούρ, καταπιάνεται εδώ -χωρίς θρησκοληψία, χωρίς προκατάληψη, με την ελευθερία του άθεου, που δηλώνει ότι είναι- με τον θάνατο και την οδύνη, θέματα που παραδοσιακά διεκδικεί η θεολογία. Δεν καταφεύγει στη χριστιανική εικονογραφία, ούτε στην πεπατημένη της μεταφυσικής. Τον απασχολεί η διαπίδυση πάνω και κάτω κόσμου, η σχέση των ζωντανών με τους νεκρούς τους. Πόση από τη ζωή μας μάς κλέβουν οι πεθαμένοι, πόσο από το παρελθόν ή το παρόν μας τους εκχωρούμε με το να τους σκεφτόμαστε, πώς επιβιώνουν μέσα μας οι αγαπημένοι μας νεκροί, απομακρύνοντάς μας ταυτόχρονα, με κάθε καινούρια αποδημία, από τον επίγειο κόσμο. Αν υπάρχει ένας πυρήνας που πάλλεται μέσα στο αδιανόητο, αν υπάρχει το έσχατο μυστικό της επικοινωνίας των δύο κόσμων, αυτό, για τον συγγραφέα, δεν είναι παρά μονάχα η μνήμη.

Ηδη από το 1996 ο 36χρονος σήμερα συγγραφέας μίλησε για τις παρορμήσεις, τα πάθη, το μεγαλείο και την ευτέλεια της ανθρώπινης κατάστασης -σε βιβλία όπως το Ελντοράντο (λαθρομετανάστες σε αναζήτηση της γης της επαγγελίας), Ο θάνατος του βασιλιά Τσονγκόρ (η πανάρχαια Αφρική ως καταγωγική αρχή του ανθρώπου και των δεινών του), Κάτω από τον ήλιο του Νότου (η ιστορία μιας οικογένειας, έπος και χρονικό μαζί). Μία δεκαετία τώρα, αναμετριέται με τους αρχέτυπους μύθους. Ολα τα βιβλία του (κυκλοφορούν στα ελληνικά από τις εκδόσεις «Μεταίχμιο») ισορροπούν ανάμεσα στο φανταστικό και το πραγματικό, ανάμεσα στον μύθο και την ιστορία... ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

Ανθρωπογεωγραφία

  • Ζέιντι Σμιθ (επιμ.), Το βιβλίο του Αλλου, μτφρ.: Αργυρώ Μαντόγλου, εκδ. Τόπος, σ. 373, 18,90 ευρώ

«Το βιβλίο του άλλου», με τη βαρύνουσα υπογραφή της Ζέιντι Σμιθ στην επιμέλεια, παρουσιάζει διηγήματα που γράφτηκαν από γνωστούς ή λιγότερο γνωστούς συγγραφείς με μοναδική οδηγία το «Επινοήστε κάποιον». Κατά συνέπεια οι συγγραφείς κλήθηκαν να δημιουργήσουν κάποιο χαρακτήρα, το όνομα του οποίου αποτελεί και τον τίτλο του εκάστοτε διηγήματος. Τα διηγήματα είναι 23, μεταξύ αυτών και 2 σε μορφή κόμικς, ενώ το διήγημα του Νικ Χόρνμπι, εκ των διασήμων της παρούσης συλλογής, διαθέτει ειδική εικονογράφηση για το θέμα. Οι συγγραφείς είναι φυσικά αγγλόφωνοι, αλλά, πέρα από το Ηνωμένο Βασίλειο και τις ΗΠΑ, βρίσκουμε και συγγραφείς με καταγωγές από άλλα μέρη. Αυτή η μερική πολυπολιτισμικότητα δίνει ένα ιδιαίτερο εύρος στη θεματική τους, μια και συναντάμε διαφορετικές απόψεις αποτύπωσης ενός χαρακτήρα.

Ενα τέτοιο εγχείρημα συνιστά πολύ καλό υλικό για μελέτη από επίδοξους συγγραφείς, είτε παρακολουθούν κάποια σχολή δημιουργικής γραφής είτε επιχειρούν να εισέλθουν στον χώρο της γραφής μόνοι. Το μάθημα ξεκινά ίσως από κάποιες από τις εξαίρετες εισαγωγικές (πρώτες) προτάσεις ορισμένων διηγημάτων, όπως: «Το φεγγάρι στο Τέξας κρέμεται χαμηλά. Το φεγγάρι είναι η μητέρα μου.» (Ντόναλ Γουέμπστερ του Κολμ Τόιμπιν) ή από τον χειρισμό του τέλους που επιλέγουν οι συγγραφείς, όπως τις μονολεκτικές δύο τελευταίες προτάσεις:«Εκείνη./ Πράγματι.» (Το κουτάβι του Τζορτζ Σάντερς) έως τα απροσδόκητα τέλη των ιστοριών, όπως στο Δικαστής Γκλάντις Παρκς-Σουλτς της Χάιντι Τζούλαβιτς. Οι ίδιοι οι χαρακτήρες αναπτύσσονται άλλοτε ελλειπτικά και άλλοτε με εκτεταμένη περιγραφή, ενώ κάποιες φορές οι ιστορίες τους παρουσιάζονται από τη δική τους οπτική γωνία, άλλες φορές από την οπτική γωνία κάποιου φίλου/γνωστού και σε κάποιες η παρουσίαση είναι πολυπρισματική. Η έκταση των ιστοριών είναι επίσης σημαντική, μια και κάποιες είναι πολύ σύντομες, ενώ άλλες εκτεταμένες. Ο τόνος, διαφορετικός σε κάθε ιστορία, είναι χαρακτηριστικός για την εξέλιξή της και, όπως και με τα υπόλοιπα προς εξέταση θέματα, θα μπορούσε να τεθεί σε κριτική ανάλυση για την επιτυχημένη ή μη χρησιμοποίησή του. Αυτό φυσικά ισχύει και για κάθε κρινόμενο στοιχείο. Ακριβώς επειδή το εύρος τόσο των τεχνικών του διηγήματος όσο και της προσωπικής τεχνικής καθενός από τους μετέχοντες είναι μεγάλο, πολλές από τις ιστορίες μπορεί να ερμηνευτούν και να αποτιμηθούν διαφορετικά. Ενας επιπλέον παράγοντας είναι η ευρύτατη γκάμα που παρουσιάζουν. Κυμαίνονται από τη ρεαλιστική αφήγηση ώς το φανταστικό και από την παραβολή ώς το κόμικς.

Αυτό το εύρος καθιστά δύσκολο και το έργο της αποτίμησης. Συχνά στις συλλογές αντιμετωπίζουμε επιτυχέστερα ή λιγότερο επιτυχημένα διηγήματα που, εφόσον γνωρίζουμε και το υπόλοιπο έργο του συγγραφέα, προσμετράμε στις καλές ή άτυχες στιγμές του. Οι περισσότεροι από τους συγγραφείς πρωτοεμφανίζονται στη χώρα μας με το συγκεκριμένο διήγημα, το οποίο δεν γνωρίζουμε κατά πόσο τους αντιπροσωπεύει συνολικά. Ο ρόλος ωστόσο που καλείται να παίξει η συλλογή, δηλαδή η ανάπτυξη συγκεκριμένων χαρακτήρων, εκπληρώνεται ακόμη και στα ατυχέστερα διηγήματα. Επίσης αποτυπώνεται, σε ορισμένα διηγήματα ευκρινώς, η διαφορά σχολής, νοοτροπίας κ.λπ. ορισμένων αμερικανών συγγραφέων από τους Ευρωπαίους.

Από τους μεταφρασμένους στα ελληνικά συγγραφείς ο Ο'Χάγκαν εντυπωσιάζει για την τεχνική που αναπτύσσει. Χωρίζει το ευσύνοπτο -6 μόλις σελίδων- διήγημά του Γκόρντον σε επιμέρους μικρά κεφάλαια με τους χαρακτηριστικούς τίτλους: Περηφάνια, Ειδύλλιο, Αξία, Λογική, Υφος, Ευαισθησία, Διαφωτισμός και Πολιτική. Από αυτή την αναδίφηση προκύπτουν χαρακτηριστικές βινιέτες που στο σύνολό τους αποτυπώνουν τον φερώνυμο Γκόρντον. Από τα υπόλοιπα διηγήματα αναμφισβήτητα ξεχωρίζουν τα Ντόναλ Γουέμπστερ του Κολμ Τόιμπιν, Λελέ της Εντβίζ Νταντικά και Ο Ψεύτης του Αλεξάνταρ Χέμον. Στο πρώτο, ο χώρος διασπάται μεταξύ της γενέθλιας Ιρλανδίας και του σημερινού τόπου παραμονής (ΗΠΑ) και η μνήμη μιας πρόσφατης απώλειας συμπλέκεται αριστοτεχνικά με βιώματα εγκατάλειψης στην παιδική ηλικία και έναν μακροχρόνιο δεσμό. Στο δεύτερο, ο περιβάλλων χώρος και η φύση σε μια πόλη της Αϊτής παίζουν εκκωφαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του χαρακτήρα και κατά συνέπεια της καθοριστικής απόφασης της ηρωίδας, ενώ το τρίτο, με ιστορικό φόντο μια ρωμαϊκή πόλη, συνδυάζει εύστοχα και αποτελεσματικά την ψυχολογία της μάζας με τη σημασία του ψέματος. Αξια μνείας είναι και αρκετά ακόμη διηγήματα, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζουν δύο ερωτικές ιστορίες: το Ρόι Σπάιβι της Μιράντας Τζουλάι και το Θίο του Ντέιβ Εγκερς. Η πρώτη είναι μια ιστορία ανεκπλήρωτου έρωτα μεταξύ μιας νεαρής κοπέλας και ενός διάσημου σταρ· η εξισορρόπηση του χιούμορ με την τρυφερότητα, τη νοσταλγική διάθεση και την τελική συνειδητοποίηση τελειοποιούν την εκτέλεση μιας μάλλον κοινής ιστορίας. Αντιθέτως, το Θίο είναι ένα διήγημα με παραμυθική διάθεση, το οποίο κινείται στον χώρο του φανταστικού. Οι γίγαντες που αναδύονται ύστερα από έναν πολύ μεγάλο σεισμό έχουν την πολύ ανθρώπινη ανάγκη εύρεσης συντρόφου, η οποία αποτυπώνεται με εξαίρετο λυρισμό.

Να σημειωθεί ότι οι συγγραφείς δέχτηκαν να μην αμειφθούν για τα διηγήματα της συλλογής, τα έσοδα από τα δικαιώματα της οποίας θα διατεθούν στο 826NYC, «έναν μη κερδοσκοπικό οργανισμό που υποστηρίζει νέους μέχρι 15 ετών να αναπτύξουν τις εκφραστικές και συγγραφικές τους δυνατότητες, αλλά και τους παιδαγωγούς, στο να εμπνέουν τους μαθητές τους να γράφουν».

Ενα αφήγημα της Αθήνας

Η Αθήνα από τον 19ο στον 21ο αιώνα. Μια λογοτεχνική περιδιάβαση από την παλιά ώς τη σημερινή εικόνα της πόλης. Εισαγωγή-ανθολόγηση κειμένων: Δώρα Μέντη, εκδόσεις Πατάκη, σ. 316, 19 ευρώ

Το να επιχειρήσει κανείς να σχηματίσει τη φυσιογνωμία της Αθήνας μέσα από τον έντεχνο λόγο είναι πραγματικός άθλος. Πρώτο και κύριο, γιατί είναι ταυτισμένη με ένα ένδοξο παρελθόν, απτά στοιχεία του οποίου την ακολουθούν μέχρι σήμερα. Και δεύτερο, γιατί η Αθήνα αποτέλεσε ανέκαθεν τον πρωταρχικό αστικό χώρο στη λογοτεχνία, φτάνοντας, με την αστυφιλία που μεσολάβησε στις μεταπολεμικές δεκαετίες, να καταλάβει κυριαρχική θέση. Ενδειξη των δυσκολιών που παρουσιάζει μια παρόμοια ανθολόγηση αποτελεί και το γεγονός πως, ενώ, τα τελευταία χρόνια, παρατηρείται ιδιαίτερη έφεση στην κατάρτιση σχετικών ανθολογιών, μόνο μια συλλογή αθηναϊκών διηγημάτων αποτολμήθηκε. Οσο για την ειδική σειρά, με τίτλο «Μια πόλη στη λογοτεχνία» (εκδόσεις Μεταίχμιο), που ξεκίνησε το 2001 και αριθμεί 18 τόμους, ο τόμος για την Αθήνα, παρ' όλο που η συγκρότησή του έχει ανακοινωθεί από το 2005, ακόμη αναμένεται.

Τελικά, τον άθλο ενός πρώτου ανθολογίου για την Αθήνα τον αποτόλμησε η φιλόλογος Δώρα Μέντη. Από μια άποψη, το εγχείρημά της φαίνεται λιγότερο φιλόδοξο σε σχέση με τις ανθολογίες που έχουν γίνει για άλλες πόλεις, αφού δεν ξεκινά από τις μυθολογικές ρίζες του αθηναϊκού άστεως. Ψαλιδίζει το βαθύ παρελθόν και θέτει ως αφετηρία το 1834, έτος που η Αθήνα ανακηρύχτηκε πρωτεύουσα του νεοσύστατου ελληνικού βασιλείου. Ετσι, η ανθολόγησή της δεν έχει να καλύψει παρά μόνο το βραχύ διάστημα ύπαρξης του νεοελληνικού κράτους. Παραμένει, όμως, μια τολμηρή έως και επισφαλής απόπειρα, γιατί φτάνει βιβλιογραφικά μέχρι και το 2007. Παρ' όλα αυτά, η ανθολόγος δεν φαίνεται να κατέχεται από το άγχος της πληθώρας των κειμένων, τα οποία δύσκολα θα καλύπτονταν ακόμη και από μια πολύτομη ανθολογία. Πάντως, αποφεύγει μια αφήγηση της πόλης, που θα την οδηγούσε σε χρονολογικές περιόδους με μεγάλη αφθονία γραπτού λόγου γύρω από την πόλη. Αντ' αυτής προτείνει μια θεματική περιδιάβαση. Τουλάχιστον έτσι αποκαλεί η ίδια την ανθολόγησή της. Στην ουσία πρόκειται για συνδυασμό χρονολογικής και θεματικής διευθέτησης του υλικού της, η οποία περιπλέκεται, καθώς η ανθολόγος απλώνεται σε ολόκληρη την ελληνική λογοτεχνία και δεν περιορίζεται, όπως στα τρία προηγούμενα βιβλία της, στην ελληνική ποίηση.

Κατ' αρχάς, με οδηγό τον χρόνο, η Μέντη χωρίζει την ανθολογία σε τρία μέρη ή, μάλλον ακριβέστερα, σε δύο και μία ολιγοσέλιδη ουρά. Το πρώτο, που καταλαμβάνει κάτι λιγότερο από το ένα τρίτο της ανθολογίας, αφιερώνεται στον 19ο αιώνα. Το δεύτερο, υπερδιπλάσιο του πρώτου, στον 20ό. Ενώ το τρίτο μέρος φέρει τον τίτλο «Η Αττική και η Αθήνα από την παλιά ώς τη σημερινή εποχή». Στη συνέχεια, την καθεμία ιστορική περίοδο τη μοιράζει σε θεματικές ενότητες που διακλαδίζονται περαιτέρω σε υποκατηγορίες. Παραδόξως, αυτές οι θεματικές ενότητες αλλάζουν από αιώνα σε αιώνα, αποκλείοντας τη συγκριτική ανάγνωση. Τέλος, η ανθολόγος επανέρχεται στον άξονα του χρόνου για την παράταξη των κειμένων εντός της κάθε ενότητας. Μάλιστα, διατρέχει δύο φορές το χρονικό άνυσμα έκαστου αιώνα: μία για την παράταξη των ποιημάτων και μία των πεζών.

Σε αυτό, όμως, το σημείο η Μέντη έχει να αντιμετωπίσει το ερώτημα του χρόνου, που ενδείκνυται για δρομοδείκτης. Αντί του χρόνου γραφής ή δημοσίευσης, προκρίνει την ιστορική αναφορά κάθε κειμένου. Αυτή η συγχρονική ταξινόμηση, την οποία πρωτοχρησιμοποίησε ο Αλέξανδρος Αργυρίου στην Ιστορία του, τείνει να επικρατήσει και στις ανθολογήσεις. Μόνο που το εν λόγω κριτήριο, όσο αυτονόητο δείχνει, τόσο δύσκολο αποδεικνύεται στην εφαρμογή του. Ενα παράδειγμα είναι η ενότητα που αφορά το τοπίο στη διάρκεια του 20ού αιώνα. Σε αυτήν, ο κερματισμός του χρόνου και η ανά θέμα διανομή του προκαλεί αναστάτωση σε μια ομαλή χρονολογική διάταξη. Ετσι, το ποίημα του Νίκου Λάζαρη προτάσσεται εκείνου του Καρυωτάκη, αλλά και του πεζού του Ροΐδη, δημιουργώντας χάσματα, περισσότερο αισθητά μέσω της γλώσσας, που παλινδρομεί μεταξύ καθαρεύουσας και τρέχουσας αστικής δημοτικής.

Κατά τα άλλα, η ανθολογία είναι συνάρτηση της εποπτείας και των αισθητικών κριτηρίων της ανθολόγου. Το εύρος της εποπτείας της Μέντη δηλώνεται από το πλήθος των συγγραφέων που ανθολογεί. Συνολικά ανθολογούνται 153 συγγραφείς, που διαχωρίζονται σε 90 ποιητές και 63 πεζογράφους. Τα ανθολογούμενα αποσπάσματα φτάνουν τα 304, όπου, όμως, υπερτερούν τα πεζά, 160 τον αριθμό, έναντι των ποιημάτων, κι αυτό, γιατί, συχνά, από το έργο των ποιητών επιλέγονται αποσπάσματα από ημερολόγια και αυτοβιογραφίες. Τα αποσπάσματα έχουν αντληθεί από 202 βιβλία και 14 έντυπα.

Πιστεύουμε πως περισσότερο ικανοποιητική αποβαίνει η ανάγνωση της Αθήνας του 19ου αιώνα, καίτοι συντομότερη, πιθανώς γιατί στηρίζεται περισσότερο στον πεζό λόγο. Προβλέπεται, μάλιστα, κι ένα μικρό ανθολόγημα από τα κείμενα ξένων περιηγητών, που παραμένουν ένας αβιβλιογράφητος σε έκταση χώρος. Θέμα πληρότητας σε μια, εκ προοιμίου, περιορισμένη ανθολόγηση δεν τίθεται. Εντούτοις, απουσιάζουν ορισμένοι συγγραφείς που θα θεωρούσε κανείς ως μη εξαιρούμενους σε μια ανθολογία των Αθηνών. Λ.χ., στην ενότητα «ιστορικά βιώματα και μνήμες» λείπει ο Μακρυγιάννης και στην ενότητα «καθημερινή ζωή» ο Παπαδιαμάντης, στον οποίον η ανθολόγος δίνει στην εισαγωγή της εξέχουσα θέση. Ωστόσο, ολίγος Σκιαθίτης, συγκεκριμένα έκτασης μιας σελίδας, υπάρχει σε μια ενότητα που δεν θα αναμενόταν, εκείνη των «περιπάτων και τόπων αναψυχής». Δυστυχώς, στον 19ο αιώνα δεν προβλέπεται ενότητα για τους παρίες, αντίστοιχη με εκείνη του 20ού για τους «περιθωριακούς ανθρώπινους τύπους». Και εκεί, όμως, απουσιάζουν οι Δημοσθένης Βουτυράς και Πέτρος Πικρός, παρ' όλο που και πάλι η ανθολόγος τούς αναφέρει ως αντιπροσωπευτικούς στην εισαγωγή της. Ολίγος Βουτυράς ανθολογείται στον 19ο αιώνα. Μόλις τεσσερισήμισι σειρές από τον «Λαγκά», οι οποίες αναφέρονται στον πόλεμο του 1897. Παρεμπιπτόντως, ένα προβληματικό σημείο της ανθολογίας είναι η συντομία των αποσπασμάτων, τόση που μερικές φορές να δυσχεραίνει την κατανόησή τους, όταν κάποιος αγνοεί το ακέραιο κείμενο.

Σε αντίθεση με τον 19ο αιώνα, η ανάγνωση του 20ού στηρίζεται περισσότερο στην ποίηση, με μια γενναιόδωρη ανθολόγηση ποιητών όλων των γενιών. Οι μόνοι που δείχνουν αδικημένοι είναι οι ποιητές της γενιάς του '80 και οι ακόμη νεότεροι και συνομήλικοι της ανθολόγου. Μάλιστα, σε αυτό το δεύτερο μέρος, προτάσσεται ποίημα του Αχιλλέα Παράσχου, αποθανόντος το 1895. Ηθελημένος ο αναχρονισμός, αφού ο Παράσχος αναφέρεται στον «μιλόρδο» Ελγίνο, που παραμένει μέχρι σήμερα επίκαιρος. Βεβαίως, θα μπορούσε κανείς να παρατηρήσει πως οι πεζογράφοι, από τη γενιά του Μεσοπολέμου μέχρι τους νεότερους, είναι εκείνοι που γράφουν το ογκώδες «μυθιστόρημα» της Αθήνας. Ομως, η ανθολόγος φαίνεται να μη συμπαθεί ιδιαίτερα τη μυθιστοριογραφία. Για παράδειγμα, ακόμη και η ενότητα «νυχτερινή Αθήνα», που είναι από τα προσφιλέστερα μυθιστορηματικά θέματα, καλύπτεται εξ ολοκλήρου με ποιήματα. Υπάρχουν, όμως, ορισμένα πεζογραφήματα που έχουν έναν βαθύτερο δεσμό με την Αθήνα. Ενα κείμενο, που χρησιμοποιεί την πόλη ως σκηνογραφικό πλαίσιο, μπορεί και να παραληφθεί, όχι, όμως, εκείνο στο οποίο η Αθήνα συνιστά ενεργό στοιχείο. Παράδειγμα, οι σεφερικές «Εξι νύχτες στην Ακρόπολη». Παραλείπονται, επίσης, και κάποιοι νεότεροι πεζογράφοι, που ολόκληρο το μυθιστορηματικό τους σύμπαν είναι αθηνοκεντρικό, όπως εκείνο του Θανάση Χειμωνά.

Θα αναμενόταν οι νεότεροι συγγραφείς να κυριαρχούν στη σύντομη, τρίτη κατά σειρά, ενότητα, που γεφυρώνει την παλιά με τη σημερινή εποχή. Παραδόξως, όμως, κι εκεί εμφανίζονται οι Δροσίνης, Ξενόπουλος και Μητσάκης, που προβάλλει διαχρονικός, δίπλα στους δύο στυλοβάτες της ανθολογίας, Παλαμά και Ροΐδη. Πάντως, η ανθολογία δεν κλείνει με κάποια εφιαλτική εικόνα της παγκοσμιοποιημένης εποχής, αλλά με μια πνοή ανάτασης από το τελευταίο βιβλίο του Κώστα Κατσουλάρη, το μοναδικό του 2007 που ανθολογείται. Αναμφιβόλως, πρόκειται για μια πρώτη «ανάγνωση της Αθήνας», που έχει ιδιαίτερη αξία, καθώς γίνεται με την οπτική μιας νεότερης φιλόλογου.