- Ενα βιβλίο γεμάτο αναθυμιάσεις από μνήμες και αλκοόλ. Η ιστορία του μπαρ «17» αλλά και η αυτοβιογραφία του ανθρώπου που έζησε πίσω από το θρυλικό του πάγκο κυκλοφορούν σαν «μυθιστόρημα».
- Ο Φώτης Κρικζώνης είναι πενήντα χρόνια μπάρμαν. Πολλοί του πρότειναν να γράψουν τη βιογραφία του. Εκείνος, όμως, αρνιόταν, γιατί δεν τους εμπιστευόταν. Φοβόταν ότι ήθελαν απ' αυτόν μόνο τα κουτσομπολιά. Η Λίλη Γιαλέσσα-Λεοντίδη, ωστόσο, τον έπεισε. Ετσι το «Εγώ ο μπάρμαν» (εκδόσεις Καστανιώτη) βρίσκεται στις προθήκες των βιβλιοπωλείων. Το βιβλίο ξεκινάει απ' τα παιδικά χρόνια του Φ. Κρικζώνη στα Αγραφα, τα μετεμφυλιακά του βιώματα και συνεχίζεται με τον ερχομό του στην Αθήνα και τη δημιουργία του υπόγειου «θαύματος» που συντελέστηκε απ' το τίποτα στην οδό Βουκουρεστίου ένα βράδυ του 1957: του «17».
- Για τον άνθρωπό μας, το μπαρ «17» ήταν ένας θαυμαστός κόσμος: «Το σχολείο που δεν πήγα, η μόρφωση που δεν αξιώθηκα να πάρω. Κι αυτό το οφείλω στους πελάτες μου. Μου άνοιξαν ορίζοντες στα βιβλία, την τέχνη, την πολιτική. Ηταν απλοί, αβροί, μορφωμένοι, ευπατρίδες. Πίσω από το μπαρ έμαθα τα μυστικά του καλού κόσμου, παρακολούθησα τις κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές, έζησα τη νεότερη ιστορία της πατρίδας μας. Μέσα απ' τους πελάτες μάθαινα τις ειδήσεις πριν γραφτούν στις εφημερίδες».
Οι κανόνες του μπαρ
- Αλήθεια, πώς διώχνει ο μπάρμαν ένα μεθυσμένο πελάτη;
- «Μερικοί δεν μπορούν να κουμαντάρουν τον εαυτό τους. Οταν βλέπεις να χαλάει η φυσιογνωμία του μαγαζιού, πρέπει να πάρεις μέτρα. Να πίνουν, αλλά να σέβονται τους κανόνες του μπαρ».
- Μετανιώσατε ποτέ σερβίροντας ήδη μεθυσμένους;
- «Ο μπάρμαν μπορεί να καταλάβει πότε μεθάει ο πελάτης. Σχηματίζει το ψυχολογικό του προφίλ παρατηρώντας πώς πίνει. Αλλοι γίνονται επιθετικοί κι άλλοι ευσυγκίνητοι. Πρέπει να φερθείς ανάλογα με την περίπτωση. Σταματάς να βάζεις ποτό και του φτιάχνεις κάτι να φάει. Οι έλληνες πότες δεν έχουν την νοοτροπία του Ευρωπαίου ή του Αμερικανού. Ελεγα στους ξένους "έχεις πιει πολύ" κι αυτοί ζητούσαν το λογαριασμό και έφευγαν. Αν πεις κάτι τέτοιο στον Ελληνα, παρεξηγείται. Θυμάμαι τον Παύλο Μάιπα, όταν κάθισε δίπλα του στο μπαρ ένας Ιταλός. Παρήγγειλε ο άνθρωπος ένα ντράι μαρτίνι, το σπεσιαλιτέ μας. Κι από κείνη τη στιγμή ο Παύλος έσκυβε συνεχώς στο αφτί του φωνάζοντας: "αέρααα!". Μία, δυο, τρεις, ο άλλος τον κτύπησε. Παρ' όλα αυτά ο Μάιπας εξακολουθούσε να ζητά ποτό. Δεν του έδινα και τότε βουτάει το ουίσκι ενός πελάτη και βγαίνει έξω εξακολουθώντας να φωνάζει "αέρααα"».
- Αυτά στο παλιό «17». Γιατί στο σημερινό, με πελάτες υπουργούς, πολιτικούς όλων των κομμάτων, δημοσιογράφους κ.ά. δεν νομίζω να συμβαίνουν τέτοια...
- «Το σημερινό είναι διαφορετικό μαγαζί. Αλλά έζησα πολλά τέτοια επεισόδια στο παλιό "17". Θυμάμαι έναν Αμερικανό που έφυγε μεθυσμένος παίρνοντας παραμάζωμα μια πινακίδα της τροχαίας. Τον Σκουλά, εξαιρετικό πελάτη, που έπινε ήσυχα, αλλά συχνά αποκοιμιόταν. Οταν ξυπνούσε, ζητούσε το λογαριασμό και μετά ξανακοιμόταν. Ξυπνούσε και ρωτούσε πάλι για το λογαριασμό. "Ευτυχώς", έλεγε ο ίδιος, "που μου συμβαίνει εδώ, αλλιώς θα έμενα απένταρος". Θυμάμαι ακόμα συζητήσεις πολιτικών για τα Δεκεμβριανά, τον εμφύλιο, για στιγμές δραματικές. Αλλά και για απιστίες, προδοσίες...
- »Ο πότης θέλει να μιλήσει και το αφτί του μπάρμαν είναι πάντα πρόθυμο. Θυμάμαι τη στενοχώρια ενός σημαντικού πολιτικού όταν έμαθε ότι η γυναίκα του τον απατούσε. Προσπάθησα να τον στηρίξω. Μου δόθηκε η ευκαιρία και μίλησα κάποτε στη γυναίκα του. Της είπα να σκεφτεί τι πάει να κάνει. Διαλύει το σπίτι της για ένα ρεμάλι, προικοθήρα που λέει σε όλες τα ίδια. Η κουβέντα μου έπιασε τόπο. Αργότερα, μου είπε: "Με ξύπνησες από λήθαργο"».
Πιο κακή η μοναξιά
- Η μοναξιά οδηγεί συνήθως στην μπάρα;
- «Πιο θλιβερή είναι η μοναξιά της γυναίκας... "Κάτσε λίγο, μη φεύγεις" σου λέει. Τη βλέπεις, είναι δυστυχισμένη. Δεν αναζητά σεξ, αλλά κουβέντα. Γι' αυτό ξεσπά στο τσιγάρο και στο ποτό».
- Τι προτιμούν οι άντρες και τι οι γυναίκες;
- «Οι άντρες κόκκινα ποτά και οι γυναίκες άσπρα, συνήθως τζιν ή βότκα».
- Εσείς πίνατε δουλεύοντας;
- «Παλιά μπορεί να έπινα πέντε, έξι ποτά, κάποτε κι ένα μπουκάλι. Ομως πάντα έλεγχα τον εαυτό μου. Δεν άφηνα το στομάχι μου άδειο. Το πιο δύσκολο ήταν το ξενύχτι, η κούραση και η ευθύνη να παρακολουθείς όλους τους πελάτες. Κι αυτό γιατί το ποτό αλλάζει την κατάσταση αστραπιαία. Μ' αρέσει η δουλειά μου γιατί αγαπώ τους ανθρώπους. Οι περισσότεροι είναι καλοί. Αν τους προσφέρεις ποιότητα, σεβασμό κι αγάπη, θα ανταποκριθούν. Στο βιβλίο περιγράφω τη ζωή μου, όχι για να καυχηθώ, αλλά για να δώσω στους νέους ένα μήνυμα αισιοδοξίας. Να έχουν πίστη στον εαυτό τους. Να είναι ευγνώμονες που δεν στερούνται πράγματα που στη γενιά μου ήταν απαγορευμένα». *
No comments:
Post a Comment