Φρέσκια η διαφήμιση στα βαγόνια του μετρό και στις στάσεις των λεωφορείων, αναγγέλλει θαυμαστικά το νέο κινηματογραφικό έργο. Η ταινία συγκαταλέγεται σε αυτές που αντλούν το σενάριό τους από τα μυθιστορήματα της νέας εποχής, στις σελίδες των οποίων πάει σύννεφο ο εντελώς επιπόλαιος αποκρυφισμός και η αφελέστατη συνωμοσιολογία· την ιστορία την καθοδηγούν και τη γράφουν οι αφανείς σέχτες, οι μυστικές οργανώσεις, αυτό είναι το ζουμί τους, το ηθικόν δίδαγμα. Για να γίνει δελεαστικότερη, η διαφήμιση εξηγεί ότι η ταινία βασίζεται στο μυθιστόρημα τάδε «του συγγραφέα του “Κώδικα ντα Βίντσι”». Ποιος είναι ο συγγραφέας αυτός; Περιέργως, ο Νταν Μπράουν δεν κατονομάζεται. Σιγουριά, μάλλον αστήρικτη, ότι τον ξέρουν οι πάντες; Ατυχής παράλειψη; Παρέμβαση, για μια φορά ακόμα, του δαίμονα του τυπογραφείου; Ή μήπως η μη κατονομασία είναι απόρροια βαθύτερης σκέψης, σύμφωνα με την οποία, από την εποχή του Πιραντέλο όπου διάφορα πρόσωπα ζητούσαν συγγραφέα, περάσαμε πια στην περίοδο όπου τα ίδια τα βιβλία δεν ζητούν τον συγγραφέα τους διότι δεν τον χρειάζονται, είναι περιττός; Μιλάω βέβαια για μυθιστορήματα του είδους αυτού, όπου το όλον ύφος μοιάζει σαν να έχει παραχθεί από μια εξομοιωτική μηχανή, η δε πλοκή άλλο δεν είναι παρά μια επίσης μηχανική ανασύνθεση μοτίβων και κοινών συνωμοσιολογικών τόπων από καιρό ξεθυμασμένων.
Ισως και χωρίς να το θέλει, η ρεκλάμα μάς βεβαιώνει ότι η γραφή δεν ορφανεύει από πατέρα αμέσως μετά τη δημοσίευσή της, οπότε γίνεται κοινό κτήμα, αλλά είναι ορφανή συγγραφέως πριν ακόμα γεννηθεί. Εκτός από τα βιβλία δίχως χαρτί, δηλαδή, τα βιβλία της ψηφιακής εποχής μας, έχουμε πια και τα βιβλία δίχως συγγραφέα, ακόμα ακόμα και τα βιβλία δίχως γραφή, όλα αυτά που τα συναθροίζουμε στα «ευπώλητα», ή τέλος πάντων στη «λαϊκή λογοτεχνία νέου τύπου» και με τα οποία φορτώνουμε τα καλοκαιρινά μπαγκάζια μας.
Λαϊκή λογοτεχνία συνιστούσαν βέβαια και τα αστυνομικά μυθιστορήματα. Ομως εκεί, όταν πρόκειται όντως για λογοτεχνία και όχι για φαστφουντάδικο που παράγει ακατάπαυστα αστείες απομιμήσεις, ο Τσάντλερ είναι Τσάντλερ, ο Χάμετ Χάμετ, η Χάισμιθ Χάισμιθ και ο Τάιμπο Τάιμπο. Στην επιστημονική φαντασία επίσης, όταν δεν έχει κοπεί πάνω στο «επικό» χολιγουντιανό πατρόν, δεν υπάρχει περίπτωση να μπερδέψεις τον Φίλιπ Ντικ με την Ούρσουλα Λε Γκεν. Στην καταναλωτική πεζογραφία των ημερών μας, ημεδαπή και εισαγόμενη, η αγωνία για τον αβανταδόρικο τίτλο είναι μεγαλύτερη από την αγωνία για το περιεχόμενο, και η αγωνία για την πλοκή που μπορεί να γίνει σενάριο είναι μεγαλύτερη από την αγωνία για το ποιος θα στήσει αυτήν την πλοκή, αφού ουσιώδεις διαφορές ανάμεσα στον έναν ή τον άλλον μπεστ-σελερά δύσκολα διακρίνονται. «Ο ποιητής κύριοι περισσεύει!» έλεγε ο Νίκος Καρούζος, με άλλα στο νου και την ψυχή. Ιδού, λοιπόν, που περισσεύει και ο πεζογράφος, αλλά για εντελώς διαφορετικούς λόγους. [Tου Παντελη Μπουκαλα, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 22/5/2009]
No comments:
Post a Comment