Friday, May 29, 2009

Ποίηση


  • Πέρασαν τόσες μέρες κι ακόμα στ' αυτιά μας είναι οι στίχοι των ποιητών που απάγγειλαν. Λέξεις απλές, δικές μας, ελληνικές. Είχαμε σιωπήσει και ακούγαμε. Είχαν έρθει οι λεβέντες φοιτητές μας, τις γιορτινές μέρες, με τα γένια και τα μαλλιά τους, και οι λεβέντισσες, ίσες μαζί τους. Ανετοι, ωραίοι, ίδια η άνοιξη, κάθισαν στην άκρη του καφενείου. Στα δικά μας χρόνια, έμπαινε ο πατέρας, ο θείος, ο γέροντας, σηκωνόμασταν και φεύγαμε. Κουτά πράγματα.
  • Κουτσοπίναν. Λέγαν τα δικά τους, των σχολών τους, πότε αστεία, πότε σοβαρά. Ελαμπαν μες στη νιότη τους. Ο ήρωας γεννιέται; Το 'χει μέσα του; Οι καταστάσεις τον κάνουν; Πότε γύρισε η κουβέντα τους δεν το καταλάβαμε. Τράβηξε το ενδιαφέρον μας. Ελεγαν και τι δεν έλεγαν. Την απάντηση την έχει δώσει ο ποιητής. Το είπε το πιο όμορφο κορίτσι του χωριού μας. Σπουδάζει φιλολογία. Απάγγειλε στίχους. Τίνος; Πού να ξέρουμε. Τράβηξαν ψηλά /Δύσκολα πια να χαμηλώσουν / Δύσκολο και να πουν το μπόι τους. Είναι του Ρίτσου, απ' τη Ρωμιοσύνη, είπε. Καλύτερη απάντηση στο ερώτημα δε βρήκα.
  • Αρχισαν να μιλάνε για την ποίηση. Ν' απαγγέλλουν στίχους. Κι εμείς ν' ακούμε τη μουσικότητά τους, να νιώθουμε τις λέξεις ως πλουμίδια. Αυτό είναι. Οι ποιητές είναι υφάντρες εικόνων με λέξεις δικές μας. Το γειτονοπαίδι μας, ο πιτσιρικάς της τρίτης Λυκείου, που καθόταν με τους φοιτητές μας, απάγγειλε: Ο δρόμος που πήραμε, αδερφέ μου, δεν έχει πίσω / Πίσω για μας είναι μονάχα ο θάνατος / Μπροστά μπορεί και πάλι να 'ναι θάνατος / Είναι άλλος θάνατος μέσα στον ήλιο, αδερφέ μου, που 'ναι σαν τη ζωή. Του Ρίτσου κι αυτό, είπε. Απαντά στο ερώτημα, νομίζω. Είναι απ' τον Ακροβολισμό. Μου αρέσει και τούτο: - Ο Πέτρος, λέει, έχασε τόνα του ποδάρι στον αγώνα / Ο Πέτρος - τον είδε, λέει, ο Νίκος - σεργιανούσε στο χωράφι με τα στάχυα / η άνοιξη τον κρατούσε μπράτσο, λέει - ένα μεγάλο φως / είχε στο κούτελό του - έτσι μεγάλο σα διπλό καρβέλι στο σπίτι της γειτονιάς / κι ένα μεγάλο χαμόγελο στα μάτια του - σαν το τετράγωνο του / ήλιου στη φάμπρικα. Το ξέραμε:/ Μπροστά ήταν ο Πέτρος. Δε ρωτούσαμε άλλο / Οσο κρύο και να 'κανε. Επιμέναμε / Γι' αυτό σου λέω, αδελφέ μου, αυτός ο δρόμος δεν έχει πίσω. Κι αυτό του Ρίτσου, είπε και χαμήλωσε τα μάτια. Μου τον γνώρισε, μουρμούρισε, μια ΚΝίτισσα,
  • Ακούστε και τούτο, πάλι του Ρίτσου, απ' την Κυρά των Αμπελιών. Αϊ, Κυρά, που καρτεράμε στην αυλή σου / να μας κεράσεις το χορό να σκάσουμε το χάρο. Το 'πε όρθιος, βροντερά, ο φοιτητής του Πολυτεχνείου. Αρχισαν, πότε ο ένας, πότε ο άλλος, ακόμα και όλοι μαζί, ν' απαγγέλλουν στίχους. Και τι δεν ακούσαμε. Βάρναλη, Ελύτη, Εμπειρίκο, Παλαμά, Καρυωτάκη, Λειβαδίτη και άλλους, που δε συγκρατήσαμε τ' όνομά τους.
  • Ευφράνθηκε η καρδιά μας. Το δείξαμε κερνώντας τα παιδιά. Τα παινέψαμε. Μας παίνεψαν, γιατί, είπαν, είμαστε αγνοί, ωραίοι, διψασμένο χωράφι. Για σας έγραψαν οι πραγματικοί ποιητές. Πώς το είπε ο Ρίτσος; Αυτοί που περιμένουν στον ξύλινο πάγκο / είναι οι φτωχοί, οι δικοί μας, οι δυνατοί / είναι οι ξωμάχοι κι οι προλετάριοι / κάθε τους λέξη είναι ένα ποτήρι κρασί / μια γωνιά μαύρο ψωμί / ένα δέντρο πλάι στο βράχο / ένα παράθυρο ανοιχτό στη λιακάδα / Είναι οι δικοί μας Χριστοί, οι δικοί μας Αγιοι.
  • Τσουγκρίσαμε με σεβασμό τα ποτήρια τους. Τα μάτια μας υγράνθηκαν. Να 'στε καλά, είπαμε. Μας κοινωνήσατε αλλιώτικα. Εμείς φεύγουμε. Και φύγαμε.
Ιορδ. Α. ΠΡΟΥΣΑΝΙΔΗΣ, ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, 30/5/2009

No comments: