- Κορυφαίος μελετητής της ελληνικής λογοτεχνίας, ο ακαταπόνητος Αλέξανδρος Αργυρίου πέθανε στα 88 του χρόνια αφήνοντας πίσω του μοναδικό έργο
Η λογοτεχνία ήταν γι΄ αυτόν ιστορικό γεγονός. Πάνω της, έλεγε, εκφράζονται οι μεγάλες ρήξεις με την κρατούσα νοοτροπία, αλλά και ο αγώνας να διαμορφωθούν συνειδήσεις... Αυτήν του την άποψη, ο Αλέξανδρος Αργυρίου την αποτύπωσε ολοκληρωμένη στην οκτάτομη «Ιστορία της Ελληνικής Λογοτεχνίας» (Καστανιώτης), έργο-σταθμό που ολοκλήρωσε πρόπερσι στα 86 του και είναι το «απόλυτο» εργαλείο για τη λογοτεχνία μας από την εμφάνιση του φαινομένου του δημοτικισμού μέχρι τις μέρες μας. Και πάλι όμως δεν έλεγε να ξεκουραστεί. Ετοίμαζε έναν κριτικό απολογισμό της νεοελληνικής λογοτεχνίας και παράλληλα τα Απομνημονεύματά του όταν μια πνευμονία τον έστειλε στο νοσοκομείο, όπου πέθανε το απόγευμα της Παρασκευής.
Αλεξανδρινός που εγκαταστάθηκε παιδάκι στην Ελλάδα, ο Αλέκος Κουμπής- όπως ήταν το πραγματικό όνομά του- σπούδασε πολιτικός μηχανικός στο Πολυτεχνείο της Αθήνας. Ειδικεύτηκε σε μελέτες για αντισεισμικές κατασκευές και πρωτοεμφανίστηκε ως λογοτεχνικός κριτικός στα 26 του (1947), περίπου όταν άρχιζε και την καριέρα του ως μηχανικός - καριέρα που διακόπηκε στον Εμφύλιο όταν οι αριστερές ιδέες του τον έστειλαν στη Μακρόνησο, για να συνεχιστεί μετά, έως το 1992. Δεν ήταν κομματικά ενταγμένος, αλλά οι πολιτικές επιλογές του ταυτίζονταν με τις ιδέες της δημοκρατικής ανανεωτικής Αριστεράς. Επί δικτατορίας έπαιξε κομβικό ρόλο στη συντακτική επιτροπή των αντιστασιακών τόμων «Δεκαοχτώ Κείμενα» (1970) και «Νέα Κείμενα», 1 και 2 (1971), ενώ- το κυριότερο- η πολιτική του τοποθέτηση δεν επηρέασε ποτέ την κριτική του οξυδέρκεια.
Ως κριτικός, εστίασε καινοτομώντας σε ζητήματα ποιητικής ή αφηγηματικής μορφολογίας, με έμφαση στην ποίηση του 20ού αιώνα και ειδικότερα στον υπερρεαλισμό. Είναι επίσης ο εισηγητής του όρου «νεωτερικότητα», που επιβλήθηκε για το ρεύμα του ελληνικού μοντερνισμού από το 1920 έως το 1960. Συνεργάστηκε με σπουδαία περιοδικά (όπως το «Ελεύθερα Γράμματα» και, ιδίως, το «Αντί») και εφημερίδες (τελευταία στα «ΝΕΑ»), ενώ δημοσίευε επιφυλλίδες στο «Βήμα» (1971-1973, 1979-1985). Από τα μέσα του ΄70, εγκατέλειψε σταδιακά το πεδίο της βιβλιοκριτικής και πέρασε σε εκείνο της ιστοριογραφικής και συγκριτικής μελέτης συγκεντρώνοντας ένα μοναδικό σε πλούτο αρχείο- το οποίο επεξεργάστηκε ηλεκτρονικά- και προχωρώντας στη σύνταξη «Ιστορίας» με όλους τους συγγραφείς και τα έργα που έχουν συζητηθεί κατά τον 20ό αιώνα.
Πράγματι, το ιδιαίτερο στίγμα αυτού του οκτάτομου έργου που αγκαλιάζει μια ευρύτερη περίοδο, από το 1830 μέχρι το 2006, είναι ότι συσχετίζει τα λογοτεχνικά γεγονότα και τις αισθητικές τάσεις με τα εθνικά και πολιτικά γεγονότα και με τα ιδεολογήματα της κάθε εποχής. Αντίθετα από ό,τι συμβαίνει με τις άλλες σημαντικές Ιστορίες της Λογοτεχνίας (λ.χ. του Μάριο Βίττι), η δική του δίνει λιγότερη έμφαση στην αφηγηματικότητα και περισσότερη στη βιβλιογραφική πληρότητα. Η πρωτοτυπία της έγκειται στο ότι καθρεφτίζει την εικόνα της ελληνικής λογοτεχνίας στα μάτια των συγχρόνων της μέσα από πλήθος παραθέματα, χωρίς άμεσες αξιολογήσεις. Είναι, με αυτήν την έννοια, πιο αντικειμενική χωρίς ωστόσο να είναι ουδέτερη .
- Άργησε η αναγνώριση
Μικέλα Χαρτουλάρη. TA NEA: Δευτέρα 25 Μαΐου 2009
No comments:
Post a Comment