- Μέχρι τώρα ανέβαιναν κυρίως κλιπάκια από τραγούδια στο Ιντερνετ, να όμως που ένας λογοτέχνης, και μάλιστα δύο φορές βραβευμένος με Μπούκερ, ο Αυστραλός Πίτερ Κάρεϊ, υιοθέτησε αυτό το μέσο για να προβάλει το νέο του μυθιστόρημα «Ο παράνομος εαυτός του».
Σε πρώτο πλάνο το πρόσωπο ενός παιδιού με καθαρό γαλανό βλέμμα (παραπέμπει στον ήρωα του βιβλίου του, τον επτάχρονο Τσε), το άγαλμα της Ελευθερίας, μια φοιτητική συγκέντρωση και οι υπότιτλοι περνούν: «Ο Τσε απλώς θέλει τους γονείς του... Αλλά αυτοί είναι μπλεγμένοι. Ριζοσπάστες φοιτητές. Παράνομοι...»
«Το κλιπ ήταν μια επινόηση των αυστραλών εκδοτών μου, ενώ στη συνέχεια το προώθησαν και οι εκδότες μου στην Αμερική και στην Αγγλία. Τώρα βρίσκεται και στην ιστοσελίδα μου. Ωστόσο, ακόμα εξακολουθώ να υποστηρίζω ότι ένα βιβλίο ανακαλύπτεται με τη συζήτηση ανάμεσα στους αναγνώστες» μας εξηγεί ο Πίτερ Κάρεϊ, που έχει εγκατασταθεί στη Νέα Υόρκη.
Ηρωίδα με ελληνικό παρελθόν
Το 13ο μυθιστόρημά του, που μόλις κυκλοφόρησε από τα «Ελληνικά Γράμματα» (μετάφραση Γιάννος Πολυκανδριώτης, επιμέλεια-επίμετρο Μαργαρίτα Ζαχαριάδου), αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το ελληνικό κοινό, αφού η κεντρική ηρωίδα ονομάζεται Αννα Ξένος.
Ο πατέρας της είναι ένας ευθύς, επιβλητικός άντρας, που στο αντάρτικο πολέμησε στα βουνά της Μακεδονίας, ενώ στη συνέχεια μετανάστευσε στην Αμερική. Η Αννα, καθηγήτρια στο πανεπιστήμιο Βασάρ, έχει παρελθόν ακτιβίστριας. Αυτή αναλαμβάνει να μεγαλώσει τον μικρό Τσε, παιδί της φίλης της Σούζαν, η οποία έχει αφήσει την πλούσια οικογένειά της και έχει γίνει χίπισσα, ενώ στη συνέχεια καταζητείται, για τη συμμετοχή της σε συμμορία ληστών τραπεζών.
Βρισκόμαστε στις αρχές της δεκαετίας του '70 και η ιστορία εκτυλίσσεται με φόντο τον πόλεμο του Βιετνάμ, τις κινητοποιήσεις των φοιτητών, τις εναλλακτικές κοινότητες, τη στυγνή αστυνόμευση. Η Σούζαν θέλει να πάρει πίσω τον γιο της με το επαναστατικό όνομα, που σφραγίζει τις πεποιθήσεις της, προσπαθεί να επικοινωνήσει μαζί του, όμως δεν τα καταφέρνει γιατί τη σκοτώνουν σε μια ληστεία.
Η Αννα προσπαθώντας να βρει κάποιον να τη βοηθήσει απευθύνεται στους «Φοιτητές για μια Δημοκρατική Κοινωνία» του Χάρβαρντ, που τη συμβουλεύουν να καταφύγει στην Αυστραλία. Καταλήγει, όμως, να θεωρείται και αυτή παράνομη για την απαγωγή του αγοριού. Οι δυο τους θα ανακαλύψουν την άγρια Αυστραλία, θα βρουν προστασία σε ένα χίπικο κοινόβιο, θα μάθουν τις έννοιες της αγάπης και θα δεθούν με αληθινούς δεσμούς μητέρας και γιου.
- Ρωτώ τον συγγραφέα για το όνομα Αννα Ξένος.
«Ετσι ονομαζόταν μια αμερικανίδα φίλη μου» απαντά. «Γνώρισα πρώτα την Αννα Ξένος προσωπικά και ύστερα λογοτεχνικά. Το όνομά της ήταν τέλειο για κάποια που ζει τέτοιες καταστάσεις. Ηθελα η Αννα να προέρχεται από μια ισχυρή αριστερή πτέρυγα, να είναι εντελώς διαφορετική από τους προνομιούχους φίλους της του Χάρβαρντ. Ηξερα για τον αγώνα των ελλήνων κομουνιστών στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και πολλοί μου είχαν αφηγηθεί πώς τους πρόδωσαν οι Βρετανοί. Δεν είναι παράξενο, λοιπόν, που αποφάσισα ο πατέρας της να είναι Ελληνας».
- Εχετε ταξιδέψει στη χώρα μας. Πείτε μας γι' αυτή την εμπειρία.
«Προέρχομαι από τη Μελβούρνη, η οποία στο παρελθόν ήταν μια από τις μεγαλύτερες ελληνικές πόλεις. Μεγαλώντας, όλοι μας επηρεαστήκαμε από αυτούς τους αλλόκοτους ξένους, που γρήγορα έγιναν φίλοι μας. Αργότερα, στα ταξίδια μου στην Ελλάδα συνάντησα μεγάλους σε ηλικία ανθρώπους, που είχαν παιδιά στην Αυστραλία. Τότε γίναμε εμείς τα παιδιά τους. Αποχωριζόμασταν με δάκρυα στα μάτια».
Ο Πίτερ Κάρεϊ είναι ένας «σεβάσμιος» καθηγητής δημιουργικής γραφής στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης. Στα νιάτα του, όμως, έζησε και ο ίδιος στο χίπικο κοινόβιο του Κουίνσλαντ, από όπου άντλησε για το μυθιστόρημά του. Η απάτη, το έγκλημα, οι μισές αλήθειες, η επίπλαστη πραγματικότητα παραμένουν τα αγαπημένα του θέματα. Οπως και το τι σημαίνει να είσαι Αυστραλός, θύτης και θύμα της αποικιοκρατίας.
- Υπάρχουν αυτοβιογραφικά στοιχεία στο νέο σας μυθιστόρημα;
«Συνήθως αρχίζω από μια ιδέα, από την επιθυμία να εξερευνήσω ένα γεγονός. Το συγκεκριμένο βιβλίο γεννήθηκε από την επιθυμία να κατοικήσω σ' έναν τόπο και χρόνο. Αυτό το μέρος ήταν το βόρειο Κουίνσλαντ, στη δεκαετία του '70. Ημουν μάρτυρας ενός σκανδάλου: Το FBI συνέλαβε έναν φίλο μας. Τον καταζητούσαν ως ύποπτο για εισαγωγή κοκαΐνης. Η επιδρομή της αστυνομίας είχε τραγικές και κωμικές πλευρές, αλλά δεν ήθελα να γράψω ευθέως για όλα αυτά. Δεν είμαι ρεπόρτερ. Είμαι εφευρέτης. Ζω και δημιουργώ τους χαρακτήρες μου, όπως κάθε συγγραφέας. Οι χαρακτήρες μου βρίσκονται σε εξέλιξη στο μυθιστόρημά μου, μέχρι το τέλος, τους λυγίζω, τους τεντώνω, τους αλλάζω μέχρι που να γίνουν αληθινοί».
- Η χίπικη εποχή στο Κουίνσλαντ σας συνοδεύει μέχρι σήμερα;
«Εζησα μερικά δραματικά γεγονότα, αλλά τα περισσότερα ήταν ευχάριστα, όχι μόνο τότε αλλά και σαν ανάμνηση. Μετά πήγα στη Νέα Υόρκη, με τον ήχο από τις σειρήνες στον αέρα, ενώ βρισκόμουν νοερά στο Κουίνσλαντ, σε ένα πλούσιο σε αισθήσεις περιβάλλον. Μπορεί στον Τσε και στην Αννα να μην άρεσε αυτό το μέρος -έντομα, αράχνες, ζέστη, σκόνη-αλλά εγώ το αγάπησα, νιώθω προνομιούχος που έζησα εκεί».
- Κοιτώντας από απόσταση, βλέπετε το κίνημα των χίπι σαν μια ρομαντική ουτοπία ή σαν πολιτική διαμαρτυρία;
«Δεν ήταν ουτοπία, αλλά ένας πολύ ευχάριστος τρόπος ζωής. Το κίνημα τότε δεν ήταν ευρέως πολιτικό, ο τρόπος όμως ζωής ήταν: Να αρνηθείς τις αξίες της υλιστικής κοινωνίας, να απορρίψεις τα συντηρητικά σεξουαλικά ήθη, να αγκαλιάσεις τα ναρκωτικά, να δεις την πρόοδο του καπιταλισμού ως μια απειλή για τον πλανήτη. Ηταν μια περίοδος που η γύμνια έγινε πολιτική πράξη».
- Οι νέοι του '60 έκαναν τη δική τους επανάσταση. Οι σημερινοί νέοι;
«Η νέα γενιά της Αμερικής δεν απειλήθηκε με στράτευση στους εγκληματικούς πολέμους. Αυτό το γεγονός έχει μειώσει το πάθος της, αλλά δεν ξέρουμε τι μπορεί να συμβεί από εδώ και πέρα. Τα παιδιά μου μαθαίνουν πόσο λάθος είναι οι τιμές που ο παγκόσμιος καπιταλισμός βάζει σε αυτό που πουλάει τόσο «φτηνά». Βλέπουν τον πλανήτη να καταστρέφεται. Βλέπουν τα αδιέξοδα της εκπαίδευσης. Δεν έχουν άλλη επιλογή από το να επαναστατήσουν για τα δικαιώματά τους. Θα ήμασταν ανόητοι εάν δεν κοιτάζαμε πίσω στην ιστορία. Ομως το μέλλον δεν πρέπει να γίνει θύμα της».
«Δεμένος με όσους αγαπώ»
Ο Κάρεϊ μεγάλωσε σε μια οικογένεια εμπόρων και ο ίδιος αρχικά εργάστηκε ως διαφημιστής. «Είχαμε λίγα βιβλία στο σπίτι. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, λογικά δεν θα γινόμουν συγγραφέας. Μικρός δεν φανταζόμουν ότι θα μπορούσα καν να συναντήσω κάποιον συγγραφέα» λέει.
- Το ταλέντο ή το προσωπικό ύφος καθορίζει έναν συγγραφέα;
«Δεν μπορείς να γίνεις επιτυχημένος αθλητής, εάν δεν έχεις την κλίση. Το ίδιο συμβαίνει και με τη συγγραφή. Αλλά από τη στιγμή που εντοπιστεί το ταλέντο, χρειάζεται πολλή δουλειά. Οπως οι αθλητές, έτσι και οι συγγραφείς πρέπει να προπονούμαστε καθημερινά, εβδομαδιαία, πάντα. Δεν πρέπει να είμαστε ικανοποιημένοι με τις επιδόσεις μας. Και, αντιθέτως ίσως με τους αθλητές, πρέπει να διαβάζουμε, να διαβάζουμε και να διαβάζουμε. Οσο για το ύφος, πιστεύω ότι προέρχεται από κάπου βαθιά μέσα μας και σχηματίζεται από τη δύναμη των πραγμάτων που έχουμε ανάγκη να πούμε».
Στον «Παράνομο εαυτό του» ο Κάρεϊ μοιάζει και ο ίδιος σαν «ξένος» που ανακαλύπτει τον γενέθλιο τόπο του. Ομως το ίδιο ξένος νιώθει και στην Αμερική, όπου μένει από τη δεκαετία του '80: «Είμαι ξένος σχεδόν παντού. Εφτασα εδώ πάνω στα κύματα της αλλαγής. Μένω εδώ, αλλά παραμένω δεμένος με εκείνους που αγαπώ».
Τα δύο Μπούκερ και οι άλλες διακρίσεις που έχει πάρει, οι πωλήσεις των βιβλίων του, που διαρκώς αυξάνονται, δεν έχουν αλλάξει δραστικά την καθημερινότητά του. «Γράφω πάντα το πρωί και διαβάζω πάντα το απόγευμα. Περιμένω την ώρα που η υπέροχη γυναίκα μου, Φράνσις, θα ανοίξει την πόρτα. Συχνά συζητώ με τους δύο γιους μου. Μερικές φορές τους μαγειρεύω. Μερικές φορές το τρώνε κιόλας...» *
No comments:
Post a Comment