Sunday, May 10, 2009

Ο Τζορτζ Στάινερ, ένας κατ’ εξοχήν άνθρωπος της λογοτεχνίας, γράφει για τον Μάρτιν Χάιντεγκερ

  • Η «αναγνωστική» προσέγγιση ενός φιλοσόφου

Τζορτζ Σταϊνερ "Χάιντεγκερ", μετ. Ασημίνα Καραβαντά. Επιστημονική επιμέλεια: Γκόλφω Μαγγίνη, εκδ. Πατάκη

  • Ενα ακόμη βιβλίο για τον Χάιντεγκερ. Η φιλοσοφία που αψηφούσε τους «επαγγελματίες» φιλοσόφους έγινε κατ’ εξοχήν αντικείμενο, ή θύμα, των ειδικών και της ιεροφαντικής τους διαμεσολάβησης. Το βιβλίο, βέβαια, δεν είναι γραμμένο από έναν φιλόσοφο, αλλά από έναν «άνθρωπο της λογοτεχνίας». Κι αυτό έχει τη σημασία του. Η αναστροφή του Στάινερ με κείμενα τον βοηθά να αντιμετωπίσει πρωτίστως το φιλοσοφικό έργο ως αναγνώστης: προχωρά μέσα στο κείμενο, κατακτά το νόημα ή δυσφορεί, όταν δεν το πετυχαίνει, απορεί, αναγνωρίζει, ανακουφιστικά, και χωρίς αναστολές, την «άγνοιά» του, ή χρεώνει με ανεπάρκεια τη σκέψη που εξετάζει.
  • Μια καθαρά «αναγνωστική», δηλαδή, τακτική απέναντι σε μια σκέψη που, επιπλέον, δύσκολα αφήνεται να συνοψιστεί και να αποσπαστεί από τη ροή του πρωτότυπου κειμένου· αποκομμένες απ’ αυτό οι έννοιές του μοιάζουν μάλλον κοινότοπες και αυτονόητες. Μια σκέψη όπου η χρησμική διατύπωση ενός απαράφραστου «Είναι» και οι καλειδοσκοπικές της ταυτολογίες φέρνουν κάποιες φορές, για να είμαστε ταπεινά ειλικρινείς, τις προσληπτικές μας ικανότητες στα όριά τους.

Η προφανής αλήθεια

  • Ο αγγλοσαξονικός «κοινός νους», λοιπόν, και το αναλυτικό αισθητήριο του Στάινερ, ασκημένο στα μείζονα πνευματικά φαινόμενα του δυτικού πολιτισμού, καταφέρνει να περισώσει, στην περιορισμένη έκταση του βιβλίου, κάτι ουσιαστικό: η φιλοσοφία αυτή, για άλλους, ένα από τα ριζικότερα διαβήματα της δυτικής σκέψης, και, για άλλους, απλώς μια συρραφή φληναφημάτων, μας υποβάλλει, αν μη τι άλλο, την αίσθηση ότι η αλήθεια, για το είναι, για τον κόσμο ή για οτιδήποτε άλλο θα μπορούσε να θεωρηθεί ως κλειδί της εγκόσμιας παρουσίας μας, είναι τόσο κοντά, τόσο προφανής, τόσο άμεσα δεδομένη στην ταπεινή εμμένεια της ύπαρξής μας. Τόσο κοντά που την αγνοούμε και την παραδίδουμε στη λήθη, ενώ μια απλή αστραπιαία έκλαμψη θα μπορούσε να μας επιτρέψει να την κατακτήσουμε. Οτι εκείνο που, πριν απ’ όλα, έχουμε ξεχάσει είναι ο θαυμασμός γι’ αυτήν την πρωταρχική διάσταση της ύπαρξης, για την αξία αυτού του απλού ρήματος «είναι», που έχει μια σημασία υπαρκτή και αναντίρρητη, αλλά και άρρηκτα συνυφασμένη με το τίποτα.
  • Ωστόσο, έχει κανείς την επίμονη αίσθηση πως το κύριο μέλημα του βιβλίου δεν είναι να παραδώσει μιαν ακόμη «σύνοψη» του Χάιντεγκερ. Οτι ήταν απλώς η αφορμή για να απαντηθούν κάποια άλλα ερωτήματα, που ζώνουν πεισματικά τον συγγραφέα του από την αρχή μέχρι το τέλος: συνεργάστηκε ο Χάιντεγκερ με τους ναζί, είχε σχέση η φιλοσοφία του με την εθνικοσοσιαλιστική κτηνωδία, γιατί ο φιλόσοφος δεν είπε μεταπολεμικά ούτε μια κουβέντα για το Ολοκαύτωμα;
  • Ερωτήματα εν μέρει μάταια και αφελή, ας μου επιτραπεί, για τα οποία έχει πάλι κανείς την επίμονη αίσθηση ότι ο Στάινερ κατέχει την απάντηση, αλλά τα ανακλαστικά ενός «ανθρωπιστικού» υπερεγώ την αναβάλλουν συνεχώς. Ετσι, ευελπιστεί ότι μια ικανοποιητική εξήγηση θα μας δοθεί, όταν εκδοθεί, ας πούμε, το, αρκετά σημαντικό, ανέκδοτο ακόμη έργο του φιλοσόφου.

Η μεταπολεμική σιωπή

  • Σίγουρα (ή σχεδόν), κανείς ναζί δεν είχε διαβάσει ή δεν θα μπορούσε να διαβάσει το «Είναι και Χρόνος», και η επίδρασή του, αν υπήρξε, σε αυτό το επίπεδο είναι αμελητέα. Σίγουρα, η ναζιστική βαρβαρότητα δεν έπεσε εξ ουρανού, και αυτή η καθαρτική μανία για αυθεντική ύπαρξη, ειδοποιό στίγμα της χαϊντεγκεριανής φιλοσοφίας, είναι πιθανόν το προϊόν, η «οικεία ατμόσφαιρα» μιας εποχής, ενός πολιτισμού ή και ενός έθνους ακόμη, και φέρει αφ’ εαυτής, μέσα στην ιδεοληπτική της καταφορά, την ίδια τη βία. Μια βία όχι πολύ διαφορετική απ’ αυτήν που εξαπέστειλε στον όλεθρο μερικά εκατομμύρια Εβραίων και λοιπών «αναυθεντικών» στοιχείων.
  • Από την άλλη, υπάρχει ο αντίλογος: η σιωπή του Χάιντεγκερ, μετά τον πόλεμο, μπορεί να μην είναι απλώς μια υπεκφυγή ενός «πανούργου χωριάτη», αλλά να προτείνει ένα νέο φιλοσοφικό ήθος, μακριά από τις καταγγελτικές ευκολίες ενός εξεγερμένου ανθρωπισμού τύπου Σαρτρ, ας πούμε, και σε μια βαθύτερη αντιστοιχία με μιαν, πέρα του κακού και του καλού, ηθική του Είναι, όπως αυτή εκτίθεται μέσα στο έργο του φιλοσόφου.
  • Ομως, ούτως ή άλλως, δεν βλέπω καμιά αντίφαση στο γεγονός ότι ένας «μικροπρεπής καριερίστας» κατάγει τον στοχαστικό άθλο που λέγεται «Είναι και χρόνος» ούτε και στο γεγονός ότι ο φιλόσοφος αυτός θα μπορούσε να εμπνεύσει, να δικαιολογήσει ή να ανεχθεί τις συγκεκριμένες φρικαλεότητες. Το «μυστήριο» ενυπάρχει ίσως μέσα σε ένα γεγονός πρωταρχικότερο: τίποτα δεν εμποδίζει και δεν είναι καθόλου ασυμβίβαστο, μέσα στην ανθρώπινη κατάσταση και ιστορία, ένας «ηθικώς ανάξιος» να έχει τις διεισδυτικότερες οντολογικές ενοράσεις. Και αυτό το «μυστήριο» είναι που εγκλείει ίσως την πλέον τυφλή βία. Ή, για να το διατυπώσουμε περισσότερο αφοριστικά, με μια φράση του Ζήσιμου Λορεντζάτου από το πρόσφατο, μεταθανάτιο, έργο του: το πρόβλημα με τη φιλοσοφία είναι ο ίδιος ο φιλόσοφος.
  • Του Βασίλη Πατσογιάννη, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 10/5/2009

No comments: