- Στο πρώτο του μυθιστόρημα, ο Θάκεραιη λέει με καυστική γλώσσα «όλη» την αλήθεια για τους εγκληματίες
W.M. Thackeray: Κάθρην. Μετάφραση - Σημειώσεις - Επίλογος: Γιώργος Μπλάνας, εκδ. Νεφέλη
Στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα ακμάζει και στην Αγγλία ο ρεαλισμός, ένας ιδιότυπος, διδακτικός, «ηθικός» όπως έχει χαρακτηριστεί ρεαλισμός, που απλώνει τις ρίζες του στον προηγούμενο αιώνα, σε συγγραφείς όπως ο Ντάνιελ Ντιφόου, ο Χένρυ Φήλντινγκ και ο Τομπάιας Σμόλετ αλλά και στον ρομαντισμό. Είναι η εποχή του αλφαβητισμού, του φτηνότερου βιβλίου, των κινητών βιβλιοθηκών που διευρύνουν το αναγνωστικό κοινό των μυθιστορημάτων, δημοφιλών ήδη από τον προηγούμενο αιώνα. Διψασμένο για ιστορίες παράξενες και εκπληκτικές, το κοινό καταβροχθίζει μετά μανίας γοτθικά μυθιστορήματα, «μυθιστορήματα τύπου Νιουγκέιτ», με θέματα δηλαδή παρμένα από τα χρονικά της ομώνυμης φυλακής, μελοδραματικά μυθιστορήματα και άλλα που παρουσιάζουν τη χλιδή και τη λάμψη της αριστοκρατικής ζωής (τα περίφημα Silver-Fork novels, στα οποία η αριστοκρατικότητα ορίζεται με κριτήριο το αν τρώει κανείς ή όχι τα μπιζέλια με το μαχαίρι).
Εργο υποτιμημένο
Σ’ αυτό το περιβάλλον, ο Ουίλλιαμ Θάκεραιη (1811-1863), ο θεωρούμενος ως αρχηγός της ρεαλιστικής σχολής, γόνος εύπορης οικογένειας που έχει φροντίσει να ξεκοκαλίσει πολύ νωρίς την πατρική περιουσία σε χαρτοπαίγνια, δάνεια και κακές επενδύσεις και δουλεύει σκληρά ως δημοσιογράφος για να ζήσει, δημοσιεύει το πρώτο του μυθιστόρημα σε συνέχειες στο περιοδικό «Fraser’s Magazine» (1839-1840). Υποτιμημένο από τον ίδιο αλλά και για πολύ καιρό από την κριτική, το έργο αυτό εκδίδεται σήμερα στα ελληνικά και εκπλήσσει με την παραδοξότητα και την καινοτομία του, που ταιριάζουν όπως φαίνεται περισσότερο στη μοντέρνα ευαισθησία.
Πρόκειται για ένα λογοτεχνικό μανιφέστο, ένα «μυθιστόρημα περί του μυθιστορήματος», ένα διακειμενικό, αυτοαναφορικό έργο που πέρα από την ιστορία μιας φόνισσας, κι αυτήν εξιστορημένη με μια ειρωνεία που αγγίζει τα όρια της φάρσας, παρουσιάζει ανάγλυφα το λογοτεχνικό στερέωμα της εποχής, το γούστο, το κοινό, την κοινωνία και εκθέτει τη μελλοντική διαδρομή του Θάκεραιη – προοικονομώντας παράλληλα την ίδια την εξέλιξη της αγγλικής λογοτεχνίας. Ολα αυτά επενδυμένα με τα βιτριολικά σχόλια του πανταχού παρόντος αφηγητή, που περιλαμβάνει τους πάντες και τα πάντα με γλώσσα ιδιαιτέρως εύχυμη, προκαλώντας διαρκώς το χαμόγελο, αν όχι το γέλιο, του αναγνώστη.
Κάθρην λοιπόν: μια ηρωίδα που μόνο ηρωίδα δεν είναι, μια σερβιτόρα πανδοχείου που θα σκοτώσει τον άντρα της και θα εκτελεστεί γι’ αυτό. Στο έργο δεν υπάρχουν θετικά πρόσωπα, υπάρχουν οι σνομπ στους οποίους ο Θάκεραιη θα αφιερώσει το ομώνυμο βιβλίο, εγκληματίες, με ψήγματα ανθρωπιάς ενδεχομένως, καθάρματα. Η πλοκή είναι στοιχειώδης και υπακούει στην εκπεφρασμένη πρόθεση του βιβλίου να κατακεραυνώσει τα μυθιστορήματα τύπου Νιουγκέιτ που εξιδανικεύουν τους εγκληματίες – στο πλαίσιο συχνά της κριτικής της θανατικής καταδίκης· να παρουσιάσει τους κανάγιες και τους λεχρίτες στις πραγματικές τους διαστάσεις και να διασώσει έτσι τα χρηστά ήθη και το γούστο του κοινού· και να παρωδήσει τον άσπονδο φίλο του, τον Τσαρλς Ντίκενς, επίσης δημοσιογράφο, που έχει κάνει ήδη ένα εντυπωσιακό λογοτεχνικό ντεμπούτο και στου οποίου τη σκιά θα καταδικαστεί να ζει, όπως φαίνεται, ο Θάκεραιη εις τους αιώνας των αιώνων. Αδίκως, πάντως, όπως αποδεικνύεται από το πρώτο του κιόλας μυθιστόρημα, διότι η πένα του δεν υπολείπεται σε δύναμη και οξυδέρκεια αυτής του Ντίκενς, απλώς διαφέρει.
Ο Θάκεραιη θα βασιστεί σε αρχεία, ως γνήσιος ρεαλιστής, αλλά θα διανθίσει την αφήγησή του με κάμποσα πρόσωπα, που άλλα προσδίδουν σοβαρότητα και άλλα ελαφραίνουν την ιστορία: τον κόμη, πρώτο έρωτα της Κάθρην, τον γιο τους και συνεργό στον φόνο, τον σύντροφο του κόμη και τον ακόλουθό του. Θα επινοήσει επίσης μια διαδρομή για την Κάθρην από την πρώτη γνωριμία της με τον κόμη ώς την επανασύνδεσή τους και τη δολοφονία του συζύγου της, που την περιμάζεψε όταν βρέθηκε στην ανάγκη, αλλά δεν έχει τίποτα το αξιαγάπητο πάνω του. Θα στήσει ολοζώντανες σκηνές, με ζωηρούς διαλόγους, απολαυστικές λόγω της ειρωνείας του συγγραφέα αλλά και του οίστρου του, όπως η τελευταία συνάντηση των δύο πάλαι ποτέ εραστών, με στόχο να ολοκληρώσουν εκ νέου τις σχέσεις τους.
Στην ψυχή του εγκληματία
Η ιστορία αυτή όμως, φαινομενικά άκρως διδακτική, είναι στην πραγματικότητα ένα μανιφέστο του ρεαλισμού, αφού αυτό που καταλογίζει εντέλει ο Θάκεραιη στους συγγραφείς, του Ντίκενς συμπεριλαμβανομένου, είναι ότι δεν λένε «όλη» την αλήθεια για τους εγκληματίες, δεν μπαίνουν στην ψυχή τους, δεν εξηγούν τα ελαττώματά τους. Κάτι που ο ίδιος κάνει από το πρώτο του αυτό μυθιστόρημα, εξηγώντας τη συμπεριφορά της Κάθρην κοινωνικά, συμπονώντας την σ’ ένα βαθμό για τη μοίρα και την τύχη που την οδηγούν να γίνει αυτό που είναι, παρουσιάζοντας τους εγκληματίες ως κανονικούς ανθρώπους – κάτι που προφανώς ενόχλησε ιδιαιτέρως τους αναγνώστες της εποχής. Διότι ο Θάκεραιη δεν πιστεύει στην έμφυτη καλοσύνη και αθωότητα (εξ ου και η μελανή περιγραφή του γόνου του ζεύγους), θεωρεί ότι το έγκλημα και η αμαρτία είναι στοιχεία της ανθρώπινης φύσης και, επομένως, της ανθρώπινης κοινωνίας και ο συγγραφέας οφείλει να τα περιγράφει ως έχουν.
Τα πρόσωπα, οι φωνές, τα γεγονότα μετασχηματίζονται στο κείμενο διαρκώς, παρωδώντας όλους τους κώδικες των μυθιστορημάτων της εποχής. Ο αφηγητής δεν αφήνει στιγμή τον αναγνώστη σε ησυχία με τα σχόλιά του, ο Θάκεραιη παρακολουθεί τον εαυτό του να γράφει και κρίνει την ίδια τη γραφή. Στοιχεία πολύ μοντέρνα, έως και μεταμοντέρνα, σ’ ένα μυθιστόρημα σχεδόν δύο αιώνων, θαυμάσια μεταφρασμένο από τον Γιώργο Μπλάνα, που αποδεικνύει για άλλη μια φορά ότι τα κλασικά κείμενα ανήκουν –ευτυχώς– στην αιωνιότητα. Η οποία δεν κουράζεται να τα διαβάζει, να τα ξεχνάει, να τα αναδεικνύει ξανά και να τα δοξάζει.
- Της Τιτικας Δημητρουλια, Η Καθημερινή, 24/5/2009
No comments:
Post a Comment