- «Ο Ελληνας Στίβεν Κινγκ» ήταν ο χαρακτηρισμός που ακολουθούσε τον Βαγγέλη Ραπτόπουλο για ένα διάστημα. Αφού εξερεύνησε τις γκρίζες ζώνες της ελληνικής κοινωνίας, τώρα προχωράει ακόμα πιο πέρα με το νέο του βιβλίο «Απέραντα άδειο σπίτι» (εκδόσεις «Κέδρος»), που από αύριο θα βρίσκεται στα βιβλιοπωλεία. Πρόκειται για επτά νουβέλες στο ύφος της μαύρης κωμωδίας, γεμάτες ειρωνεία και ανατροπές.
- Οι ήρωές του είναι συνηθισμένοι άνθρωποι που βυθίζονται σε αλλόκοτες καταστάσεις, είτε ακραίοι τύποι που αγωνίζονται να γίνουν κανονικοί: Μια κοπέλα εγκλωβίζεται σε ένα ασανσέρ αλλά και στους κόλπους της «αγίας ελληνικής οικογένειας». Ενας πρώην αντάρτης πόλεων επιχειρεί να κάνει μια καινούρια αρχή. Στο «Ι love Greece» ένας 40άρης με επιτυχημένη καριέρα στα media αρχίζει να συνειδητοποιεί πως είναι ομοφυλόφιλος και τρελαίνεται.
- Ο έρωτας ακόμα και στις πιο ακραίες μορφές, όπως η παιδοφιλία και η αιμομειξία, αλλά και ο μεταλλαγμένος στα χρόνια του Μεγάλου Αδελφού, είναι παρών. Στην ψηφιακή μας εποχή γίνεται και ιντερνετικός, με τη νεαρή γυναίκα της τελευταίας ιστορίας να απολαμβάνει το διαδικτυακό σεξ με άγνωστους άντρες οι οποίοι στην πραγματικότητα είναι οι γείτονές της που απεχθάνεται. Συνδετικός κρίκος των ιστοριών είναι η Λίμνη Αχαΐας, το επινοημένο παραθαλάσσιο θέρετρο που έχουμε συναντήσει σε παλαιότερα βιβλία του Β. Ραπτόπουλου, αλλά και το διεθνές αεροδρόμιο της Αθήνας.
-Τελικά, τι σημαίνει ο τίτλος «Απέραντα άδειο σπίτι»;
- «Είναι το απέραντα άδειο σπίτι του ατομισμού, όπου μας ωθεί η ελεύθερη αγορά. Στις σύγχρονες κοινωνίες δύο ρόλοι επιτρέπονται ουσιαστικά: Από τη μία ο βασιλιάς μέσος άνθρωπος, και από την άλλη τα "τέρατα": τρομοκράτες, παιδεραστές κ.λπ. Στο βιβλίο εξερευνώ την πιθανότητα ο ένας ρόλος να πηγάζει από τον άλλο».
-Γιατί επιλέξατε ως συνδετικό κρίκο των ιστοριών σας τη Λίμνη Αχαΐας;
- «Μέχρι προ τινος, χωριά σαν τη Λίμνη Αχαΐας υποτίθεται ότι αποτελούσαν την αποθέωση του κοινοτικής ζωής -οι άνθρωποι είχαν πιο ουσιαστική επαφή, και δεν ήταν τόσο αποξενωμένοι. Εάν ένα τέτοιο μέρος γέμισε πια με τέρατα, αυτό σημαίνει ότι η παγκοσμιοποίηση έχει αλλοτριώσει τα πάντα. Και αποδεικνύεται ότι όσα συμβαίνουν στις μητροπόλεις του πλανήτη θα μπορούσαν κάλλιστα να συμβαίνουν και σε μια μικρή γωνιά της Ελλάδας. Η Λίμνη Αχαΐας εκφράζει όσα ζήσαμε την τελευταία εικοσαετία, από την πτώση του Τείχους και μετά, οπότε άρχισε να κυριαρχεί μια ασύδοτη ελεύθερη αγορά που γέννησε τη σημερινή κρίση, όχι μόνο την οικονομική».
-Βλέπετε διέξοδο από αυτή την κρίση;
- «Μα σ' εμάς δεν έχει έρθει ακόμα! Απλώς τα γεγονότα του Δεκεμβρίου μάς προϊδεάζουν. Μέχρι τη δική μου γενιά υπήρχε μια αίσθηση συλλογικότητας, κυρίως μέσω της αριστεράς. Οι μικρότεροι, όμως, από τους 30άρηδες ώς τη γενιά του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, μεγάλωσαν σε ένα κλίμα όπου μόνο το κέρδος μετράει. Οι σημερινοί νέοι βίωσαν μόνο τον ατομισμό, και βλέπουν έναν κλειστό ορίζοντα επαγγελματικά και κοινωνικά, που τους φέρνει τυφλό θυμό. Φαίνεται ότι από δω και μπρος θα δημιουργηθούν δύο παράλληλες τάσεις: Ενα κομμάτι της κοινωνίας θα συντηρικοποιηθεί πιο πολύ, θα ζητάει περισσότερη καταστολή και αστυνομία. Κι ένα άλλο κομμάτι θα ευαισθητοποιηθεί και ίσως ανακαλύψει μια νέα συλλογικότητα. Σ' αυτό το δεύτερο κομμάτι, μαζί με τα καλά, υπάρχει και μηδενισμός και βία. Το ψάρι έχει και κόκαλα!»
-Στο βιβλίο σας βλέπετε αρκετά ρομαντικά το χαρακτήρα του τρομοκράτη. Η βία είναι δικαιολογημένη όταν έχει στόχο να διορθώσει την κοινωνική αδικία;
- «Ο δικός μου τρομοκράτης καταλήγει εναντίον της βίας, είναι το αντίθετο του Κουφοντίνα. Η λογοτεχνία είναι η επινόηση της πραγματικότητας, η διόρθωσή της μέσω της φαντασίας. Ο ήρωάς μου εγκαταλείπει το αντάρτικο πόλεων αλλά παραμένει αριστερός και θεωρεί ως μίνιμουμ το αίσθημα δικαίου. Πώς να μην αγανακτήσει κανείς όταν σακατεύουν μια φτωχή καθαρίστρια σαν την Κούνεβα με βιτριόλι, ανάμεσα στα σκάνδαλα για τη Ζίμενς και το Βατοπέδι; Εξεγείρεσαι, έστω από μέσα σου. Ή ίσως δείχνεις ανοχή σε όσους τα σπάνε. Η βία πύκνωσε τελευταία την παρουσία της, επειδή το κλίμα αβεβαιότητας και απαισιοδοξίας την προκαλεί. Δεν θα την εμποδίσει η αύξηση της καταστολής αλλά η ανάπτυξη μιας ιδεολογίας που θα λειτουργήσει ως αντίβαρο. Αλλάζοντας μυαλά, ο τρομοκράτης του βιβλίου μου πιστεύει ότι το αίσθημα δικαίου σού απαγορεύει να αφαιρείς μια ανθρώπινη ζωή».
-Σε μια άλλη πάλι ιστορία θίγετε ένα θέμα-ταμπού. Σκεφτήκατε ότι μπορεί να σοκαριστεί το κοινό διαβάζοντας για έναν συνταξιούχο που ασελγεί σε ανήλικα κοριτσάκια, στις αίθουσες των κινηματογράφων;
- «Κι εγώ κοινό είμαι, με σοκάρουν όσα και τον μέσο αναγνώστη. Οχι μόνο επειδή έχω κι εγώ παιδί. Θυμάμαι τα δικά μου παιδικά χρόνια, που μας έλεγαν: Προσέξτε στο σινεμά ποιος κάθεται δίπλα σας. Γράφοντας προσεγγίζεις και εξημερώνεις τους φόβους σου. Αλλά δεν γράφω για αυτο-ψυχοθεραπεία, θέλω να εξερευνήσω ένα είδος σύγχρονου Κένταυρου, μισός άνθρωπος-μισός ζώο. Κι έτσι ο ήρωάς μου δεν είναι ακριβώς παιδεραστής αλλά ένας συνταξιούχος που πλήττει υπαρξιακά. Ο Ντοστογέφσκι είχε στους "Δαιμονισμένους" ένα κεφάλαιο όπου ο Σταβρόγκιν εξομολογείται πώς ασέλγησε σε ένα κοριτσάκι, και λογοκρίθηκε ως σκανδαλιστικό για τη ρωσική οικογένεια. Στην παρακμιακή μας εποχή επιτρέπεται μεν να γράψεις για ένα τέτοιο θέμα, αλλά η χειρονομία σου χάνει τη σημασία της με την απάθεια και την ιδιώτευση που κυριαρχούν».
-Γιατί ο χώρος του βιβλίου δυσκολεύεται να ξεπεράσει την παρατεταμένη κρίση που αντιμετωπίζει;
- «Ζούμε στο απόγειο της εμπορευματοποίησης του βιβλίου. Το μπεστ-σέλερ δεν είναι από μόνο του κακό, κακή είναι η αποθέωσή του, πίσω από την οποία συχνά κρύβεται το ωμό οικονομικό συμφέρον. Από την άλλη, οι νέοι συγγραφείς μας μπορεί να προβάλλονται από τα media, αλλά τα βιβλία τους κατά κανόνα έχουν περιορισμένη εμβέλεια. Ο κοινωνικός αναβρασμός που προκαλεί η κρίση ίσως αναδείξει νέα συλλογικά θέματα, που θα επιτρέψουν και στη λογοτεχνία να αποκτήσει ξανά το κοινό της. Αναλόγως και στο τραγούδι, το λαϊκοπόπ της Βίσση και της Βανδή παραπαίει σήμερα, όπως και το λάιφ στάιλ μοντέλο ζωής που το καθιέρωσε. Το έντεχνο ψάχνεται, αλλά από τον Θανάση Παπακωνσταντίνου ώς τον Μάλαμα δεν μπορεί ακόμα να πλατύνει την επιρροή του. Οσο για το χιπ χοπ ή την ηλεκτρονική σκηνή, όσους φανατικούς κι αν αποκτήσουν οι Ακτιβ Μέμπερ ή ο Κωνσταντίνος Βήτα, δύσκολα θα γίνουν αληθινά λαϊκοί. Στο βιβλίο, πάλι, η αναγνώστρια του αισθηματικού μπεστ σέλερ κι ο αναγνώστης του ιστορικού μυθιστορήματος ίσως εγκαταλείψουν το διάβασμα, εάν λόγω κρίσης αλλάξει η καθημερινότητά τους. Ο αναγνώστης της καθαρόαιμης λογοτεχνίας, όμως, δεν αντέχει χωρίς να διαβάζει».
Φωνητικά στους «Φατμέ»
-Φέρνετε παραδείγματα από το χώρο του τραγουδιού αντί του βιβλίου...
- «Μικρός ήθελα να γίνω μουσικός, σχεδόν πιο πολύ απ' ό,τι συγγραφέας. Και πιστεύω ότι γράφω πάντα μουσικά, όχι μόνο ως προς το ρυθμό της φράσης μου, αλλά ακόμα και ως προς τα θέματα ή τις προσεγγίσεις τους... Εχω παίξει κιθάρα με τον Πορτοκάλογλου, πριν τους Φατμέ, έχω κάνει φωνητικά στο δίσκο τους "Βγαίνουμε από το τούνελ", όπως και στον πρώτο προσωπικό δίσκο του Νίκου. Το περίεργο είναι ότι δεν έχω γράψει για το χώρο της μουσικής παρά ελάχιστα -στο "Μαύρο γάμο" ο πρωταγωνιστής μου είναι αρχηγός ενός ροκ γκρουπ- παρότι έζησα από μέσα τα συγκροτήματα, σε πρόβες και σε ηχογραφήσεις. Ισως γράψω κάποτε για όλ' αυτά».
-Τριάντα χρόνια μυθιστορήματα, διηγήματα, δοκίμια. Γράφετε με ευκολία;
- «Φαίνεται ότι γράφω πολλά, όμως στην πραγματικότητα δεν είμαι τόσο παραγωγικός. Δημοσιεύω από 20 χρόνων, και τα περισσότερα από τα 21 βιβλία μου είναι σχετικά μικρά -η "Λούλα" και "Η επινόηση της πραγματικότητας" είναι τα πιο πολυσέλιδα. Εξακολουθώ να έχω αρκετά ημιτελή στα συρτάρια μου γιατί κάπου μπλόκαρα, και πολύ περισσότερα στο κεφάλι μου. Η αλήθεια είναι ότι δεν γράφω εύκολα, βασανίζομαι. Παίρνεις ερεθίσματα απ' όσα συμβαίνουν γύρω σου, τα επεξεργάζεσαι συνειδητά και υποσυνείδητα, και τα επιστρέφεις ξανά στον κόσμο. Θα έλεγα ότι παίρνεις ένα επικαιρικό, εφήμερο υλικό και το μεταμορφώνεις σε κάτι άλλο με φιλοδοξίες διάρκειας μέσα στο χρόνο. Κάπως έτσι αντιλαμβάνομαι κάθε δημιουργική διαδικασία, όχι μόνο τη μυθοπλασία». *
No comments:
Post a Comment