- John Julius Norwich, Βενετία, η παραδεισένια πόλη, μτφρ.: Γιάννης Καστανάρας, εκδόσεις Γκοβόστη, σ. 333, 22 ευρώ
- Ιαν Μακ Γιούαν, Ξένοι στη Βενετία - The Comfort of Strangers, εκδόσεις Σέλας
«Υπήρχαν πολλά πράγματα που μπορούσε να θαυμάσει κανείς εδώ, χρειαζόταν μόνο να είναι προσεκτικός και συγκεντρωμένος».
Ο τίτλος του πρωτοτύπου, το οποίο κυκλοφόρησε για πρώτη φορά πριν από τέσσερα χρόνια, είναι Paradise of cities, Venice in the 19th century. Η διεθνής κριτική το έχει ήδη υποδεχτεί διθυραμβικά. Οι Financial Times μάλιστα το εξήραν, θεωρώντας το «πρότυπο για την ιστορία της Βενετίας». Αλλωστε ο συγγραφέας ανήκει σ' εκείνους τους μελετητές της πραγμάτωσης του πολιτισμού, οι οποίοι αρνούνται συνειδητά να διαβάσουν στατικά το τοπίο και τα ποικίλα, αναπόφευκτα συμφραζόμενά του, μένοντας σταθερά αγκυλωμένοι στην απατηλή επιφάνεια των φαινομένων. Εξοικειωμένος τόσο με τις αντικειμενικές σταθερές των αισθητών όσο και με όλες τις μυθικές παραμέτρους, οι οποίες συνιστούν κατ' ανάγκην το φαινόμενο της Βενετίας, ο John Julius Norwich, επαρκέστατα ενημερωμένος για τις πολύσημες πολιτισμικές καταβολές της ευρωπαϊκής συνομοταξίας, πρόεδρος, μεταξύ άλλων, του Venice in Peril Fund, εταίρος της Βασιλικής Λογοτεχνικής Εταιρείας και της Βασιλικής Γεωγραφικής Εταιρείας, ανακαλεί με υποδειγματικό τρόπο ό,τι συνιστά κατ' εξοχήν την ιδιοπροσωπία αυτής της διάσημης κομβικής πόλης.
Ως ανεπανάληπτη πολεοδομική και όχι μόνον εμπειρία, που έχει αποσπάσει, μεταξύ άλλων, τον τίτλο Η Παράδεισος των πόλεων, η Βενετία του Ναπολέοντα Βοναπάρτη, του παρορμητικού Λόρδου Μπάιρον, του καινοτόμου Τζον Ράσκιν, του μεγάλου Δασκάλου Χένρι Τζέιμς, του οραματικού Ρίχαρντ Βάγκνερ, του λεπτεπίλεπτου ζωγράφου Τζ. Ουίστλερ και του ασίγαστου Ρόμπερτ Μπράουνιγκ ανοίγει όλες τις πόρτες της στον τυχερό αναγνώστη και τον προσκαλεί να την περιδιαβάσει εξαντλητικά, από τη μια άκρη της έως την άλλη. Στον βαθμό μάλιστα που «η τέχνη είναι εκείνη που γεννά ζωή, γεννά ενδιαφέρον, γεννά σημασία, προς δική μας μελέτη κι εφαρμογή, και ουδέν υποκατάστατο γνωρίζω δύναμης και ομορφιάς αντάξιας της διεργασίας της», η Βενετία αποτελεί για τον John Julius Norwich ένα ανοικτό εργαστήριο αισθητικής παιδείας, με το οποίο ελάχιστα μπορούν να παραβληθούν (βλ. ενδεικτικά τον Αλαν Χόλινγκχερστ για τον Χένρι Τζέιμς στο Η γραμμή της ομορφιάς, μετάφραση Ιλάειρα Διονυσοπούλου, εκδόσεις Καστανιώτη, σελ. 150).
Ταξιδεύοντας ανάστροφα το ποτάμι του χρόνου, ο συγγραφέας ταξινομεί το φιλολογικό και άλλο υλικό του με επαγγελματική φρόνηση, αλλά και με αδιάπτωτη ετοιμότητα, η οποία τον στηρίζει στον εντοπισμό της καίριας και ειδοποιού διαφοράς, η οποία κατέστησε τη Βενετία ακαταμάχητη εστία θαυμασμού, δημιουργικής έμπνευσης και καλλιτεχνικής ειδικότερα εμπέδωσης. Η αφοριστική ρήση του ναύτη, ο οποίος υποδέχεται τον Γουσταύο Ασενμπαχ ή Φον Ασενμπαχ, τον περιώνυμο αντι-ήρωα του Τόμας Μαν, στο εμβληματικό έργο του Θάνατος στη Βενετία: «Πολύ πετυχημένη εκλογή», μουρμούρισε, «Α! Βενετία! Εξαίσια πόλη! Τραβάει με μια ακαταμάχητη έλξη κάθε μορφωμένο, εξαιτίας και της ιστορίας της, μα και της σημερινής της αίγλης!» (βλ. εν προκειμένω τη μετάφραση της Μαρίας Κωνσταντινίδη στις εκδόσεις «Ινδικτος», 2006) ηχεί στο βάθος όλων των αναφορών και διερμηνειών του John Julius Norwich, ο οποίος, χαίρομαι που το λέω, ευτύχησε από πλευράς μετάφρασης στη γλώσσα μας.
Θα υποστήριζα μάλιστα ότι ισχύει κι εδώ ό,τι προκάλεσε η αντίστοιχη περιήγηση του Σταντάλ στη βασιλική Σάντα Κρότσε (του Τιμίου Σταυρού) της Φλωρεντίας, το 1817: η προσέγγιση με το καθημερινό θαύμα της Βενετίας οδηγεί σε μιαν αναπόφευκτη έξαρση των αισθήσεων, σε μια ριζική ανακατάταξη των ζωτικών κριτηρίων, αλλά και των μεθόδων θέασης του προϊόντος της τέχνης εν γένει. Από την αφαλκίδευτη πρόσληψη αυτής της ορμητικής σημειολογίας φτάνουμε στην υποταγή του εαυτού στην απολυτότητα του ωραίου, στο κυριολεκτικά εξαιρετικό: «Είχα ήδη περιέλθει σε ένα είδος έκστασης από τη σκέψη και μόνο ότι βρισκόμουν στη Φλωρεντία, και από το γεγονός ότι βρέθηκα τόσο κοντά σε σπουδαίους άνδρες των οποίων τους τάφους μόλις είχα αντικρίσει. Απορροφημένος όπως ήμουν από τη θέαση της ανυπέρβλητης ομορφιάς, την παρατηρούσα από κοντά, την άγγιζα κατά κάποιον τρόπο. Είχα φτάσει σε εκείνο το συναισθηματικό σημείο όπου οι ουράνιες συγκινήσεις που χαρίζουν οι Καλές Τέχνες ανταμώνουν με τα αισθήματα του πάθους. Βγαίνοντας από τη Σάντα Κρότσε, μ' έπιασε ταχυπαλμία ... η ζωή είχε χαθεί από μέσα μου, προχωρούσα με τον φόβο ότι θα σωριαστώ» (βλ. ειδικότερα Ντέιβιντ Λίβιτ, Φλωρεντία, μια ιδιάζουσα περίπτωση, μετάφραση Γιώργου Τζήμα, εκδόσεις «Μεταίχμιο», 2004, σελ. 36 επ.). Εξού και το λεγόμενο σύνδρομο Σταντάλ, όπως ευφυώς το κατέγραψε η ψυχίατρος Γκρατσιέλα Μαγκερίνι.
Θα μπορούσε ίσως το σύνδρομο αυτό να αφορά και όλους όσοι έχουν με το μέρος τους την εύνοια των περιστάσεων και των συγκυριών, εμπιστευόμενοι τόσο το ένστικτο όσο και την εγνωσμένη οξυδέρκεια του John Julius Norwich.
Saturday, September 26, 2009
Ιδεώδης περιήγηση
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment