Ανθεκτικό ψυχροπολεμικό έπος από τον Τζον Λε Καρέ
- Της Μαριας Τοπαλη, Η Καθημερινή, 27/09/2009
Τζον λε Καρε
Κι ο κλήρος έπεσε στον Σμάιλι, Καστανιώτης, 2008
Ο εντιμότατος μαθητής, Καστανιώτης, 2009
Οι άνθρωποι του Σμάιλι, Καστανιώτης, 2009, μετ: Μιχάλης Μακρόπουλος
Πολλοί απ’ όσους γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου, που δεν κατέρρευσε ηχηρά αλλά έσκασε σαν νοσηρή σαπουνόφουσκα –άλλο αν τα κομμάτια της αποδείχτηκαν μακροπρόθεσμα βραδυφλεγώς διαβρωτικά και δηλητηριώδη για την παγκοσμιοποιημένη κοινωνία μας – πολλοί θ’ αναρωτιόμαστε, σχεδόν πνιγηρά, είμαι βέβαιη, πώς θα μπορούσε να δώσει κανείς στους νεώτερους μια πραγματική γεύση του τι σήμαινε για τους ανθρώπους του δυτικού μπλοκ εκείνη η περίοδος. Ψυχρός Πόλεμος θα πει ακήρυκτος και διαρκής, κρυφός και ανελέητος, με τις Ναπάλμ να πυρπολούν αλλού τον πλανήτη και την Ευρώπη να ραγίζει και να αιμορραγεί παράξενα, ταυτόχρονα με την Ινδοκίνα...
Η κυκλοφορία, και στα ελληνικά, με μεγάλη καθυστέρηση, της επικής αφήγησης κατασκοπικής φαντασίας του θρυλικού Τζον Λε Καρέ (1931), μιας άτυπης τριλογίας γύρω από τον Βρετανό αρχικατάσκοπο Σμάιλι, παρέχει γερό στήριγμα σε όποιον ψάχνει κάτι να πει για τα χρόνια εκείνα, χωρίς να ακουστεί μελοδραματικός, ψεύτικος, ανακριβής. Αλλά και χωρίς να υποστείλει τη σημαία του πάθους και των μεγάλων συγκινήσεων, που, τότε ακόμη, εξακολουθούσαν να αρδεύουν τις ανθρώπινες συνειδήσεις.
Η μεταχρονολόγηση της ελληνικής μετάφρασης (τα πρωτότυπα έργα δημοσιεύθηκαν μεταξύ 1974 και 1979, καλύπτοντας δηλαδή ένα σημαντικό φάσμα ψυχροπολεμικού μεγαλείου και πρώτων σημαδιών της «ύφεσης») υποχρεώνει σε παρόμοιους αναστοχασμούς. Ποιος ήταν εκείνος ο αδιανόητος σήμερα, βραχύβιος κόσμος, που υπήρξε κόσμος «μας»; Ποιοι οι ήρωές του; Αν πιστέψουμε τον Λε Καρέ, επρόκειτο, «εντέλει», για «πόλεμο των φαντασιώσεων». Τόσο απλά! Μια απέραντη σπατάλη ζωής, χρήματος, ενέργειας, μια δυσθεώρητη ύβρις για ένα πουκάμισο αδειανό – δύσκολα θα βρίσκαμε κάποιον να δικαιώνει τον Σεφέρη τόσο αμείλικτα όσο ο και προσωπικά εμπλεκόμενος Λε Καρέ (που υπήρξε τω όντι Βρετανός κατάσκοπος ως κατά κόσμον Ντέιβιντ Κόρνγουελ).
«Αδειανό πουκάμισο»
«Η κατασκοπεία», υποστηρίζει, υπήρξε «εντέλει» το «πεδίο μάχης του Ψυχρού Πολέμου». «Φαντάροι του οι κατάσκοποι» με την τρέλα του πολέμου αυτού να «μετατρέπει την κατά βάσιν πολύ απλή δουλειά της κατασκοπείας σ’ έναν ατέλειωτο λαβύρινθο από καθρέφτες όπου μόνον επαγγελματίες γίνονται δεκτοί και κανενός τα μάτια δεν ανοίγουν εντέλει.» Η λέξη–κλειδί μοιάζει να είναι αυτή η μελαγχολική επωδός: «εντέλει». Αν ψάχνετε έναν τρόπο να αφηγηθείτε το σκηνικό αυτό ενός μέρους της ζωής σας, που σαν κόμπος ανεβαίνει στο λαιμό, αρχίζοντας με ρομαντική πίστη σε σπουδαία ιδανικά, συνεχίζοντας ως παρανοϊκή, διασπειρόμενη βία και τελειώνοντας ως φάρσα, ο παχουλός και γερασμένος αρχικατάσκοπος Σμάιλι είναι ο άνθρωπός σας. Ο πάλαι ποτέ διανοούμενος φιλόλογος, ο ειδικός στη γερμανική λογοτεχνία ήρωας του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου (σε τέτοιων ηρώων και «ηρώων» τη σκιά μεγαλώσαμε, και στη σιωπή των απανταχού θυμάτων), ο διαρκώς απατημένος σύζυγος και διαρκώς τσαλακωμένος από τη γραφειοκρατία υπαλληλίσκος, αποδεικνύεται στη μελαγχολική παρακμή του (λουσμένος ωστόσο στο ρομαντικό φως καιρών ακαθόριστα περασμένων) εξαιρετικά σύγχρονος. Δεν επιτρέπει απλώς τις περίφημες «πολλαπλές αναγνώσεις» που είναι τόσο της μόδας τελευταία: τις επιβάλλει.
Τζορτζ Σμάιλι, ο αντιήρωας
«Οχι ένα πρόσωπο στην πραγματικότητα», λέει για τον Σμάιλι ένας αστυνομικός διευθυντής στον τρίτο τόμο. «Περισσότερο σαν ολόκληρο φάσμα προσώπων. Περισσότερο σαν συρραφή διαφόρων ηλικιών, ανθρώπων και προσπαθειών. Ακόμα και διαφορετικών πίστεων». Ο τρόπος του Σμάιλι είναι μια διαρκής άσκηση ισορροπίας, θυμίζοντας τους σχοινοβάτες πάνω από τα καπνισμένα ερείπια των γερμανικών πόλεων. Θα ήταν γελοίος, απαράδεκτος, κακόγουστος αν δεν ήταν τραγικός, εξωτερικεύοντας τη φλόγα μιας βαθιάς εσωτερικής απελπισίας σε επίμονη πράξη. Πλαισιωμένος από αντίστοιχους μονομανείς μαχητές και μαχήτριες, όλους βαφτισμένους στην κολυμβήθρα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και κατανοητός μόνον υπό αυτό το πρίσμα. Κατανοητός, όχι δικαιωμένος: εδώ βρίσκεται η μεγάλη αρετή του συγγραφέα, που γέρνει εντέλει προς τη δύσκολη πλευρά, της κριτικής, όχι της εύκολης μυθοποίησης. Εξακολουθώντας, μολαταύτα, να τείνει, μάταια και διψασμένα, προς την τελευταία, όπως όλοι. Διασχίζοντας με άνεση, άλλοτε ρητά κι άλλοτε υπαινικτικά, όλα τα ντεκόρ: από τις καρικατούρες των λονδρέζικων γραφειοκρατιών του ’60 μέχρι τις βιβλιοθήκες και τις εξοχές της Οξφόρδης· από τους λόφους της Τοσκάνης μέχρι την κολασμένη Ινδοκίνα και το διεφθαρμένο Χονγκ Κονγκ, κι από τα υποβαθμισμένα παρισινά σοκάκια μέχρι τις όχθες της Αλστερ στο Αμβούργο και τη χιονισμένη, αποστασιοποιημένη ελβετική χλιδή, ο Λε Καρέ αφήνει τα τοπία να συμπρωταγωνιστήσουν με τους εξίσου πρισματικούς ήρωές του. Ιδανική συντροφιά και για την παραλία και για τον χειμωνιάτικο καναπέ, θα ήταν ακόμη απολαυστικότερη αν η μετάφραση έρρεε ελληνικότερα και δεν άσθμαινε κάποτε υποτακτικά υπό το βάρος του –αναμφισβήτητα πολύ απαιτητικού– πρωτοτύπου. Οσοι αναρωτιούνται αν αξίζει τον κόπο να φτάσουν ώς τον τρίτο τόμο, θα πρέπει να ξέρουν ότι αυτός είναι και ο καλύτερος – και δεν μπορεί κανείς να τον απολαύσει πραγματικά, αν δεν γνωρίζει τους δυο προηγούμενους. Εστω και μόνο χάριν της συγκίνησης που εκλύεται όταν ο ένας αρχιπράκτορας ενδίδει, στιγμές πριν από το τέλος, στην έλξη του αντιπάλου και οιονεί συμπολεμιστή στον αγώνα κατά του Χίτλερ. Ο Σμάιλι «δεν μπόρεσε να μη νιώσει άθελά του συνεπαρμένος μπροστά στην κλίμακα του ρωσικού μαρτυρίου, μπροστά στην αδιάφορη αγριάδα του και τις ηρωικές του εξάρσεις. Σε σύγκριση μ’ αυτό, ένιωθε μικρός και μαλθακός κι ας μην πίστευε ότι από τη δική του ζωή έλειπαν οι πόνοι». Μια επική παρτίδα για δύο, όταν τα έπη μπορούσαν ακόμη να περιγράψουν τον κόσμο μας.
Saturday, September 26, 2009
Τριλογία για τον πόλεμο των φαντασιώσεων με την απέραντη σπατάλη ζωής και χρήματος
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment