Sunday, September 6, 2009

Η επιστροφή του Κώστα Ταχτσή

  • Η επανέκδοση του Τρίτου στεφανιού που συνοδεύεται από ένα επίμετρο του Μένη Κουμανταρέα και η μεταφορά του στη σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, σε σκηνοθεσία του Σταμάτη Φασουλή, φέρνουν ξανά στο προσκήνιο τον δολοφονημένο συγγραφέα ο οποίος ανέδειξε στο έργο του τη μικροαστική τάξη


Ο Κώστας Ταχτσής (στο μέσον) στρατιώτης το 1947

  • του ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΒΙΣΤΩΝΙΤΗ | ΤΟ ΒΗΜΑ, Κυριακή 6 Σεπτεμβρίου 2009

Τον Κώστα Ταχτσή τον γνώρισα το 1984 στη Νέα Υόρκη, σε ένα πάρτι που είχαν διοργανώσει προς τιμήν του αμερικανοί φίλοι του στο Νοτιοανατολικό Μανχάταν. Είχα ακούσει ως τότε πλήθος ιστορίες για τη ζωή του. Τα βιβλία του τα είχα διαβάσει αρκετά χρόνια νωρίτερα, τον καιρό της δικτατορίας, όταν το Τρίτο στεφάνι ήταν το δημοφιλέστερο ελληνικό μυθιστόρημα. Τα σχετικά με την προσωπική του ζωή, η δηλωμένη ομοφυλοφιλία του σε μια εποχή όπου αυτό δεν ήταν καθόλου εύκολο και η σύγκρουσή του αργότερα με κάποια μαχητικά μέλη της ομοφυλοφιλικής κοινότητας είχαν δημιουργήσει μια μυθολογία την οποία, είχα την αίσθηση, η παρουσία του ανθρώπου τη διέψευδε. Ο Ταχτσής ήταν κοσμοπολίτης αλλά δεν συμπεριφερόταν ως εστέτ. Ακόμη και την πόζα και την εμπάθειά του τις θεωρούσα αναπόφευκτες. Δεν ήταν μικρό πράγμα να σε γνωρίζουν οι πάντες για ένα και μόνο βιβλίο σου το οποίο μάλιστα όταν πρωτοκυκλοφόρησε το 1962 πέρασε σχεδόν απαρατήρητο. Η δολοφονία του στις 25 Αυγούστου 1988, που παραμένει ανεξιχνίαστη, προκάλεσε σοκ όχι μόνο στον κόσμο των Γραμμάτων αλλά και στην ελληνική κοινωνία. Οσο για το βιβλίο του Το φοβερό βήμα που κυκλοφόρησε μετά τον θάνατό του ήταν μια μεγάλη απογοήτευση. Αν δεν είχε μείνει εν πολλοίς ανεπεξέργαστο θα ήταν ασφαλώς καλύτερο, όμως η αίσθηση που αποκομίζει κανείς είναι πως ακόμη κι αν το ολοκλήρωνε δεν θα είχαμε ένα βιβλίο εφάμιλλο του Τρίτου στεφανιού.

  • Συντηρούσε τον μύθο του

Μολονότι είναι δύσκολο να κρίνουμε με βάση ανολοκλήρωτα κείμενα, νομίζω ότι ο Ταχτσής ήταν συγγραφέας του ενός βιβλίου. Τόσο τα Ρέστα όσο και το Η γιαγιά μου η Αθήνα δεν μπορούμε να τα θεωρήσουμε παρά ως ένα είδος ας πούμε Ημερολογίων του Τρίτου στεφανιού. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει πως δεν μπορεί ένας συγ γραφέας να είναι σημαντικός ή και κορυφαίος έχοντας ολοκληρώσει ένα και μόνο βιβλίο. Παράδειγμα ο Μάλκολμ Λόουρι με το Κάτω από το ηφαίστειο. Το ερώτημα σήμερα, πουτο Τρίτο Στεφάνι κυκλοφορεί στην οριστική μορφή του (όπως ελπίζει ο Μένης Κουμανταρέας, ο οποίος έγραψε ένα εξαίρετο επίμετρο για τη νέα έκδοσή του), είναι αν πρόκειται για κορυφαίο μυθιστόρημα ή για βιβλίο υπερτιμημένο. Πιστεύω ότι η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση. Το Τρίτο στεφάνι υπερτιμήθηκε, όμως ασφαλώς και δεν πρόκειται για μέτριο μυθιστόρημα. Δεν είναι το μεγάλο βιβλίο, όπως υποστηρίχθηκε μια εποχή και που το πίστευε και ο ίδιος ο συγγραφέας, ο οποίος μου είπε κάποτε με απόλυτη σοβαρότητα πως το θεωρεί εφάμιλλο, αν όχι καλύτερο, από τα Εκατό χρόνια μοναξιάς καταλήγοντας στην αποστροφή: «Και τι παραπάνω κάνει ο Γκαρσία Μάρκες; Ιστορίες της γιαγιάς του λέει, ιστορίες της γιαγιάς μου λέω κι εγώ». Ο Ταχτσής ήταν σκληρός αλλά και προσεκτικός στις κρίσεις του, ιδιαίτερα όσον αφορά τα αισθητικά ζητήματα. Γι΄ αυτό και η υπερβολή, όσο κι αν ακούγεται εξωφρενική, πιστοποιεί την αγωνία του- και την αντίφασή του- αφενός να συντηρήσει τον μύθο του και αφετέρου να υπερβεί ένα βιβλίο που υπήρξε η μεγαλύτερη πεζογραφική επιτυχία του Μεταπολέμου. Και μπορεί τα τελευταία είκοσι χρόνια να κυκλοφόρησαν πεζογραφήματα που πούλησαν σε πέντε χρόνια περισσότερα αντίτυπα από όσα έχει πουλήσει στα 45 χρόνια που πρωτοκυκλοφόρησε το Τρίτο στεφάνι, κανένα από αυτά ωστόσο δεν έτυχε της κριτικής αποδοχής του μυθιστορήματος του Ταχτσή. Το αντίθετο, με μιαδυο εξαιρέσεις, όλα θεωρήθηκαν παραλογοτεχνία.
  • Ενα βιβλίο αυτοβιογραφικό
Πιστεύω ότι ο Ταχτσής δεν κατάφερε να ξεπεράσει το Τρίτο στεφάνι γιατί ήταν ένα αυτοβιογραφικό βιβλίο- και την αυτοβιογραφία του κανείς δεν μπορεί να τη γράψει δυο φορές. Εχουμε εντούτοις εδώ μια αυτοβιογραφία μεταμφιεσμένη σε μυθιστόρημα, μια ευφυή δηλαδή και εκτενέστατη μεταφορά η οποία μας προσφέρει κατοπτρικά την εικόνα της ελληνικής κοινωνίας που όλοι τη γνωρίζαμε αλλά ως τότε δεν είχε αποτυπωθεί στην πεζογραφική αφήγηση με τέτοια πειστικότητα. Και επί του προκειμένου ο Μένης Κουμανταρέας προβαίνει σε μιαν οξύτατη παρατήρηση: η πρωτοτυπία του Τρίτου στεφανιού, μας λέει, οφείλεται στο ότι προσφέρει μακριά από τη Δεξιά και την Αριστερά, ένα βιβλίο για τους μικροαστούς, δηλαδή τα ελληνικά μεσοστρώματα. Η Ελλάδα δεν είχε ποτέ αστική τάξη τέτοιου μεγέθους ώστε να παραχθεί στη χώρα μας μυθιστόρημα εφάμιλλο των αντίστοιχων ευρωπαϊκών. Είχε αγρότες, προλετάριους και μικροαστούς. Ενα βιβλίο όμως για τους μικροαστούς είναι σχεδόν αδύνατον να βασιστεί σε μια εξελικτική αφήγηση που να δηλώνει πορεία. Το καλύτερο που μπορεί να επιτύχει είναι να αποτυπώσει έναν κόσμο ο οποίος βρίσκεται στο ενδιάμεσο, μια κοινωνία της επιβίωσης- όχι της φτώχειας αλλά μιας ιδιότυπης μιζέριας από την οποία δεν λείπει ούτε η πόζα ούτε το θράσος. Μια κοινωνία δηλαδή παρενδυτική που θέλει να πιστεύει ότι είναι κάτι χωρίς να είναι τίποτε. Γι΄ αυτό και η σκληρότητά της, το πείσμα, οι μικρής διάρκειας ενθουσιασμοί και ο μελοδραματισμός της. Ολα τούτα διαπλέκονται με τρόπο αμίμητο- και με εξαίρετη τεχνική- στο Τρίτο στεφάνι. Το υπόστρωμα της κοινωνίας αυτής είναι μητριαρχικό και δομικό συστατικό της η οικογένεια, στοιχείο συνοχής αφενός και προϊόν ανάγκης αφετέρου- γι΄ αυτό και τα πραγματικά και υποθετικά μαλλιοτραβήγματα που συνοδεύονται από άγριο φραστικό ξεκατίνιασμα. Η Ελλη Αλεξίου είπε ότι πρόκειται για «δυο γυναίκες που συζητούν για την ιστορία πάνω από μπουγαδόνερα». Υποτίθεται ότι έτσι υποτιμούσε το βιβλίο. Στην πραγματικότητα έκλεινε τα μάτια σε μια πραγματικότητα που ξεπερνούσε το ιδεολόγημά της. Γιατί τις ηρωίδες του Ταχτσή δεν τις εκλαμβάνουμε ως λούμπεν στοιχεία. Αλλωστε το κουτσομπολιό είναι ενδημικό στην κοινωνία των μικροαστών, και στην πάμπτωχη Ελλάδα της εποχής ήταν απολύτως φυσικό να το συνοδεύουν οι κατάρες, τα ξόρκια, η τάση των μελών της να βγάζουν το άχτι τους καταφεύγοντας στον φραστικό εξευτελισμό. Υπάρχει όμως και κάτι άλλο: οι ηρωίδες του Ταχτσή είναι περσόνες του, εικόνες και αντανακλάσεις του εαυτού του.
  • Δράμα και μελόδραμα
Ακόμη ωστόσο κι αν θεωρήσουμε ότι η αφηγηματική τεχνική του Ταχτσή οφείλεται στην αξιοποίηση ας πούμε του παρενδυτικού κουτσομπολιού, το αποτέλεσμα είναι ένα από τα καλύτερα και τα πλέον συνεκτικά ελληνικά μυθιστορήματα. Η οικειοποίηση της γλώσσας των ηρωίδων εκ μέρους του Ταχτσή παραμένει ένα σπάνιο για την ελληνική πεζογραφία επίτευγμα. Αθροίζοντας κατά ριπάς τα κλισέ της μικροαστικής γειτονιάς δημιουργεί μια αφηγηματική ροή που δεν διακόπτεται σε κανένα σημείο της αφήγησης. Ομως για να χρησιμοποιήσεις τα κλισέ με αυτόν τον τρόπο χρειάζεται να αφομοιώσεις τη γλώσσα των χαρακτήρων σου σε τέτοιο βαθμό που να αποκτήσουν και τα ίδια υποστασιακό περιεχόμενο. Και κάτι ακόμη πιο σπάνιο: οι ηρωίδες του, η Εκάβη και η Νίνα, είναι ζωντανά πρόσωπα και ταυτοχρόνως καρικατούρες της ελληνικής κοινωνίας, το δράμα και το μελόδραμά της, η αγωνία και το αχ και το βαχ της με τα οποία γελάει κανείς και ταυτοχρόνως αισθάνεται να πληγώνεται όπως έχουν πληγωθεί και οι ίδιες.

Λόγω της ζωής του ο Ταχτσής γνώριζε τον κόσμο της νύχτας από πρώτο χέρι- και όσο κανένας. Ηξερε λοιπόν ότι η κάθε κοινωνία διαθέτει την υποκοινωνία της και η δεύτερη ασκούσε πάνω του μια γοητεία που δεν μπορούσε να της αντισταθεί. Αλλά στην πρώτη ήταν η θέση του- και το ήξερε. Στη δεύτερη ανήκε ο άλλος του εαυτός. Δόκτωρ Τζέκιλ και μίστερ Χάιντ; Δεν θα το έλεγα. Ο Ταχτσής δεν ενδιαφερόταν για τη μάχη του κακού με το καλό, δεν τον απασχολούσαν τέτοια ερωτήματα. Πίστευε ότι η γοητεία του μπορούσε να μαλακώσει και να μετατρέψει σε άκακο αρνί τον Τζακ τον Αντεροβγάλτη και τους ομοίους του. Πίστευε ακόμη πως γνώριζε τι θα πει κίνδυνος και ότι ήταν ικανός οποιαδήποτε στιγμή να τον αντιμετωπίσει. Με το τραγικό του τέλος αποδείχθηκε ότι κάτω από το σκοτάδι υπάρχει ένα άλλο σκοτάδι ακόμη πιο βαθύ. Η αποθέωση της προφορικής γλώσσας

Ο Κώστας Ταχτσής (δεξιά) με τον γάλλο νομπελίστα συγγραφέα Κλοντ Σιμόν
O Κώστας Ταχτσής ήξερε πώς να χειριστεί τη δημοσιότητα και τη φήμη του. Γνώριζε πώς λειτουργούν τα ΜΜΕ, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα ώστε χωρίς να προσφέρει νέο έργο να βρίσκεται συνεχώς στο επίκεντρο της δημοσιότητας. Υποθέτω ότι το γεγονός πως όταν κυκλοφόρησε με δικά του έξοδα το 1962 το Τρίτο στεφάνι πέρασε απαρατήρητο τον έκανε να σκεφθεί και να προβεί στις ενέργειες που θα το βοηθούσαν να γίνει μεγάλη επιτυχία. Φρόντισε λοιπόν να μεταφραστεί στις δύο βασικές γλώσσες της εποχής, στα αγγλικά και στα γαλλικά,και να εκδοθεί από κορυφαίους εκδοτικούς οίκους στην Ευρώπη: τον Gallimard στη Γαλλία και τους Ρenguin στην Αγγλία. Το βιβλίο, έτσι, «επανεισήχθη» στην Ελλάδα. Πιο μπροστά βέβαια, τον καιρό της δικτατορίας, οι διανοούμενοι που βρίσκονταν στη φυλακή το διάβασαν, το πρόσεξαν και το πρόβαλαν, με αποτέλεσμα πρώτα το ειδοποιημένο κοινό να διαβάσει το μυθιστόρημα και στη συνέχεια ένα πολύ ευρύτερο στρώμα αναγνωστών. Κανένα λογοτεχνικό έργο δεν γίνεται δημοφιλές αν δεν υπάρχουν σημαντικοί λόγοι. Το αναγνωστικό κοινό βρισκόταν μπροστά σε ένα βιβλίο διαφορετικό, εννοώ ένα μυθιστόρημα που ύστερα από μερικές σελίδες εισήγε τον αναγνώστη σε ένα κλίμα οικειότητας. Ο χειμαρρώδης λόγος του απηχούσε μια γλώσσα που την άκουγε ακόμη τότε καθημερινά παντού στις γειτονιές των ελληνικών πόλεων, όμως η γλώσσα αυτή τώρα δεν ήταν αποσπασματική. Διέθετε συνοχή και μέσω της συνοχής δημιουργούσε μιαν αίσθηση του περιβάλλοντος χώρου και έστηνε τελικά την εικόνα μιας Ελλάδας που μολονότι όλοι τη γνώρισαν, δεν την είχαν δει ως τότε να αποτυπώνεται σε ένα βιβλίο με τέτοια ζωντάνια. Και σήμερα ακόμη που υποτίθεται πως ο κόσμος τον οποίο έστησε ο Ταχτσής είναι παρωχημένος, το βιβλίο δεν έχει χάσει την πειστικότητά του.

Ο Μένης Κουμανταρέας θέτει στο επίμετρό του ένα ερώτημα. Μήπως το στοιχείο της προφορικότητας που εισήγαγε ο Ταχτσής με το Τρίτο στεφάνι μάς έχει οδηγήσει στο άλλο άκρο, την προχειρότητα και την τηλεοπτική γλώσσα η οποία κυριαρχεί στα ρομάντζα που εκδίδονται διεκδικώντας δάφνες μυθιστορήματος; «Η αμεσότητα της γραφής του Ταχτσή»τονίζει «δεν προέρχεται μόνο από τον τρόπο που ο ίδιος μιλούσε αλλά είναι αποτέλεσμα επίπονης επεξεργασίας». Και αυτό εξηγεί εκείνο που ο καλός συγγραφέας θεωρεί αυτονόητο. Το να είσαι πρωτότυπος χρησιμοποιώντας κοινούς τόπους είναι από τα πιο δύσκολα. Το μυστικό λοιπόν έγκειται στη σύνθεση των κοινοτοπιών, δηλαδή στον ευφυή χειρισμό της διαδοχής τους και στη βαθιά γνώση τού τι προηγείται και τι έπεται. Ειδάλλως γίνεσαι θύμα της κοινοτοπίας και καταντάς κι εσύ κοινότοπος. Γι΄ αυτό και είναι αμίμητος ο τρόπος που ο Ταχτσής παρεμβάλλει μέσα στο μικροαστικό ιδίωμα της πρωταγωνίστριας του βιβλίου Νίνας, αλλά και των άλλων γυναικείων μορφών του μυθιστορήματος, φράσεις-κλισέ της καθαρεύουσας, η εκτυφλωτική ανοησία των οποίων κάνει ακόμη πιο πειστικό τον λόγο τους. Η σοβαροφάνεια του επίσημου κράτους γελοιοποιείται με αυτόν τον τρόπο δυο φορές, αφού το περιεχόμενο της γλώσσας του είναι τα μπάζα της μικροαστικής ζωής. Οι καθαρευουσιάνικες ελληνικούρες ακούγονται ταυτοχρόνως και οικείες και γελοίες. Τέτοια ωστόσο ήταν η Ελλάδα της εποχής- ένα άθροισμα από σπαραξικάρδια και κωμικά ξεσπάσματα, ένα μελό που συνυπήρχε με το δράμα.

Oι νεότεροι αναγνώστες διαβάζοντας το Τρίτο στεφάνι ας μην περιμένουν να εισέλθουν σε έναν κόσμο που θα τους είναι οικείος. Η κοινωνία η οποία αναδύεται από το μυθιστόρημα του Ταχτσή δεν υπάρχει. Εχει όμως δίκιο ο Κουμανταρέας όταν γράφει ότι «θα τους δείξει ποια είναι η ζωή μας σήμερα και γιατί είναι αυτή και όχι άλλη». Η καλή λογοτεχνία φυσικά, σύμφωνα με τον αφορισμό του Πάουντ, είναι «ειδήσεις που παραμένουν ειδήσεις». Το Τρίτο στεφάνι φαντάζει σήμερα λιγότερο αιχμηρό από όσο έμοιαζε πριν από τριάντα χρόνια. Και δεν θα έλεγα ότι ο χρόνος δεν έχει αφήσει τα ίχνη του πάνω του. Παραμένει εντούτοις ένα από τα καλύτερα μεταπολεμικά μυθιστορήματα. Αν σκεφτεί κανείς εκείνο που έγραφε πρόσφατα ο Τζούλιαν Μπαρνς, πως ένας πεζογράφος το πολύ που μπορεί να ελπίζει είναι σε δύο γενιές αναγνωστών, ό,τι επέτυχε ο συγγραφέας Ταχτσής με ένα μόνο βιβλίο του ουσιαστικά, είναι αξιοθαύμαστο.

No comments: