- Φερνάντο Πεσσόα, Αντίνοος. Εισαγωγή-μτφρ.: Γιάννης Σουλιώτης, σχέδια: Ανδρέας Νικολάου, εκδόσεις Παρουσία, σ. 63, 40 ευρώ
- «Ο Αντίνοος και το Επιθαλάμιο είναι τα μόνα ποιήματα που έχω γράψει και που μπορούμε να ονομάσουμε άσεμνα». (Από το βιβλίο, σελ. 27)
Ο γοητευτικός νέος από την Κλαυδιούπολη της Μικράς Ασίας, ο Αντίνοος, ο οποίος απεβίωσε το 130 μ.Χ. προτού συμπληρώσει τα δεκαοχτώ, «Ελληνας ως προς το αίσθημα, Ρωμαίος ως προς την ιστορική του τοποθέτηση» (ιδέτε σελ. 25) λέγεται ότι, ως άλλος πλατωνικός ήρως (Χαρμίδ. 154c), έκανε τους εμβρόντητους περαστικούς να σταματούν για να τον παρατηρήσουν με προσοχή. Ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Αδριανός, γνωστός συν τοις άλλοις και ως «Graeculus», ο λάτρης της Ελλάδας, θρηνεί τον θάνατό του. Είχε, ως γνωστόν, μοιραστεί μαζί του ένας είδος υπέρτατης ψυχοσωματικής εμπειρίας. Η σχέση τους ανήκει στις διασημότερες των επαφών που είχαν οι άντρες ποτέ μεταξύ τους. Ο δε ανακηρυγμένος επισήμως στη συνέχεια από τον άνακτα εραστή του «Θεός Αντίνοος» ήταν επόμενο να συγκινήσει διαχρονικά τους απανταχού ποιητές, εμφανώς μισογύνηδες και μη. Εχουν ήδη εντοπιστεί, μεταξύ άλλων, οι συναφείς ύμνοι για τον άτυχο νέο από τον Νουμήνιο, τον Ηράκλειο, τον Μεσομήδη τον Κρητικό, τον Παγκράτιο τον Αλεξανδρινό, τον Ουίλιαμ Σαίξπηρ, τον Χέλντερλιν, τον Γουόλτ Γουίτμαν, τον Οσκαρ Ουάιλντ, όπως άλλωστε θα περίμενε κανείς, αλλά και τον Στέφαν Τζορτζ.
Ο Πορτογάλος Φερνάντο Πεσσόα (1888-1935), ιδιαίτερα προσφιλής στο ελληνικό κοινό ύστερα από μια σειρά διεξοδικών μεταφράσεων τού συνειδητά αταξινόμητου έργου του, δοκιμάζει με τη σειρά του σε μια ξένη, υποτίθεται, γι' αυτόν γλώσσα, στ' αγγλικά, και μάλιστα στην ελισαβετιανή εκδοχή τους, να αποδώσει τον αυτοκρατορικό κοπετό, όπως θα άρμοζε για έναν ιδιαίτερα καλλιεργημένο μέγα ταγό, ο οποίος συνδύαζε τη διορατικότητα του ευφυώς φιλοσοφούντος πολίτη με το ρηξικέλευθο, πρακτικό πνεύμα του ηγέτη μαζών. Στο σημείο αυτό ο όμαιμος των θαλασσοπόρων της Λισαβόνας συναντά τους Ελληνες και τους Ρωμαίους των γυμναστηρίων και των ολονύκτιων συνουσιών, καθαρά πνευματικών και μη: «Οι αρχαίοι αντίκριζαν το ωραίον σώμα ως μίαν αποκάλυψιν του θείου -ή μάλα τις θεός ένδον, του ήρχετο να λέγη, όπως ο ομηρικός ήρως. Θρησκευτικόν είχε χαρακτήρα η κατάνυξις που τους κατελάμβανε και η επιθυμία, όπως μας λέγει ο Πλάτων, σαν ένα θεόν να λατρεύουν τα παιδικά [...] ο παιδικός έρως δεν εθεωρείτο διά τα παιδικά μαρτύριον θηλυπρεπείας, όπως σήμερον, αλλ' ανδρισμού και αρρενωπότητος και αρετής» (ιδέτε Πλάτωνος Συμπόσιο, Κείμενον, μετάφρασις και ερμηνεία υπό Ιωάννου Συκουτρή, εκδόσεις «Κάκτος», χ.χ, σελ. 61).
Παραθέτω ενδεικτικά από το επιλογικό τμήμα του ποιήματος, το οποίο αριθμεί 361 ομοιοκατάληκτους στίχους, διαμοιρασμένους σε 44 στροφές, τα εξής: «Μερικοί θα πουν πως η αγάπη μας δεν ήταν παρά αμαρτία: / Αλλοι στο όνομά μας θ' ακονίζουν τα μαχαίρια / Του μίσους του χαιρέκακού τους για την ομορφιά της ομορφιάς, / Και τα ονόματά μας θα τα ρίξουν χάμω / Για να πετάξουν, χλευάζοντας, σαν σκουπίδια πάνω τους, / Τα ονόματα όλων των αδελφών μας./ Ομως, η παρουσία μας, σαν την αιώνια Αυγή, / Στης Ομορφιάς την ώρα πάντα θα επιστρέφει και θα λάμπει / Πέρα από την Ανατολή του Ερωτα, με φως να στεφανώνει / Νέους θεούς που θα 'ρθούν, τον στερημένο κόσμο να φωτίσουν».
Ο Αδριανός, ο οποίος, οχτώ χρόνια μετά τον πνιγμό του Αντίνοου στον Νείλο, αυτοκτονεί από τη λύπη του για την απώλεια του ερωτικού του συντρόφου, παρίσταται εδώ κατ' αρχήν ως ένας απολύτως επαρκής, κατασταλαγμένος κι άλλο τόσο ευθύβολος υμνωδός, ο οποίος μεριμνά για την κρίσιμη, επικήδεια λεπτομέρεια, με την ίδια προσοχή με την οποία μεριμνούσε υποδειγματικά, δηλαδή ευσυνείδητα για το ακέραιο ευ ζην του αντικειμένου-υποκειμένου του πόθου του. Η επιτυχία κι αυτού του παράτολμου εγχειρήματος του Πεσσόα έγκειται στο ότι, καθώς το ποίημα κυλάει ακωλύτως, συναιρούνται προσφυώς τα στοιχεία ενός θρηνωδούντος εγώ κι ενός υπερβατικού, παγκόσμιου Αντρα, που κλαίει τον πολλαπλώς βαρύτιμο και γι' αυτό αναντικατάστατο Ετερον. Ο οικουμενικός, δηλαδή ακραίος λόγιος, που δεν αρνείται, που δεν επιθυμεί να συγκαλύψει την τραγικότητά του, καθώς αναπολεί την απολεσθείσα, σεξουαλική ευωχία του, αναφαίνεται ευθαρσώς ήδη στη μέση της σύνθεσης.
Από την άποψη αυτή, το συγκεκριμένο έργο θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι συνιστά ένα καλώς συγκερασμένο, εμφανώς μπαρόκ μανιφέστο του καθολικού, ήτοι πέραν των διαγραμμάτων του «καλού» και του «κακού», έρωτα. Οι σαφείς διακειμενικές αναφορές καταδηλώνουν ασφαλώς την πλατωνική αγχιστεία. Ο ελληνορωμαϊκός πολιτισμός υποστηρίζει με έκδηλη ενάργεια το όραμα του Πορτογάλου: «Εις λαόν αισθητικώς κατ' εξοχήν ευπαθή, όπως ο ελληνικός, το αντίκρυσμα του ωραίου, γυμνού σώματος του ανδρικού, το οποίον από καθαρώς αισθητικής απόψεως θεωρείται ότι υπερέχει πολύ του γυναικείου, ήτο πηγή ζωηράς αισθητικής απολαύσεως· δεν ήθελε πολύ το αισθητικόν να γίνη πηγή αισθήματος ερωτικού, αφού το αισθητικόν στοιχείον, εις τον άνδρα τουλάχιστον πάντοτε, ευρίσκεται εις την ρίζαν κάθε ερωτισμού» (ιδέτε, ό.π., Πλάτωνος Συμπόσιον, σελ. 59). Εξού και η αμήχανη αποτίμηση, στις 18 Σεπτεμβρίου 1918, ενός θορυβημένου, ανώνυμου κριτικού του Times Literary Supplement: «Ο Αντίνοος δεν είναι ποίημα που θα μπορούσε να αντέξει ο μέσος Αγγλος αναγνώστης» (ιδέτε σελ. 27).
Ο πολιτισμός μας, ο οποίος σύμφωνα και με τον Φερνάντο Πεσσόα πηγάζει κατ' εξοχήν από την ελληνική παιδεία, τη ρωμαϊκή αγάπη για την αφαλκίδευτη τάξη (διαβάζετε: lex) και την υβριδικής υφής ηθική της Καινής Διαθήκης, μπορεί εντέλει να συνομιλήσει σ' έναν βαθμό με τα ανάλογα πάθη, και μάλιστα στη συναρπαστική γλώσσα του Σαίξπηρ. Η τελευταία, η οποία έως το 1921 ήταν η γλώσσα στην οποία ο Φερνάντο Πεσσόα για πολλούς λόγους, ευνόητους και μη, εμπιστευόταν συστηματικά τα δικά του ποιήματα, πολιτογραφεί εμμέσως τον Αντίνοο στα ευρύτερα αποκτήματα της λογοτεχνικής Pax Britannica. Χωρίς να κλείνει την πόρτα σε μια λειτουργική μεταφορά της στα ελληνικά του εμπειρότατου μεταφραστή Γιάννη Σουλιώτη, (ιδέτε εν προκειμένω και τις μεταφράσεις του στον εξαιρετικά φροντισμένο τόμο Fernando Pessoa, Ποιήματα, στις εκδόσεις «Printa», 2007), η ελισαβετιανή λαλιά παραμένει ομολογουμένως ένα γλωσσικό όριο της συναρπαστικής δεξιότητας του Φερνάντο Πεσσόα να υποδύεται εν γένει τον Αλλο, επώνυμο ή και ανώνυμο, αρχετυπικό, αλλά και, ευκαιρίας δοθείσης, απλώς σύγχρονό του. Η δαψίλεια των πολλών λογοτεχνικών εαυτών, οι οποίοι αλληλοδιαδέχονται ακωλύτως αλλήλους, αποδίδει άλλη μια φορά ηδείς καρπούς: ο Αντίνοος είναι μια ευκρινέστατη, υφολογικά αυστηρή εκδοχή του πανάγαθου, ενοποιητικού λόγου.
Saturday, September 5, 2009
Τα δημιουργικά πάθη
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment