Saturday, September 19, 2009

Στα άδυτα μιας «ειδικής» λογοτεχνικής κριτικής

  • Αλεξάνδρα Δ. Ιωαννίδου, Υπόθεση Γκράνιν: η λογοτεχνική κριτική στο εδώλιο Η δίκη της «Επιθεώρησης Τέχνης» το 1959 και η απολογία του Κώστα Κουλουφάκου [εκδ. Καστανιώτη, σ. 363, 22,99 ευρώ]

Το 1959 δημοσιεύεται στο περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης», στο τεύχος Φεβρουαρίου-Μαρτίου, το διήγημα του σοβιετικού συγγραφέα Ντανιήλ Γκράνιν «Η σιωπή». Το διήγημα δημοσιεύεται σε μετάφραση Μανόλη Φουρτούνη, ο οποίος το έχει αντλήσει από το περιοδικό «Contemporaneo». Λίγο μετά τη δημοσίευση ξεσπούν στους κόλπους της ΕΔΑ μεγάλες αντιδράσεις. Με ανανεωτικό και ενίοτε ρηξικέλευθο πνεύμα (όσο ρηξικέλευθο μπορεί να είναι στο πλαίσιο της εποχής), η «Επιθεώρηση Τέχνης» δεν ανήκει στα αγαπημένα παιδιά του κομματικού μηχανισμού και το διήγημα του Γκράνιν θα οδηγήσει τα πράγματα στα όριά τους (το περιοδικό δεν διαθέτει καμία άνωθεν βούλα και ο επίτροπος της ΕΔΑ Κ. Πορφύρης, υπό την εποπτεία του οποίου εκδίδεται, δεν είναι, μολονότι παλιός Ακροναυπλιώτης, ο άνθρωπος που θα πνίξει τις νέες φωνές). Στις 26 Μαΐου και στις 2 Ιουνίου του 1959 θα πραγματοποιηθεί μια σκιώδης κομματική δίκη. Οι Λεωνίδας Κύρκος, Μάρκος Αυγέρης, Θέμος Κορνάρος, Δημήτρης Φωτιάδης, Βαγγέλης Σακελλάρης, Νίκος Κιτσίκης και Γιάννης Ρίτσος, από την πλευρά του κόμματος, θα κατηγορήσουν τα μέλη της συντακτικής επιτροπής της «Επιθεώρησης Τέχνης» Κώστα Κουλουφάκο, Τίτο Πατρίκιο, Μ. Φουρτούνη και Κ. Πορφύρη (ο Δημήτρης Ραυτόπουλος, μέλος, επίσης, της συντακτικής επιτροπής, δεν καλείται στις δύο συναντήσεις) για εσφαλμένη επιλογή, μια και το διήγημα του Γκράνιν είναι σαφές ότι αμφισβητεί τα επιτεύγματα της οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ, παραβιάζοντας κατάφωρα και τις αρχές του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Ενάμιση χρόνο μετά τη δίκη, ο Φουρτούνης και ο Ραυτόπουλος θα απομακρυνθούν από την επιτροπή, ενώ την κομματική ευθύνη θα αναλάβει ο Δημήτρης Δεσποτίδης. Στο μεταξύ, ο Κουλουφάκος, αρχισυντάκτης της «Επιθεώρησης Τέχνης», έχει προλάβει να συντάξει ένα απολογητικό κείμενο για τη δημοσίευση του διηγήματος του Γκράνιν, το οποίο, όμως, δεν θα δημοσιευτεί ποτέ, παραμένοντας μόνο στις ζωντανές αναμνήσεις των μαρτύρων της υπόθεσης.

  • Ελληνορωσικές λογοτεχνικές σχέσεις

Το σύντομο, αλλά τόσο κρίσιμο αυτό επεισόδιο από τη ζωή της «Επιθεώρησης Τέχνης» ανακινεί με την εργασία της η Αλεξάνδρα Ιωαννίδου, που συμβάλλει διττώς στη διερεύνησή του: εξετάζοντας, αφενός, ως συγκριτολόγος ειδικευμένη στις σλαβικές σπουδές, τις σχέσεις ανάμεσα στο ρωσικό και το ελληνικό λογοτεχνικό σύστημα, και φέρνοντας, αφετέρου, στο φως της δημοσιότητας το κείμενο του Κουλουφάκου (μαζί με το περιλάλητο διήγημα του Γκράνιν), το οποίο εμπιστεύτηκε στα χέρια της ο γιος του Πέτρος. Τι ακριβώς, όμως, συμβαίνει στο διήγημα και τι ήταν εκείνο που έβαλε φωτιά στα ηγετικά κλιμάκια του κόμματος, ωθώντας ακόμη και τον Ρίτσο, που εκτιμούσαν απέραντα τα μέλη της συντακτικής επιτροπής, να μιλήσει για ολέθριο σφάλμα; Ο Γκράνιν εξιστορεί στο κείμενό του το πώς ένα προικισμένο διοικητικό στέλεχος, που εκτελεί χρέη προϊσταμένου στο Ινστιτούτο Ερευνών, αρνείται να δημοσιεύσει άρθρο νεαρού συνεργάτη του, ο οποίος αποδεικνύει τον αντιοικονομικό χαρακτήρα των νέων μηχανών τις οποίες έχει σχεδιάσει σεβάσμιος σοβιετικός ακαδημαϊκός. Ο προϊστάμενος ξέρει πως το δίκιο είναι με το μέρος του νεαρού αρθρογράφου, αλλά φοβούμενος τον παραγκωνισμό του εγκαταλείπεται στη θέληση των απαράτσικων και εφαρμόζει, παρά τον διχασμό του, τα διατεταγμένα. Ο Γκράνιν, που είναι σήμερα 91 ετών (γεννημένος το 1918 στην Ουκρανία) και κατηγορήθηκε από το σοβιετικό καθεστώς, παρά την κομματική του ιδιότητα, για συνεργασία με τη Δύση, στηλίτευσε σε όλη τη διάρκεια της συγγραφικής του καριέρας τη γραφειοκρατία της ΕΣΣΔ, καταγγέλλοντας κατ' επανάληψη την αυθαιρεσία και τον αυταρχισμό της. Κι αν μπήκε στο μάτι του σοβιετικού κράτους, τι τύχη θα μπορούσε να έχει με τους έλληνες κομμουνιστές, που είχαν χάσει τον Εμφύλιο και αγωνίζονταν με νύχια και δόντια να ορθοποδήσουν κομματικά και πολιτικά σ' ένα εξαιρετικά εχθρικό περιβάλλον;

Η Ιωαννίδου αποκαλύπτει σε όλο τους το βάθος τις διαστάσεις της υπόθεσης Γκράνιν, αφού προβάλλει τη δίωξη της «Επιθεώρησης Τέχνης» όχι στο επίπεδο της ελληνικής αριστερής κριτικής, όπως κατά κανόνα έχει γίνει μέχρι τώρα από τους μελετητές της ιστορίας του περιοδικού, αλλά στο πεδίο των σοβιετικών κριτικών διεργασιών. Ο Γκράνιν αποτελεί προϊόν ενός φαινομένου αμφισβήτησης της σοσιαλρεαλιστικής αρχής της μη αντιπαράθεσης (υποχρέωση του σοβιετικού συγγραφέα είναι να φιλοτεχνεί μιαν ιδανική κοινωνία, απαλλαγμένη από την οποιαδήποτε σύγκρουση ή αντιπαράθεση). Το φαινόμενο γεννιέται στις αρχές της δεκαετίας του 1950 στους συγγραφικούς και κριτικούς κύκλους της ΕΣΣΔ ως αντίδραση στις ασφυκτικές επιταγές του κυρίαρχου μέχρι τότε ζντανοφισμού. Η άνοιξη θα φτάσει σε πλήρη άνθηση το 1956, με το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ και την αποκαθήλωση του σταλινισμού, αλλά τα γεγονότα στην Ουγγαρία θα κάνουν τον Χρουστσόφ να βάλει πρόωρα τέλος στις εξελίξεις, χωρίς, παρ' όλα αυτά, και να παγώσει πέρα για πέρα την κατάσταση. Χρησιμοποιώντας τη λογοτεχνική θεωρία της πρόσληψης, η Ιωαννίδου αποδεικνύει ότι τα δύο σοβιετικά στρατόπεδα μεταφέρθηκαν και στην ΕΔΑ, με μία κρίσιμη, ωστόσο, διαφορά: αν στη διαμάχη στην ΕΣΣΔ επικρατεί ο κρατικός ή ιδανικός αναγνώστης (όρος του Γεβγκένι Ντομπρένκο), που καταργεί τον διάλογο ανάμεσα στον συγγραφέα και στον αναγνώστη, επιβάλλοντας στον αναγνώστη το τυποποιημένο αισθητικό και πολιτικό του πρόγραμμα, στην Ελλάδα οι εκπρόσωποι του κρατικού αναγνώστη λογοκρίνονται αγρίως από την επιτόπια αντικομμουνιστική κρατική εξουσία και νομιμοποιούν ευχερέστερα τη δική τους εναντίωση στον διάλογο.

  • Αρρηκτος σύνδεσμος ανάμεσα στο πολιτικό και το αισθητικό

Παρακολουθώντας το ξετύλιγμα της σκέψης του Κουλουφάκου εύκολα διαπιστώνουμε τον τρόπο με τον οποίο συνδέει άρρηκτα τον πολιτικό προσανατολισμό με τα αισθητικά του κριτήρια: η λογοτεχνία, γράφει ο Κουλουφάκος, υπερασπιζόμενος την απόφαση της συντακτικής επιτροπής να μεταφράσει και να δημοσιεύσει το διήγημα του Γκράνιν, δεν είναι διόλου υποχρεωμένη ούτε να πλάθει θετικούς ήρωες ούτε να εφευρίσκει ευτυχείς λύσεις προκειμένου να δώσει σάρκα και οστά στην ιδεολογία του σοσιαλισμού. Μπορεί, αντιθέτως, να καταφύγει τόσο στους αρνητικούς ήρωες όσο και στις μόνιμες εκκρεμότητες ή στα αξεπέραστα αδιέξοδα για να υποδείξει τις παθογένειες της σοσιαλιστικής πράξης, χωρίς να φορτώσει εκ των προτέρων με καμία εκ θεού αλήθεια τον αναγνώστη. Γιατί αν σπεύσει να τον φορτώσει με μια τέτοια αλήθεια, δεν θα προσφέρει κακές υπηρεσίες μόνο στην πολιτική της ιδεολογία, αλλά και στην ουσία της τέχνης της - τέχνη η οποία θα καταντήσει έτσι παιδαριώδες προπαγανδιστικό όργανο χωρίς την παραμικρή εσωτερική, αυτοσύστατη αξία.

Η Ιωαννίδου σημειώνει πως ο Κουλουφάκος μοιάζει να έχει μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στο πολιτικό απ' ό,τι στο αισθητικό του κριτήριο, επιζητώντας όχι την κατάργηση του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, αλλά την ενίσχυσή του με ένα έντονα κριτικό στοιχείο. Δεν είμαι πολύ βέβαιος γι' αυτό. Εχω την εντύπωση πως το όνομα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού κρατιέται για λόγους κομματικής ισορροπίας και πως πίσω απ' αυτό κρύβεται το αίτημα για τη δημιουργία ενός κριτικού αναγνώστη, ο οποίος θα είναι σε θέση να συμμετάσχει πλήρως στην πολιτική μέσω της λογοτεχνίας και τανάπαλιν. Εχω, με άλλα λόγια, την πεποίθηση πως ο Κουλουφάκος είναι περισσότερο ριζοσπαστικός απ' όσο επιτρέπει στον εαυτό του να φανεί, ακόμη κι αν είναι αναγκασμένος να σεβαστεί ένα προς ένα τα στερεότυπα της κομματικής γλώσσας και κριτικής. Εδώ, όμως, πάμε εκ των πραγμάτων στο ευρύτερο θέμα της πολιτικής συγκρότησης και της αισθητικής και θεωρητικής αγωγής της αριστερής κριτικής, που ανοίγει μιαν άλλη, πολύ πιο απαιτητική συζήτηση. Με τη δουλειά της η Ιωαννίδου δείχνει πως ο δρόμος είναι κιόλας ανοιχτός προς μια τέτοια κατεύθυνση, πολλώ δε μάλλον όταν έχουν ήδη προσκομιστεί και πολύ σύγχρονα κριτικά εργαλεία, όπως η θεωρία της πρόσληψης. Ευχή κι ελπίδα, ο καιρός να μας φέρει σύντομα κι άλλα.

No comments: