«Το νέο πρόσωπο του Θεού μου, όπως συχνά Σού 'γραψα, είναι ένας αργάτης που πεινάει, δουλέβει κ' εξανίσταται. `Ενας αργάτης που μυρίζει καπνό και κρασί, σκοτεινός, δυνατός, όλος επιθυμίες και δίψα εκδίκησης. Είναι σαν τους παλιούς ανατολίτες αρχηγούς με προβιές στα πόδια, με διπλό τσεκούρι στη δερματένια ζώνη, ένας Τσιγκισχάνος, που οδηγάει καινούργιες ράτσες που πεινούν και γκρεμίζει τα παλάτια και τα κελάρια των χορτασμένων κι αρπάζει τα χαρέμια των ανίκανων. Είναι σκληρός ο Θεός μου, όλος πάθος και θέληση, χωρίς συβιβασμούς, ανένδοτος. Η Γης τούτη είναι το χωράφι του, ουρανός και Γης είναι ένα». Αυτά γράφει σε γράμμα του προς τη Γαλάτεια από τη Γερμανία, ο Νίκος Καζαντζάκης, εντάσσοντας, με τον υπέροχο αυτό ποιητικό τρόπο, την εργατική τάξη, στον ιδιότυπο, καθαρά προσωπικό του «μεσσιανισμό».Στις 26 του Οκτώβρη συμπληρώνονται 52 χρόνια από το θάνατο του Νίκου Καζαντζάκη, στην πανεπιστημιακή κλινική του Φράιμπουργκ. Στις 5/11 ενταφιάστηκε στο Ηράκλειο, στην Τάπια Μαρτινέγκο και στον τάφο του χαράχτηκαν τα λόγια του: «Δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβάμαι τίποτα, είμαι λεύτερος».
Πνεύμα ανήσυχο και διψασμένος για την κάθε είδους γνώση, ο Νίκος Καζαντζάκης διέτρεξε και κατέκτησε τις καλλιτεχνικές, αισθητικές και φιλοσοφικές αναζητήσεις της εποχής του, δημιουργώντας το δικό του, αντίστοιχα, καλλιτεχνικό, αισθητικό και φιλοσοφικό σύμπαν, το οποίο, αν και φαινομενικά γεμάτο αντιφάσεις και αντιθέσεις, διαπνέεται, από τη μεγάλη, διαλεκτική ανάγκη και αγωνία της σύνθεσης.
- Στο «θρόνο» της μοναδικότητας
Η προσφορά του στη νεοελληνική λογοτεχνία και γλώσσα είναι αδιαμφισβήτητη. Ωστόσο, όντας δύσκολο ακόμη και να ενταχθεί το έργο του - όπως σημειώνει ο Λίνος Πολίτης - στα σύγχρονά του λογοτεχνικά και ποιητικά ρεύματα, «κάθεται» επάξια στο «θρόνο» της μοναδικότητας, κερδίζοντας ταυτόχρονα τη διαχρονική του εμβέλεια και ακτινοβολία. Δηλαδή, το πιο απαιτητικό «κριτήριο» της ποιότητας του καλλιτεχνικού δημιουργήματος.
Κατάφερε να δημιουργήσει ένα πρωτότυπο λογοτεχνικό «σύμπαν», τόσο υφολογικά, όσο και σε σχέση με την ιδεολογική του βάση. Με όλο του το έργο και κυρίως με την «Ασκητική» του, έχει αποδώσει με τη μορφή φιλοσοφικού - ποιητικού «μανιφέστου» τις απόψεις του. Το καλοκαίρι του 1922 στη Bιέννη, ο Καζαντζάκης ξεκινά τη σύνθεση της «Ασκητικής». Το έργο τελειώνει στο Bερολίνο περίπου στις αρχές του 1923. Στη μορφή αυτή δημοσιεύεται στο περιοδικό Αναγέννηση του Δημ. Γληνού. Το 1928, ο συγγραφέας επεξεργάζεται εκ νέου το κείμενο και προσθέτει ένα τελευταίο κεφάλαιο με τίτλο «Σιγή». Ακολούθησαν κι άλλες επεξεργασίες μέχρι το 1944, οπότε γράφει στον Πρεβελάκη ότι τη θεωρεί πλέον οριστικά διορθωμένη. Το έργο προκάλεσε αρκετές αρνητικές αντιδράσεις και ζητήθηκε η δίωξη του Καζαντζάκη για αθεϊσμό. Η δίκη ορίστηκε για τις 10 Ιούνη 1930, αλλά δεν έγινε ποτέ.
Το 1924 - '25, ο Καζαντζάκης αναλαμβάνει παράνομη πολιτική δράση στο Ηράκλειο, ως πνευματικός ηγέτης μιας κομμουνιστικής ομάδας δυσαρεστημένων προσφύγων και παλαίμαχων της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Εξαιτίας της ανάμειξής του, συλλαμβάνεται από τις αστυνομικές αρχές της πόλης και κρατείται για ένα εικοσιτετράωρο. Στη συνέχεια, υποβάλλει στην Ανακριτική Αρχή Ηρακλείου ένα υπόμνημα, όπου συνοψίζει τις πολιτικές του πεποιθήσεις. Το κείμενο δημοσιεύεται στη Νέα Εφημερίδα Ηρακλείου, με τίτλο «Ομολογία Πίστεως» (16.2.1925).
- Μια ζωή διωκόμενος
Από το 1925 έως το 1929, ταξιδεύει στην ΕΣΣΔ, τη δεύτερη φορά με πρόσκληση της κυβέρνησης για τα δεκάχρονα της επανάστασης. Εκεί θα γνωρίσει τον Μπαρμύς, τον Ιστράτι και τον Γκόρκι. Με τον Ιστράτι θα ταξιδέψουν στη χώρα των Σοβιέτ. Ο Καζαντζάκης θα φέρει τον Ιστράτι στην Αθήνα για να τον γνωρίσει στο ελληνικό κοινό. Στις 11 Ιανουαρίου του 1928, ο Καζαντζάκης και ο Ιστράτι θα μιλήσουν σε μια μεγάλη συγκέντρωση στο θέατρο «Αλάμπρα» υπέρ της ΕΣΣΔ. Οι ομιλίες προκαλούν διαδήλωση και ο Καζαντζάκης με τον Γληνό απειλούνται με μήνυση ως διοργανωτές. Ο δε Ιστράτι απειλείται με απέλαση. Τα ταξίδια στη Ρωσία εκδόθηκαν σε δύο τόμους.
Ακολουθεί και πάλι η Γαλλία, η Ισπανία (όπου κάλυψε δημοσιογραφικά τον εμφύλιο ως ανταποκριτής της «Καθημερινής»), η Ιαπωνία, η Κίνα και η Αγγλία, όπου τον βρίσκει ο πόλεμος. Την Κατοχή θα την περάσει στην Αίγινα και με την απελευθέρωση θα επιχειρήσει τη δημιουργία μιας σοσιαλιστικής ομάδας.
Αν στην Ελλάδα ο Καζαντζάκης δεν καταφέρνει να εκλεγεί ακαδημαϊκός, στο εξωτερικό η φήμη του εξαπλώνεται ραγδαία την τελευταία δεκαετία της ζωής του. Οι μεταφράσεις των έργων του σε ευρωπαϊκές και μη γλώσσες πυκνώνουν, δράματά του μεταδίδονται από ευρωπαϊκούς ραδιοφωνικούς σταθμούς ή ανεβαίνουν σε ευρωπαϊκά θέατρα, ο Ζορμπάς παίρνει το βραβείο του καλύτερου ξένου μυθιστορήματος στη Γαλλία (1954), ο Στάνφορντ αφιερώνει στην Οδύσσεια ένα κεφάλαιο του βιβλίου του για το θέμα του Οδυσσέα. Επίσης, ο Ζυλλ Ντασσέν μεταφέρει στον κινηματογράφο το «Χριστός Ξανασταυρώνεται» και η ταινία προβάλλεται με επιτυχία στο φεστιβάλ των Κανών (1957), αλλά δε θα του δοθεί ποτέ το Νόμπελ, παρά το γεγονός ότι προτάθηκε από την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών το 1946.
Το 1953, η Εκκλησία της Ελλάδος ζητά το διωγμό του Καζαντζάκη για ορισμένα αποσπάσματα του «Καπετάν Μιχάλη» και για τον «Τελευταίο Πειρασμό», προτού ακόμη το μυθιστόρημα εκδοθεί στην Ελλάδα. Την επόμενη χρονιά, ο Πάπας αναγράφει τον «Τελευταίο Πειρασμό» στον Κώδικα Απαγορευμένων Βιβλίων (Index).
Πολλοί διανοούμενοι και φορείς υπερασπίζονται τον συγγραφέα, που τηλεγραφεί στο Βατικανό τη φράση του Τερτυλλιανού «Στο δικαστήριό σου, Κύριε, κάνω έφεση». Τελικά, το Οικουμενικό Πατριαρχείο θέτει τέρμα στις φήμες και τις αιτήσεις περί αφορισμού, λέγοντας ότι το ζήτημα εμπίπτει στις αρμοδιότητες της Εκκλησίας της Κρήτης.
- Σ. ΑΔΑΜΙΔΟΥ, Ριζοσπάστης, 20/09/2009
Sunday, September 20, 2009
ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ: Ηταν «λεύτερος»... γι' αυτό διώχθηκε
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment