- Από τον Κώστα Ε. Μπέη
Ελευθεροτυπία, Βιβλιοθήκη, Παρασκευή 25 Σεπτεμβρίου 2009
- Γιώργος Παμπούκης, Ημιμάθειας εγκώμιο, εκδόσεις Κριτική, σ. 517, 19 ευρώ
Πριν από έναν μήνα, το ταχυδρομείο μού έφερε ένα σπάνιου ενδιαφέροντος βιβλίο, που έκτοτε μελετώ, ήδη σε τρίτη συστηματική ανάγνωση: το βιβλίο του Γιώργου Παμπούκη, Ημιμάθειας εγκώμιο - μια μικρού σχήματος έκδοση, που στις 522 σελίδες της καλύπτει έγκυρα, συνοπτικά, αλλά και σε διαρκή τεκμηριωμένο διάλογο προβληματισμού μεγάλο φάσμα της σύγχρονης επιστημονικής γνώσης. Τη σοβαρότητα του συγγραφέα, με έμφαση, μου είχε συστήσει, πριν από δέκα χρόνια, ο αξέχαστος εκλεκτός συνάδελφος και καλός φίλος Γιώργος Κουμάντος, μόλις είχε κυκλοφορήσει το πρώτο βιβλίο τού Παμπούκη, Στην τροχιά του ενός θεού. Το μελέτησα έκτοτε επανειλημμένως, το πρόσφερα ως δώρο σε φίλους, και κάθε τόσο κατέφευγα στη σοφία των σελίδων του, όταν έγραφα τη δική μου μονογραφία Η θεωρία για τον λόγο (2007). Επακολούθησε (2004) ένα δεύτερο βιβλίο του Παμπούκη, με τίτλο Η μεγάλη αντιπαράθεση: όταν το θείο συγκρούεται με τη σύγχρονη γνώση, που μου προσέφερε πλούσια ερεθίσματα για περαιτέρω προβληματισμό, κατά την επεξεργασία μιας άλλης μονογραφίας μου, με αντικείμενο τη θρησκευτική πίστη σε αρμονία με την επιστημονική γνώση και τη φιλοσοφική φρόνηση, για την ολοκλήρωση της οποίας θα χρειαστώ πολύ χρόνο ακόμη και περισσότερες δοκιμές στοχαστικού διαλόγου μαζί του. Με το τρίτο βιβλίο του ο Γ. Παμπούκης αναδεικνύεται σε μια πολύ αξιόπιστη σύγχρονη μικρογραφία του Αριστοτέλη, καθώς αγκαλιάζει ένα μεγάλο μέρος της ανθρώπινης περιπέτειας για την κατάκτηση της αληθινής γνώσης: τη δημιουργία του Σύμπαντος, την πρώτη εμφάνιση και την έκτοτε εξέλιξη της ζωής στη Γη, τη σύγχρονη εποποιία των βιολόγων να γνωρίσουν και να θέσουν υπό έλεγχο τη λειτουργία του εγκεφάλου, την ιστορική περιπέτεια της ανθρώπινης συμβίωσης, στις πολιτικές, οικονομικές και ήδη στις παγκοσμιοποιημένες διαστάσεις της, με κορυφαία κεφάλαια σοβαρού και γόνιμου προβληματισμού τούς χώρους του υπερβατικού και της φιλοσοφικής σκέψης. Ενα βιβλίο που πιστεύω πως ανταποκρίνεται στους καημούς και στις αξιώσεις των αναγνωστών αυτής εδώ της στήλης.
Εξαρχής θα πρέπει να επιστήσω την προσοχή του αναγνώστη στον τίτλο του βιβλίου (Ημιμάθειας εγκώμιο). Ο συγγραφέας δεν σαρκάζει την κοινή ημιμάθειά μας, μήτε αυτοσαρκάζεται. Απλώς και μόνον προδιαθέτει τον αναγνώστη ότι προτίθεται να τον συνοδεύσει σ' έναν σύντομο (αλλά έγκυρο και συναρπαστικό) περίπατο μέσ' από τις σύγχρονες κατακτήσεις της επιστημονικής γνώσης και τα μεγάλα πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα, στην παγκοσμιοποιημένη διάστασή τους, σε σταθερή αναφορά προς τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα.
Αυτός ο περίπατος ξεκινάει φυσικά από τις πρώτες ανησυχίες των σοφών της Ιωνίας που, για πρώτη φορά, μακριά από θρησκευτικούς μύθους, προσεγγίζουν τα μεγάλα ερωτήματα για την ουσία της φύσης. Ακολουθούν οι απαραίτητες αναφορές στην κλασική ελληνική αρχαιότητα, αλλά και η οδυνηρή, όσο και βάσιμη παραδοχή ότι, τόσο στην Ανατολή όσο και στη Δύση, μεσολαβούν περίπου χίλια χρόνια παντελούς απουσίας παραγωγής γνώσης. Μόλις από τον 14ο αιώνα αρχίζει, στη Δύση, η νέα πορεία του σκεπτόμενου ανθρώπου, η οποία, σταδιακά, κατέληξε στα μεγάλα άλματα και στις καθόλου σπάνια δυσνόητες κατακτήσεις της σύγχρονης γνώσης, αποτέλεσμα της οποίας είναι ότι ο φιλόσοφος της δικής μας εποχής διατελεί πια σε αδυναμία να μετάσχει ενεργά και αξιόπιστα στη δημιουργία και περαιτέρω προώθηση της σύγχρονης επιστημονικής γνώσης, έτσι που ο δικός του ρόλος να περιορίζεται στην κριτική επεξεργασία του γνωστικού αντικειμένου που ήδη παράγουν αποκλειστικώς και μόνον οι εξειδικευμένοι εργάτες των θετικών επιστημών. Ο συγγραφέας επισημαίνει ότι η περίοδος της καλπάζουσας επιστημονικής γνώσης άρχισε τον 19ο αιώνα, με τις επαναστατικές εργασίες του Δαρβίνου και του Μέντελ, προωθήθηκε σημαντικά με την ανατροπή των νευτώνειων βεβαιοτήτων, την οποία προκάλεσαν η Ειδική, λίγο αργότερα δε και η Γενική Θεωρία της Σχετικότητας του Αϊνστάιν, καθώς και η Κβαντική Θεωρία του Πλανκ, του Μπορ και της Σχολής της Κοπεγχάγης. Με σαφήνεια και πειστικότητα ο σ. (συγγραφέας) παρουσιάζει τις κεντρικές σκέψεις αυτών των πρώτων μεγάλων επιστημονικών ανατροπών, που επιγραμματικά συνοψίζονται στην παραδοχή ότι ζούμε σ' έναν τετραδιάστατο χωρόχρονο, ο οποίος καμπυλώνεται ανάλογα με τη μάζα που περικλείει. Κάτι όμως που, κατά γενική επιστημονική παραδοχή, βρίσκεται έξω από το αντιληπτικό πεδίο του ανθρώπινου εγκεφαλου, έτσι που, αν περιοριζόμαστε μόνο στις αισθήσεις και στις εμπειρίες μας, να αδυνατούμε να κατανοήσουμε την ουσία αυτών των κατακτήσεων. Από εκεί και μετά, καθ' οδόν προς τη λεγόμενη «ενοποιημένη θεωρία», οι γίγαντες των σύγχρονων επιστημονικών ανακαλύψεων παραδέχτηκαν ταπεινά ότι όσο αυξάνεται η γνώση τόσο αυξάνεται και το άγνωστο! Κάτι που, πιο απλά, σημαίνει ότι στον χώρο της γνώσης δεν υπάρχει τίποτε το οριστικό.
Ακολουθούν στο βιβλίο του Παμπούκη εκτενείς αναφορές στην κυρίαρχη σήμερα επιστημονική θέση για τη δημιουργία του Σύμπαντος πριν από περίπου 13,7 δισεκατομμύρια χρόνια, αμέσως μετά τη λεγόμενη Μεγάλη Εκρηξη, με την ήδη από το 1929 ανακάλυψη του Χαμπλ ότι το Σύμπαν εξακολουθεί να διαστέλλεται, και μάλιστα με συνεχώς επιταχυνόμενο ρυθμό. Στην εποχή μας οι αστρονόμοι έχουν κατορθώσει να πλησιάσουν γνωστικώς σε απόσταση 380 χιλιάδων χρόνων μετά τη Μεγάλη Εκρηξη, ήδη δε οι προσπάθειες στο CERN της Γενεύης τείνουν να πλησιάσουν γνωστικώς σε απόσταση ενός τρισεκατομμυριοστού του δευτερολέπτου μετά από αυτήν την έκρηξη!
Στη συνέχεια, ο σ. προσεγγίζει το μυστήριο της ζωής στη Γη, με τους πρώτους μονοκύτταρους οργανισμούς, πριν από 3,5 εκατομμύρια χρόνια, και την έκτοτε εξέλιξη αυτής της δυναμικής ζωής, κάτι που περιθωριοποιεί τις αντίστοιχες διηγήσεις της Παλαιάς Διαθήκης στο ίδιο χρονοντούλαπο της Ιστορίας όπου έχουν εναποτεθεί και οι αντίστοιχοι μύθοι της ελληνικής αρχαιότητας, καθώς η επιστημονική γνώση, αναφορικά με την εξέλιξη της ζωής στη Γη, οριστικοποιήθηκε αμετακλήτως μετά την ανακάλυψη το (1953) του DNA και του RNA.
Για τον συντάκτη αυτών εδώ των γραμμών εντελώς καινούρια και συνταρακτική προσέγγιση σύγχρονης επιστημονικής γνώσης είναι οι αναφορές του συγγραφέα στις ιλιγγιώδεις ερευνητικές κατακτήσεις που έχουν ήδη συντελεστεί στον χώρο του ανθρώπινου εγκεφάλου, ενός οργάνου που ήδη γνωρίζουμε ότι συγκροτείται από 100 δισεκατομμύρια νευρικά κύτταρα, τους λεγόμενους νευρώνες, καθένας από τους οποίους μπορεί να δεχθεί χιλιάδες συνοπτικά σήματα, έτσι που καθένας από αυτά τα 100 δισεκατομμύρια νευρώνων να μπορεί να λειτουργεί ως εξελιγμένος και αφάνταστα μικροσκοπικός ηλεκτρονικός υπολογιστής! Κάτι που επέτρεψε στους ειδικούς επιστήμονες να εμβαθύνουν στους μοριακούς μηχανισμούς της μνήμης και στους μηχανισμούς μάθησης σε κυτταρικό επίπεδο. Ιδιαίτερα εφιστά ο σ. την προσοχή μας στην πληροφορία ότι, πριν από δέκα χρόνια, ερευνητές του εγκεφάλου στην Καλιφόρνια διαπίστωσαν ότι η έκθεση σε μαγνητικό πεδίο ενός ειδικού σημείου του δεξιού λοβού του εγκεφάλου προκαλεί, σε ποσοστό 80% των περιπτώσεων, έντονη θρησκευτική έξαρση, ακόμη και σε άθεους! Μ' αυτές τις προωθημένες τεχνικές κατακτήσεις οι ειδικοί επιστήμονες μπορούν ήδη να απεικονίζουν όχι μόνο την ανατομία του εγκεφάλου, αλλά και την ίδια τη λειτουργία του, όταν είναι σε δράση! Ετσι λ.χ. γνωρίζουμε τώρα πια ότι το αριστερό ημισφαίριο του εγκεφάλου είναι των λογικών βεβαιοτήτων, ενώ το δεξί είναι εκείνο της έμπνευσης, του συναισθηματικού κόσμου και της ευαισθησίας. Με σταθερή, πάντως, την παραδοχή ότι αυτός ο φοβερά πολύπλοκος εγκέφαλός μας δεν πλάστηκε διαμιάς από κάποιον Θεό, αλλά είναι το σύνθετο αποτέλεσμα της εξέλιξης, της φυσικής επιλογής και της κληρονομικότητας, με την πάροδο των εκατομμυρίων χρόνων που προηγήθηκαν. Εντύπωση προκαλεί η σύγχρονη επιστημονική ανακάλυψη ότι ο κόσμος που μας περιβάλλει είναι άχρωμος, απλώς δε και μόνον ο μηχανισμός του ματιού, έτσι όπως εξελίχτηκε πολύ αργά επί εκατομμύρια χρόνων, κατάφερε να κατασκευάσει κύτταρα που ευαισθητοποιούνται σε διαφορετικού μήκους κύματος φωτεινές ακτίνες, κάτι που μας δίνει την ψευδαίσθηση των χρωμάτων! Ακόμη όμως πιο συνταρακτική είναι η επιστημονική παραδοχή των σύγχρονων ερευνητών του εγκεφάλου, δηλαδή ότι οι άνθρωποι, παρά τα όσα αντίθετα νομίζουμε, δεν διαθέτουμε ελεύθερη βούληση! Σκέψεις και προθέσεις που μας έρχονται στο μυαλό δεν γνωρίζουμε από πού μας έρχονται και προς τα πού κατευθύνονται!
Ετσι ανακύπτει το κρίσιμο ερώτημα: ενώπιον αυτών των απροσδόκητων επιστημονικών ανακαλύψεων των βιολόγων και των νευρολόγων ποιο αξιόπιστο περιθώριο απομένει για τον προβληματισμό και τη δημιουργική σκέψη του φιλοσόφου, καταδικασμένου ήδη στο περιθώριο των ημιμαθών; Κάτι που, μοιραία, οδηγεί τον σ. στο αμέσως επόμενο ερώτημα, μήπως η θεότητα δεν είναι πια απαραίτητο μονοπάτι για την κατανόηση και την ερμηνεία του κόσμου.
Σ' αυτό το σημείο ο σ. κάνει ένα μεγάλο διάλειμμα, καθώς, προσωρινά, αλλά σε μεγάλη έκταση σελίδων, επικεντρώνει το ενδιαφέρον του στα σύγχρονα προβλήματα της ανθρώπινης συμβίωσης, τον ανθρώπινο ψυχισμό, τα πολιτικά συστήματα, το σύγχρονο φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης, ιδίως στον χώρο της οικονομίας, τη διαχείριση του μεγάλου όγκου πληροφοριών, την ταλαιπωρία του φυσικού περιβάλλοντος, τόσο διεθνώς, όσο και ειδικώς στον ανερμάτιστο δικό μας χώρο της γενικής επιδρομής των πολλών και ποικίλων τρωκτικών. Σ' αυτό το αρκετά εκτεταμένο -σε όγκο σελίδων- τμήμα του βιβλίου του ο σ. προσεγγίζει και τη σύγχρονη ελλαδική πολιτική κατάσταση. Αφετηρία του είναι η αναμφίβολη παραδοχή ότι «ένα πρωτοφανές στην ανθρώπινη ιστορία επίπεδο ζωής, αλλά και αξιοπρέπειας του "μικρού ανθρώπου" (είναι) το σημαντικότερο ίσως επίτευγμα της σύγχρονης εποχής». Ομως από εκεί και πέρα αρχίζει ο χείμαρρος της οδυνηρής ελλαδικής πραγματικότητας, με το πλήθος των ακατανίκητων αρνητικών μας, ως πρώτο από τα οποία ορθώνεται «η ενδυνάμωση της κοινωνικής και πολιτικής δύναμης των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης», καθώς αυτά σύντομα ξέφυγαν από την ψευδαίσθηση της τηλεοπτικής δημοκρατίας και εκτρωματικά ορθώθηκαν με τη μορφή της τηλεοπτικής δικτατορίας. Και τούτο, αφού «ένας δημόσιος άνδρας δεν έχει πλέον την παραμικρή πιθανότητα να εκλεγεί σε σημαντικό δημόσιο αξίωμα, αν προηγουμένως δεν έχει "παραδοθεί" στα ΜΜΕ, με ό,τι αυτό σημαίνει».
Υστερα από τη μακρά πορεία των εξιστορήσεων και των προβληματισμών του στο χώρο του επιστητού, ο σ. φτάνει στο τρίτο (και προτελευταίο) μέρος της διατριβής του, με αντικείμενο το Υπερβατικό.
Εδώ, εξαρχής, ο σ. διευκρινίζει ότι στα θρησκευτικά πράγματα, υπάρχουν δύο μόνο δυνατοί δρόμοι προσέγγισης: αφ' ενός, ο αποκαλυπτικός, με τον οποίο, επί πολλούς αιώνες, οι τρεις μονοθεϊστικές θρησκείες διαπαιδαγώγησαν τους πιστούς τους, και ο σύγχρονος δρόμος της κριτικής θεολογίας - μια διέξοδος, κάτω από το φως της φρόνησης, την οποία τα κυρίαρχα ιερατεία των μονοθεϊστικών θρησκειών σταθερά συκοφαντούν ότι δήθεν αναγκαστικά οδηγεί στην αθεΐα. Και τούτο, σε άκρα αντίθεση προς τις δύο θεμελιακές παραινέσεις, πρώτον μεν του Ιησού, ότι ο Θεός έχει πνευματική διάσταση, έτσι που «εν πνεύματι και αληθεία» να πρέπει να προσβλέπουμε σ' εκείνον και, δεύτερον, του Παύλου, ο οποίος με έμφαση τόνιζε ότι «υμείς επ' ελευθερία εκλήθητε, αδελφοί». Ο σ. έχει τη γνώμη ότι η πίστη στον Θεό προήλθε μέσ' από τα εκατομμύρια χρόνια ανασφάλειας που βίωσε η ανθρωπότητα, με την έννοια ότι οι φοβίες ενώπιον πλήθους από αναπάντεχους, όσο και αδάμαστους κινδύνους υπήρξε η απαρχή που ώθησε τους ανθρώπους στην κατασκευή, αποδοχή και λατρεία θεών.
Μου είναι σεβαστή η εκδοχή, την οποία υποστηρίζει ο σ. Ομως νιώθω την ανάγκη της ακόλουθης αντιρρητικής ερώτησης: Μήπως και οι μεγάλες ιδέες της δικαιοσύνης, της αγάπης, της αποδοχής του θανάτου για χάρη της προσωπικής ελευθερίας κ.ο.κ. δεν προήλθαν και δεν σφράγισαν τον ανθρώπινο πολιτισμό, ακριβώς ως το προϊόν από παρόμοιες ανασφάλειες, πικρίες και οράματα για μια καλύτερη ζωή; Και δεν συγκροτούν αυτές οι μεγάλες ιδέες την ομορφιά και τον ηθικό πλούτο της ζωής μας, παρά την τραγική επίγνωση που έχουμε, αναφορικά με το ότι πρόκειται για ευγενικές ουτοπίες;
Ο σ. φαίνεται να συμμερίζεται αυτήν την επιφύλαξη, καθώς με έμφαση τονίζει ότι «ο πραγματικός και σύμφωνα με την αρχική διδασκαλία του Ιησού χριστιανισμός υπήρξε στον κόσμο μόνο κατά την περίοδο των διωγμών, δηλαδή στους πρώτους δύο ή τρεις αιώνες μετά τον θάνατο του δασκάλου». Από εκεί και μετά ο σ. δίνει την εντύπωση ότι, ενόψει της οδυνηρής πραγματικότητας ενός κόσμου, γεμάτου από αδικία και παντελή απουσία της δικαιοσύνης του Θεού, καταλήξαμε πια στην τραγική σύγχρονη σύγκρουση, αφ' ενός, της γνώσης και της κριτικής σκέψης και, αφ' ετέρου, της άλογης πίστης. Ομως, κι εδώ, νιώθω την ανάγκη να διαφοροποιηθώ, επισημαίνοντας ότι η ευαισθησία της θρησκευτικής συνείδησης δεν ταυτίζεται αναγκαίως με την άλογη πίστη σε κάθε τι που συχνά με φανατισμό, ενδεχομένως και με ιδιοτέλεια, διακηρύσσουν θορυβωδώς κάποιοι αδιάλλακτοι.
Στη σελ. 404 ο σ. (συγγραφέας), προικισμένος με το πλήθος των γνώσεων που έχει συσσωρεύσει, αλλά και με τις ευαισθησίες της δικής του κριτικής σκέψης, καταλήγει να συνομολογήσει ότι δεν είναι εύκολο να ζήσεις χωρίς την αναδρομή στο θείο, καθώς μόνη της η γνώση δεν έχει τη δύναμη να συμπληρώσει τα κενά της συναισθηματικής μοναξιάς. Με την πικρή παραδοχή ότι «όταν δεν καταφεύγει στο θείο, ο άνθρωπος πρέπει να είναι πολύ δυνατός, γιατί μένει απελπιστικά μόνος». Και τούτο, μολονότι (σελ. 403) «από πουθενά, μα πουθενά, σε ολόκληρη την ανθρώπινη πορεία δεν διαπιστώθηκε ποτέ με βεβαιότητα κάποια συγκεκριμένη παρεμβατική παρουσία αυτού του "μορφώματος" σε ανθρώπινες υποθέσεις». Παρά ταύτα, με την αυστηρή επιστημονική αντικειμενικότητα που τον διακρίνει, ο σ. ενημερώνει τους αναγνώστες του ότι οι ερευνητές του ψυχισμού των μικρών παιδιών, ύστερα από εκτεταμένες έρευνες, επισημαίνουν ότι πολλα παιδιά έρχονται στον κόσμο με μία γονιδιακή προδιάθεση θρησκευτικής ευαισθησίας, κάτι που παρακίνησε το Ευρωπαϊκό Ερευνητικό Κέντρο της Γενεύης (CERN) στη διεξαγωγή, ήδη από το 2007, ενός τριετούς ερευνητικού προγράμματος με στόχο την επιστημονική εξιχνίαση του ερωτήματος, γιατί τόσοι πολλοί άνθρωποι πιστεύουν στη θεότητα.
Σ' αυτό το σημείο ας μου επιτραπεί να κλείσω την παρουσίαση του πολύ σημαντικού τούτου βιβλίου αναφέροντας ότι, στο πλαίσιο δικού μου αντίστοιχου ερευνητικού προβληματισμού, εντόπισα πως ήδη ο πλατωνικός Σωκράτης είχε διακηρύξει ότι από τη φύση είμαστε προγραμματισμένοι να νοσταλγεί η ψυχή σαν φτερό να πετάξει ψηλά, στον υπερβατικό εκείνον κόσμο, όπου αναζητεί ν' αντικρίσει το θείο, ως τον σωρείτη από τις ύψιστες ιδέες της ομορφιάς, της φρόνησης και της καλοσύνης: «πέφυκεν η πτερού δύναμις (...) άγειν άνω (...) ή το των θεών γένος οικεί (...) το δε θείον καλόν, σοφόν, αγαθόν» (Φαίδρος 246 d 6-e 2). Μια παραδοχή την οποία συμμερίστηκαν και φωτισμένοι πατέρες της χριστιανικής Εκκλησίας, όπως ο Βασίλειος («ο Θεός επιγινώσκεσθαι πέφυκεν») και ο Χρυσόστομος («πέφυκε γαρ η ανθρωπίνη φύσις, των κρειτόνων ορεγομένη»).
Ο σ. παραδέχεται (σελ. 405) πως προσπαθεί να φανταστεί ένα ιδεατό σύστημα διδασκαλίας, όπου όσα θαυμαστά είπαν ο Ιησούς, ο Σωκράτης και άλλοι ελάχιστοι αληθινά σοφοί, θα μπορούσαν να διδάσκονται απλά, σε χώρους απλούς, «χωρίς πομπώδεις καθεδρικούς ναούς, χωρίς πανάκριβα άμφια, χωρίς ακατάληπτους ενρινισμούς, χωρίς υποσχετικά άφεσης αμαρτιών». Ομολογώ πως απόρησα, καθώς είδα ότι απαξιώνει και όλες τις ψαλμωδίες, συλλήβδην. Δεν συμμερίζομαι αυτήν την καθολική απαξίωση της καλής μουσικής, ως μυστικής κλίμακας που νοερά μετάγει τους εκ γης προς τον συμβολικό ουρανό. Και δεν αναφέρομαι μόνο στα αριστουργήματα του Bach, του Handel και του Mozart. Υπάρχουν ψαλμωδίες που πραγματώνουν το σωκρατικό όραμα: «άγειν άνω (...) ή το των θεών γένος οικεί» (Φαίδρος, ό.π.).
Αλλά αυτή η αντίρρηση, που στο κάτω της γραφής διατυπώνει απλώς και μόνο μια δική μου ιδιαίτερη ευαισθησία για την κατανυκτική εκκλησιαστική μουσική, δεν μειώνει καθόλου την ευγνωμοσύνη που με διακατέχει απέναντι στον συγγραφέα Γιώργο Παμπούκη για την όντως μεγάλη πνευματική προσφορά του - κι όχι μόνο για τις ανάγκες της δικής μας πικρής εποχής.