Ο Δημήτρης Χατζής γεννήθηκε στα Γιάννενα [13 Νοεμβρίου 1913 – Σαρωνίδα Αττικής, 20 Ιουλίου 1981] γιος του Γεώργιου Χατζή, ποιητή (έγραφε με το ψευδώνυμο Πελλερέν) και εκδότη της εφημερίδας Ήπειρος , και της Αθηνάς το γένος Κυριακοπούλου από το Αίγιο. Είχε έξι αδέρφια. Παρακολούθησε εγκύκλια μαθήματα στην Ιόνιο Σχολή της Αθήνας, αναγκάστηκε όμως να διακόψει το 1930 μετά τον ξαφνικό θάνατο του πατέρα του και επέστρεψε στη γενέτειρά του, όπου ανέλαβε τη συνέχιση της έκδοσης της εφημερίδας και τη συντήρηση της οικογένειάς του. Εκεί τέλειωσε το Γυμνάσιο (Ζωσιμαία Σχολή) και στη συνέχεια γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, χωρίς να μπορέσει να ολοκληρώσει τις σπουδές του για οικονομικούς λόγους.
Το 1932 ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με μαρξιστικούς κύκλους και το 1935 γράφτηκε στο Κ.Κ.Ε. και υπηρέτησε την ιδεολογία του στα Γιάννενα. Ένα χρόνο αργότερα τον συνέλαβε η αστυνομία του Μεταξά και το δικτατορικό καθεστώς τον εξόρισε στη Φελέγανδρο (επέστρεψε το 1937). Μετά την έισοδο των Γερμανών στη χώρα έφυγε για την Αθήνα. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής εντάχτηκε στο ΕΑΜ και στη συνέχεια βγήκε στο αντάρτικο · συνεργάστηκε με τον αντιστασιακό τύπο και στη συνέχεια με την εφημερίδα Ελεύθερη Ελλάδα, στην οποία παρέμεινε ως υπέυθυνος σύνταξης ως το κλείσιμό της (1947).
Το καλοκαίρι του 1947 εξορίστηκε στην Ικαρία. Μετά το τέλος του εμφυλίου κατέφυγε ως πολιτικός πρόσφυγας αρχικά στη Ρουμανία και στη συνέχεια στην Ουγγαρία, (που έγινε η δεύτερη πατρίδα του · εκεί έμεινε για τριάντα περίπου χρόνια και έκανε τον πρώτο του γαμο), όπου μελέτησε βυζαντινή και μεταβυζαντινή ιστορία και λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο της Βουδαπέστης, κοντά στον καθηγητή Γκιούλα Μόραβσικ. Με τη βοήθεια του προηγουμένου πραγματοποίησε ερευνητική εργασία και διδακτορική διατριβή με θέμα Οι μονωδίες για την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους, με υποτροφία στην Ακαδημία Επιστημών του Ανατολικού Βερολίνου. Το 1962 επέστρεψε στη Βουδαπέστη, όπου εργάστηκε ως βοηθός καθηγητής στην έδρα της βυζαντινής φιλολογίας και ίδρυσε το Νεοελληνικό Ινστιτούτο, ενώ παράλληλα δημοσίευσε επιστημονικές μελέτες σε εφημερίδες και περιοδικά και υπήρξε επιμελητής των εκδόσεων μεταφράσεων νεοελλήνων λογοτεχνών στα ουγγρικά από τον εκδοτικό οίκο Europa.
Το 1967 η δικτατορία του Παπαδόπουλου του απαγόρευσε την επιστροφή στην Ελλάδα. Το 1968 έφυγε από την Ουγγαρία, έχοντας προηγουμένως αρνηθεί την ουγγρική υπηκοότητα και ταξίδεψε για λίγο στο Παρίσι, κατόπιν πιέσεων της γαλλικής αστυνομίας να ζητήσει πολιτικό άσυλο όμως, αρνήθηκε τη θέση βοηθού στην έδρα νεοελληνικών σπουδών που του προσφέρθηκε από το Πανεπιστήμιο και γύρισε στη Βουδαπέστη. Το 1973 εργάστηκε ως καθηγητής νεοελληνικής λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης και δημοσίευσε μαζί με τον Θανάση Χατζή ένα βιβλίο για τη δικτατορία στην Ελλάδα, όπου επέστρεψε οριστικά το καλοκαίρι του 1975, όταν ακυρώθηκαν οι δυο καταδίκες σε θάνατο για λιποταξία, που τον βάρυναν από την εποχή του εμφυλίου.
Το 1975 δίδαξε νεοελληνική λογοτεχνία στη Σχολή Μηχανολόγων του Πανεπιστημίου Πατρών με μεγάλη επιτυχία · μετά από αντιδράσεις συντηρητικών κύκλων του Πανεπιστημίου και του Υπουργείου Παιδείας, τα μαθήματα διακόπηκαν. Από το 1975 ως το 1980 ανέπτυξε έντονη πολιτιστική δραστηριότητα, δίνοντας διαλέξεις και συμμετέχοντας σε συζητήσεις σε σχολεία και πανεπιστήμια. Την ίδια περίοδο συνεργάστηκε με τα περιοδικά Δομή και Αντί και εξέδωσε το περιοδικό Πρίσμα, που κυκλοφόρησε τέσσερα τεύχη (το τελευταίο μετά το θάνατό του).
Το 1979 παντρεύτηκε την ιστορικό Καίτη Χατζή, με την οποιά απέκτησε μια κόρη την Ελένη – Αγγελίνα. Πέθανε σε σπίτι φίλων στη Σαρωνίδα από καρκίνο των βρόγχων. Οι πρώτες λογοτεχνικές προσπάθειες του Δημήτρη Χατζή τοποθετούνται γύρω στο 1930, οπότε άρχισε να δημοσιεύει ποιήματα σε εφημερίδες της Ηπείρου. Το 1947 εκδόθηκε το μηθιστόρημά του Η Φωτιά. Ακολούθησαν τέσσερις συλλογές διηγημάτων και ένα ακόμη μυθιστόρημα, καθώς επίσης πολλά δημοσιεύματά του σε εφημερίδες και περιοδικά, που παρέμειναν ανέκδοτα.
Το έργο του τοποθετείται στο χώρο του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Ανήκει στους ανανεωτές ρεαλιστές συγγραφείς της μεταπολεμικής ελληνικής πεζογραφίας με κυρίαρχο στοιχείο της γραφής του τον κοινωνικό προβληματισμό. Αξιοσημείωτη είναι επίσης η συχνά έντονα λυρική διάσταση του λόγου του και η ιδιαίτερη προσοχή που έδωσε στη γλωσσική του έκφραση.
1. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Δημήτρη Χατζή βλ. Ζήρας Αλεξ., «Χατζής Δημήτρης», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό9β. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1988, «Χρονολόγιο Δημήτρη Χατζή (1913-1981)», Διαβάζω180, 9/12/1987, σ.34-38 και Παγανός Γιώργος, «Δημήτρης Χατζής», Η μεταπολεμική πεζογραφία · Από τον πόλεμο του ’40 ως τη δικτατορία του ‘67Η΄, σ.172-249. Αθήνα, Σοκόλης, 1988.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία
• Αραβαντινού Μαντώ, «Γραφή Εξορίας», Τομές11, 4/1977, σ.44-49.
• Αργυρίου Αλεξ., Ζήρας Α., Κοτζιάς Α., Κουλουφάκος Κ., «Μεσοπολεμική πεζογραφία · Το οδυνηρό πέρασμα στην πολιτικοποίηση», Διαβάζω5-6, 11/1976 – 2/1977, σ.62-83.
• Γουλανδρής Νίκος, Δημήτρης Χατζής · Βιβλιογραφικό Μελέτημα (1930-1989). Αθήνα, Γνώση, 199;
• Γουλανδρής Νίκος, 300 δελτία (1935-1975) για τον Δημήτρη Χατζή. Αθήνα, 1998.
• Δημήτρης Χατζής· Άπειρος νόστος. Πάτρα, Δήμος Πατρέων, 1995.
• Ζήρας Αλεξ., «Δημήτρης Χατζής: Ο χρονικογράφος μιας ιστορικής περιόδου», Η Αυγή, 18/7/1982.
• Ζήρας Αλεξ., «Χρονικές, πολιτικές και γλωσσικές διαστάσεις στο έργο του Δημήτρη Χατζή», Διαβάζω55, 1982.
• Ζήρας Αλεξ., «Χατζής Δημήτρης», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό9β. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1988.
• Ησαΐα Νανά, «Το διπλό βιβλίο και η αστική λογοτεχνία», Το δέντρο2, 1978.
• Κοτζιάς Αλέξανδρος, Μεταπολεμικοί πεζογράφοι. Αθήνα, Κέδρος, 1982.
• Κούρτοβικ Δημοσθένης, «Δημήτρης Χατζής». Έλληνες μεταπολεμικοί συγγραφείς· Ένας κριτικός οδηγός, σ.256-258. Αθήνα, Πατάκης, 1995.
• Μηλιώνης Χριστόφορος, «Δημήτρης Χατζής, Το διπλό βιβλίο», Με το νήμα της Αριάδνης· Μεταπολεμική πεζογραφία· Ερμηνεία κειμένων, σ.91-101. Αθήνα, Σοκόλης, 1991.
• Παγανός Γιώργος, «Μνήμη Δημήτρη Χατζή», Αναζητήσεις στη σύγχρονη πεζογραφία. Αθήνα, Καστανιώτης, 1984.
• Παγανός Γιώργος, «Δημήτρης Χατζής», Η νεοελληνική πεζογραφία · Θεωρία και πράξη, σ.255-266. Αθήνα, Κώδικας, 1983.
• Παγανός Γιώργος, «Δημήτρης Χατζής», Η μεταπολεμική πεζογραφία · Από τον πόλεμο του ’40 ως τη δικτατορία του ‘67Η΄, σ.172-249. Αθήνα, Σοκόλης, 1988.
• Ραυτόπουλος Δημ., «Η μικρή μας πόλη των ιδεών και το νεοελληνικό μάθημα του Δημ.Χατζή», Κρίσιμη λογοτεχνία. Αθήνα, Καστανιώτης, 1986.
• Σαχίνης Απόστολος, Νέοι πεζογράφοι · Είκοσι χρόνια νεοελληνικής πεζογραφίας: 1945-1965. Αθήνα, Ι.Δ.Κολλάρος, 1985.
• Σαχίνης Απόστολος, Μεσοπολεμικοί και μεταπολεμικοί πεζογράφοι. Αθήνα, Ι.Δ.Κολλάρος, 1985.
• Τζιόβας Δημήτρης, Η πεζογραφία του Δημήτρη Χατζή · Ιδεολογία και αισθητική λειτουργία. Γιάννενα, ανάτυπο από την Ηπειρώτικη Εστία, 1980.
• Crist Robert (μετάφραση Ερρίκος Μπελιές), «Το τέλος της μικρής μας πόλης του Δημήτρη Χατζή και το Γουάινσμπεργκ, Οχάιο του Σέργουντ Άντερσον», Η λέξη61, 1/1987, σ.18-24.
• Hokwerda Hero, Tussen verladen en Toekomst. Groningen, Styx – Publications, 1991.
Αφιερώματα περιοδικών – Συνεντεύξεις
• Διαβάζω180, 9/12/1987.
• «Όσο δημιουργούμε σ’ έναν κόσμο που ισοπεδώνεται μόνο τόσο υπάρχουμε…», Διαβάζω5-6, 11/1976-2/1977, σ.36-44.
• Η λέξη144, 3-4/1998. 1. Για εξαντλητική εργογραφία του Δημήτρη Χατζή και βιλιογραφία του ως το 1989, βλ. Γουλανδρής Νίκος, Δημήτρης Χατζής · Βιβλιογραφικό Μελέτημα (1930-1989). Αθήνα, Γνώση, 1997.
• Αργυρίου Αλεξ., Ζήρας Α., Κοτζιάς Α., Κουλουφάκος Κ., «Μεσοπολεμική πεζογραφία · Το οδυνηρό πέρασμα στην πολιτικοποίηση», Διαβάζω5-6, 11/1976 – 2/1977, σ.62-83.
• Γουλανδρής Νίκος, Δημήτρης Χατζής · Βιβλιογραφικό Μελέτημα (1930-1989). Αθήνα, Γνώση, 199;
• Γουλανδρής Νίκος, 300 δελτία (1935-1975) για τον Δημήτρη Χατζή. Αθήνα, 1998.
• Δημήτρης Χατζής· Άπειρος νόστος. Πάτρα, Δήμος Πατρέων, 1995.
• Ζήρας Αλεξ., «Δημήτρης Χατζής: Ο χρονικογράφος μιας ιστορικής περιόδου», Η Αυγή, 18/7/1982.
• Ζήρας Αλεξ., «Χρονικές, πολιτικές και γλωσσικές διαστάσεις στο έργο του Δημήτρη Χατζή», Διαβάζω55, 1982.
• Ζήρας Αλεξ., «Χατζής Δημήτρης», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό9β. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1988.
• Ησαΐα Νανά, «Το διπλό βιβλίο και η αστική λογοτεχνία», Το δέντρο2, 1978.
• Κοτζιάς Αλέξανδρος, Μεταπολεμικοί πεζογράφοι. Αθήνα, Κέδρος, 1982.
• Κούρτοβικ Δημοσθένης, «Δημήτρης Χατζής». Έλληνες μεταπολεμικοί συγγραφείς· Ένας κριτικός οδηγός, σ.256-258. Αθήνα, Πατάκης, 1995.
• Μηλιώνης Χριστόφορος, «Δημήτρης Χατζής, Το διπλό βιβλίο», Με το νήμα της Αριάδνης· Μεταπολεμική πεζογραφία· Ερμηνεία κειμένων, σ.91-101. Αθήνα, Σοκόλης, 1991.
• Παγανός Γιώργος, «Μνήμη Δημήτρη Χατζή», Αναζητήσεις στη σύγχρονη πεζογραφία. Αθήνα, Καστανιώτης, 1984.
• Παγανός Γιώργος, «Δημήτρης Χατζής», Η νεοελληνική πεζογραφία · Θεωρία και πράξη, σ.255-266. Αθήνα, Κώδικας, 1983.
• Παγανός Γιώργος, «Δημήτρης Χατζής», Η μεταπολεμική πεζογραφία · Από τον πόλεμο του ’40 ως τη δικτατορία του ‘67Η΄, σ.172-249. Αθήνα, Σοκόλης, 1988.
• Ραυτόπουλος Δημ., «Η μικρή μας πόλη των ιδεών και το νεοελληνικό μάθημα του Δημ.Χατζή», Κρίσιμη λογοτεχνία. Αθήνα, Καστανιώτης, 1986.
• Σαχίνης Απόστολος, Νέοι πεζογράφοι · Είκοσι χρόνια νεοελληνικής πεζογραφίας: 1945-1965. Αθήνα, Ι.Δ.Κολλάρος, 1985.
• Σαχίνης Απόστολος, Μεσοπολεμικοί και μεταπολεμικοί πεζογράφοι. Αθήνα, Ι.Δ.Κολλάρος, 1985.
• Τζιόβας Δημήτρης, Η πεζογραφία του Δημήτρη Χατζή · Ιδεολογία και αισθητική λειτουργία. Γιάννενα, ανάτυπο από την Ηπειρώτικη Εστία, 1980.
• Crist Robert (μετάφραση Ερρίκος Μπελιές), «Το τέλος της μικρής μας πόλης του Δημήτρη Χατζή και το Γουάινσμπεργκ, Οχάιο του Σέργουντ Άντερσον», Η λέξη61, 1/1987, σ.18-24.
• Hokwerda Hero, Tussen verladen en Toekomst. Groningen, Styx – Publications, 1991.
Αφιερώματα περιοδικών – Συνεντεύξεις
• Διαβάζω180, 9/12/1987.
• «Όσο δημιουργούμε σ’ έναν κόσμο που ισοπεδώνεται μόνο τόσο υπάρχουμε…», Διαβάζω5-6, 11/1976-2/1977, σ.36-44.
• Η λέξη144, 3-4/1998. 1. Για εξαντλητική εργογραφία του Δημήτρη Χατζή και βιλιογραφία του ως το 1989, βλ. Γουλανδρής Νίκος, Δημήτρης Χατζής · Βιβλιογραφικό Μελέτημα (1930-1989). Αθήνα, Γνώση, 1997.
Εργογραφία
(πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις) 1
(πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις) 1
Ι.Πεζογραφία
• Η φωτιά. Αθήνα, Γκοβόστης, 1946.
• Το τέλος της μικρής μας πόλης. Βουκουρέστι, Νέα Ελλάδα, 1953.
• Ανυπεράσπιστοι. Αθήνα, Θεμέλιο, 1965.
• Διηγήματα. Αθήνα, Κείμενα, 1971.
• Το διπλό βιβλίο. Αθήνα, Εξάντας, 1976 (και έκδοση Β’, αναθεωρημένη, Αθήνα, Κείμενα, 1977).
• Σπουδές · Διηγήματα ξανατυπωμένα και άλλα. Αθήνα, Καστανιώτης, 1976.
• Θητεία · (αγωνιστικά κείμενα 1940-1950). Αθήνα, Κείμενα, 1979.
ΙΙ.Δοκίμια
• Μικρό νεοελληνικό όργανο· Εκλογή κειμένων (1947-1975) του Δημήτρη Χατζή για το Νέο Ελληνισμό· Επιλογή κειμένων, σημειώσεις, μεταγραφή Νίκος Γουλανδρής. Αθήνα, Εξάντας, 1995. 1. Για εξαντλητική του Δημήτρη Χατζή και βιλιογραφία του ως το 1989, βλ. Γουλανδρής Νίκος, Δημήτρης Χατζής · Βιβλιογραφικό Μελέτημα (1930-1989). Αθήνα, Γνώση, 1997.
• Η φωτιά. Αθήνα, Γκοβόστης, 1946.
• Το τέλος της μικρής μας πόλης. Βουκουρέστι, Νέα Ελλάδα, 1953.
• Ανυπεράσπιστοι. Αθήνα, Θεμέλιο, 1965.
• Διηγήματα. Αθήνα, Κείμενα, 1971.
• Το διπλό βιβλίο. Αθήνα, Εξάντας, 1976 (και έκδοση Β’, αναθεωρημένη, Αθήνα, Κείμενα, 1977).
• Σπουδές · Διηγήματα ξανατυπωμένα και άλλα. Αθήνα, Καστανιώτης, 1976.
• Θητεία · (αγωνιστικά κείμενα 1940-1950). Αθήνα, Κείμενα, 1979.
ΙΙ.Δοκίμια
• Μικρό νεοελληνικό όργανο· Εκλογή κειμένων (1947-1975) του Δημήτρη Χατζή για το Νέο Ελληνισμό· Επιλογή κειμένων, σημειώσεις, μεταγραφή Νίκος Γουλανδρής. Αθήνα, Εξάντας, 1995. 1. Για εξαντλητική του Δημήτρη Χατζή και βιλιογραφία του ως το 1989, βλ. Γουλανδρής Νίκος, Δημήτρης Χατζής · Βιβλιογραφικό Μελέτημα (1930-1989). Αθήνα, Γνώση, 1997.
Επιπλέον Πληροφορίες
Αρχείο του λογοτέχνη υπάρχει στο Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο (Ε.Λ.Ι.Α.)
*************************************************
Ο Π. Νούτσος γράφει για τον Δ. Χατζή ως πολιτικό διανοούμενο με αφορμή την επανέκδοση των βιβλίων του «Το τέλος της μικρής μας πόλης» και «Το διπλό βιβλίο», σε συνδυασμό μάλιστα με την ταυτόχρονη έκδοση των Πρακτικών του επιστημονικού συνεδρίου που οργάνωσε πριν από λίγα χρόνια το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων για το σύνολο του έργου του
Δημήτρης Χατζής, ο συγγραφέας της υπέρβασης
- Νούτσος Παναγιώτης
- ΤΟ ΒΗΜΑ: 13/08/2000
Χατζής ως πολιτικός διανοούμενος, αν και πρώτιστα εκφράζεται ως λογοτέχνης και φιλόλογος, διέθετε μια οξεία αίσθηση των πολιτικών πραγμάτων, επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον του στις μετατοπίσεις και στους αναπροσανατολισμούς που συντελούνταν στη σκέψη και στην πρακτική της Αριστεράς. Σπεύδω να διευκρινίσω ότι από τη σκοπιά των κοινωνικών και πολιτικών ιδεών θα μπορούσε να στοιχειοθετηθεί η εξής υπόθεση εργασίας:
α) στο λογοτεχνικό του έργο είναι περισσότερο από προφανής η πολιτική διάσταση, αρκεί να ληφθούν υπόψη και να καταγραφούν με πληρότητα οι αναγκαίες διακυμάνσεις και μεταθέσεις των ιδεολογικών του αναζητήσεων που ανιχνεύονται από τη δημοσίευση της Φωτιάς (1946) ως το Διπλό βιβλίο (1976)·
β) ο Χατζής, με κάποιες αυξομειώσεις, είχε κατακτήσει μια αυθύπαρκτη παρουσία ως πολιτικός διανοούμενος που εγγράφεται βέβαια στη συνολικότερη πορεία της Αριστεράς·
γ) οι δύο αυτές πτυχές, μολονότι εμφανίζονται ενιαίες και ομοιογενείς, απαιτούν διαφορετική αντιμετώπιση για την ανάδειξη της ιδιοσυστασίας τους. Εδώ θα επιμείνω στην ανασυγκρότηση των αναβαθμών διαμόρφωσης του Χατζή ως πολιτικού διανοουμένου, χωρίς βέβαια να ελαχιστοποιώ το γεγονός ότι ο ίδιος δημιουργεί πρώτιστα ως λογοτέχνης και ως φιλόλογος.
Οι πρώτες ρήξεις
Τα κείμενα των ετών 1932-1936, δημοσιευμένα στην εφημερίδα Ηπειρος, αποτελούν μαρτυρίες πολύτιμες για τον προσδιορισμό των απαρχών του κοινωνικού λόγου που αρθρώνει ο υπό εκκόλαψη συγγραφέας. Η συνήθης ωστόσο πορεία, κατά την ίδια περίοδο του Μεσοπολέμου με κορύφωση την Κατοχή και την Αντίσταση, ήταν η βαθμιαία και κάποτε με τη μορφή ρήξης αποδέσμευση από το δίδυμο Βενιζελισμός – Δημοτικισμός, μέσα από την οδυνηρή επίγνωση των ενδοαστικών αδιεξόδων και στα πλαίσια υπέρβασης των δύο πόλων του «εθνικού διχασμού» από την αντίθεση «Δεξιάς» και «Αριστεράς» που αναδύεται ως κυρίαρχη κατά τη δεκαετία του ’40. Ως προς τον Χατζή, που γαλουχείται σε διαφορετική μήτρα ιδεών και πολιτικής πρακτικής, είναι δυνατόν να διαφανεί η δυνατότητα που έχει ως έφηβος, στους κόλπους όμως του Λαϊκού Κόμματος και σε λίγο διευθυντής του γιαννιώτικου δημοσιογραφικού του οργάνου, να στοιχειοθετήσει μια πρωτογενή κοινωνική κριτική που βρίσκεται σε μια διεργασία «ντροπαλής» όσμωσης με τον ιδεολογικό λόγο της Αριστεράς. Ως προς το Λαϊκόν Κόμμα ίσως είναι αναγκαίο να διευκρινισθεί ότι τόσο στην πρώτη περίοδο (με την ηγετική παρουσία του Δημ. Γούναρη, βουλευτή αρχικά της ομάδας των «Ιαπώνων») είχε εξαρθεί η σημασία της νομοθετικής προστασίας των εργαζομένων, γεγονός που δεν μπορούσε να εξασφαλίσει η «προνομιούχος ολιγαρχία», όσο και στη δεύτερη, κατά την εποχή του Μεσοπολέμου, συνεχίζεται ό,τι περιγράφει συναφώς ο Σ. Μάξιμος (1930): τα «κοινωνικώς καταπιεζόμενα στρώματα» ανέμιζαν την αντιβενιζελική σημαία ως «σύμβολο αγώνος κατά του κεφαλαίου» με αποτέλεσμα ο «αντιβενιζελισμός» να διαχέεται συχνά με «αντικαπιταλιστικά αισθήματα».
Στα πρωτόλεια του Χατζή διαπιστώνεται με ευκρίνεια η κοινωνική σκόπευση της αντιβενιζελικής του αρθρογραφίας που συμμερίζεται επίσης τις εκτιμήσεις του φιλαγροτισμού, όταν σημειώνεται για παράδειγμα το 1932 στην Ηπειρο: «Τους χωρικούς που υπήρξαν επί είκοσιν ολόκληρα έτη οι δούλοι, οι ραγιάδες, οι είλωτες των δημοκόπων και των Ζακχαίων της κοινωνικής και πολιτικής ζωής, των ανεβασμένων εις την Βενιζελικήν συκομωρέαν. Τους χωρικούς που έδειρεν ο Μακρυγιάννης, που εξηπάτησαν όλοι […] έχομεν την φοράν αυτήν θαρραλέους μαζί μας, όπως θα ηθέλαμεν εις κάθε αγώνα διά τα ιδικά των δίκαια και τα ιδικά των συμφέροντα».
Η συνάντηση με την Αριστερά
Στην επόμενη φάση, κατά την εποχή της Αντίστασης και του εμφυλίου πολέμου, ο Χατζής ήδη είχε διανύσει τα αποφασιστικά βήματα και είχε κιόλας συνταχθεί με την Αριστερά, γεγονός όμως που πιστοποίησε η αιφνιδιαστική εξορία του από τη μεταξική δικτατορία. Τα σχετικά κείμενα λανθάνουν και δεν ταυτίστηκε η συνεργασία με τηνΕλεύθερη Ελλάδα κατά τα δύο πρώτα χρόνια της κυκλοφορίας της (1943, 1944), σε αντίθεση με ό,τι συνέβη με τα δημοσιεύματα (ελληνικά ή γαλλικά) της περιόδου του εμφυλίου. Ως προς το λογοτεχνικό έργο του Χατζή η Φωτιάσυμπυκνώνει τις αισθητικές του προτιμήσεις και, όπως υποδείκνυε ο Αυγέρης, με το «ορθόδοξο ρεαλιστικό ύφος» της και την «αλήθεια της ζωής που κλείνει μέσα» της χαρακτηρίζεται «άρτιο μυθιστόρημα με θέμα την Αντίσταση».
Ακολουθεί η μακρόχρονη εξορία, από το 1949 ως το 1975, στη Βουδαπέστη και στο Ανατολικό Βερολίνο. Ενδιαφέρουσα είναι η παρέμβαση του Χατζή στη συζήτηση για το σχέδιο προγράμματος του ΚΚΕ, ενδεικτική άλλωστε των αντιλήψεων του φιλολόγου – ιστορικού πια Χατζή που επομένως θα πρέπει να διαβαστεί μαζί με τα σχεδιάσματά του για τη «νεοελληνική φιλολογική σπουδή» που ήδη εμφανίστηκαν το 1953. Η απόπειρα πάντως επιβολής αυτού του προγράμματος αποτέλεσε το κύκνειο άσμα της ζαχαριαδικής ηγεσίας που επέμενε στην επερχόμενη επανάσταση στην Ελλάδα με χαρακτήρα «λαϊκό – δημοκρατικό» και προοπτική «σοσιαλιστικής ανοικοδόμησης». Οι καίριες διαφοροποιήσεις, όσες και όποιες υπήρξαν, στα επί μέρους τμήματα της Μικρής μας πόλης (όπως δηλαδή πρωτοδημοσιεύθηκαν το 1953 στο Βουκουρέστι, στη συνέχεια 1958, 1959, 1962 στην Επιθεώρηση Τέχνης και αυτοτελώς, σε δεύτερη έκδοση, από το ίδιο περιοδικό το 1963) αξιώνουν ιδιαίτερη προσοχή. Ειδικότερα η συνεργασία του Χατζή με την Επιθεώρηση Τέχνης προδίδει τους αισθητικούς – πολιτικούς αναπροσανατολισμούς του, γεγονός άλλωστε που καταφαίνεται και από τους συντάκτες των ευνοϊκών κριτικών που δέχθηκε τότε η Μικρή μας πόλη(Πορφύρης, Καλιόρης, Ροζάνης, Ραυτόπουλος κ.ά.), δηλαδή από όσους άμεσα ή έμμεσα έχουν απομακρυνθεί από τις συνταγές της «μαρξιστικής – λενινιστικής» λογοτεχνικής κριτικής. Οπως παρατηρούσε ο Ραυτόπουλος (1964), διαθέτει «ιδέες και μέθοδο» χωρίς να ξεκινά από τα «a priori συμπεράσματα»: οι «κρύες μήτρες της προκατασκευασμένης αλήθειας και της ανυποψίαστης βεβαιότητας» δεν ευδοκιμούν στον κόσμο της Μικρής μας πόλης.
Αστεγος και ηττημένος
Η ύστερη περίοδος του Χατζή, από την επάνοδο στην Ελλάδα ως τον θάνατό του, σημαδεύεται από το εγχείρημα υπέρβασης των σχημάτων της εγχώριας Αριστεράς και την εναγώνια αναζήτηση της «Νέας Αριστεράς». Ηδη μετά τη διάσπαση του 1968, την οποία θεωρούσε την «πιο σημαντική ενέργεια του υγιέστερου τμήματος της ελληνικής Αριστεράς», είχε στραφεί προς την απαίτηση ίδρυσης ενός κόμματος του «δημοκρατικού σοσιαλισμού», χωρίς ωστόσο να τη συνοδεύει με έναν υψηλό τόνο βεβαιότητας για την επίτευξή του: «Αστεγος, ανέστιος, ηττημένος και μόνος έχω τουλάχιστον την αίσθηση πως βρίσκομαι κοντύτερα στο αίσθημα και την πίκρα του λαού μας ένας από τους πολλούς». Το κριτήριο αυτό των πολιτικών πραγμάτων αποτυπώνεται ρητά στο Διπλό βιβλίο, τόσο στο κύριο σώμα του έργου όσο και στους «Επιλόγους» που επισυνάπτονται. Κατ’ αρχήν τούτο αφορά τον τρόπο γραφής: «Δεν μπορώ να προχωρήσω, να τα δέσω πρόσωπα και καταστάσεις σε μιαν ενότητα. Τα πρόσωπα σπάζουν, το σκηνικό που ‘ναι πίσω δε φαίνεται καθαρό οι δυνάμεις, οι διαρθρώσεις, οι ροπές, οι αντιστάσεις. Το σκηνικό… Δεν είναι ακριβώς ερείπια είναι κομμάτια, ψηφιά σκορπισμένα. Και δεν ενώνονται το ‘να με τ’ άλλο».
Επίσης γίνεται ένα με την πολιτική συμπεριφορά του Βασιλειάδη: «Αριστερός και δεν τα πήγε καλά μ’ αυτούς τους δημαγωγούς, τις επιτροπές τους, τις εκδηλώσεις που λέγανε, τα μέτωπά τους. Είπε πάντα ήσυχα και στρογγυλά πως ένα καινούργιο αριστερό κόμμα χρειάζεται στην Ελλάδα αριστερό μα μακριά απ’ αυτούς. Και πως θα ‘ναι δύσκολο να γίνει. Εμένα μ’ άρεσε πάντα να τον ακούω και για το καινούργιο κόμμα μπορεί, λέω, στο τέλος σ’ αυτό να πάω και γω και για τη δυσκολία την καταλαβαίνω και γω με το μικρό το μυαλό μου, όσο τους βλέπω και τους ακούω τούτους εδώ στο ελληνικό καφενείο μας». Αναμφίβολα πρόκειται για μια ιδιάζουσα πολιτική αίσθηση που διαποτίζει τον «Μικρό πρόλογο» που προαναγγέλλει το «δεύτερο βιβλίο»: «Βιβλίο της μοναξιάς είναι κι αυτό της δικής σου της μοναξιάς το βιβλίο, στον κανένα τόπο, στον κανένα καιρό που βρίσκεσαι εσύ πεταγμένος και που ‘χω φτάσει και γω. Η παλιά μας κληρονομιά δεν σε βοηθάει σε τίποτα, η φαντασία για τ’ αύριο λείπει. Το δικό μας πνεύμα κουρνιάζει πια σωπασμένο μες στο λυκόφως των καιρών. Και το βιβλίο δεν έχει μέσα τις συμβουλές και τις οδηγίες που σου δίνουν από παντού, τις παρηγοριές που ξεγελάνε για λίγο, δεν έχει την πυξίδα που σου λείπει, την πανοπλία που σου χρειάζεται να ντυθείς να φυλαχτείς, να χτυπηθείς, να νικήσεις».
Οι τέσσερις λοιπόν φάσεις της σταδιοδρομίας του Χατζή συγκροτούν τους αναβαθμούς στη διαμόρφωσή του ως πολιτικού διανοουμένου που εκφράζεται πρώτιστα και ομοιογενώς ως λογοτέχνης και φιλόλογος. Ταυτόχρονα συνιστούν την προσωπική εσωτερίκευση της πορείας που διήνυσε κατά τις ίδιες δεκαετίες η Αριστερά, όχι μόνο στην εγχώρια έκφανσή της. Η πικρή όμως γεύση της αποτυχίας στον σχεδιασμό του «αντίκοσμου» της υπάρχουσας κοινωνίας με τους «μηχανισμούς που σε δένουν» και τα «γρανάζια που σε κρατούνε στην εντέλεια ταιριασμένα» δεν σημαίνει και γι’ αυτόν παραίτηση και νοσηρή εσωστρέφεια. Το «δεύτερο βιβλίο» θα μπορούσε να γραφεί «για το σημερινό, το δικό μας τον κόσμο, που δεν τον βλέπεις ακόμα, δεν ξέρεις πώς είναι και δεν τον φοβάσαι. Για τη ζωή των ανθρώπων που πάει πιο πέρα. Με τη δική σου την εφηβεία: Αμόλευτη από την πρόληψη και την τύψη που βασανίσαν εμάς, τις αυταπάτες που αφήσαμε εμείς να μας βαυκαλίζουν, γυμνή κι από τα στολίσματα τα δικά μας…».
Ο κ. Παναγιώτης Νούτσος είναι καθηγητής της Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.
**************************************************
Ευαίσθητος και ορθολογιστής, ρεαλιστής και μεταμοντέρνος, αγωνιστής και άπιστος εξόριστος, αφελής παραμυθάς και υποψιασμένος τεχνίτης του λόγου. Οι ανορθόδοξοι συνδυασμοί που στοιχειοθετούν τη συγγραφική του Δημήτρη Χατζή
Δημήτρης Χατζής, ένας συναισθηματικός ιδεολόγος
- Τζιόβας Δημήτρης
- ΤΟ ΒΗΜΑ: 22/10/2000
Δεν είναι μόνον οι επέτειοι που φέρνουν παλαιότερους συγγραφείς στο προσκήνιο αλλά και οι επανεκδόσεις τους. Αυτού του είδους η επάνοδος των συγγραφέων νομίζω ότι έχει μεγαλύτερη σημασία, γιατί δοκιμάζει ποικιλότροπα την απήχησή τους και έμπρακτα την αντοχή τους. Με αυτό το σκεπτικό, ο Δημήτρης Χατζής μπορεί να αποτελεί μοναδική περίπτωση συγγραφέα τα τελευταία χρόνια που η επανέκδοση του έργου του προκάλεσε όχι μόνο άρθρα, σχόλια ή αφιερώματα αλλά είχε και εμπορική επιτυχία, αν πιστέψουμε τις λίστες των ευπώλητων στις οποίες Το τέλος της μικρής μας πόλης φιγουράριζε για αρκετές εβδομάδες.
Δίκαια λοιπόν θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για θριαμβευτική επάνοδο του συγγραφέα, αν λάβουμε υπόψη ότι εκτός από την επανέκδοση του έργου του κυκλοφόρησαν σε CD συμφραστικοί πίνακες των έργων του και ηχογραφημένες ομιλίες του για τη συγγραφική τέχνη, χάρη στον ερευνητικό μόχθο και στην τεχνολογική μαεστρία του ακούραστου μελετητή του, του Νίκου Γουλανδρή. Ενώ έχουμε πολλούς πίνακες λέξεων για το έργο ποιητών, ο συμφραστικός πίνακας του Χατζή θα πρέπει να είναι ο πρώτος που συντάσσεται, και μάλιστα σε ηλεκτρονική μορφή, για έλληνα πεζογράφο, με εξαίρεση τον Μακρυγιάννη.
Το μυστικό της επιτυχίας
Η απήχηση όμως του έργου του Χατζή δεν μπορεί να εξηγηθεί απλώς και μόνο από τη μακρόχρονη απουσία του έργου του από τα βιβλιοπωλεία ή από τον ζήλο ορισμένων μελετητών του. Νομίζω ότι απαιτείται μια άλλου είδους εξήγηση του φαινομένου, που θα δίνει κάποια απάντηση και στα ακόλουθα ερωτήματα: Πώς ένας συγγραφέας με μυθιστορήματα στρατευμένα και αποτυχημένα, όπως Η φωτιά, ή προβληματικά, όπως είναι για ορισμένους το Διπλό βιβλίο, με συλλογές διηγημάτων με ισχνή οργανική θεματική συνοχή (Ανυπεράσπιστοι) ή με ελάχιστα πρωτότυπα διηγήματα (Σπουδές) τυχαίνει τέτοιας ανταπόκρισης; Τι άραγε μένει ως πολύτιμο και αναζωοδοτικό απόσταγμα από το λιγοστό σε έκταση έργο του; Πώς ένας συγγραφέας του κριτικού ρεαλισμού εξακολουθεί να ενδιαφέρει το κοινό σήμερα;
Ως τώρα ο Χατζής έχει ιδωθεί ως ο συγγραφέας του κοινωνικού ή κριτικού ρεαλισμού και όχι ως ο συγγραφέας της μοναξιάς και της εξορίας. Αν και έχει ειπωθεί ότι δεν έγραψε τίποτε για τη ζωή του στην εξορία στην Ανατολική Ευρώπη, εν τούτοις η πεζογραφία του διαγράφει τη μετάβαση από την ουτοπία στην ατοπία. Ο Χατζής διαπραγματεύεται έμμεσα το ζήτημα της εξορίας όχι ρεαλιστικά ή αυτοβιογραφικά αλλά ως μια καθολική εμπειρία απαλλαγμένη από τη νοσταλγία της επιστροφής ή τις ψευδαισθήσεις της ουτοπίας. Χωρίς να θέλω να αμφισβητήσω την καθιερωμένη εικόνα του ως κοινωνικού ρεαλιστή, θα πρότεινα μια ατομοκεντρική προσέγγιση του έργου του, βασισμένη στη μοναξιά των προσώπων του και στην εξορία όχι ως προσωπική εμπειρία αλλά ως συμβολική αναπαράσταση. Ετσι νομίζω θα φανεί καλύτερα πώς ο Χατζής προκαλεί δύο διαφορετικές αναγνωστικές αντιδράσεις, συστηνόμενος και ως ρεαλιστής και ως πρώιμα μεταμοντέρνος συγγραφέας.
Ο Χατζής επιδιώκει να αναπαραστήσει δύο κόσμους: έναν που φθίνει και ανήκει στο παρελθόν και έναν ανερχόμενο και υποσχόμενο, ο οποίος βαθμιαία στο Διπλό βιβλίο παίρνει την όψη του αβέβαιου και απατηλού. Μέσα από την ανέχεια, τις δυσκολίες και τη μοναξιά των προσώπων, η αφήγησή του φορτίζεται συναισθηματικά και έτσι οι αναγνώστες ωθούνται να υιοθετήσουν είτε μια ρομαντική και νοσταλγική στάση για τον κόσμο που χάνεται ή να καλλιεργήσουν και να αναπτύξουν κριτικά την επίγνωση ότι ο κόσμος πλέον κυριαρχείται από την υπαρκτή και ιδεολογική αίσθηση του ανέστιου. Με αυτόν τον τρόπο τα κείμενά του προσκαλούν δύο αντιθετικές στάσεις και εκτιμήσεις. Η πρώτη θα μπορούσε να περιγραφεί ως κοινωνικο-ιδεολογική (και αρχικά αισιόδοξη), που εκπορεύεται μεν από την πεποίθηση στην τελεολογικά προοδευτική πορεία της κοινωνίας και στον διαμορφωτικό της ρόλο πάνω στα αφηγηματικά πρόσωπα, οδηγείται όμως στην αυτοαμφισβήτηση και στον αδιέξοδο σκεπτικισμό. Η δεύτερη θα μπορούσε να χαρακτηριστεί συναισθηματική ή ανθρωπιστική, έχοντας ως κατάληξη την ταύτιση με τα δρώντα πρόσωπα και τη συμπάθεια για την κοινωνική τους περιθωριακότητα, απομόνωση ή ήττα.
Ανέστιο υποκείμενο
Ο Χατζής είναι ένας κοινωνικός συγγραφέας με κατά βάση αντικοινωνικούς χαρακτήρες. Οι ήρωές του είναι συχνά τραγικοί και ανυπεράσπιστοι, θύματα των ψευδαισθήσεων, της αθωότητας ή της αφέλειάς τους. Δίχως να είναι στερεότυποι, από τον Σιούλα τον Ταμπάκο ως τον ανώνυμο πρωταγωνιστή του διηγήματος «Η νήσος άνυδρος», έχουν κάτι κοινό, καθώς καθορίζονται και συνάμα αποστασιοποιούνται από την κοινωνία, με τη διαφορά ότι η μοναχικότητα ορισμένων προσώπων (Ντετέκτιβ) από το Τέλος της μικρής μας πόληςεξελίσσεται σε καθολικό βίωμα ανέστιας περιπλάνησης στο Διπλό βιβλίο. Αν και τα δύο βιβλία διαφέρουν σε πολλά, ό,τι τα ενώνει είναι η έμφαση στην κοινωνική αποξένωση των προσώπων και η αναστολή της πίστης στην ιδέα της κοινωνικής προόδου. Ο κόσμος του Χατζή εν τέλει δεν είναι μόνο αυτός των μικρών κοινοτήτων και των κοινωνικών ομάδων αλλά και αυτός των εκκεντρικών και μοναχικών ατόμων.
Η εξέλιξή του ως συγγραφέα έγκειται στη μετάβαση από τη ρεαλιστική αναπαράσταση της κοινωνικής αλλαγής στη διερεύνηση της ανθρώπινης μοναξιάς ως καθολικού βιώματος της κοινωνικής συνθήκης. Μια τέτοια εξέλιξη δεν συνάδει βέβαια με μια μάλλον αισιόδοξη ιδεολογική προοπτική που αφορά την πάλη για τα ιδανικά της κοινωνικής προόδου ή το συλλογικό ήθος. Αντίθετα μάλιστα από το Τέλος της μικρής μας πόλης ο Χατζής σταδιακά αμφιβάλλει για τη δυναμική της κοινωνίας ως συνόλου και εστιάζει στο μοναχικό ή ανέστιο υποκείμενο. Βαθμιαία δηλαδή εγκαταλείπει το ορθολογικό ιδεώδες της νεωτερικότητας και της κοινωνικής προόδου, καθώς ανιχνεύει τη σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης αγωνίας και απογοήτευσης, και δυσπιστεί όλο και περισσότερο όσον αφορά συλλογικά οράματα και μείζονες αφηγήσεις. Ετσι οι ιστορίες του αφηγούνται τη χαλάρωση του κοινωνικού ντετερμινισμού και μετεξελίσσονται σε αφηγήσεις κοινωνικού κατακερματισμού και ατομικής ερημίας. Το Διπλό βιβλίο ιδιαίτερα θα μπορούσε κάλλιστα να θεωρηθεί η αφήγηση της μεταμοντέρνας συνθήκης όπου οι βεβαιότητες αναιρούνται, οι ψευδαισθήσεις ξεφουσκώνουν και οι κοινωνικοί μύθοι καταρρέουν.
Ετερόκλητη συνύπαρξη
Παραδόξως ο Χατζής μπορεί και λειτουργεί ταυτόχρονα ως συναισθηματικός και ορθολογιστής συγγραφέας, ρεαλιστής και μεταμοντέρνος, κοινωνικός ιδεολόγος και άπιστος εξόριστος, προικισμένος αφελής παραμυθάς και υποψιασμένος τεχνίτης του λόγου. Νομίζω ότι αυτοί οι ανορθόδοξοι συνδυασμοί που στοιχειοθετούν τη συγγραφική του πορεία και την καλειδοσκοπική του εικόνα ελκύουν για διαφορετικούς λόγους ένα ετερόκλητο (ηλικιακά και πνευματικά) αναγνωστικό κοινό, εξηγώντας και τη διάρκεια της απήχησής του. Ο Χατζής εν τέλει κατόρθωσε να ισορροπήσει αντιθετικά στοιχεία διαγράφοντας μια πρωτοφανή συγγραφική πορεία που ξεκινάει από την ακατέργαστα στρατευμένη τέχνη της Φωτιάς και καταλήγει στους τεχνοτροπικούς πειραματισμούς του Διπλού βιβλίουή στους αισθητικούς προβληματισμούς των Σπουδών.
Μια παρόμοια συνύπαρξη ρεαλισμού και μοντερνισμού διαβλέπουμε και στο έργο του άλλου μεγάλου συγγραφέα της ελληνικής Αριστεράς, του Στρατή Τσίρκα. Αμφιβάλλω όμως αν θα μπορούσε να είχε εξασφαλίσει ανάλογη αναγνωστική απήχηση με τον Χατζή, αν το έργο του παρέμενε για χρόνια στην εκδοτική αφάνεια, γιατί απλούστατα δεν έντυσε την ιδεολογική του στράτευση ή τους μοντερνιστικούς πειραματισμούς του συναισθηματικά, γνώρισμα που επιτρέπει στον Χατζή να λειτουργεί ως αυθεντικά λαϊκός συγγραφέας, χωρίς να στερείται την αύρα του πρωτοποριακού και υποψιασμένου πεζογράφου. Και τούτο νομίζω ότι συνιστά την ιδιοτυπία του αλλά και το επίτευγμά του.
* Ο κ. Δημήτρης Τζιόβας είναι καθηγητής Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Birmingham της Αγγλίας και διευθυντής του Κέντρου Βυζαντινών, Οθωμανικών και Νεοελληνικών Σπουδών του ίδιου πανεπιστημίου.
No comments:
Post a Comment