Wednesday, November 16, 2016

Ζοζέ Σαραμάγκου: «Μου είναι αδιάφορη η ιδέα της ευτυχίας, για μένα έχει μεγαλύτερη σημασία αυτό που αποκαλώ ηρεμία και αρμονία…»

  • «Φαντάζεται κανείς ότι αυτό που αποκαλούμε ευτυχία είναι μια κατάσταση μόνιμης χαράς, κάτι όμως που δεν υπάρχει ούτε υπήρξε ποτέ. Αν η χαρά δεν είναι μόνιμη, τότε είναι βέβαιο ότι θα υπάρξουν στιγμές θλίψης, για κάτι που χάθηκε, για κάτι που δεν έχουμε, για μια απουσία. Ολα αυτά μπορούν να μας οδηγήσουν στη θλίψη. Εμένα μου είναι αδιάφορη η ιδέα της ευτυχίας, για μένα έχει μεγαλύτερη σημασία αυτό που αποκαλώ ηρεμία και αρμονία. Η έννοια της ευτυχίας προϋποθέτει ότι είναι κανείς πολύ χαρούμενος για τον άλφα ή τον βήτα λόγο. Σε πιάνει βέβαια ένας πονόδοντος, και τότε σου φεύγει η ευτυχία, σου φεύγουν όλα. Νομίζω ότι η ηρεμία είναι άλλο πράγμα. Η ηρεμία έχει να κάνει πολύ με την αποδοχή, αλλά και την, ως έναν βαθμό, αυτογνωσία των ορίων σου. Το να ζει κανείς αρμονικά δεν σημαίνει ότι δεν έχει ανησυχίες, ή προβλήματα, σημαίνει απλώς ότι μπορεί να συμβιώσει μαζί τους με ηρεμία, γαλήνη. Δεν θέλω να φέρω τον εαυτό μου ως παράδειγμα, μπορώ όμως να πω ότι ζω σήμερα σε αρμονία με τον περίγυρό μου».
Ζοζέ (Ιωσήφ) ντε Σόζα Σαραμάγκου [José de Sousa Saramago16 Νοεμβρίου 1922 – 18 Ιουνίου 2010], ήταν Πορτογάλος συγγραφέας, ποιητής, σεναριογράφος και δημοσιογράφος, τιμημένος με Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Τα έργα του, μερικά από τα οποία μπορούν να θεωρηθούν αλληγορικά, γενικά παρουσιάζουν ανατρεπτικές όψεις πάνω στα ιστορικά γεγονότα, δίνοντας έμφαση στον ανθρώπινο παράγοντα. Ο Σαραμάγκου κέρδισε το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1998. Ίδρυσε το Εθνικό Μέτωπο για την Προάσπιση του Πολιτισμού(Λισαβόνα, 1992) μαζί με τον Αρμίντο Φρέιτας-Μαγκαλιάες και άλλους. Ζούσε στο νησί Λανθαρότε των Κανάριων Νήσων της Ισπανίας.
jose-saramago-statue_2
Ο Σαραμάγκου ήταν εγγονός ακτημόνων χωρικών από το χωριό Αζινιάγκα [ Azinhaga ] της Πορτογαλίας, ένα μικρό χωριό στην επαρχία Ριμπατέζου, 100 περίπου χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Λισαβόνας. Ο πατέρας του λεγόταν Ζοζέ ντε Σόζα και η μητέρα του Μαρία ντε Πιεδάδε. Το «σαραμάγκου», ένα άγριο ποώδες φυτό, το γνωστό άγριο ραδίκι, ήταν ψευδώνυμο της οικογένειας του πατέρα του, το οποίο ενσωματώθηκε τυχαία στο επώνυμό του κατά την επίσημη καταγραφή του στα μητρώα γέννησης. Το 1924, η οικογένεια Σαραμάγκου μετακόμισε στη Λισσαβώνα, όπου ο πατέρας του ξεκίνησε τη δουλειά του αστυνομικού. Μερικούς μήνες μετά τη μετακόμιση της οικογένειας στη Λισσαβώνα, ο μεγαλύτερος κατά δύο χρόνια αδελφός του συγγραφέα, Φρανσίσκο, πεθαίνει.
images
Ο συγγραφέας περνούσε τις διακοπές του στο χωριό των γονιών του, Αζινιάγκα, μαζί με τους παππούδες του. Όταν ο παππούς του υπέστη σοβαρό πρόβλημα στην καρδιά του και έπρεπε να πάει στη Λισαβόνα για θεραπεία, ο Σαραμάγκου θυμάται: «Πήγε στην αυλή του σπιτιού, όπου υπήρχαν λίγα δέντρα, μερικές ελιές και συκιές. Και πέρασε από όλα αγκαλιάζοντάς τα με τη σειρά, κλαίγοντας, λέγοντάς τους αντίο μιας και ήξερε πως δε θα επέστρεφε». Το να βλέπεις και να ζεις κάτι τέτοιο, λέει ο Σαραμάγκου, αν αυτό δε σε σημαδεύει για την υπόλοιπη ζωή σου, τότε δεν έχεις αισθήματα. Παρόλο που ο Σαραμάγκου ήταν καλός μαθητής, οι γονείς του δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να τον στείλουν στο κλασικό γυμνάσιο και έτσι ο Ζοζέ τελειώνοντας το δημοτικό γράφτηκε στην ηλικία των 12 σε τεχνικό γυμνάσιο. Μετά την αποφοίτησή του, εργάστηκε για δύο χρόνια ως μηχανικός αυτοκινήτων. Αργότερα ξεκίνησε να εργάζεται σε εκδοτική επιχείρηση όπου και συνέχισε ως μεταφραστής και έπειτα ως δημοσιογράφος. Υπήρξε διευθυντής έκδοσης της εφημερίδας Diário de Notícias, θέση που αναγκάστηκε να αφήσει μετά τα πολιτικά γεγονότα του 1974-75 (Επανάσταση των Γαρυφάλλων) και την εγκαθίδρυση δημοκρατίας στην Πορτογαλία, ελεγχόμενης όμως από τη συντηρητική παράταξη. Μετά από μια περίοδο εργασίας ως μεταφραστής, ήταν έτοιμος να συντηρήσει τον εαυτό του ως συγγραφέας. Στην προσωπική του ζωή ο Σαραμάγκου παντρεύτηκε το 1944 την Ίλντα Ρέις. Το μοναδικό τους παιδί, η Βιολάντε, γεννήθηκε το 1947. Το 1988, ο συγγραφέας παντρεύτηκε την αρκετά νεότερή του Ισπανίδα δημοσιογράφο Πιλάρ δελ Ρίο, η οποία είναι και η επίσημη μεταφράστρια των βιβλίων του στα ισπανικά.
jose-saramago-5
Πρώτο του μυθιστόρημα ήταν η «Γη της Αμαρτίας» (1947), εκδοθέν μεσούσης της δικτατορίας του Αντόνιο Σαλαζάρ, το οποίο πέρασε σχεδόν απαρατήρητο. Κέρδισε τη διεθνή αναγνώριση όταν η έκδοση του μυθιστορήματος «Το Χρονικό του Μοναστηριού» έθελξε την προσοχή του παγκόσμιου αναγνωστικού κοινού. Ο Σαραμάγκου υπήρξε μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Πορτογαλίας από το 1969 ως το θάνατό του, ενώ ήταν επίσης άθεος, και όπως περιγράφει ο ίδιος τον εαυτό του, πεσιμιστής. Οι απόψεις του προκάλεσαν αξιοσημείωτη αμφισβήτηση στην Πορτογαλία, ειδικά μετά την έκδοση του μυθιστορήματος «Το κατά Ιησούν Ευαγγέλιον». Μέλη της Καθολικής Κοινότητας της χώρας εξοργίστηκαν με την παρουσίαση του Ιησού από τον συγγραφέα ως σφαλερού ανθρώπινου όντος. Η τότε συντηρητική κυβέρνηση της Πορτογαλίας απέρριψε την υποψηφιότητά του για το ΕυρωπαΪκό βραβείο Λογοτεχνίας, διατεινόμενη ότι το έργο αυτό προσέβαλλε την Καθολική Εκκλησία και τους πιστούς της. Ως αποτέλεσμα, και για να ξεπεράσει τη στενοχώρια του, ο συγγραφέας και η γυναίκα του μετακόμισαν στο Λανθαρότε, νησί του συμπλέγματος των Καναρίων Νήσων.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου στον Λίβανο το 2006, υπέγραψε μια δήλωση μαζί με άλλους διανοούμενους καταδικάζοντας αυτό που χαρακτηρίζει ως «πολύχρονη στρατιωτική, οικονομική και γεωπολιτική πρακτική της οποίας ο πολιτικός σκοπός δεν είναι τίποτα λιγότερο παρά η εξολόθρευση του Παλαιστινιακού Λαού». Στις Ευρωεκλογές του 2009 ήταν υποψήφιος ευρωβουλευτής, δεν κατόρθωσε όμως να εκλεγεί.
 250px-jsjosesaramago

Λογοτεχνικά θέματα και τεχνοτροπία

Τα μυθιστορήματα του Σαραμάγκου συχνά πραγματεύονται φανταστικά σενάρια, όπως αυτό στο μυθιστόρημά του «Η Πέτρινη Σχεδία» (1986), στο οποίο η Ιβηρική Χερσόνησος μετά από μία ρωγμή στα Πυρηναία, αποσπάται από την υπόλοιπη Ευρώπη και πλέει στον Ατλαντικό Ωκεανό. Στο μυθιστόρημά του «Περί Τυφλότητος» (1995), μια ολόκληρη απροσδιόριστη χώρα έχει πληγεί από μια μυστήρια μάστιγα «λευκής τυφλότητας», με διαρκώς αυξανόμενα περιστατικά αιφνίδιας τύφλωσης στον πληθυσμό.
saramago2
Χρησιμοποιώντας τέτοια ευφάνταστα θέματα και σχήματα, ο Σαραμάγκου καταπιάνεται με το υλικό του με ενσυναίσθηση και ευαισθησία για την κατάσταση των ανθρώπων και την απομόνωση της σύγχρονης αστικής ζωής. Οι χαρακτήρες του αγωνίζονται έντονα για την ανάγκη τους να συνδεθούν μεταξύ τους, να σφυρηλατήσουν σχέσεις και δεσμούς κοινότητας, καθώς και για την ανάγκη τους για ιδιαιτερότητα, ατομικότητα, όπως και να βρουν νόημα και αξιοπρέπεια έξω από πολιτικές και οικονομικές δομές. Ο κριτικός Λογοτεχνίας Χάρολντ Μπλουμ θεωρεί τον Σαραμάγκου τον δεύτερο σημαντικότερο λογοτέχνη εν ζωή παγκοσμίως, πίσω μόνο από τον Φίλιπ Ροθ, αλλά άσκησε κριτική στη σύγκριση συνθηκών που έκανε ο Σαραμάγκου μεταξύ Παλαιστινιακών Εδαφών και Κολαστηρίου του Άουσβιτς, χαρακτηρίζοντάς τον «Πορτογάλο σταλινιστή».
Το πειραματικό στυλ του Σαραμάγκου συχνά χαρακτηρίζεται από μακριές προτάσεις, κατά περιπτώσεις περισσότερο από μια σελίδα σε μάκρος. Χρησιμοποιεί περιόδους. Πολλές από τις παραγράφους του εκτείνονται για σελίδες χωρίς παύση για διάλογο, τον οποίο ο συγγραφέας επιλέγει να μην οροθετεί με εισαγωγικά. Όταν ο ομιλητής αλλάζει, ο Σαραμάγκου σηματοδοτεί αυτή την αλλαγή αρχίζοντας με κεφαλαίο το πρώτο γράμμα της πρώτης λέξης που αναφέρει ο νέος ομιλητής. Στο μυθιστόρημά του «Περί Τυφλότητος», ο συγγραφέας εγκαταλείπει ολοκληρωτικά τη χρήση κύριων ονομάτων χρησιμοποιώντας εναλλακτικώς, μοναδικά χαρακτηριστικά για να αναφερθεί και προσδιορίσει τους χαρακτήρες.
ΠΗΓΗ: https://el.wikipedia.org
***************************************************************************
morre-o-escritor-jose-saramago-aos-87-anos-80-773
Θα μπορούσε να είναι ο Πορτογάλος Καζαντζάκης. Εγραψε ένα μυθιστόρημα με θέμα τη ζωή του Χριστού ξαναδιαβάζοντας τα Ευαγγέλια με τον δικό του τρόπο. Στην αφήγησή του, με τον απλό τρόπο των ευαγγελιστών, η Σταύρωση δεν έχει Ανάσταση και ο Ιησούς συναντά τον Θεό αλλά συναντά και τον Διάβολο. Ολα αυτά φαίνονται βέβηλα αλλά τελικά η θρησκευτικότητα δεν λείπει από το βιβλίο

Ζοζέ Σαραμάγκου. Τα σημάδια του Θεού

Ζοζέ Σαραμάγκου
Το ανατρεπτικό Ευαγγέλιο
Ο Σαραμάγκου αγαπάει τις ανατρεπτικές ιστορίες. Του αρέσει να βάζει ένα «δεν» μπροστά από κάθε πρόταση και να εξετάζει την εντελώς αντίθετη εκδοχή από αυτήν που όλοι γνωρίζουν. Αν, λόγου χάρη, έγραφε την ιστορία της ανακάλυψης της Αμερικής, ο Σαραμάγκου θα άρχιζε την εξιστόρηση με το ότι ο Χριστόφορος Κολόμβος «δεν» ανακάλυψε την Αμερική. Κάτι παρόμοιο έκανε και με το προηγούμενο μυθιστόρημά του, την «Ιστορία της πολιορκίας της Λισαβόνας», όπου παρουσιάζει την ιστορική εκδοχή ελαφρώς ανάποδα.
saramago
Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και τώρα, με το «Κατά Ιησούν Ευαγγέλιο». Βρίσκουμε όλα τα γνωστά από τα Ευαγγέλια επεισόδια, αλλά ιδωμένα από μια άλλη οπτική γωνία. Ο Ιησούς συναντά τον Θεό, αλλά συναντά και τον Διάβολο. Ο Ιησούς ξεφεύγει από τον Διάβολο, αλλά προσπαθεί να ξεφύγει και από το πεπρωμένο που του επιφυλάσσει ο Θεός, για να αντιληφθεί τελικά, πάνω στον Σταυρό, ότι εξαπατήθηκε. Στο τέλος, αντί να πει το γνωστό «Πάτερ, άφεςαυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι», κραυγάζει προς τον ανοιχτό ουρανό, όπου ο Θεός χαμογελά: «Ανθρωποι, συγχωρήστε τον, γιατί δεν ξέρει τι κάνει». Συγχρόνως, όμως, ο συγγραφέας είναι εξαιρετικά ακριβής όσον αφορά τον ιστορικό περίγυρο, τις εξαντλητικές περιγραφές και τη μεθοδική αποτύπωση των πιο απροσδόκητων λεπτομερειών.
Κατ’ αρχήν, πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι πρόκειται για ένα μυθιστόρημα. Δεν θα ισχυριστούμε ότι κάθε ομοιότητα με πρόσωπα και πράγματα είναι εντελώς συμπτωματική, αλλά οπωσδήποτε δεν έχουμε να κάνουμε με ένα θεολογικό έργο. Οπως σημειώνει η Αθηνά Ψυλλιά, που έκανε τη μετάφραση από τα πορτογαλικά, ο Σαραμάγκου «διηγείται τα πιο απίθανα και βέβηλα πράγματα με τον πιο αληθοφανή και πειστικό τρόπο». Η άποψη του συγγραφέα, αυτή που διαπερνά και το τελευταίο μυθιστόρημά του, είναι ότι το καλό και το κακό συνυπάρχουν και είναι αδιάσπαστα συνυφασμένα σε όλες τις περιστάσεις της ζωής του ανθρώπου. Ο Θεός και ο Διάβολος είναι, όπως αποκαλύπτει προς το τέλος τού «Κατά Ιησούν Ευαγγελίου» του, οι «ετερώνυμοι» του ανθρώπου (δανείζεται τη λέξη από τον Φερνάντο Πεσόα): ο άνθρωπος τους έφτιαξε κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσίν του. Πριν απ’ όλα, όμως, ο Σαραμάγκου έχει να μας διηγηθεί μια ενδιαφέρουσα ιστορία με αρχή, μέση και τέλος.
Ο Ιωσήφ, πατέρας του Ιησού, δεν έχει τίποτε το ηρωικό. Είναι ένας μέτριος ξυλουργός που φτιάχνει χοντροκομμένες κατασκευές, δεν αξιώνεται ούτε να φτιάξει ένα κρεβάτι στο σπίτι του για να μην κοιμούνται σε ψάθα πάνω στο δάπεδο από πατημένο χώμα και, στην πορεία, αποδεικνύεται δειλός και γεμάτος ενοχές. Ζουν με τη γυναίκα του Μαρία απλά και φτωχικά, ένα νεαρό ζευγάρι, εκείνος στα 20 κι εκείνη στα 16, όχι ιδιαίτερης ευφυΐας. Εχουμε ήδη μια πρώτη δόση από την ατμόσφαιρα της εποχής: οι άνδρες δικαιούνται να ομιλούν, να πηγαίνουν στη συναγωγή, να λειτουργούν, να αποφασίζουν, ενώ οι γυναίκες δεν έχουν το δικαίωμα ούτε να μιλούν, ούτε καν να σκέφτονται ­ ει δυνατόν. «Αντίθετα από τον Ιωσήφ,τοσύζυγό της, η Μαρία δεν είναι ούτε ευσπλαχνική, ούτε δίκαιη, ωστόσο δεν ευθύνεται εκείνη γι’αυτές τις ηθικές κηλίδες, το φταίξιμο είναι της γλώσσας που μιλάει, αν όχι των αντρών που την επινόησαν, αφού σε αυτήν οι λέξεις ευσπλαχνικός και δίκαιος απλώς δεν έχουν θηλυκό». Οταν ο Ιωσήφ τρώει καθισμένος στο πάτωμα, η Μαρία, στο πόδι, περιμένει να τελειώσει αυτός το φαγητό του για να φάει κατόπιν κι εκείνη ­ και οι δύο σιωπηλοί. Για να ανοίξει η Μαρία την πόρτα που χτυπάει, πρέπει να της δώσει ο Ιωσήφ την άδεια με ένα νεύμα, αφού δεν αξίζει τον κόπο να της μιλήσει.
Εν πάση περιπτώσει, ο Ιωσήφ εκπληρώνει το συζυγικά του καθήκοντα, και μάλιστα όχι μόνο στην περίπτωση της γέννησης του Ιησού. Η οικογένεια φθάνει να έχει γρήγορα εννιά παιδιά, χωρίς να υπολογίζονται όσα πέθαναν πρόωρα. Από τη στιγμή της σύλληψης του Ιησού, ωστόσο, εμφανίζεται ένας άγγελος στη Μαρία με τη μορφή ζητιάνου, ο οποίος δεν ξεκαθαρίζει εξαρχής την ταυτότητά του. Τα σημάδια του Θεού (ή του Διαβόλου) αφθονούν στο κείμενο του Σαραμάγκου, και για πολλές σελίδες δεν ξέρει κανείς αν θα πρέπει να τα ερμηνεύσει ως θεϊκά ή ως διαβολικά. Η διάσταση του υπερφυσικού και του οράματος, πάντως, θα επανέλθει συχνά στη διήγηση.
Ενα άλλο περιστατικό που σημαδεύει την πορεία του Ιησού είναι η σφαγή των νηπίων της Βηθλεέμ από τον Ηρώδη, αλλά με έναν τρόπο διαφορετικό από αυτόν που γνωρίζουμε. Οπως ξέρουμε, ο Ιωσήφ και η Μαρία αναγκάζονται να αφήσουν τη Ναζαρέτ και να ταξιδεύσουν ως τη Βηθλεέμ, τον τόπο καταγωγής του Ιωσήφ, για να απογραφούν σύμφωνα με το διάταγμα των Ρωμαίων (η απογραφή αφορά μόνο τον Ιωσήφ, φυσικά). Ετσι, η Μαρία γεννά στη σπηλιά της Βηθλεέμ, ο Ηρώδης παίρνει το μήνυμα από τον προφήτη Μιχαία ότι γεννήθηκε ο «βασιλιάς των Ιουδαίων» και δίνει εντολή στους στρατιώτες του να σκοτώσουν όλα τα αγόρια της Βηθλεέμ ως τριών ετών. Ο Ιωσήφ, καθώς βρισκόταν στην Ιερουσαλήμ και δούλευε στα έργα του Ναού, άκουσε κάποιους στρατιώτες να συζητούν για τη διαταγή του Ηρώδη και έτρεξε αλλόφρων να σώσει τον δικό του γιο. Δεν σκέφθηκε όμως να ειδοποιήσει το χωριό ότι έρχονται στρατιώτες να σκοτώσουν τα παιδιά, και συνεπώς τα νήπια σκοτώθηκαν άδικα, εξαιτίας του.
Οι κραυγές των γονιών θα ακολουθούν τον Ιωσήφ σε όλη την υπόλοιπη, σύντομη, ζωή του. Δυστυχώς, όμως, θα ακολουθούν και τον Ιησού. Γιατί, όπως είπε ο ίδιος άγγελος (ή μήπως ο Διάβολος;) στη Μαρία, «πάνω στα κεφάλια των παιδιών πέφτει πάντα το κρίμα των γονιών,και η σκιά απ’ το κρίμα του Ιωσήφ σκοτείνιασε ήδη το μέλλον του γιου σου». Ο Ιωσήφ βασανίζεται από τις τύψεις και τους εφιάλτες στον ύπνο του, ώσπου σε μια απέλπιδα πράξη εξιλέωσης συλλαμβάνεται από τους Ρωμαίους και σταυρώνεται ως υποκινητής εξέγερσης ­ αυτός που δεν είχε κάνει ούτε βήμα από το σπίτι του για να πολεμήσει τους Ρωμαίους. Πάντως, σταυρώνεται στα τριάντα τρία του.
Οι σταυρώσεις ήταν κοινή πρακτική των Ρωμαίων εκείνη την εποχή, και ο Σαραμάγκου ενδιαφέρεται για την ιστορική ακρίβεια. Συλλαμβάνει την ψυχοσύνθεση του εβραϊκού λαού, που δεν μπορούσε να εννοήσει πώς ο Θεός ανεχόταν τη δουλεία του εκλεκτού του λαού. Δύο χιλιάδες σταυρωμένοι θα είναι ο θλιβερός απολογισμός τριών χρόνων πολέμου των λαών της Ιουδαίας και της Γαλιλαίας εναντίον των ρωμαίων κατακτητών. Ο Ιησούς εν τω μεταξύ είναι ένας έφηβος 13 χρόνων που φεύγει από το σπίτι του, έχοντας ως εφόδια μόνο τα σανδάλια του πατέρα του και τους εφιάλτες που κληρονόμησε απ’ αυτόν, χωρίς να γνωρίζει ακόμη γιατί. Εχει ήδη διακριθεί στη συναγωγή για τη διαλεκτική του δεινότητα, έχει μελετήσει την Τορά και τον γραπτό νόμο ως ώφειλε και έχει φθάσει στην ωριμότητα της θρησκευτικής γνώσης.
Στην περιπλάνησή του, ο Ιησούς κάποια στιγμή συναντά στην έρημο τον Θεό, με τη μορφή στήλης καπνού, και εκείνος του αναγγέλλει ότι κάποτε θα του δώσει δόξα και εξουσία με αντάλλαγμα τη ζωή του. Ακόμη δεν γνωρίζει ο Ιησούς ότι είναι ο υιός του Θεού. Ο δρόμος του τον φέρνει στα Μάγδαλα, όπου συναντά την πόρνη Μαρία, και γνωρίζει μαζί της τον έρωτα. Η μητέρα του δεν τον πιστεύει όταν της λέει ότι συνάντησε τον Θεό, αλλά η Μαγδαληνή τον πιστεύει και τον ακολουθεί στη συνέχεια παντού.
Αρχίζει η εποχή των θαυμάτων και της αναμονής της μεγάλης συνάντησης. Στη δεύτερη συνάντησή του με τον Θεό, ο Ιησούς μαθαίνει τα πάντα: ότι είναι γιος του Θεού και ότι προορίζεται να θυσιαστεί ο ίδιος για να εξαπλωθεί ο λόγος του Θεού. Παρών στη συνάντηση είναι ασφαλώς και ο Διάβολος. Μέσα από μια αντιπαράθεση, αποκαλύπτεται το ζοφερό μέλλον της ανθρωπότητας και το αίμα που πρόκειται να χυθεί ανά τους αιώνες στο όνομα του Θεού. Μέχρι τέλους, ο Ιησούς δεν είναι βέβαιον ότι θα εκπληρώσει τη Θεία αποστολή. Ο Σαραμάγκου δεν εννοεί να ευθυγραμμιστεί με τον κανονιστικό μύθο, ούτε πάνω στον Σταυρό. Το μυθιστόρημα τελειώνει με μια Σταύρωση χωρίς Ανάσταση.
Και όμως, δεν λείπει η θρησκευτικότητα από αυτό το «ευαγγέλιο». Οπως έχει επισημανθεί, στο έργο του Σαραμάγκου προεξέχει το κοινωνικό και το συλλογικό κριτήριο, η αλληλεγγύη στον πόνο, στην πείνα και στο πάθος, η πάλη για δικαιοσύνη. «Ο Σαραμάγκου δεν σκοπεύει στο σκάνδαλο», έγραψε ο Αντόνιο Μολίνα, «το αντίθετο μάλιστα: σκοπεύει στην επαναδιατύπωση από πιστούς και μη ορισμένων ερωτήσεων που έμειναν χωρίς απάντηση.Η πρόταση του Σαραμάγκου είναι να αρχίσουμε πάλι να σκεφτόμαστε, να διαλογιζόμαστε.Και κάνει αυτή την πρόταση σε μια εποχή πνευματικής κρίσης που όμοιά της δεν γνώρισε ο κόσμος. Ενας κόσμος, όπου ούτε οιαιρέσεις δεν έχουν πια ενδιαφέρον». Το συγγραφικό ύφος του Σαραμάγκου παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με εκείνο των ευαγγελιστών, αφού η αφήγηση είναι απλή και ανεπιτήδευτη, οι διάλογοι παρεμβάλλονται μέσα στο κείμενο με συνεχή χρήση του κόμματος, οι εικόνες είναι απτές και ζωντανές. Μόνο που κάθε τόσο παρεισφρέει η σύγχρονη, σκεπτικιστική ματιά, και τότε ο συγγραφέας απολογείται, διακόπτοντας την αφήγηση, για τις παράταιρες σκέψεις που κάνει: «Ισως να μοιάζουν αταίριαστες αυτές οι υποθέσεις, όχι μόνο για τον άνθρωπο αλλά και για το χρόνο και τον τόπο, να τολμούμε να φανταστούμε σύγχρονα και πολύπλοκα αισθήματα στο κεφάλι ενός αρχαίου Παλαιστίνιου γεννημένου χρόνια πριν…». Αυτό όμως δεν τον εμποδίζει να θέτει ερωτήματα, ακόμη και όταν δεν παίρνει απαντήσεις. Λογοτεχνικές βιβλικές αυθαιρεσίες
Η λογοτεχνία χαίρει μεγάλης ελευθερίας, όσον αφορά τα όρια της φαντασίας. Πολλοί συγγραφείς θέλησαν να «βιώσουν» το δράμα του Ιησού. Πώς σκεφτόταν, άραγε, πώς ένιωθε, πώς θύμωνε, πώς αμφέβαλλε, πώς συγκινείτο; «Ποτέ δεν ακολούθησα με τόσο τρόμο την αιματωμένη πορεία του Γολγοθά, ποτέ δεν έζησα με τόση ένταση, με τόση κατανόηση κι αγάπη το Βίο και τα Πάθη του Χριστού, όσο τις μέρες και τις νύχτες που έγραφα τον «Τελευταίο Πειρασμό»»,έγραψε ο Νίκος Καζαντζάκης για το έργο του. Αλλοι συγγραφείς φαντάστηκαν ότι ο Ιησούς έζησε μια φυσιολογική ζωή, παντρεύτηκε και έκανε παιδιά, έχοντας παράλληλα μια θεία αποστολή να εκπληρώσει. Ο πάντα αιρετικός δραματουργός Τζορτζ Μπέρναρντ Σο προκάλεσε τα θρησκευτικά, πολιτικά και κοινωνικά πιστεύω της εποχής του γράφοντας το 1932 τις «Περιπέτειες μιας μικρής νέγρας, εις αναζήτησιν του Θεού», όπου ο υιός του Θεού δεν σταυρώνεται αλλά πεθαίνει σε βαθιά γεράματα έχοντας παιδιά και εγγόνια, και μάλιστα νεγράκια.
Οτι η Μαρία Μαγδαληνή ήταν ο νεανικός έρωτας του Ιησού επανέρχεται σε πολλούς συγγραφείς, ενώ η αρχή αυτού του νήματος βρίσκεται ήδη στα απόκρυφα Ευαγγέλια. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι ο Ιησούς την παντρεύεται ή ότι ζουν μαζί ως ζευγάρι, όπως βλέπουμε στο παρόν έργο του Σαραμάγκου. Στον «Τελευταίο Πειρασμό» του Καζαντζάκη, ο Ιησούς θέλει να «σώσει» την πόρνη Μαγδαληνή, αλλά δεν υποκύπτει τελικά στον πειρασμό: «Αχ, να μη φοβόταν το Θεό, να την αρπάξει στην αγκαλιά του, να της σφουγγίξει τα δάκρυα, να της χαϊδέψει τα μαλλιά να γλυκάνει, να την πάρει να φύγουν! Αλήθεια, αν είναι άντρας, αυτό πρέπει νακάμει, να τη σώσει· όχι προσευκές και νηστείες και μοναστήρια· τι τη νοιάζουν, πώς μπορούν να τη σώσουν τη γυναίκα όλα ετούτα; Εν τούτοις, τελικά, ο Ιησούς ακολουθεί τον δρόμο του Γολγοθά, και πάνω στον Σταυρό τον περιμένει πάλι ο Πειρασμός, ο Τελευταίος Πειρασμός: απλώνεται και πάλι το όραμα μιας γαλήνιας, ευτυχισμένης ζωής. Αλλά και τον τελευταίο πειρασμό τον αποσείει και, ευχαριστημένος για την τέλεση του χρέους του, εκπνέει: «Τετέλεσται».
Στο διήγημα του Ερνεστ Χέμινγκγουεϊ «Σήμερα Παρασκευή», η Μαγδαληνή είναι το «κορίτσι»του Ιησού: τρεις ρωμαίοι στρατιώτες παρουσιάζονται να τα πίνουν σε ένα καπηλειό στις 11 το βράδυ, παρουσία ενός εβραίου κάπελα, και συζητούν για τη Σταύρωση που μόλις έχει γίνει: «­ Δεν ήθελε να κατεβεί από τον σταυρό, δεν είναι αστείο αυτό. ­ Δείξε μου έστω έναν που να μη θέλει να κατεβεί από τον σταυρό. ­ Διάβολε, δεν ξέρεις τι σου λέω.Ρώτησε και τον Γεώργιο [τον κάπελα]. Ηθελε να κατεβεί απ’ τον σταυρό, Γεώργιε; ­ Τι να σας πω κύριοι, δεν ήμουν εκεί, ήταν κάτι που δεν με απασχόλησε καθόλου. ­ Ακου, έχω δει πολλούς από δαύτους, εδώ και σε πολλά άλλα μέρη. Μόλις μου δείξεις κάποιον που να μηθέλει να κατεβεί απ’ τον σταυρό όταν έρθει η ώρα, εννοώ όταν έρθει η ώρα, θ’ ανεβώ κι εγώ μαζί του. (….) ­ Είδες το κορίτσι του; ­ Δίπλα της δεν στεκόμουν; ­Ηταν πολύ όμορφη ­ Εγώ την ήξερα πριν απ’ αυτόν…».
Κάποιοι συγγραφείς παντρεύουν τελικά τον Ιησού με άλλες γυναίκες. Σύμφωνα με τον Βρετανό Αντονι Μπέρτζες, συγγραφέα του γνωστού έργου «Το κουρδιστό πορτοκάλι» αλλά και του λιγότερο γνωστού «Ο άνθρωπος από τη Ναζαρέτ» (1979), ο Ιησούς παντρεύεται τη Σάρα, ενώ σύμφωνα με τον εβραϊκής καταγωγής Ρώσο Ισαάκ Μπάμπελ, ο Ιησούς έρχεται εις γάμου κοινωνία με τη Δεβώρα! Αλλη εκδοχή παρουσιάζει ο Ρόμπερτ Γκρέιβς, συγγραφέας του επίσης γνωστού από την τηλεόραση «Εγώ, ο Κλαύδιος», ο οποίος στο βιβλίο του «Ο βασιλιάς Ιησούς», που κυκλοφόρησε πρόπερσι στα ελληνικά, παντρεύει τον Ιησού με τη Μαρία από τη Βηθανία, αδελφή του Λαζάρου.
Ο επόμενος κρίκος στη μακρά αλυσίδα της δραματοποίησης της ζωής του Ιησού αναμένεται με ενδιαφέρον. Μια σύγχρονη εκδοχή της βιβλικής ιστορίας, «τεχνοτρονικής φαντασίας»,θα έχουμε σύντομα από τον Γκορ Βιντάλ, ο οποίος αποδίδει το περιεχόμενο των Ευαγγελίων μέσα σε έναν σύγχρονο τεχνολογικό εφιάλτη στο έργο του «Απ’ ευθείας σύνδεση με τον Γολγοθά», που θα εκδοθεί στις «Μεταμεσονύκτιες Εκδόσεις». Επιπλέον, το νέο μυθιστόρημα του «ταραχοποιού» Νόρμαν Μέιλερ, το οποίο βρίσκεται ακόμη στα σπάργανα, θα προσθέσει άλλη μια λογοτεχνική, εκ προοιμίου αιρετική, εκδοχή: φέρει τον τίτλο «Gospel according to the Son».Είναι, όμως, φανερό ότι τόσους αιώνες γράφονται «απόκρυφες»ιστορίες για τον Ιησού, χωρίς να κλονιστεί η πίστη κανενός. Οχι τουλάχιστον από το διάβασμα… Ο αυθάδης συγγραφέας
Συγγραφείς που επιχειρούν αυθάδη παρουσίαση της ζωής του Χριστού συνήθως δεν τιμώνται με το βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας. Το παράδειγμα του Καζαντζάκη δεν λειτούργησε προς γνώσιν και συμμόρφωσιν του Σαραμάγκου, ο οποίος ελπίζει ακόμη στα 75 του χρόνια να είναι ο πρώτος πορτογάλος συγγραφέας που θα τιμηθεί με το μεγαλύτερο λογοτεχνικό βραβείο. Θα πάει ποτέ το Νομπέλ στην Πορτογαλία; Φέτος ο Σαραμάγκου είναι και πάλι υποψήφιος, για το τελευταίο του μυθιστόρημα «Δοκίμιο περί τυφλότητας».Προηγήθηκε όμως το «Κατά Ιησούν Ευαγγέλιο», το 1991, το οποίο τον έφερε σε βίαιη σύγκρουση ­ όχι για πρώτη φορά ­ με την πορτογαλική Εκκλησία. Θα δούμε αν κάτι τέτοιο θα του βγει σε καλό.
Εκτός από τη ρήξη με την επίσημη Εκκλησία, ο Σαραμάγκου φρόντισε να διαρρήξει τις σχέσεις του και με τον πρώην πρωθυπουργό της Πορτογαλίας Καβάκο Σίλβα, με αποτέλεσμα να ζει σήμερα αυτοεξόριστος στα Κανάρια νησιά με την ισπανίδα σύζυγό του. Ενας ανήσυχος άνθρωπος, ένας αντιδογματικός συγγραφέας, ένας μαρξιστής, αλλά και ένας ανένταχτος πολίτης του κόσμου, αυτός είναι ο Πορτογάλος Ζοζέ Σαραμάγκου. Εχει κάτι ακόμη κοινό με τον Καζαντζάκη: άρχισε την κυρίως λογοτεχνική του δραστηριότητα μετά τα 50 χρόνια του και μέσα σε μια δεκαετία καταξιώθηκε και αναγνωρίστηκε ως ο επιφανέστερος συγγραφέας της χώρας του. Στα ελληνικά έχουν εκδοθεί ήδη άλλα δύο μυθιστορήματά του. Είναι εξάλλου παραγωγικότατος: έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές, έξι συλλογές δοκιμίων, έναν τόμο διηγημάτων, ένα ταξιδιωτικό ημερολόγιο, τρία θεατρικά έργα και επτά μυθιστορήματα. Και να σκεφθεί κανείς ότι αυτός ο άνθρωπος δεν τελείωσε καν τη βασική εκπαίδευση. Παιδί φτωχής οικογένειας, αγροτικής προέλευσης, «έγραψε» το δικό του ευαγγέλιο προτού γράψει το «Κατά Ιησούν».
**********************************************************************
Δύο ημέρες μετά την ανακοίνωση του φετινού Νομπέλ Λογοτεχνίας, ο ΧΑΡΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ συνάντησε στη Μαδρίτη τον πορτογάλο συγγραφέα. Ο δημιουργός του αιρετικού «Κατά Ιησούν Ευαγγελίου» και της επικής «Ιστορίας της πολιορκίας της Λισαβόνας» μιλάει αποκλειστικά στο «Βήμα»: για την ποίηση και το μυθιστόρημα, για την Αριστερά και τον μαρξισμό, για τη φιλοσοφία και τον Πλάτωνα, για τη Μεσόγειο και τους λαούς της, για την πολιτική και τη μνήμη

Ζοζέ Σαραμάγκου: να αλλάξουμε τον κόσμο

Ζοζέ Σαραμάγκου: να αλλάξουμε τον κόσμο
ΜΑΔΡΙΤΗ, Οκτώβριος.Πριν από 48 ώρες του είχαν απονείμει το Βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας 1998. Ο ίδιος, ψηλός, αθλητικός, με στυλ μαραθωνοδρόμου, με κοιτάζει με βλέμμα γεμάτο περιέργεια και επιμένει ξανά και ξανά: «Θεωρώ ότι ανήκω στους ηττημένους,αφού η προσωπική εφήμερη επιτυχία δεν αλλάζει τον κόσμο που μας περιβάλλει και που βρίσκεται σε μαύρα χάλια». Ιδιότυπα απαισιόδοξος, τόσο σε προηγούμενες συζητήσεις μας όσο και τώρα, λέει ότι είναι από τους ανθρώπους που προτιμούν να βλέπουν το ποτήρι μισοάδειο. Θέλω να τονίσω αυτό το «τόσο προηγουμένως όσο και τώρα», επειδή ο Ζοζέ Σαραμάγκου, το πρώτο βραβείο Νομπέλ της Πορτογαλίας στη λογοτεχνία, διατηρεί την ίδια ευθύτητα, την ίδια εγκαρδιότητα κατά τη συζήτησή μας, ωσάν να μην έχει συμβεί τίποτε. Σαράντα οκτώ ώρες μετά, Σάββατο απόγευμα, σε μια Μαδρίτη μισοεκκενωμένη λόγω τριημέρου αργίας, ο Ζοζέ Σαραμάγκου μας δέχεται στο δωμάτιο κεντρικού ξενοδοχείου όπου έχει καταλύσει, καθ’ οδόν προς το Λανθαρότε. Σε κάποια στιγμή της συζήτησης η κουβέντα ήρθε στα δύο ελληνικά Νομπέλ και ο Σαραμάγκου σχολίασε: «Επρεπε να ήταν και ο Καζαντζάκης.Αλλά σε αυτόν δεν θέλησαν να το δώσουν παρ’ ότι το άξιζε».
Τα τριαντάφυλλα πλημμυρίζουν τον χώρο. Ο ίδιος, με λίγα φρούτα και νερό στο διπλανό τραπέζι, μιλάει ακούραστα. Δεν αμφιβάλλει κανείς ότι αξιοποίησε στο έπακρο την τέχνη του μηχανικού κλειδαρά που έμαθε μικρός. Μόνο που για εργαλεία του πήρε τις λέξεις και άνοιξε όλες τις μικρές και μεγάλες πόρτες της ανθρώπινης ψυχής. Ενας άνθρωπος ακέραιος και ηθικός, ο πιο παγκόσμιος από τους σύγχρονους πορτογάλους συγγραφείς.
— Ζοζέ Σαραμάγκου, πόσο απέχει το Νομπέλ από τη γη;
«Νομίζω ότι για καλή μας τύχη το Νομπέλ βρίσκεται στη γη, αφού σε διαφορετική περίπτωση η πτώση θα είχε σοβαρότατες επιπτώσεις. Η αλήθεια είναι ότι όταν αφορά άλλους τότε τα πράγματα είναι σχετικά εύκολα, όταν όμως δέχτηκα την είδηση της απονομής σε μένα του Νομπέλ Λογοτεχνίας έμεινα χωρίς σκέψη, χωρίς αντιδράσεις, λες και είχε απλωθεί μέσα μου ένα απέραντο λευκό, και μόνο σιγά σιγά άρχισα να συνειδητοποιώ πλήρως τι ήταν αυτό που συνέβαινε. Εγώ δεν είχα γεννηθεί γι’ αυτό. Γεννήθηκα σε μια οικογένεια πάμφτωχη, αναλφάβητων αγροτών. Η μητέρα μου, ο πατέρας μου και εγώ πήγαμε στη Λισαβόνα, σε ένα σπίτι όπου δεν υπήρχε κανένα βιβλίο, κάτω από οικονομικές συνθήκες που δεν μου επέτρεψαν να φοιτήσω στο πανεπιστήμιο. Ημουν 20 χρόνων όταν αγόρασα το πρώτο μου βιβλίο. Το «μου» είναι τρόπος του λέγειν βέβαια, αφού τα χρήματα ήταν δανεικά από ένα φίλο μου».
— Πέρυσι ο Ντάριο Φο, εφέτος σείς. Ισως αυτή η «στροφή προς τα αριστερά» της Βασιλικής Ακαδημίας της Σουηδίας να έχει βάλει ψύλλους στ’ αφτιά σε πολλούς…
«Ισως να είναι και αυτό. Τι θα συμβεί αν αύριο μεθαύριο η ίδια Ακαδημία αποφασίσει να απονείμει το Νομπέλ Οικονομίας σε ένα μαρξιστή οικονομολόγο; Θα βγει το Βατικανό να αναγγείλει τη συντέλεια του κόσμου κατά πάσα πιθανότητα! Τέτοιου είδους συντέλεια δεν πρόκειται να συμβεί βέβαια, σε αντίθεση με τις μικρές καθημερινές συντέλειες που συμβαίνουν σε κάθε γωνιά του πλανήτη μας, όπου οι άνθρωποι πεθαίνουν από την πείνα και τους πολέμους και δεν διαθέτουν τα στοιχειώδη… Σε έναν κόσμο όπου μια χούφτα άνθρωποι κατέχουν περισσότερα αγαθά από ό,τι ο μισός πληθυσμός του πλανήτη και κανένας δεν κάνει τίποτε γι’ αυτό, νομίζω ότι όλες οι υπόλοιπες συντέλειες περισσεύουν».
— Με τα υπόλοιπα Νομπέλ δεν παρατηρείται όμως τέτοια πολεμική όσο με τα Νομπέλ Λογοτεχνίας. Πού πιστεύετε ότι οφείλεται αυτό;
«Είναι η λέξη. Είναι η δύναμη και η σημασία και η ίδια η χρήση της λέξης. Αυτή είναι μια μεγάλη αλήθεια: η λέξη είναι επικοινωνία. Η λέξη όμως δεν είναι αθώα, αφού δεν είναι εξ ορισμού καλή και αγαθή. Οι λέξεις είναι τρομερές και πρέπει κανείς να είναι πολύ προσεκτικός όταν έχει να κάνει μαζί τους. Οι λέξεις όμως που μιλούν για δικαιοσύνη, για αλληλεγγύη, για αλλαγή του κόσμου, για αλλαγή του τρόπου ζωής, για αλλαγή νοοτροπίας που θα μας οδηγήσει σε πιο ανθρώπινες σχέσεις μεταξύ μας, με περισσότερο σεβασμό και κατανόηση, αυτές είναι οι καλές λέξεις. Με αυτές τις λέξεις θέλω να διατηρώ το δικαίωμά μου να αντιλαμβάνομαι τον κόσμο κατά έναν τρόπο διαφορετικό».
— Παρά λοιπόν τις αντιλήψεις που θέλουν την εικόνα κυρίαρχη, εξακολουθείτε να πιστεύετε ότι οι λέξεις μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο;
«Και ναι και όχι. Οι λέξεις μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο, για να συμβεί όμως αυτό πρώτα απ’ όλα θα πρέπει να ειπωθούν. Οχι όμως μόνο να ειπωθούν αλλά και να πέσουν σε γόνιμο έδαφος ώστε να μετατραπούν σε κινητήρα δράσης. Η αλήθεια είναι ότι διανύουμε καιρούς κατά τους οποίους λέξεις και μηνύματα αρνητικά, όπως το «πρέπει να θριαμβεύσεις», για παράδειγμα, βρίσκονται στο απόγειό τους. Αυτό σημαίνει, υπονοείται σαφέστατα, ότι η παρέμβαση του καθένα μας στη ζωή θα πρέπει να υπόκειται σε αυτή τη σύμβαση. Αυτό όμως βλέπουμε ότι οδηγεί τελικά στον εγωισμό, στην αδιαφορία και στη μη αλληλεγγύη. Τι συμβαίνει λοιπόν; Ηττηθήκαμε όσοι υποστηρίζουμε μια διαφορετική πορεία; Λέω πάντα ότι όπως οι νίκες έτσι και οι ήττες δεν είναι ποτέ οριστικές. Δεν έχει νόημα να πιστεύει κανείς ότι επειδή κέρδισε τώρα αυτή η νίκη του θα διαρκέσει για πάντα. Το ίδιο θα μπορούσε να πει κανείς και για την ήττα. Η ήττα αυτή τη στιγμή είναι γι’ αυτούς που πιστεύουν σε μια διαφορετική λογική οικοδόμησης του κόσμου. Προσωπικά θεωρώ τον εαυτό μου ηττημένο, ηττημένο όχι στις προσωπικές μου πεποιθήσεις, αφού αυτές κανένας δεν μπορεί να μου τις πάρει, ηττημένο όμως με την έννοια ότι όταν επιχειρήθηκε να τεθεί σε εφαρμογή μια νέα αντίληψη για τη ζωή απέτυχε παταγωδώς. Από την άποψη αυτή θεωρώ τον εαυτό μου ηττημένο. Είμαι όμως απολύτως πεπεισμένος ότι, ακόμη και αν εγώ δεν θα βρίσκομαι εδώ, η σημερινή ήττα θα μετατραπεί σε νέα πάλη και νέα νίκη που με τη σειρά της δεν θα είναι και αυτή οριστική. Δεν πρόκειται απλώς για ελπίδα, έχει να κάνει με το ότι δε θέλω να χάσω τον μόνο λόγο που έχω για να ζω: τη συνείδηση του ότι ο κόσμος στον οποίο ζούμε δεν είναι ένας κόσμος καλός, το αντίθετο, και ότι είναι ανάγκη να τον αλλάξουμε».
— Μαθαίνει κανείς περισσότερο από τις ήττες παρά από τις νίκες…
«Ασφαλώς. Απόδειξη αυτού είναι το ότι κάθε φορά που υπάρχει μια νίκη, βλέπουμε με το πέρασμα του χρόνου να διαφθείρεται, σαν να υπάρχει ένα είδος που εισχωρεί και κατατρώει τα πάντα. Δείτε τι συμβαίνει στην πολιτική, αλλά όχι μόνο εκεί, ακόμη και σε προσωπικό επίπεδο. Το κακό σε κάθε περίπτωση είναι όταν δεν μαθαίνει κανείς από τις ήττες και όταν επαναλαμβάνονται τα ίδια λάθη».
— Δεν λειτουργεί η μνήμη;
«Αυτό είναι ένα από τα σημερινά προβλήματα. Οι άνθρωποι νομίζουν ότι αυτό που μετρά είναι η ημέρα που βρισκόμαστε σήμερα. Αυτό είναι ένα τρομερό λάθος. Είμαστε πλασμένοι από το παρελθόν. Το προσωπικό και το συλλογικό παρελθόν. Γι’ αυτό δεν πρέπει να λησμονούμε τίποτε…».
— Ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος για να διαχειριστούμε τη μνήμη;
«Νομίζω ότι ο καλύτερος τρόπος είναι η χρήση των λέξεων. Αυτών που γράφονται σήμερα και αυτών που γράφτηκαν χτες. Και αυτό επειδή, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, στη μεν προσωπική μας μνήμη φτάνουμε μέσω των αναμνήσεων, στη συλλογική όμως μνήμη φτάνουμε μέσω των βιβλίων, των ιστορικών κειμένων, εκεί δηλαδή όπου βρίσκονται οι λέξεις. Θα έλεγα ότι για μας, γι’ αυτό που εμείς αποκαλούμε παρόν, η μνήμη βρίσκεται στις λέξεις που γράφτηκαν, που βρίσκονται εκεί, και το μόνο που μένει να κάνει κανείς είναι ένα ταξίδι στον χρόνο και να αναζητήσει τις λέξεις που έμειναν πίσω. Και οι λέξεις που γράφονται σήμερα έχουν νόημα και συμπληρώνουν τέλεια τις λέξεις που έμειναν πίσω».
— Εχετε πει ότι «δεν είμαι ποιητής, αλλά κάνω ποίηση». Τι σημαίνει να κάνεις κανείς ποίηση σήμερα;
«Νομίζω ότι σημαίνει σήμερα αυτό που σήμαινε πάντα. Η ποίηση είναι η πιο βαθιά έκφραση που υπάρχει, όπως και η φιλοσοφία· νομίζω ότι αποτελούν τους δύο δρόμους για να φτάσει κανείς στα βάθη της ανθρώπινης ψυχής. Η φιλοσοφία, αυτή η διαρκής και συστηματική έρευνα για την ανθρώπινη ύπαρξη και την κοινωνία, και η ποίηση, αυτό το είδος της κατάδυσης ως τα τρίσβαθα της ανθρώπινης ψυχής ­ κάτι που μόνο η ποίηση μπορεί να κάνει. Δεν θέλω να πω με αυτό ότι το μυθιστόρημα ή το διήγημα δεν καταφέρνουν να αγγίξουν και να εισχωρήσουν στην ανθρώπινη ψυχή. Η ποίηση όμως μπορεί να αγγίξει το ανείπωτο, αυτό που δεν μπορεί να εκφραστεί. Οσο και να κινείται η πρόζα προς αυτή την κατεύθυνση, πάντα θα είναι λίγη μπροστά στην ποίηση. Οταν άρχισα να γράφω τα μυθιστορήματά μου, μετά από κάποιες απόπειρες να γράψω ποίηση, συνειδητοποίησα ότι έκανα καλύτερη ποίηση σε αυτά παρά στα ποιήματα που είχα γράψει νωρίτερα».
— Ποια είναι η σχέση σας με τη φιλοσοφία;
«Προτείνω να επιστρέψουμε στη φιλοσοφία. Και το λέει αυτό κάποιος που δεν είναι φιλόσοφος, που δεν είναι παρά ένας απλός αναγνώστης, περίεργος, της φιλοσοφίας. Με τη φιλοσοφία μού συμβαίνει ό,τι και με τα μαθηματικά ή την αστρονομία. Τα γνωρίζω πολύ λίγο. Εχοντας εμπιστοσύνη στο ότι το ανθρώπινο είδος θα περάσει σώο και αβλαβές στη νέα χιλιετία, προτείνω ένα είδος ονείρου στο οποίο αν έπρεπε να δώσω ένα όνομα θα το αποκαλούσα επιστήμη του κόσμου, η φιλοεπιστήμη. Κάτι που θα μας οδηγήσει στο να καταλάβουμε καλύτερα το ποιοι είμαστε· το πού πάμε μου είναι αδιάφορο και επιπλέον εγώ ξέρω πού πηγαίνω και πού πρέπει να πάω. Να υπήρχε όμως μια γνώση που να ήταν κοινή σε όλους μας, μια γνώση που να μας έκανε να καταλάβουμε καλύτερα τι τελικά είναι και τι σημαίνει το ότι ζούμε, ότι σκεφτόμαστε, δημιουργούμε, φανταζόμαστε και κάνουμε πράγματα. Δεν ανησυχώ ούτε για την αρχή ούτε για το τέλος της ταινίας. Οχι. Θέλω απλώς να έχω μια ιδέα για το τι είμαι, γιατί με εκνευρίζει αφάνταστα το να φύγω τελικά από εδώ γνωρίζοντας ό,τι ακριβώς και στην αρχή του ταξιδιού».
— Το μυθιστόρημα που γράφετε αυτή την περίοδο- δεν ξέρω κατά πόσο το Νομπέλ θα σας επιτρέψει τη συνέχιση του γραψίματος- βασίζεται στη σύγχρονη αναδημιουργία του πλατωνικού μύθου της σπηλιάς. Πού εντοπίζετε την επικαιρότητα της σπηλιάς σήμερα;
«Κατ’ αρχήν είναι αλήθεια ότι η απονομή του Νομπέλ ανατρέπει κάθε πρότερο προγραμματισμό. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι θα παραιτηθώ από την προσπάθεια να διατηρήσω ένα ρυθμό. Ισως για κάποιους μήνες να είναι όλα άνω – κάτω, έπειτα όμως θα επανέλθουν στην αρχική τους κατάσταση. Οσον αφορά το θέμα του μυθιστορήματος, ίσως να φανεί παράδοξο πως από μαρξιστικής σκοπιάς καταπιάνομαι με τον πλατωνικό ιδεαλισμό. Θα έλεγα όμως ότι ακριβώς λόγω των μαρξιστικών μου πεποιθήσεων είμαι ανοιχτός στη μελέτη οποιουδήποτε φιλοσοφικού ρεύματος. Αντίθετα από ό,τι μας κατηγορούν, οι μαρξιστές είμαστε μάλλον οι πιο ανοιχτοί στη μελέτη του διαφορετικού από ό,τι οποιοσδήποτε άλλος! Στον μύθο της σπηλιάς του Πλάτωνα ανακάλυψα κάτι που στη σημερινή κοινωνία είναι σχεδόν αυταπόδεικτο: ποτέ μα ποτέ, από την εποχή του Πλάτωνα ως σήμερα, η ανθρωπότητα δεν ζούσε τόσο κοντά σε αυτό που περιέγραφε ο έλληνας φιλόσοφος. Φανταστείτε τι θα έγραφε σήμερα ο Πλάτωνας αν έβλεπε ότι βλέπουμε ολοένα και λιγότερο την πραγματικότητα και αφοσιωνόμαστε περισσότερο στις εικόνες της πραγματικότητας ή, ακόμη χειρότερα, σε αυτό που σήμερα αποκαλείται εικονική πραγματικότητα. Σήμερα, μάλιστα, βρισκόμαστε σε μια σπηλιά. Ο Πλάτωνας έλεγε ότι πρέπει να βγούμε από τη σπηλιά και να αντιμετωπίσουμε την πραγματικότητα. Αν όμως αποχαυνωνόμαστε μπροστά στις εικόνες της πραγματικότητας και λησμονούμε τη «λεπτομέρεια» ότι πρόκειται απλώς και μόνο για εικόνες, τότε δεν υπάρχει καμιά διέξοδος. Αφήστε δε που συμβαίνει και το εξής: όταν δεν μας αρέσουν αυτές οι εικόνες, τότε η μόνη μας αντίδραση είναι να αποστρέφουμε το βλέμμα. Το μυθιστόρημα το έχω ήδη αρχίσει, το έχω αρκετά ξεκάθαρο στο μυαλό μου, ένα μυθιστόρημα όμως γεννιέται από τον ίδιο του τον εαυτό. Ξέρω από πού ξεκινώ, ξέρω πού θέλω να φτάσω, δεν ξέρω όμως τους δρόμους ή τα μονοπάτια που θα συναντήσω μπροστά μου. Το μυθιστόρημα ανοίγει δρόμο από μόνο του».
— Το βιβλίο σας «Δοκίμιο περί τυφλότητος» έχει περάσει στα μπεστ σέλερ του ηλεκτρονικού βιβλιοπωλείου «Amazon». Βλέπετε στο Διαδίκτυο την πηγή ενός νέου πεδίου παγκόσμιας επικοινωνίας;
«Νομίζω ότι ελλοχεύει σοβαρός κίνδυνος αν πιστεύουμε ότι αυτό μπορεί να είναι μια διέξοδος. Αντίθετα, πρόκειται για τη σπηλιά. Το Internet ως πηγή πληροφοριών είναι θαυμάσιο και εξαιρετικά χρήσιμο. Αυτό που φοβάμαι όμως είναι το είδος αυτό του εθισμού που βλέπω να επεκτείνεται σταδιακά. Πιστεύω ότι πρέπει να βγει κανείς στον δρόμο και να δει την πραγματικότητα κατάματα. Οσες πληροφορίες και αν είναι σε θέση να βρει κανείς στο Internet, δεν υπάρχει πιο ασφαλής πληροφόρηση από αυτή που μπορεί κανείς να αντλήσει από την πραγματικότητα και η πραγματικότητα είναι έξω, στον δρόμο».
— Την πραγματικότητα αυτής της ιδιότυπης «αυτοεξορίας» σας στο Λανθαρότε των Καναρίων Νήσων πώς τη βιώνετε;
«Νομίζω ότι απλοποιούμε πολύ τα πράγματα όταν μιλάμε για αυτοεξορία, αφού δεν πρόκειται για κάτι τέτοιο. Εγώ δεν πήγα στο Λανθαρότε σαν να πήγαινα εξορία. Πήγα εκεί το 1992, πικραμένος με ό,τι είχε συμβεί στην Πορτογαλία και την απόσυρση εκ μέρους της κυβέρνησης του βιβλίου μου «Το κατά Ιησούν Ευαγγέλιο» από το Ευρωπαϊκό Βραβείο Μυθιστορήματος, επειδή τάχα δεν εξέφραζε τη χώρα. Αυτό όμως δεν σήμαινε καμιά ρήξη με τη χώρα μου. Αυτό που λέω είναι ότι η πατρίδα μου απλώς μεγάλωσε από τότε που βρίσκομαι στο Λανθαρότε. Εγώ εξακολουθώ να βρίσκομαι στην Πορτογαλία, με την έννοια ότι εκεί βρίσκονται οι ρίζες μου. Οπως και ένα δέντρο, μπορεί να έχει κανείς παλιές και καινούργιες ρίζες, όλες όμως ανήκουν στο ίδιο δέντρο, πάνε βαθιά στην ίδια γη. Η πνευματική ζωή μου τρέφεται από όλες τις ρίζες…».
— Βοήθησε όμως η εκεί παρουσία σας τον ρόλο σας ως γέφυρα μεταξύ της ισπανικής και της πορτογαλικής κουλτούρας.
«Δεν ήταν κάτι προμελετημένο…».
— De facto όμως έτσι λειτούργησε…
«Ναι, έχετε δίκιο, de facto, έτσι λειτούργησε. Αυτό όμως δεν θα είχε συμβεί ποτέ αν η Ισπανία δεν με είχε δεχθεί όπως με δέχθηκε. Γιατί εγώ μπορεί να είχα τις καλύτερες προθέσεις του κόσμου περί προσέγγισης μεταξύ Πορτογαλίας και Ισπανίας, αλλά να μη μου έδινε κανείς σημασία. Η αλήθεια όμως είναι ότι η Ισπανία με αγκάλιασε σαν να ήμουν δικός της. Απόδειξη αυτού, αν χρειαζόταν κανένας απόδειξη, βέβαια, είναι ό,τι γίνεται αυτές τις μέρες εδώ. Το βραβείο Νομπέλ, που μου απονεμήθηκε, έγινε δεκτό εδώ στην Ισπανία σαν να ήταν πρωταρχικού ενδιαφέροντος για τη χώρα, σαν να το είχε κερδίσει ένας Ισπανός»!
— Αυτή η εμπειρία της «γέφυρας» πώς νομίζετε ότι θα μπορούσε να αξιοποιηθεί από τις υπόλοιπες χώρες του νότου της Ευρώπης, ώστε να υπάρχει αδιάκοπη ροή επικοινωνίας μεταξύ των πολιτισμών τους;
«Νομίζω ότι ο πρώτος όρος για κάτι τέτοιο θα ήταν να τελειώσουμε μια και καλή με τις προκαταλήψεις. Με άλλα λόγια, αν μπορούμε να κοιτάξουμε ο ένας τον άλλον, χωρίς κανένα αίσθημα ανωτερότητας, αν μπορούμε να βρούμε τρόπους να εργασθούμε μαζί πάνω σε θέματα κοινού ενδιαφέροντος, μπορούμε τότε να φθάσουμε, όχι βέβαια από τη μια ημέρα στην άλλη, αλλά αρκετά γρήγορα πάντως, σε αυτό τον στόχο. Και αυτό, επειδή, συν τοις άλλοις, οι διαφορές μας δεν είναι και τόσες, βρε αδελφέ! Μιλάμε βέβαια για τον νότο, όχι επειδή έχουμε κάποια τάση περιχαράκωσης και αντιπαράθεσης με τον Βορρά. Απλώς, είναι πιο εύκολο να προσεγγίσει κανείς κάποιον με τον οποίον μοιράζεται πολλά κοινά στοιχεία. Το αποτέλεσμα αυτής της προσέγγισης θα διευκολύνει στη συνέχεια την επαφή και με άλλους λαούς, ή έθνη».
— Με αυτή την ευρύτητα με την οποία βιώνετε την έννοια της πατρίδας, πώς βλέπετε τη σημερινή ανάταση των διαφόρων εθνικιστικών ή τοπικιστικών κινημάτων σε αρκετά σημεία του πλανήτη;
«Η αλήθεια είναι ότι μέχρις ενός βαθμού κατανοεί κανείς την αντίδραση. Υπό την έννοια ότι το κεντρικό κράτος έχει εξελιχθεί σε σύστημα καταπίεσης, σχετικής μεν αλλά καταπίεσης, με συνέπεια να προκύπτουν αντίρροπες δυνάμεις αυτοάμυνας και αυτεπιβεβαίωσης, σε τοπικό επίπεδο. Αυτό μπορεί να αφορά τη γλώσσα, την κουλτούρα, την τοπική δημοκρατία. Οταν όμως αυτή η τάση οδηγεί στον κατακερματισμό και στην αντιπαράθεση, αντιμετωπίζει κανείς το παράδοξο να θέλει να τελειώσει με το κεντρικό κράτος, για να προκαλέσει όμως τον κατακερματισμό σε μικρότερα κράτη, τα οποία το γεγονός ότι είναι μικρότερα δεν τα καθιστά λιγότερο κράτη. Θα εξακολουθήσουν να είναι κράτη. Αν όμως υπήρχε η αντίληψη αυτών των διαφορετικών εθνών, ή περιφερειών, ως συμπληρωματικών και όχι ως αντικρουόμενων παραγόντων, τότε ο σεβασμός για κάθε έθνος, μειονότητα, κράτος ή περιοχή θα έμενε ανέπαφος. Πάντοτε, όμως, από την οπτική γωνία της συμπληρωματικότητας. Το να είναι κανείς συμπληρωματικός, σημαίνει να είναι αλληλέγγυος. Αυτό που ξετυλίγεται όμως τώρα μπροστά στα μάτια μας είναι παράδοξο: από τη μια, γίνεται λόγος για την παγκοσμιοποίηση και, από την άλλη, βιώνουμε καθημερινά αυτόν τον κατακερματισμό.
Αυτό μου φέρνει στο νου κάτι πολύ ανησυχητικό, την αρχαία ρήση του διαίρει και βασίλευε. Οσο περισσότερο κατακερματισμένη είναι μια εθνική, ή περιφερειακή, οντότητα τόσο πιο εύκολο θα είναι για τις εξουσίες, δεν μιλάω βέβαια για τις κυβερνήσεις, αφού οι καημένες ελάχιστα κυβερνούν, πιο εύκολο θα είναι για τις πολυεθνικές, για το διεθνές χρηματοοικονομικό κεφάλαιο να κυβερνούν ανενόχλητα. Δείτε, για παράδειγμα, τι συμβαίνει τώρα με την Ιταλία. Η κυβέρνηση του κυρίου Πρόντι υποχρεώθηκε σε παραίτηση, αφού την καταψήφισαν στο Κοινοβούλιο, κάτι που ασφαλώς είναι ένα γεγονός το οποίο έχει τη σημασία του για την ιταλική πολιτική σκηνή. Το πρόβλημα όμως δεν είναι εκεί. Αύριο, θα έχουν άλλη κυβέρνηση, τεχνοκρατών ή πολιτικών, η οποία θα κληθεί να συνεχίσει την εφαρμογή της ίδιας προδιαγεγραμμένης πολιτικής».
— Υποθέτω τότε ότι αυτά περί «τρίτου δρόμου» δεν σας συγκινούν ιδιαίτερα…
«Δεν μου λένε απολύτως τίποτε, και θα σας εξηγήσω γιατί: η Δεξιά λέει ότι δεν είναι Δεξιά, και ότι είναι Κέντρο και η Αριστερά, αν και συνεχίζει να λέει ότι είναι Αριστερά, στην πράξη ακολουθεί πολιτικές κέντρου. Στην περίπτωση της Ευρώπης, θα πρέπει να αναλογισθούμε κάτι πολύ σοβαρό: τα τελευταία δεκαπέντε, τουλάχιστον, χρόνια, έχουν περάσει από τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης κυβερνήσεις κάθε απόχρωσης. Η πολιτική όμως που έχει ακολουθηθεί είναι μία και μόνη. Δεν μοιάζει παράδοξο αυτό; Οι διαφορές, αν και εφόσον υπάρχουν, είναι καθαρά αισθητικής φύσεως…».
— Σκέφτομαι όμως ότι, αν μια τέτοια διαφορά αισθητικής φύσεως υφίστατο το 1992 στην Πορτογαλία, αν στη θέση του Καβάκο Σίλβα βρισκόταν ο Αντόνιο Γκουτιέρες, σήμερα ο Ζοζέ Σαραμάγκου θα έμενε ακόμη στη Λισαβόνα…
«Ναι, έχετε απόλυτο δίκιο, θα βρισκόμουν ακόμη στη Λισαβόνα. Η αλήθεια είναι βέβαια ότι σε εκείνη την περίπτωση σοβαρό ρόλο έπαιξε το γεγονός ότι στη θέση του υπουργού Πολιτισμού βρισκόταν ένας συγκεκριμένος κύριος, ο οποίος διέπραξε την ανοησία στην οποία ήδη αναφέρθηκα. Δεν μπόρεσαν να κάνουν τίποτε εναντίον του, και αυτό ήταν όλο. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, δεν θα ήθελα από μια προσωπική περίπτωση να βγάλω γενικότερα συμπεράσματα. Η διαφορά είναι σαφώς αισθητικής φύσεως, θα μπορούσε όμως να είχε αποκρυβεί, αν ο εν λόγω κύριος διέθετε στοιχειώδη κοινή λογική».
— Τι σημαίνει για εσάς ευτυχία;
«Φαντάζεται κανείς ότι αυτό που αποκαλούμε ευτυχία είναι μια κατάσταση μόνιμης χαράς, κάτι όμως που δεν υπάρχει ούτε υπήρξε ποτέ. Αν η χαρά δεν είναι μόνιμη, τότε είναι βέβαιο ότι θα υπάρξουν στιγμές θλίψης, για κάτι που χάθηκε, για κάτι που δεν έχουμε, για μια απουσία. Ολα αυτά μπορούν να μας οδηγήσουν στη θλίψη. Εμένα μου είναι αδιάφορη η ιδέα της ευτυχίας, για μένα έχει μεγαλύτερη σημασία αυτό που αποκαλώ ηρεμία και αρμονία. Η έννοια της ευτυχίας προϋποθέτει ότι είναι κανείς πολύ χαρούμενος για τον άλφα ή τον βήτα λόγο. Σε πιάνει βέβαια ένας πονόδοντος, και τότε σου φεύγει η ευτυχία, σου φεύγουν όλα. Νομίζω ότι η ηρεμία είναι άλλο πράγμα. Η ηρεμία έχει να κάνει πολύ με την αποδοχή, αλλά και την, ως έναν βαθμό, αυτογνωσία των ορίων σου. Το να ζει κανείς αρμονικά δεν σημαίνει ότι δεν έχει ανησυχίες, ή προβλήματα, σημαίνει απλώς ότι μπορεί να συμβιώσει μαζί τους με ηρεμία, γαλήνη. Δεν θέλω να φέρω τον εαυτό μου ως παράδειγμα, μπορώ όμως να πω ότι ζω σήμερα σε αρμονία με τον περίγυρό μου».
— Θα μπορούσατε να μου το εξηγήσετε καλύτερα αυτό;
«Είναι μια σχέση που είναι δύσκολο να την εξηγήσει κανείς. Υπάρχει μια έκφραση που επιχειρεί να προσεγγίσει την εξήγηση και λέει ότι «είμαι καλά στο δέρμα μου». Είναι μια έκφραση πολύ γαλλική. Οχι όμως μόνο στο δέρμα μου. Θα πρέπει να το συσχετίσω αυτό με το γεγονός ότι δεν φιλοδόξησα ποτέ να πετύχω τίποτε, ότι σε καμιά περίπτωση δεν σκέφθηκα τη ζωή μου σαν μια κούρσα προκειμένου να φθάσω σε συγκεκριμένους στόχους. Αυτό είναι που αποκαλώ αρμονία σε κάθε στιγμή της ζωής, κάτι που δεν σημαίνει ότι δεν παλεύεις για να επιλύσεις ένα πρόβλημα, όπως όταν έμεινα άνεργος το 1975 και επί τέσσερα χρόνια έψαχνα για μεταφράσεις για να τα βγάλω πέρα. Μπορείς να δώσεις τη μάχη, χωρίς δραματοποιήσεις, όμως, βιωμένη με ηρεμία, με αρμονία. Αυτή η αρμονία είναι κάτι το εσωτερικό. Δεν έχει να κάνει με το να λες «τι καταπληκτικός που είμαι»! Οταν το λέω αυτό, αναφέρομαι σε ένα άτομο που τα έχει καλά με τον εαυτό του. Οταν λέω ότι δεν είχα ποτέ φιλοδοξίες, ότι δεν επιθύμησα ποτέ τίποτε και γι’ αυτό τώρα μπορώ να πω ότι τα έχω όλα, είναι γιατί νιώθω εν ειρήνη με ό,τι με περιβάλλει: πρόσωπα, πράγματα, ζώα αν θέλεις, δέντρα, ουρανό και θάλασσα. Είναι σαν να ήμουν ενταγμένος, από τη θέση μου, στο φυσικό μου χώρο, χωρίς να μετατραπώ σε εγωιστή που λέει: «Καθώς τώρα τα έχω όλα, τα υπόλοιπα μού είναι αδιάφορα». Οχι, αντίθετα, εξακολουθώ να είμαι αλληλέγγυος, παίρνω μέρος σε ένα κάρο μάχες, μερικές μάλιστα από αυτές από χέρι χαμένες. Αυτό δεν έχει καμιά σχέση με την ευτυχία. Αν με όμως με ρωτήσεις: Είστε ευτυχισμένος; Ναι, ναι, είμαι ευτυχισμένος, πολύ ευτυχισμένος. Το λέω όμως αυτό για να μην αρχίσω να εξηγώ ότι υπάρχει και κάτι περισσότερο, όπως υπάρχει και κάτι που λέγεται ηρεμία και αρμονία, που ίσως είναι ένα είδος σοφίας».
— Επειτα όμως από όλα όσα έχετε επιτύχει, τι μένει ακόμη;
«Μένουν πολλά. Και πρώτα απ’ όλα η ζωή. Η φιλοδοξία της ζωής, του να ζήσεις, υπάρχει μήπως κάτι ανώτερο από αυτό; Μου μένει η ζωή».

No comments: