Ο Οδυσσέας Ελύτης [λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Οδυσσέα Αλεπουδέλη, Ηράκλειο Κρήτης, 2 Νοεμβρίου 1911 – Αθήνα, 18 Μαρτίου 1996], ήταν γιος του εργοστασιάρχη σαπωνοποιίας και πυρηνελαιουργίας Παναγιώτη Θ. Αλεπουδέλη και της Μαρίας το γένος Βρανά, που κατάγονταν από τη Μυτιλήνη. Είχε τέσσερις αδερφούς και μια αδερφή τη Μυρσίνη, που πέθανε σε ηλικία είκοσι χρόνων το 1918. Το 1914 το εργοστάσιο μεταφέρθηκε στον Πειραιά και η οικογένεια Αλεπουδέλη εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Λόγω της πολιτικής τοποθέτησής του υπέρ του Βενιζέλου, ο Παναγιώτης Αλεπουδέλης φυλακίστηκε και η οικογένειά του διώχτηκε (1920).
Ο Οδυσσέας φοίτησε στο ιδιωτικό λύκειο Δ.Ν.Μακρή (1917-1924) με δασκάλους μεταξύ άλλων τους Ι.Μ.Παναγιωτόπουλο, Ι.Θ. Κακριδή και Γιάννη Αποστολάκη. Σε παιδική και νεανική ηλικία ταξίδεψε στην Ελλάδα (κυρίως στα νησιά του Αιγαίου) και την Ευρώπη. Το 1924 γράφτηκε στο Γ΄ Γυμνάσιο Αρρένων στην Αθήνα (από όπου αποφοίτησε το 1928) και άρχισε να γράφει στη Διάπλαση των Παίδων. Το καλοκαίρι του επόμενου χρόνου πέθανε ο πατέρας του από πνευμονία.
Από το 1927 ξεκίνησε το εντεινόμενο ενδιαφέρον του για τη λογοτεχνία. Το 1929 θεωρείται ως ορόσημο στη ζωή του Ελύτη. Τότε ήρθε σε επαφή με τον Υπερρεαλισμό, μέσω της ποίησης του Λόρκα και του Ελυάρ και έγραψε τα πρώτα του ποιήματα. Τον επόμενο χρόνο γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1933 έγινε μέλος της Ιδεοκρατικής Φιλοσοφικής Ομάδας του Πανεπιστημίου, μαζί με τους Κωνσταντίνο Τσάτσο, Π.Κανελλόπουλο, Θεόδωρο Συκουτρή και άλλους. Το 1935 ταξίδεψε στη Μυτιλήνη μαζί με τον Ανδρέα Εμπειρίκο, όπου γνώρισε τη ζωγραφική του Θεόφιλου. Γνωρίστηκε επίσης με τους Κ.Γ.Κατσίμπαλη, Γιώργο Σεφέρη, Γιώργο Θεοτοκά και Α.Καραντώνη, ιδρυτές των Νέων Γραμμάτων, όπου πρωτοδημοσίευσε ποιήματα με το ψευδώνυμο Ελύτης.
Το 1936 γνωρίστηκε με τον μετέπειτα στενό φίλο του Νίκο Γκάτσο και στο τέλος του χρόνου κατατάχτηκε στο στρατό, στη σχολή εφέδρων αξιωματικών της Κέρκυρας. Στα τέλη του 1937 μετατέθηκε στην Αθήνα και απολύθηκε το 1938. Το 1940 κατατάχθηκε στη Βόρειο Ήπειρο. Ένα χρόνο αργότερα κινδύνεψε να πεθάνει από κοιλιακό τύφο και γύρισε στην Αθήνα. Το 1945 διορίστηκε διευθυντής προγράμματος της νεοσύστατης τότε Ελληνικής Ραδιοφωνίας με εισήγηση του Γιώργου Σεφέρη (παραιτήθηκε ένα χρόνο αργότερα) και συνεργάστηκε με τα περιοδικά Νέα Γράμματα και Αγγλοελληνική Επιθεώρηση. Από το 1948 ως το 1951 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, από όπου ταξίδεψε στην Ισπανία, την Ιταλία και την Αγγλία. Στο Λονδίνο γνωρίστηκε με το Mario Vitti και τον Pablo Picasso. Μετά την επιστροφή του στην Αθήνα έγινε μέλος της Ομάδας των Δώδεκα (1952-1953), έγινε μέλος του Δ.Σ. του Θεάτρου Τέχνης(1953), του Ελληνικού Χοροδράματος (1955) και επαναδιορίστηκε στην Ελληνική Ραδιοφωνία (από το 1953 ως τη νέα παραίτησή του το 1954).
Συνεργάστηκε με το Εθνικό Θέατρο και το Θέατρο Τέχνης ως μεταφραστής. Το 1960 πέθαναν η μητέρα του και ο αδελφός του Κωνσταντίνος. Από το 1961 ταξίδεψε στην Αμερική, τη Σοβιετική Ένωση, τη Βουλγαρία. Το 1965 χρονολογείται και η έναρξη της ενασχόλησής του με τη ζωγραφική και το κολάζ. Μετά το πραξικόπημα του 1967 κατέφυγε στο Παρίσι (1969) και το 1970 ταξίδεψε για τέσσερις μήνες στην Κύπρο (στην Κύπρο ξαναπήγε το 1973). Το 1974 έγινε πρόεδρος του Δ.Σ. της Ελληνικής Ραδιοφωνίας Τηλεόρασης. Πέθανε το Μάρτη του 1996 στην τελευταία του κατοικία στην οδό Σκουφά.
Η πρώτη επίσημη εμφάνιση του Οδυσσέα Ελύτη στο χώρο της λογοτεχνίας πραγματοποιήθηκε το 1939 με την έκδοση της πρώτης ποιητικής συλλογής του με τίτλο Προσανατολισμοί. Το 1942 δημοσίευσε το δοκίμιο Η αληθινή φυσιογνωμία και η λυρική τόλμη του Ανδρέα Κάλβου και το 1943 εκδόθηκε η ποιητική συλλογή του Ήλιος ο Πρώτος. Ακολούθησαν μεταξύ άλλων το Άξιον Εστί (1959), οι Έξι και μια τύψεις για τον ουρανό (1960), το Μονόγραμμα (στις Βρυξέλλες), το Φωτόδεντρο και η δέκατη τέταρτη ομορφιά και ο Ήλιος ο Ηλιάτορας (1971), η Σαπφώ και ο Μικρός Ναυτίλος (1984), τα Ελεγεία της Οξώπετρας (1991), και οι τελευταίες του συλλογές Δυτικά της λύπης και Ο κήπος με τις αυταπάτες (1995). Ο Οδυσσέας Ελύτης τιμήθηκε με το Πρώτο Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1960) , το Παράσημο Ταξίαρχου του Φοίνικος (1965), με το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας (1979), με το Χρυσό Μετάλλιο Τιμής του Δήμου Αθηναίων (1982), με το βραβείο Μεσόγειος της Κοινότητας των Μεσογειακών Πανεπιστημίων (1988), με το Παράσημο του Ανώτατου Ταξίαρχου της Λεγεώνας της Τιμής στο Παρίσι (1989). Το 1972 αρνήθηκε βραβείο θεσπισμένο από τη δικτατορία και το 1977 αρνήθηκε την αναγόρευσή του ως Ακαδημαϊκού. Το 1987 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτωρ των Πανεπιστημίων της Ρώμης και της Αθήνας. Εκτός από το ποιητικό του έργο στην Ελλάδα κυκλοφόρησαν ο τόμος κριτικών κειμένων του Ανοιχτά χαρτιά (1974), ποιητικές και θεατρικές μεταφράσεις του, δοκίμια και πεζογραφήματα. Εικαστικά έργα του παρουσιάστηκαν το 1980 σε έκθεση με κολάζ του και τίτλο Συνεικόνες στην Αθήνα, το 1988 στο Beaubourg της Γαλλίας και το 1992 στο Μουσείο μοντέρνας Τέχνης της Άνδρου. Ο Οδυσσέας Ελύτης τοποθετείται από τους ιστορικούς της λογοτεχνίας στους κορυφαίους έλληνες ποιητές του αιώνα μας. Με την ποίησή του υπέταξε τα λεγόμενα ορθόδοξα σχήματα της λογοτεχνικής έκφρασης του υπερρεαλιστικού ρεύματος στην έκφραση της δια βίου πνευματικής αγωνίας του για τον ορισμό της νεοελληνικής ταυτότητας σε σχέση με τη Δύση. Έργα του μεταφράστηκαν σε πολλές ξένες γλώσσες.
********************************************************
Ο Οδυσσέας Ελύτης πρωτοπαρουσίασε το έργο του σε ηλικία 23 χρόνων στο περιοδικό «Τα Νέα Γράμματα» τον Νοέμβριο του 1935. Ηταν μια σειρά ποιημάτων τα οποία χαρακτηρίστηκαν από τον Γιώργο Θεοτοκά «σαν μυστηριακό ξημέρωμα στο Αιγαίο». Η λογοτεχνική του αφύπνιση ήρθε όταν φοιτητής της Νομικής διάβασε ένα βιβλίο του ποιητή Πολ Ελυάρ. Ως τότε, όπως ομολογεί ο ίδιος στα «Ανοιχτά χαρτιά» το 1974, θεωρούσε την ποίηση «ένα φλύαρο και ανιαρό ρυθμοκόπημα.Τα ποιήματα χρησίμευαν για να μιλάνε για τα βουνά ή τα ποτάμια και να λεν κοινοτοπίες». Ο Ελυάρ τού αλλάζει την αντίληψη αυτή, του συστήνει μια καινούργια γλώσσα και μια νέα μέθοδο έκφρασης. Στο πλαίσιο αυτής της «γνωριμίας» θα συναντηθεί με τους Σεφέρη, Θεοτοκά, Κατσίμπαλη και Καραντώνη, ιδρυτές του περιοδικού «Τα Νέα Γράμματα», οι οποίοι θα τολμήσουν να συμπεριλάβουν τα ποιήματα του νέου φίλου τους και ποιητή.
Ο Οδυσσέας Ελύτης ξεκίνησε το «ταξίδι» του ως Οδυσσέας Αλεπουδέλης στις 2 Νοεμβρίου 1911 στο Ηράκλειο της Κρήτης, αν και καταγόταν από τη Λέσβο. Η οικογένειά του ήταν εύπορη και πραγματοποιούσε συχνά ταξίδια στις Σπέτσες, στην Αίγινα, στην Τήνο και στη Λέσβο καθώς και στο εξωτερικό. Αυτές είναι και οι πρώτες περιπλανήσεις του νεαρού ποιητή, αργότερα θα ταξιδέψει με τον Ανδρέα Εμπειρίκο σε όλη την Ελλάδα, ανακαλύπτοντας λεπτομέρειες της ελληνικής παράδοσης αλλά και γωνιές εκπληκτικού κάλλους, καταλυτικής σημασίας για το έργο του. Το 1930 ο Ελύτης εγγράφεται στην Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αν και δεν πήρε ποτέ το πτυχίο του.
Ο Ανδρέας Εμπειρίκος, ο «πατέρας» του υπερρεαλισμού, είναι αυτός που μύησε τον Ελύτη στο κίνημα. Ο Ελύτης βεβαίως δεν υποτάχθηκε ποτέ πραγματικά στον υπερρεαλισμό, αλλά άντλησε με προσοχή τα απαραίτητα στοιχεία και τα προσάρμοσε στο έργο του. Τα πρώτα έργα του (1929-1943), ανάμεσά τους οι ποιητικές συλλογές «Προσανατολισμοί» (1940) και «Ηλιος ο πρώτος» (1943) (σε μικρότερο βαθμό), διακρίνονται από έντονο νησιωτισμό, μια σχεδόν παγανιστική λατρεία της φύσης, ενώ παράλληλα ξεχειλίζουν από στοιχεία της μυθολογίας και της αρχαίας ελληνικής παράδοσης. Κυρίαρχα στοιχεία: το Αιγαίο με την αλμύρα του, τα χρώματα καθώς και ο ήλιος του.
Τον Δεκέμβριο του 1940 ο ποιητής κατατάχθηκε στο αλβανικό μέτωπο ως έφεδρος ανθυπολοχαγός. Με βαρύ κρούσμα κοιλιακού τύφου στο Νοσοκομείο των Ιωαννίνων, την παραμονή της εισόδου των Γερμανών στην πόλη, έπρεπε να διαλέξει ανάμεσα στο να παραμείνει εκεί και στο να συλληφθεί ως αιχμάλωτος πολέμου ή να μεταφερθεί στην Αθήνα με κίνδυνο της ζωής του. Επέλεξε το δεύτερο. Ο πόλεμος σημάδεψε τον ποιητή. Οπως και η εικόνα της μεταπολεμικής Ελλάδας, καταδυναστευμένης από την Κατοχή αλλά και τον Εμφύλιο. Στα ποιήματα το κύμα πλέον είναι αγριεμένο. Το ελληνικό τοπίο χρησιμοποιείται μεταφορικά και δοξάζει την ελευθερία, ενώ καταδικάζει τον πόλεμο και την υποταγή του πνεύματος. Ο «Ηλιος ο πρώτος» είναι το πρώτο δείγμα της ποιητικής αυτής ωρίμασης. Το «Ασμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας», το οποίο δημοσιεύεται για πρώτη φορά το 1945 στο περιοδικό «Τετράδιο», εκφράζει βαθύτερα αυτή τη σύγκρουση φύσης και ανθρώπινη αυτοκαταστροφής. «Ελευθερία για σένα θα δακρύσει από χαρά ο ήλιος».
Το 1959 δημοσιεύει το «Αξιον εστί». Διετέλεσε διευθυντής του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας (ΕΙΡ) (1945) και μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Θεάτρου Τέχνης «Κάρολος Κουν» (1953). Επίσης, συνεργάστηκε με τις εφημερίδες «Καθημερινή» ως κριτικός τέχνης, «Ελευθερία» και «Αγγλοελληνική Επιθεώρηση». Το 1946 συναντά τον αληθινό του δάσκαλο, τον ποιητή Πολ Ελυάρ. Σε αυτή τη συνάντηση οφείλει το ταξίδι του στο Παρίσι, το 1948. Στην Πόλη του Φωτός γνωρίζει τους Πικάσο και Ματίς, και συνειδητοποιεί ότι θα μπορούσε κάλλιστα να είναι και ζωγράφος. Ο ζωγράφος Ελύτης επηρεάστηκε κυρίως από τον νεοϊμπρεσιονισμό αλλά και τον υπερρεαλισμό. Εξέθεσε τα έργα του στη διεθνή έκθεση ιμπρεσιονιστών στην Αθήνα το 1935, ενώ πραγματοποίησε και προσωπική έκθεση στην γκαλερί Thyelska στη Στοκχόλμη, το 1979.
Δεν ήταν όμως η ζωγραφική αυτή που τον επιβράβευσε. Το «Αξιον εστί» υπήρξε η αφορμή για τη διεθνοποίηση του ποιητή. Το 1960 κερδίζει το Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Το 1961 ξεκινάει συνεργασία με τον Μίκη Θεοδωράκη για τη μελοποίηση του ποιήματος, το οποίο θα εκτελεστεί για πρώτη φορά στον κινηματογράφο «Ρεξ» το 1964. Κατά τη διάρκεια του πραξικοπήματος του 1967 καταφεύγει στη Γαλλία. Οι συλλογές «Το φωτόδεντρο και η δέκατη τέταρτη ομορφιά» (1971), «Τα ρω του έρωτα» (1972), «Μαρία Νεφέλη» 1978 καθώς και ένα δοκίμιο για τον Ανδρέα Εμπειρίκο αντιπροσωπεύουν την ρομαντική περίοδο του ποιητή.
Στις 10 Δεκεμβρίου 1979 τού απενεμήθη το Νομπέλ Λογοτεχνίας. Στην απονομή του βραβείου στη Στοκχόλμη ο ποιητής ξεκίνησε της ομιλία του ως εξής: «Ας μου επιτραπεί να μιλήσω περί φωτεινότητας και διαφάνειας». Ο λεκτικός πλούτος και η ικανότητά του να αναπλάθει τις λέξεις απετέλεσαν σημείο αναφοράς για τους μεταγενέστερους ποιητές και συγγραφείς. Η ποίησή του έχει γραφεί με τη χρήση περίπου 8.000 λέξεων, ενώ αυτή του Καβάφη, π.χ., με 3.500 λέξεις.
Ο θάνατος του ποιητή δεν σήμανε το τέλος του έργου του. Τα έργα «Εκ του πλησίον» και «2×7ε» δημοσιεύτηκαν μετά τον θάνατό του. Ο Οδυσσέας Ελύτης πέθανε στις 18 Μαρτίου 1996 από ανακοπή καρδιάς στο σπίτι του στην Αθήνα. Στο πλευρό του, η Ιουλίτα Ηλιοπούλου, η οποία τον συντρόφευε τα τελευταία 13 χρόνια της ζωής του. Δεν παντρεύτηκαν ποτέ. Για τον Ελύτη ο θάνατος δεν ήταν παρά ακόμη ένα ταξίδι. «Είπα θα φύγω.Τώρα.Μ’ ό,τι να ‘ναι:τον σάκο μου τον ταξιδιωτικό στον ώμο,στην τσέπη μου έναν οδηγό,τη φωτογραφική στο χέρι.Βαθιά στο χώμα και βαθιά στο σώμα θα πάω να βρω ποιος είμαι.Τι δίνω,τι μου δίνουν και περισσεύει το άδικο.Χρυσέ της ζωής αέρα» («Ο μικρός Ναυτίλος», 1985).
No comments:
Post a Comment