Ως Ορεστειακά έμειναν γνωστά τα αιματηρά επεισόδια που ξέσπασαν στην Αθήνα από τις 6 μέχρι τις 9 Νοεμβρίου του 1903, από υποκινούμενους φοιτητές μετά την πρεμιέρα (1 ή 3/11/1903) της τριλογίας Ορέστειας από το Βασλικό Θέατρο. Αφορμή στάθηκε η πεζή μετάφραση σε συντηρητική δημοτική του Γεωργίου Σωτηριάδη, η οποία προκάλεσε την μήνιν των καθαρολόγων της εποχής, των γλωσσαμυντόρων όπως λέγονταν τότε οι οπαδοί της αττικίζουσας γλώσσας. Κύριος υποκινητής των επεισοδίων αυτών ήταν ο καθηγητής Γλωσσολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, Γεώργιος Μιστριώτης, φανατικός υπέρμαχος της αρχαΐζουσας γλώσσας, ξεσήκωσε φοιτητές και προσκείμενες εφημερίδες ώστε να συμμετάσχει και ο αθηναϊκός λαός σε συλλαλητήρια.
Επειδή όμως τότε η Κυβέρνηση Δ. Ράλλη δεν απεδέχθη το αίτημα του Γ. Μιστριώτη που πρέσβευε οι παραστάσεις των αρχαίων δραμάτων να γίνεται στη γλώσσα που γράφτηκαν ακολούθησαν συμπλοκές. Το δε βράδυ της 8ης Νοεμβρίου διατάχθηκε ο στρατός να επιβάλει τη τάξη. Κατά τις συμπλοκές που ακολούθησαν στη διάλυση των διαδηλωτών κάποιοι στρατιώτες από φόβο προσβολής τους πυροβόλησαν κατά του πλήθους με συνέπεια να φονευτούν δύο πολίτες και να τραυματιστούν επτά. Μετά από το γεγονός αυτό οι διαδηλωτές διαλύθηκαν, οι οχλαγωγίες σταμάτησαν και η αναταραχή τερματίσθηκε ακριβώς λόγω της σθεναρής στάσης της Κυβέρνησης.
Το αξιοπερίεργο φαινόμενο βίαιων ταραχών με αφορμή γλωσσικά θέματα είχε παρουσιαστεί για πρώτη φορά το 1901, επίσης στην Αθήνα, με τα αποκαλούμενα Ευαγγελικά, που αφορούσαν τη μετάφραση του Ευαγγελίου στη δημοτική, γεγονότα που εντάσσονται σε μία ευρύτερη διαμάχη γύρω από το το γλωσσικό ζήτημα και την ιστορία του στην Ελλάδα.
**********************
H επανάσταση για την τιμή της γλώσσας
Γ. ΓΙΑΤΡΟΜΑΝΩΛΑΚΗΣ
Την 1η Νοεμβρίου 1903 το «Βασιλικόν» Θέατρο ανεβάζει σε μετάφραση του Γεωρ. Σωτηριάδη, «ευρυμαθούς ελληνιστού και διαπρεπούς αρχαιολόγου», την Ορέστεια του Αισχύλου, ύστερα από 2.461 χρόνια, όπως υπενθύμιζε εφημερίδα της εποχής. H παράσταση αυτή, που είχε την υποστήριξη του Παλατιού, και προσωπικά του Γεωργίου, αποτελεί ίσως το διασημότερο θεατρικό γεγονός του περασμένου αιώνα. Και τούτο όχι για λόγους θεατρικούς ή καλλιτεχνικούς, αλλά για λόγους μεταφραστικούς, δηλαδή για λόγους γλωσσικούς. Δύο εβδομάδες μετά την πρεμιέρα της Ορέστειας, οι αντιδράσεις που προκάλεσε η μετάφρασή της στους ακραιφνείς καθαρολόγους της εποχής (πρωταγωνιστικό ρόλο είχε ο Μιστριώτης) οδήγησαν σε κανονική ανταρσία που βάφτηκε στο αίμα: η σύγκρουση ανάμεσα στους διαδηλωτές και στην Αστυνομία είχε ως αποτέλεσμα έναν νεκρό και πολλούς τραυματίες. Δεν γνωρίζω αν άλλο έθνος, εκτός από το δικό μας το περιούσιο, έχει θρηνήσει νεκρούς και για λόγους μεταφραστικούς. Δεν αποκλείεται λοιπόν να έχουμε και εδώ μία άλλη παγκόσμια πρωτοτυπία.
Τα γεγονότα, που έμειναν στην Ιστορία ως «Ορεστειακά», δεν μπορούν να ερμηνευθούν ως απλή φιλολογική αντιπαράθεση! Ούτε και όσα ανάλογα είχαν συμβεί δύο χρόνια νωρίτερα (το 1901), δηλαδή τα «Ευαγγελικά» με αφορμή τη μετάφραση του Ευαγγελίου στη δημοτική. Κάθε άλλο. Το γλωσσικό πρόβλημα είχε πάντοτε (και έχει!) αίτια πολιτικά και συνδέεται, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, με πολιτικοκοινωνικές και «εθνικές» ιδεολογίες. Αποτελεί, όσο και αν φαίνεται υπερβολικό, μία από τις πολλές πλευρές του στοιχειωμένου μεγαλοϊδεατισμού μας. Οσοι κατά καιρούς επισείουν τον κίνδυνο για εδαφικές απώλειες, χωρίς ωστόσο να έχουν αποδείξει εμπράκτως τον πατριωτισμό τους, οι ίδιοι, περίπου, θρηνολογούν για γλωσσικές «απώλειες», την ώρα που ο προσωπικός τους λόγος είναι ανελλήνιστος και κούφιος. Το θέμα μας πάντως δεν είναι αυτό. Ούτε σκοπεύουμε, στον περιορισμένο χώρο μας, να αναλύσουμε ένα τόσο σύνθετο ζήτημα, όπως τα «Ορεστειακά», ή έστω να συζητήσουμε γιατί αυτή η περιβόητη μετάφραση θεωρήθηκε τόσο «επαναστατική» και επικίνδυνη για το γλωσσικό καθεστώς των αρχών του 20ού αιώνα. Από τα λίγα πάντως αποσπάσματα που διαθέτουμε (ολόκληρη δεν έχει για την ώρα δημοσιευθεί) παρατηρούμε ότι η μετάφραση είχε γίνει μάλλον σε συντηρητική δημοτική. Αλλωστε ο Σωτηριάδης δεν βρέθηκε ποτέ στις τάξεις του Νουμά (που ιδρύεται αυτή την εποχή) και φαίνεται ότι προτιμήθηκε από τη διεύθυνση του «Βασιλικού» ακριβώς για τη γλωσσική του μετριοπάθεια. H γλώσσα της «Ωδής προς τον Αισχύλον» του Παλαμά, που, σύμφωνα με το πρόγραμμα επρόκειτο να απαγγείλει πριν από την έναρξη της παράστασης η «δεσποινίς M. Κοτοπούλη», είναι προκλητικότερη για τα ώτα των καθαρολόγων θεατών.
* Ιστοριογραφικό έλλειμμα
Δεν σκοπεύουμε επομένως στην εξιστόρηση και ανάλυση των «Ορεστειακών». Ελπίζουμε αυτό να γίνει μέσα στο 2003 από ανθρώπους περισσότερο αρμόδιους από εμένα. Εν πάση περιπτώσει, ο φιλομαθής αναγνώστης μπορεί να καταφύγει για το θέμα στα δύο εμπερίστατα άρθρα του Γιάννη Σιδέρη στο περιοδικό Θέατρο (τευχ. 33, Μάιος – Ιούνιος και 34-36, Ιούλιος – Δεκέμβριος, 1973) ή στις σχετικές σελίδες στο βιβλίο του Το αρχαίο θέατρο στη νέα ελληνική σκηνή,1917-1932. Για εμάς η επέτειος των «Ορεστειακών» είναι μια ευκαιρία να συζητήσουμε, έστω σχηματικά, μερικές πλευρές της μεταφραστικής δραστηριότητας μέσα στα τελευταία εκατό χρόνια. Ποιες, λ.χ., μεταφραστικές τάσεις, θεωρίες ή σχολές διαμορφώθηκαν (αν διαμορφώθηκαν τελικά) όλα αυτά τα χρόνια, ποια κέρδη, ποιες ζημιές καταγράφονται σε αυτή τη διαδρομή, ποια η κατάσταση σήμερα όπου το μεγαλύτερο μέρος της αρχαιοελληνικής γραμματείας διδάσκεται (καλώς ή κακώς) από μεταφράσεις. Θα ξεκινήσουμε με δύο παρατηρήσεις ιστορικής φύσεως:
1. H μεταφραστική πρακτική (ενδογλωσσική και διαγλωσσική) αποτελεί, για πολλούς και ποικίλους λόγους, μια δραστηριότητα τόσο έντονη, που θα μπορούσε να συγκριθεί μόνο με την αντίστοιχη λογοτεχνική, και ειδικότερα με την ποιητική ενασχόληση. H ενδογλωσσική μετάφραση απασχόλησε τα σημαντικότερα πνεύματα του νεοελληνικού πολιτισμού, από τον Σολωμό και τον Κάλβο ως τον Σεφέρη και τον Ελύτη, από τον Ελευθέριο Βενιζέλο ως τον Καζαντζάκη, από τον Πολυλά, τον Βάρναλη, τον Γρυπάρη ως τον Συκουτρή, τον Θ. Σταύρου και τον Ιωάννη Κακριδή. Δυστυχώς δεν διαθέτουμε μια Ιστορία της νεοελληνικής μεταφραστικής τέχνης (άλλωστε ούτε Ιστορία της νεοελληνικής φιλολογικής επιστήμης διαθέτουμε) που δεν θα κατέγραφε απλώς ονόματα, αλλά θα έδειχνε με ακρίβεια και δικαιοσύνη την πορεία και τα επιτεύγματα της νεοελληνικής μετάφρασης. H Βιβλιογραφία των εμμέτρων νεοελληνικών μεταφράσεων της αρχαίας ελληνικής ποιήσεως των Οικονόμου – Αγγελινάρα (1979), είναι χρησιμότατη, αν και πρέπει να συμπληρωθεί με τα στοιχεία των τελευταίων χρόνων. Ωστόσο δεν διαθέτουμε ανάλογο βοήθημα για τις πεζές μεταφράσεις της αρχαίας ποίησης ή για τις μεταφράσεις της αρχαίας πεζογραφίας (ιστορίας, φιλοσοφίας, ρητορικής, κριτικής κτλ.). H μελέτη του I. Θ. Κακριδή Το μεταφραστικό πρόβλημα, παρ’ όλο που επικεντρώνεται κυρίως σε τεχνικά προβλήματα, παραμένει μοναδική στο είδος της. Υπάρχουν άρθρα για το έργο κάποιων ελλήνων μεταφραστών, αλλά η γενικότερη εικόνα της μεταφραστικής μας πρακτικής (και θεωρίας) είναι ακόμη θολή.
* Αγκυλώσεις και στερεότυπα
2. H ενδογλωσσική μεταφραστική διαδικασία πρέπει να θεωρείται αρχικά (από το 1750 και εξής) ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, καθώς για λόγους παιδευτικούς ενθαρρύνονται μεταφράσεις ευρωπαϊκών έργων ποικίλου περιεχομένου (βλέπε την περίπτωση του Ρήγα). Ως ανάλογη προσπάθεια διαφωτισμού του Γένους θα πρέπει να δούμε και τις πρώτες ενδογλωσσικές μεταφράσεις. Ο Κοραής, που πιστεύει ότι η έρευνα της «ελληνικής» γλώσσας πρέπει να συνοδεύεται από την έρευνα της «κοινής», θεωρεί ότι η μετάφραση από την παλαιά στη νέα γλώσσα πρέπει να γίνεται στη βάση της λεκτικής ισοτιμίας των δύο γλωσσών. Οι σολωμικές μεταφραστικές δοκιμές (λ.χ. στο Σ της Ιλιάδος) αποτελούν ένα άλλο στάδιο του «πνευματικού ξετυλιγμού του» (Πολυλάς), και πρέπει να θεωρήσουμε ότι η μεταφραστική ενασχόληση των κυριότερων εκπροσώπων της επτανησιακής σχολής δηλώνει μια επιπλέον διαφορά τους από τον αθηναϊκό νεοαρχαϊσμό που απεχθάνεται τις μεταφράσεις. Αντιλαμβανόμαστε, επομένως, γιατί δημιουργήθηκαν τόσο έντονες αντιδράσεις (όπως τα «Ορεστειακά») εναντίον του μεγάλου μεταφραστικού κινήματος στις αρχές του περασμένου αιώνα. H μετάφραση της Ορέστειας δεν ήταν ένα οποιοδήποτε κείμενο σε δημοτική – η όλη διαδικασία να μετακενωθεί η αρχαία γραμματεία στη δημοτική φαινόταν καθαρή ιεροσυλία. Την ίδια στιγμή η ανάγκη των δημοτικιστών – μεταφραστών να χρησιμοποιήσουν μια «επιθετική» δημοτική οδηγούσε αναπόφευκτα στη δημιουργία μιας τεχνητής μεταφραστικής γλώσσας με αγκυλώσεις και στερεότυπα που εξακολουθούν, σε μεγάλο βαθμό, να επιβιώνουν ως σήμερα.
Ο κ. Γιώργης Γιατρομανωλάκης είναι καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Το ΒΗΜΑ, 02/11/2003
No comments:
Post a Comment