- Κλειδιά ποιητικής ωριμότητας
Γιάννης Βαρβέρης: Ο άνθρωπος μόνος, εκδ. Κέδρος
Γιώργος Βέης: Ν, όπως Νοσταλγία, εκδ. Ύψιλον
- Αναστάσης Βιστωνίτης: Τα ρόδα της Αχερουσίας, εκδ. Ροές
Ο Γιάννης Βαρβέρης ξεκινά τη νέα του συλλογή με Μπακούνιν – διά στόματος Λεό Φερρέ: αν ο Θεός υπήρχε, θα έπρεπε να τον ξεφορτωθούμε. Διαβάζοντας τη συλλογή του, καταλήγει ωστόσο κανείς στον Στεντάλ: μία μόνο δικαιολογία έχει ο Θεός, ότι δεν υπάρχει. Διαπλέκοντας τα επεισόδια της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης με τα μυστήρια και τις γιορτές που ρυθμίζουν τη ζωή των θνητών, ο Βαρβέρης σκηνοθετεί ένα χρονικό προαναγγελθέντος θανάτου του Θεού, χωρίς να υπερθεματίζει όσον αφορά το μεγαλείο του ανθρώπου, χωρίς να υμνεί τη μεγαλοσύνη του. Ψύχραιμα και συγκροτημένα, επανερμηνεύει τη σχέση Θεού και ανθρώπου και υπονομεύει την εξουσία του Θεού χωρίς να διεκδικεί για τον άνθρωπο καμία άλλη θέση από αυτή που επί γης κατέχει: τη θέση μιας ύπαρξης ευεπίφορης στην αμαρτία και το σφάλμα, όσο και στην αγάπη και στο μίσος· μιας ύπαρξης που ασμένως δέχεται τη συνύπαρξη και εξίσου ασμένως την αρνείται, ακόμα και στις πιο στενές και αγαπητικές σχέσεις, όπως η σχέση γονιού – παιδιού που διαρκώς επανέρχεται στη συλλογή.Ο Θεός του Βαρβέρη πάσχει επειδή του λείπει η ανθρώπινη ματιά, το γέλιο, η συμπόνια, η ανοχή. Οι υπηρέτες του στην Ιστορία ιδιοτελείς ή απελπισμένοι, δέσμιοι. Ο Θεός του Βαρβέρη καταργείται με τον απλό ευκλείδειο τρόπο: «ό,τι αναπόδεικτα δηλώνεται, εξίσου αναπόδεικτα καταρρίπτεται». Ο ατελής ανθρώπινος βίος αποτελεί τη μόνη βεβαιότητα και το εύθραυστο ανθρώπινο σώμα μοναδική πηγή χαράς και ευφορίας, το σύντομο πέρασμα του ανθρώπου από τον κόσμο, τη μοναδική δυνατή διαδρομή. Το κερί που το ποιητικό υποκείμενο ανάβει δεν αναπέμπει ύμνο στον Θεό, αλλά εκφράζει την ανακούφιση του ανθρώπου: «Πως ευτυχώς / στέκομαι εδώ αβοήθητος / και πως ακόμα / όσο μπορώ / θα λάμπω».
Μέσα από έναν αθεϊσμό φιλοσοφικό, ο Βαρβέρης συνομιλεί για άλλη μια φορά με το θάνατο, καταφάσκοντας ρητά στη ζωή. Η διαύγεια της ματιάς του υποστηρίζει μια διαρκή, ειρωνική ανατροπή, που δεν στερείται σπαρακτικότητας· ενώ παράλληλα σηματοδοτεί μια κορύφωση στην έως σήμερα ποιητική του πορεία, εγκαινιάζοντας με τον καλύτερο τρόπο μια νέα φάση στην ωριμότητά του.
«Λιγόλογη είναι η φύση στην ομιλία της», λέει το Τάο τε Τσινγκ. Λιγόλογα και τα ποιήματα στην τελευταία συλλογή του Γιώργου Βέη, που χρόνια τώρα συναιρεί στα κείμενά του –ποιήματα και πεζά– τη Δύση με την Ανατολή, το λαϊκό με το λόγιο, το λυρικό με το στοχαστικό, τους διαφορετικούς κόσμους στις λεπτομέρειές τους. Ποιήματα που απεικονίζουν τη φύση στη διαρκή της μεταμόρφωση, στη δυναμική, συνεχώς μεταβαλλόμενη ισορροπία της· μια φύση που απορροφά το ποιητικό υποκείμενο και γίνεται ένα με τη διαρκή ροή, εις αναζήτησιν του Νόμου –αν ίσως είναι και αυτή μια σημασία του Ν– του καθολικού, της αλλαγής που ενώνει τους αντίθετους πόλους σε ισορροπία και δικαιοσύνη, στην υπερίσχυση του απαλού και του ευλύγιστου. Η λιτότητα της έκφρασης, η μεταφυσική οπτική που ανοίγει τα ποιήματα με τη σοφή χλωρίδα και πανίδα τους σε νέες διαστάσεις, η εστίαση στο εκτός εαυτού που συνδέεται ωστόσο με ό,τι πιο βαθύ στον μέσα κόσμο, ορίζουν τη θέση της συλλογής στη γόνιμη ποιητική διαδρομή του Βέη. Εικόνες γεμάτες ευωδιές και κίνηση απαλή, όπου η επιθυμία δεν απαλείφει ωστόσο την απώλεια, ούτε το μεταφυσικό το φυσικό και τον κόσμο. Συνομιλίες ποικίλες, νοσταλγία κι ο «ασημένιος καθρέφτης–ποτάμι» του Ταρκόφσκι, το «Forever – is composed of nows» της Ντίκινσον, η αθανασία και τα πουλιά – ο Κάλβος και ο αρχαιοελληνικός πτηνός, το φιλοσοφικό αίτημα για απλότητα και αρμονία και η διαρκής μεταστοιχείωση του παντός, μαζί και του ποιητικού υποκειμένου και του αγαπημένου προσώπου. Συλλογή ενιαία, χωρίς ενότητες όπως οι προηγούμενες, με τις οποίες συνομιλεί με εικόνες, μοτίβα και στίχους ολόκληρους, και από τις οποίες διαφοροποιείται, το «Ν, όπως Νοσταλγία», συνιστά μια κατακλείδα ωριμότητας στην έως σήμερα πορεία του Βέη – «θητεία που έληξε σε γνώση μυστική».
Το ένατο κύμα, ο μύθος. Το παλιό ορυχείο, η Ιστορία. Τα μεγάλα ψέματα, το παρόν και το μέλλον, ζοφερό και δυσοίωνο: οι τρεις ενότητες της νέας συλλογής του Αναστάση Βιστωνίτη, τις οποίες ανοίγει ένας εύρυθμος και ελεγειακός δεκαπεντασύλλαβος. Καταργώντας τα όρια του χώρου και του χρόνου, συνενώνοντας το αφηρημένο και το συγκεκριμένο, το φυσικό και το υπερφυσικό μέσα σε ένα σκηνικό ερειπίων, μοναξιάς και αιωνιότητας, σε έναν κόσμο που ξεκινά να βυθίζεται από τους πρώτους κιόλας στίχους της πρώτης ενότητας, ο Βιστωνίτης, ρομαντικός μοντερνιστής, παρατηρεί τον αναδιπλασιασμό του εαυτού και τον κατακερματισμό των πραγμάτων και καλεί τους θεούς μιας νέας θρησκείας που ενώνει με στίχους που παραπέμπουν σε ύμνους ορφικούς και μπαλάντες. Στο γοτθικό, μελωδικό τοπίο του, όπου ο Κητς συναντά τον Τέννυσον και τον Σέλεϋ, τον Μπωντλαίρ, τον Ελιοτ και τον Σεφέρη, η τρέλα συναγωνίζεται την ερημιά αλλά και τη δύναμη της προφητείας, με φόρμες ποικίλες και ρυθμούς εναλλασσόμενους, με ρίμες άλλοτε υποτακτικές και άλλοτε εξεγερμένες.
Επεται η Ιστορία, η εξουσία και η κατάχρησή της, οι πένθιμες πομπές των αδικοσκοτωμένων, τα ματωμένα ίχνη μιας παρακμής γνωστής εκ των προτέρων, το Κακό στην ίδια την καρδιά της πολιτικής και του ιδεώδους, στην καρδιά της πολιτείας, στον μεταβιομηχανικό, καφκικό κόσμο που περισφίγγει μέχρι θανάτου τον άνθρωπο. Σε ένα κλίμα μεταμοντέρνου fin de siecle, με πόλεις–βάλτους και μαυσωλεία και ανθρώπους ζωντανούς νεκρούς, σε έναν κόσμο «που δεν διορθώνεται ούτε στα όνειρα πια» και το μέλλον του δεν μπορεί παρά να είναι «ένα μέλλον αλγεβρικό / γεμάτο ρουνικά σύμβολα, / λουτρά αίματος / κι ορφανές ιδέες», ο Βιστωνίτης διακηρύσσει ως ποιητής, ως «ο πιο μόνος άνθρωπος», μια παράφορη πολλαπλότητα. Εναγκαλίζεται το θάνατο για τα ολάνθιστα και ευωδιαστά του ρόδα και τα προσφέρει με τέχνη εξαιρετική στον αναγνώστη.
- Της Τιτικας Δημητρουλια, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 12/04/2009
No comments:
Post a Comment