- Ποιοι λόγοι οδηγούν τους σπουδαστές να παρακολουθήσουν τα σεμινάρια δημιουργικής γραφής και τι μαθαίνουν σ’ αυτά
Εναν χρόνο πριν αναρωτιόμασταν, από αυτές τις σελίδες, αν η διαδικασία των σεμιναρίων δημιουργικής γραφής που είχε έρθει όψιμα και στη χώρα μας, ήταν πράγματι φυτώριο εκκολαπτόμενων συγγραφέων ή απλώς μια μόδα. Εναν χρόνο αργότερα κυκλοφορούν ήδη, από μεγάλους και έγκυρους εκδοτικούς οίκους, επτά μυθιστορήματα πρωτοεμφανιζόμενων συγγραφέων που αποφοίτησαν από τα σεμινάρια δημιουργικής γραφής, δύο συλλογές διηγημάτων, έξι βιβλία για παιδιά, τέσσερις ποιητικές συλλογές, ενώ σπουδαστές των σεμιναρίων διακρίθηκαν πρόσφατα σε διαγωνισμό διηγήματος, αλλά και σε διαγωνισμό ποίησης στην Ιταλία.
- Ποιοι φοίτησαν και τώρα γράφουν; Οι γυναίκες δεν υπερισχύουν μόνον ως αναγνώστριες της λογοτεχνίας, αλλά και ως υποψήφιες συγγραφείς, αφού υπερτερούν στα σεμινάρια δημιουργικής γραφής. Οι ηλικίες, όμως, των σπουδαστών λογοτεχνικής γραφής καλύπτουν όλο το φάσμα: από 20 έως 70 ετών. Τα κυριότερα εργαστήρια δημιουργικής γραφής λειτουργούν σταθερά τα τελευταία χρόνια στο Εθνικό Κέντρο Βιβλίου και στις εκδόσεις Μεταίχμιο, καθώς και σε πολλά ιδιωτικά κολέγια, αλλά υπάρχουν και πολλοί νέοι συγγραφείς που έχουν παρακολουθήσει μαθήματα γραφής σεναρίου πριν περάσουν στη λογοτεχνία.
- Υπάρχουν τόσο πολλοί μελλοντικοί συγγραφείς εν υπνώσει; Ποιοι λόγοι οδηγούν τους σπουδαστές στα σεμινάρια δημιουργικής γραφής και τι μαθαίνουν σ’ αυτά; Εχουν κοινό θεματολογικό άξονα; Φέρνουν κάτι νέο στη λογοτεχνία; Διδάσκεται, εν τέλει, η λογοτεχνία; Απαντούν δύο από τους διδάσκοντες σε σεμινάρια, ο Μισέλ Φάις και ο Γιώργος Ξενάριος, η κριτικός λογοτεχνίας και επίκουρος καθηγήτρια στο ΑΠΘ Τιτίκα Δημητρούλια, που επιχειρεί μια πρώτη αποτίμηση, και μία πρωτοεμφανιζόμενη συγγραφέας, η Κάλλια Παπαδάκη, που μπήκε στη λογοτεχνία από την οδό του κινηματογραφικού σεναρίου.
Γιώργος Ξενάριος
Δυναμική της προσδοκίας
- Ο συγγραφέας και γενικός γραμματέας της Εταιρείας Συγγραφέων Γιώργος Ξενάριος έχει διδάξει στα σεμινάρια των εκδόσεων «Μεταίχμιο» περίπου 200 σπουδαστές από το 2003. «Ερχονται άνθρωποι οι οποίοι έχουν κάποια επαφή με τη λογοτεχνία, έναν προβληματισμό γύρω από ζητήματα γραφής και πολλοί από αυτούς με τη φιλοδοξία να εκδώσουν. Για μια μερίδα είναι μια διαδικασία κοινωνικοποίησης και ταυτόχρονα η ίδια η γραφή έχει μια λυτρωτική διάσταση. Ακόμα και άνθρωποι που δεν έχουν ταλέντο βρίσκουν μια διέξοδο έκφρασης». Ούτε ο Γιώργος Ξενάριος διαπιστώνει έναν κοινό θεματολογικό άξονα στα κείμενά τους. «Υπάρχει θεματική ποικιλία, καλά, κακά και μέτρια κείμενα. Είναι μια μικρογραφία όσων πρωτοεμφανίζονται χωρίς σεμινάρια. Δείχνει ανάγλυφα την πραγματικότητα της λογοτεχνίας».
- Οσο για την ανθρωπογεωγραφία των μαθητών: «Υπάρχει μεγάλη ποικιλομορφία, διαφορετικοί άνθρωποι από πολλά κοινωνικά και μορφωτικά περιβάλλοντα και όλων των ηλικιών, από 20 μέχρι 70, αλλά οι γυναίκες υπερτερούν. Είναι άνθρωποι που δεν είναι ευχαριστημένοι μ’ αυτό που τους προσφέρει η τηλεόραση και αναζητούν κάτι καλύτερο. Υπάρχει και μια μικρή κατηγορία που έχουν βγάλει ένα βιβλίο, συνήθως μέτριο, και έρχονται να βελτιώσουν τις επιδόσεις τους. Είναι μια διαδικασία κατά την οποία συνάπτεται ένα συμβόλαιο διδακτικό, που είναι διαφορετικό από το αναγνωστικό. Και μ’ αυτήν την έννοια, όσο κι αν ο διδάσκων - συγγραφέας βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση, είναι υποχρεωμένος να τηρήσει το συμβόλαιό του».
- Σε ό,τι αφορά τον ίδιο, «με τα σεμινάρια διαπιστώνεις ότι αυτά που τους λες δεν είναι παρά το μέρος ενός όλου. Πρέπει να περιμένουμε να δούμε πιο πολλά αποτελέσματα αυτής της διαδικασίας. Πιστεύω ότι τα σεμινάρια διευρύνουν το λογοτεχνικό πεδίο, επιτρέποντας να εισέλθουν άνθρωποι που δεν θα μπορούσαν να μπουν αλλιώς και δημιουργούν μια δυναμική κυρίως μέσω της προσδοκίας».
Μισέλ Φάις
Ο καθένας μόνος του
- Ο συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας Μισέλ Φάις διδάσκει διήγημα και νουβέλα στα σεμινάρια του ΕΚΕΒΙ κι έχει δουλέψει μέχρι σήμερα με περίπου 60 επίδοξους συγγραφείς. Πρόσφατα, τέσσερις μαθητές του από τα σεμινάρια διηγήματος (οι Χρήστος Κυθρεώτης, Γιάννης Τσίρμπας, Μυρτώ Καλοφωλιά, Χριστίνα Καράμπελα) διακρίθηκαν στον διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Φανταστείτε το μέλλον σας σε μια πόλη που αλλάζει», που διοργάνωσαν η εφημερίδα «Τα Νέα» και το Βρετανικό Συμβούλιο (ο τόμος θα κυκλοφορήσει σύντομα από τον «Ιανό»).
- «Δεν υπάρχει μια κοινή αναζήτηση, ο καθένας έρχεται για τελείως διαφορετικούς λόγους κι αυτό είναι και το πιο συναρπαστικό. Αλλος από μοναξιά, άλλος για να αποκτήσει επαγγελματικά προσόντα, άλλος γιατί θέλει να γράφει πιο καλά. Η πλειονότητα όμως θέλει να βγάλει ένα βιβλίο. Εγώ επιδιώκω να έχω διαφορετικές ηλικίες και φύλα, γιατί κατά 90% έχουμε γυναίκες στα σεμινάρια. Επιδιώκω και το ανδρικό βλέμμα και τη νεότητα και τις μεγαλύτερες ηλικίες. Οσο για τη θεματολογία, δεν μπορεί να γκρουπαριστεί. Αλλωστε, δεν υπάρχει θέμα στη λογοτεχνία, υπάρχει βλέμμα».
- Ο δάσκαλος - συγγραφέας «παίρνει» από αυτή τη συναναστροφή; «Σίγουρα δίνουν και στον διδάσκοντα, γιατί ανακεφαλαιώνει όσα έχει χύμα ίσως στο κεφάλι του. Γιατί όταν αναγκάζεσαι να μιλήσεις σε άλλους γι’ αυτά που είναι αέρας κοπανιστός, τις ταραχές, τις εμμονές σου, τα φαντάσματά σου, αναγκάζεσαι να τα βάλεις σε μια σειρά. Στα σεμινάρια επιδιώκω να λειτουργήσω ως χαμαιλέων: πώς θα έγραφαν αυτοί αν ήταν πιο ώριμοι. Δεν κοιτάζω να τους εμφυσήσω τη δική μου μεθοδολογία, αλλά τη δική τους που κοιμάται μέσα τους. Κι αυτή είναι η διδασκαλία».
- Ηταν αρνητικός με τη διαδικασία όταν ξεκίνησε και ήθελε να διαπιστώσει αν τελικά ισχύει και στην Ελλάδα αυτό που έξω έχει τεράστια επιτυχία. «Είδα ότι διδασκαλία μπορεί να γίνει, ακόμα και για να δεις τι δεν είναι λογοτεχνία. Ερχονται εκεί κάποιες με ιδέες ετοιμοπαράδοτες. Οταν φεύγουν έχουν την αίσθηση ότι όλα μπορουν να γίνουν λογοτεχνία και όλα δεν είναι λογοτεχνία».
Τιτίκα Δημητρούλια
Διδάσκεται η λογοτεχνία;
- Η κριτικός λογοτεχνίας Τιτίκα Δημητρούλια κάνει τις δικές της παρατηρήσεις για όλη τη διαδικασία εκμάθησης λογοτεχνίας: «Είναι άλλη μια επινόηση του αμερικανικού πραγματισμού. Τα εργαστήρια δημιουργικής γραφής αναπτύσσονται ραγδαία στη χώρα μας, χωρίς η ιδέα –ότι η λογοτεχνία διδάσκεται– και η πρακτική τους –εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τον εκάστοτε διδάσκοντα– να τίθενται προς συζήτηση, όπως σε άλλες χώρες (στη Γαλλία, λόγου χάρη). Κατ’ αρχάς, πιστεύω ότι υπάρχουν πολλών και διαφόρων ειδών εργαστήρια – για παράδειγμα, ένα εργαστήρι δημιουργικής γραφής μπορεί να λειτουργεί εκπαιδευτικά, για ανάπτυξη της γλωσσικής ικανότητας, μέσα στη θεσμική εκπαίδευση. Το κυριότερο, τα κίνητρα των ανθρώπων που επιλέγουν να παρακολουθήσουν τέτοια μαθήματα είναι ποικίλα: άλλοι χρειάζονται παρακίνηση, άλλοι θέλουν να ξεπεράσουν το άγχος της λευκής σελίδας, άλλοι θέλουν να μάθουν τη συνταγή που θα τους κάνει διάσημους. Και βέβαια, το σημαντικότερο, η προσέγγιση του εκάστοτε διδάσκοντος είναι αυτή που δίνει τον τόνο σε κάθε εργαστήρι. Υπάρχουν διδάσκοντες, συγγραφείς οι ίδιοι, οι οποίοι πιστεύουν ακράδαντα στις θαυματουργές τους ικανότητες, ότι μπορούν δηλαδή να καθοδηγήσουν τόσο καλά τον εκπαιδευόμενο, ώστε να παραχθεί ένα θεαματικό αποτέλεσμα.
- »Ως προς τις υψηλές φιλοδοξίες τέτοιου τύπου είμαι απόλυτα επιφυλακτική. Αν η λογοτεχνία διδάσκεται -και επιμένω στο αν- διδάσκεται δια του παραδείγματος, άρα επανερχόμαστε στην κλασική συνταγή της εξοικείωσης με τα μεγάλα κείμενα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, διδάσκεται σε επίπεδο βελτίωσης κάποιων τεχνικών, από τη ροή της συνείδησης ως το στήσιμο των χαρακτήρων, οι οποίες όμως παραμένουν κενό γράμμα όταν δεν τις ζωντανεύει μια προσωπική ματιά και κοσμοαντίληψη και μια αίσθηση της γλώσσας απόλυτα προσωπική και γόνιμη. Κι αυτό δεν είμαι βέβαιη ότι μεταδίδεται.
- »Πιο συγκεκριμένα, πάντως, με βάση και κάποια έργα που έχουν ήδη εκδοθεί, νομίζω ότι αυτός που είναι να γίνει καλός συγγραφέας θα γίνει ίσως λίγο πιο εύκολα και γρήγορα κι αυτός που έτσι κι αλλιώς θα ήταν μέτριος, μέτριος θα παραμείνει. Ο έλεγχος των αφηγηματικών τεχνικών, που είναι αλήθεια ότι διακρίνει τους εν λόγω συγγραφείς, δεν εγγυάται παρά ένα αξιοπρεπές και σε καμία περίπτωση ένα συναρπαστικό κείμενο. Επαναλαμβάνω ότι αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον κάποιοι συγγραφείς, ο Νίκος Αδάμ Βουδούρης για παράδειγμα».
Κάλλια Παπαδάκη
Δημιουργική απομόνωση
- Το πρώτο βιβλίο της Κάλλιας Παπαδάκη κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Πόλις» με τίτλο «Ο ήχος του ακάλυπτου» και κέρδισε την προσοχή της κριτικής. Είναι ένα από τα νέα πρόσωπα της λογοτεχνίας. Δεν έκανε σεμινάρια δημιουργικής γραφής, αλλά διδάχθηκε γραφή σεναρίου στη Σχολή Σταυράκου, που τη βοήθησε ως προς τη δομή του κειμένου. «Παρ’ ότι πάντα μου άρεσε η σκηνοθεσία, με τα μαθήματα σεναρίου (με τον συγγραφέα Νίκο Παναγιωτόπουλο) πήρα το κίνητρο να γράψω κάτι που να είναι περισσότερο από πέντε σελίδες». Οχι, λέει, δεν ήταν καθόλου αγχωτική διαδικασία, «γιατί δεν ήξερα τι θα γίνει μετά, το έκανα για μένα, διασκέδαζα τα βράδια μου». Θέλει να συνεχίσει να γράφει, έχει πράγματα στο κεφάλι της με τα οποία θέλει ν’ ασχοληθεί κάποια στιγμή, αλλά χωρίς να το βιάσει. Για το επόμενο διάστημα θα δοκιμάσει κάτι στο σενάριο και τη σκηνοθεσία. Και είναι σχεδόν σίγουρη ότι έχει κλείσει για πάντα ο δρόμος της οικονομικής επιστήμης, παρ’ ότι της έχει δώσει πράγματα που χρησιμοποιεί σε άλλους χώρους. «Αλλά ο χώρος της τέχνης με γεμίζει πολύ περισσότερο ως άνθρωπο. Μου έχει δώσει αρκετή απομόνωση, αλλά δημιουργική απομόνωση». Οσο για την υποδοχή που έγινε στο βιβλίο της, δεν είχε καθόλου στο μυαλό της το μετά. «Εγώ ήθελα να επικοινωνήσω με τον κόσμο μέσα από έναν ήρωα».
Η σοδειά της λογοτεχνίας
- Από το 2008 μέχρι σήμερα κυκλοφόρησαν τα βιβλία ανθρώπων που πέρασαν από σεμινάρια δημιουργικής γραφής: Αλεξάνδρα Λειβαδίτου («Καράβι στη μέση της κάμαρας», Κέδρος), Κατερίνα Χρυσανθοπούλου («Η γυναίκα που έγραφε για τον άνδρα», Κέδρος), Ιωάννα Κωσταντάκου («Ερωτας στο κόκκινο», Ροές), Τζούλια Γκανάσου («Σε μαύρα πλήκτρα», Γκοβόστης), Χρήστος Ναούμ («Αχ, αυτές οι βασίλισσες», Καστανιώτης), Νίκος Αραπάκης («Και στη μέση η θάλασσα», Μπατσιούλας), Κατερίνα Βαζαίου («Κηδεμόνες», Μεταίχμιο), Χρύσα Φάντη («Το δόντι του λύκου», Πατάκης), Νίκος Αδάμ Βουδούρης («Ο βυθός είναι δίπλα», Πατάκης).
- Της Ολγας Σελλα, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, Kυριακή, 5 Aπριλίου 2009
No comments:
Post a Comment