Πώς γεννιέται ένα μυθιστόρημα; Κάποιες φορές εντελώς τυχαία. Χάρη σε μια πληροφορία, για παράδειγμα, που σε αφήνει άναυδο, σ' αιχμαλωτίζει και σε καλεί επίμονα να την ψάξεις σε βάθος, καθώς «κουμπώνει» τέλεια με τους δικούς σου προβληματισμούς.
Κάπως έτσι εμπνεύστηκε το καινούριο βιβλίο της η Ρέα Γαλανάκη, το «Φωτιές του Ιούδα, Στάχτες του Οιδίποδα», που θα κυκλοφορήσει σε λίγες μέρες από τον «Καστανιώτη», φέρνοντας στην επιφάνεια τις απίστευτες αντοχές αλλά και τις παρεκτροπές και τις στρεβλώσεις παραδοσιακών ηθών και πρακτικών.
Την εποχή που τ' «Αμίλητα, βαθιά νερά», με την περίφημη απαγωγή της Τασούλας είχαν φύγει πια απ' τα χέρια της, ξεφυλλίζοντας μια μελέτη για τις λαϊκές τελετουργίες στην Κρήτη, έπεσε τυχαία πάνω σ' ένα κοίτασμα που αποδείχτηκε θησαυρός. Οπως ανακάλυψε, εκατοντάδες χρόνια τώρα, στα ορεινά χωριά της γενέτειράς της επιβιώνει ένα μυθικό αμάλγαμα που συνδυάζει τον αρχαιοελληνικό μύθο του Οιδίποδα μ' εκείνον του Ιούδα που διαμορφώθηκε από τους χριστιανούς.
Ξεδιπλώνοντας ένα μύθο
Λιωμένοι σαν τα μέταλλα μέσα στο καμίνι του χρόνου, οι δύο αυτοί μύθοι ενώθηκαν κατά την Αναγέννηση σε έναν που απλώθηκε σιγά σιγά σ' ολόκληρη την ανατολική Μεσόγειο, φορτώνοντας τον Ιούδα μ' όλα τα κρίματα του κόσμου ως πρότυπο του απόλυτου Κακού.
«Ειδικά στην Κρήτη», λέει η Γαλανάκη, «ο συσχετισμός πρωτοσυναντιέται σ' ένα μεγάλο έμμετρο ποίημα, το "Παλαιά και Νέα Διαθήκη", που γράφτηκε από ανώνυμο γύρω στα τέλη του 15ου αιώνα κι εκδόθηκε πολύ πρόσφατα στη Βενετία, από το εκεί Ελληνικό Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών. Κι είναι ένας συσχετισμός που, ελαφρά παραλλαγμένος, καταγράφηκε απ' τους ερευνητές στις προφορικές παραδόσεις του νησιού ακόμα και στα μέσα του 20ού αιώνα, χωρίς παραδόξως να τραβήξει την προσοχή των φιλολόγων. Εμένα, πάντως, με καταγοήτευσε. Με το που έπεσα πάνω του, σαν να με τίναξε ηλεκτρικό ρεύμα!».
Το ομοίωμα ενός τέτοιου Ιούδα, λοιπόν, συνεχίζουν να καίνε το Πάσχα σε κάποιες κορφές της Κρήτης: του αιμομίκτη και πατροκτόνου που αναζήτησε κάθαρση για τις αμαρτίες του ακολουθώντας τον Χριστό, του εβραίου που πρόδωσε όχι μόνο τον Θεό και Δάσκαλό του αλλά και τον ίδιο τον Σωτήρα του.
Κι αυτόν τον μύθο βάλθηκε να ξεδιπλώσει μυθιστορηματικά η Γαλανάκη, ενσωματώνοντάς τον -πρώτη φορά στην συγγραφική της πορεία- σ' ένα απολύτως σύγχρονο σκηνικό: σ' ένα χωριό που δεν κατανομάζεται πουθενά, αλλά φέρει όλα τα χαρακτηριστικά των Ζωνιανών.
Επινοώντας ένα ψέμα που μοιάζει με αλήθεια -«αυτό δεν είναι η λογοτεχνία;»- η συγγραφέας έπλασε έναν τόπο κλειστό, απροσπέλαστο, με τους δικούς του κανόνες και τους δικούς του αποδιοπομπαίους τράγους, με σκοπό να προσγειώσει πάνω του, μια ανοιξιάτικη μέρα του 2000, την βασική ηρωίδα του βιβλίου της: μια νεαρή ελληνοεβραία δασκάλα, ονόματι Μάρθα Μάτσα, που καταφθάνει στο χωριό ακολουθώντας τις τελευταίες εντολές της πρόσφατα χαμένης μητέρας της, ανύποπτη για την καχυποψία, την εχθρότητα, τον έρωτα, αλλά και τα μυστικά που θα της αποκαλυφθούν σ' αυτό.
Μεγαλωμένη στο Ηράκλειο από αστούς γονείς, η Γαλανάκη δεν έχει προσωπικά βιώματα από αντίστοιχα «άβατα».
Ωστόσο, «έχω άριστη γνώση του κρητικού πολιτισμού και των άγραφων κανόνων του, και καθώς εξακολουθώ να βλέπω και να συζητάω στο νησί με πάρα πολλούς ανθρώπους, ξέρω καλά τον τρόπο που σκέφτονται. Ενας απ' τους λόγους, άλλωστε, που μ' έσπρωξε να κάνω μια τομή σε τέτοιους είδους κοινωνίες, είναι επειδή συνηθίζουμε να τις προσεγγίζουμε απλουστευτικά, σαν "μαύρα πρόβατα", παραβλέποντας τις εσωτερικές τους αντιφάσεις και συγκρούσεις. Σωστή η δημοσιογραφική κατακραυγή τους, αλλά ας τις κατανοήσουμε πριν τις κατηγορήσουμε».
Φυσικά το παραδέχεται: «Οντως, σε πολλά σημεία, η παράδοση έχει διαστρεβλωθεί. Κάποτε η οπλοκατοχή ήταν σαν έρωτας κρυφός στην Κρήτη. Σε πολύ ειδικές περιπτώσεις έπρεπε να φανερωθεί το όπλο, άρα και να χρησιμοποιηθεί. Σήμερα όμως βλέπουμε να μετριέται η αξία ενός γάμου από τις σφαίρες που θα πέσουν, κι ανθρώπους να κυκλοφορούν στους δρόμους οπλισμένοι επιδεικτικά. Για το ποιος φταίει, χωράει μεγάλη συζήτηση.
»Ο μέγας πλουτισμός από παράνομες δραστηριότητες -ώς και στο πανεπιστήμιο εντοπίστηκαν χασισοκαλλιέργειες!- η αλλαγή του τρόπου ζωής, η κυριαρχία των τηλεοπτικών εικόνων, η στάση των ντόπιων πολιτικών, όλα μαζί. Κι ενώ η σύγχρονη ζωή ανυψώνει τη θέση της γυναίκας, στις κοινωνίες που ανθούν αυτές οι εκτροπές, οι γυναίκες, καθώς δεν ασχολούνται με τα όπλα, μόνο σαν μάνες υπολογίζονται ή σαν εργατικά χέρια το πολύ».
Το «Φωτιές του Ιούδα, Στάχτες του Οιδίποδα» αναπτύσσεται σε δύο μονοπάτια, που μέχρι να συναντηθούν υποστηρίζονται από πολλές αφηγηματικές φωνές. Το πρώτο το χαράσσει η ίδια η Γαλανάκη, εξιστορώντας σαν παραμύθι τις παραλλαγές του μύθου του Ιούδα, από την οπτική γωνία της μάνας του, της Κιμπουρέας, που από ένα σημείο κι έπειτα, παίρνει τα χαρακτηριστικά της Ιοκάστης. Ενώ στο δεύτερο μονοπάτι, δεσπόζει η φωνή της νεαρής δασκάλας, που άλλοτε αφηγείται όσα συμβαίνουν γύρω της κι άλλοτε επικοινωνεί νοητά με τη νεκρή μητέρα της, «αγωνιώντας ν' ανακαλύψει και ν' ανασυγκροτήσει την ιστορία της οικογένειάς της».
Σ' αυτό το κομμάτι του βιβλίου, όπου με δεξιοτεχνία περνούν αλλεπάλληλοι αντικατοπτρισμοί του παλιού μύθου, η Γαλανάκη δωρίζει ευθύς εξαρχής στην ηρωίδα της μια τρυφερή σχέση με τη σπιτονοικυρά της (την αγράμματη αλλά προικισμένη με λαϊκή σοφία, Αγγελικώ, που ξέρει πολύ περισσότερα απ' τη Μάρθα για τους αριστερούς, κατατρεγμένους προγόνους της).
Το ίδιο γρήγορα, όμως, η συγγραφέας τοποθετεί τη δασκάλα στο στόχαστρο ενός ρατσιστή κι ακραιφνούς εθνικιστή συναδέλφου της (ένα κάθαρμα με πολιτικές διασυνδέσεις, στο οποίο οι συντοπίτες του όλο και κάποια εξυπηρέτηση χρωστούν).
Κι επειδή «η γυναίκα δεν λειτουργεί δίχως άντρα δίπλα της, η σχέση μαζί του κάνει τη ζωή της ενδιαφέρουσα», ένα σημαντικό μερίδιο της πλοκής του βιβλίου είναι αφιερωμένο στην ερωτική περιπέτεια της Μάρθας μ' έναν αρκούντως καλλιεργημένο βοσκό, ο οποίος «δεν υποτάσσεται εύκολα στους τοπικούς κανόνες, αλλά κρατάει για πάρτη του κάποιες παλαιικές συνήθειες, όπως την αγορά ενός ολοκαίνουριου Καλάσνικοφ...».
Σ' ένα βιβλίο σαν κι αυτό, όπου διασταυρώνονται αρχετυπικοί μύθοι, παραδοσιακά έθιμα, εικόνες από το αντάρτικο, ιστορίες κυνηγημένων Εβραίων και καταδιώξεις αθώων «αιμομικτών», πώς θα μπορούσε άραγε ν' απουσιάζει ένα φονικό;
Να πού συναντιώνται τα «μονοπάτια» της Γαλανάκη: όχι σ' έναν αλλά σε δύο φόνους που η ντόπια κοινωνία θα φροντίσει να κουκουλώσει πάραυτα. Οπως λέει η ίδια, «είναι αφέλεια να πιστεύει κανείς πως αυτές οι κλειστές κοινωνίες θα συμπλεύσουν με τον αστικό πολιτισμό.
«Συμφιλίωση δεν είναι λήθη»
»Το να κρύβεται στις δύσκολες στιγμές ένα έγκλημα, ένας δολοφόνος, μπορεί να μοιάζει ακατανόητο για τις αρχές, τα δικαστήρια και γενικώς, για τον "έξω" κόσμο. Μέσα όμως στους δικούς τους κόλπους και στα μάτια όσως γνωρίζουν τις παραδόσεις τους, είναι κάτι απολύτως κατανοητό και σεβαστό».
Αντίστοιχη κατανόηση δείχνει απ' τη μεριά της για τις φρικαλεότητες που συμβαίνουν σε κάθε εμφύλιο πόλεμο. Ειδικά για τον ελληνικό, που με σφοδρότητα επανήλθε στην επικαιρότητα τις τελευταίες μέρες μέσω της τέχνης, η Γαλανάκη επιμένει: «Συμφιλίωση δεν σημαίνει ούτε λήθη ούτε έλλειψη ευθυνών.
»Εχουμε πολλά να μάθουμε ακόμα, όσο ανοίγουν αρχεία που έμεναν ώς τώρα κλειστά. Πρέπει να φανούμε πιο ανοιχτόμυαλοι και να δεχτούμε τα λάθη που διαπράχθηκαν και από τη μια και από την άλλη πλευρά. Γιατί αυτό είναι η ουσία του εμφυλίου: η γειτνίαση του μεγαλείου με το έγκλημα». *
Sunday, November 1, 2009
Εισβολή στο άβατο
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment