Monday, November 23, 2009

Τζένη Μαστοράκη: «Είμαι ένα όχημα σταθερής τροχιάς»

  • Η ποιήτρια και μεταφράστρια Τζένη Μαστοράκη μιλάει για τη διαδικασία της μετάφρασης, τα χόμπι, τις εμμονές, τις συλλογές της

jenny_mastoraki

  • Συνέντευξη στην Ολγα Σελλα, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 22/11/2009

Την ακολουθεί -μάλλον ερήμην της- η εικόνα ενός απόμακρου και απομονωμένου ανθρώπου. Και εξ αυτού ένας μύθος. Η ποιήτρια και μεταφράστρια Τζένη Μαστοράκη εμφανίζεται ελάχιστα ως καθόλου σε δημόσιες εκδηλώσεις, δεν απασχολεί ποτέ τα ΜΜΕ. Γνωρίζουμε ότι ως ποιήτρια η Τζένη Μαστοράκη είχε κάνει αίσθηση τη δεκαετία του ’70 και τα μόνα δείγματα γραφής της που είχαμε τα τελευταία χρόνια ήταν οι μεταφράσεις της. Θεατρικές και λογοτεχνικές. Την ερχόμενη Τρίτη 24 Νοεμβρίου, στις 7 μ.μ., θα έχει τη δική της βραδιά στο Μέγαρο Μουσικής, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων του Megaron Plus για την ποιητική γενιά του ’70, με οικοδεσπότη τον διευθυντή της «Νέας Εστίας» Σταύρο Ζουμπουλάκη.

Η Τζένη Μαστοράκη είναι μια ζεστή, εκδηλωτική, τρυφερή γυναίκα, που μιλάει για ό,τι υπάρχει γύρω της και κάνει τον συνομιλητή της να παρακολουθεί όχι μόνο τη σκέψη της, αλλά, κυρίως, τον τρόπο που χρησιμοποιεί τις λέξεις, τη γλώσσα: με άνεση, με σοφό δισταγμό, με διαρκές ζύγισμα. Είτε μιλάει για τη διαδικασία της μετάφρασης, είτε μιλάει για τα χόμπι της, τις εμμονές της ή τις συλλογές της. Οπως είναι τα λουλούδια που έχει στο μπαλκόνι του σπιτιού της, τα χρώματα που της αρέσουν, τα παιδικά κεντήματα που απεχθάνεται ή η συλλογή με διάφορες εκδοχές θρησκευτικού κιτς που συλλέγει: «Μ’ αρέσουν οι ρώσικες εικόνες, γιατί είναι ένα μικρό πανηγύρι. Είναι σαν ολόκληρα σπίτια, στολισμένα, κλεισμένα μέσα σε τζάμι. Μ’ αρέσει το θρησκευτικό κιτς, όπως μ’ αρέσουν κι άλλα πράγματα που είναι οριακά κιτς».

Η συνάντηση τα είχε όλα. Καφέ, κέικ, κουλουράκια, ξενάγηση στα φυτά στο μπαλκόνι αλλά και στις οικογενειακές φωτογραφίες, στα παλιά αγαπημένα της βιβλία -κόμικς και θρίλερ της δεκαετίας του ’60- και στη διαδρομή της τελευταίας της θεατρικής μετάφρασης («Το ύστατο σήμερα» του Χάουαρντ Μπάρκερ που παρουσιάζεται στη Νέα Σκηνή του Λευτέρη Βογιατζή). Τι δεν αντέχει; Τα χρονοδιαγράμματα, ακριβώς επειδή δεν αντέχει να μην είναι συνεπής. Κι όταν γράφει ένα κείμενο, οποιοδήποτε, το «φυσάει να κρυώσει» αρκετές μέρες.

Τα συστατικά μιας γενιάς

– Παρότι έχετε πολλά χρόνια να δημοσιεύσετε ποιητική συλλογή, έχετε μια εμβληματική θέση στη λεγόμενη «γενιά του ’70». Ποια ήταν τα συγγραφικά «συστατικά» εκείνης της γενιάς, τι συνεχίζεται και τι έχει τελειώσει;

– Τα μόνα «συστατικά» που μπορώ να σκεφτώ, αφορούν την κοινή καταγωγή μας: Γεννηθήκαμε από ανθρώπους της Κατοχής και του Εμφύλιου. Βρεθήκαμε φορτωμένοι με κληρονομικά τραύματα, πολιτικά και κοινωνικά, που δεν πολυξέραμε τι να τα κάνουμε. Διανύσαμε σχεδόν συνειδητά (στις διάφορες ηλικίες μας) δύο ανεπανάληπτες δεκαετίες, του ’60 και του ’70. Γνωρίσαμε παράλογες απαγορεύσεις κάθε είδους. Μεθύσαμε με όλα τα απαγορευμένα: βιβλία, μουσικές, ταινίες, ιδέες. Νιώσαμε από τις ίδιες τις συνθήκες την ανάγκη να μιλήσουμε δυνατά, δημοσιεύοντας, άλλοι μέσα σε μια στρατιωτική δικτατορία (σπρωγμένοι από τον άνεμο της «Συνέχειας» και των «Δεκαοχτώ Κειμένων»), άλλοι στο χάος μιας μεταπολίτευσης που ήταν και απελπισμένη και κοσμογονική. Προλάβαμε να ζήσουμε, τότε παλιά, μια εποχή όπου τα ποιήματα μπορούσαν ν’ αλλάξουν τον κόσμο.

Ολ’ αυτά τα κοινά συστατικά καθένας μας τα διαχειρίστηκε με τον δικό του τρόπο και μίλησε με μια εντελώς δική του φωνή. Αλλά τι εννοείτε «έχει τελειώσει»; Τελειώνει ποτέ η ποίηση;

– Μετάφραση και ποίηση. Ποιο από τα δύο συναντήσατε πρώτα στη συγγραφική σας διαδρομή;

– Τα ποιήματα «τα πέρασα» πολύ νωρίς. Τα πέρασα σαν παιδική αρρώστια, που ήρθε, κι έπρεπε να φύγει, και έφυγε, αλλά κάθε τόσο ξαναγύριζε. Υπεύθυνοι για τις απανωτές υποτροπές της είναι οι δάσκαλοί μου πρώτα πρώτα, άνθρωποι σπάνιοι μέσα στα αυστηρά και αλύγιστα σχολεία της εποχής: η κυρία Κουρή στου Ζωγράφου, ο Μανόλης Μαρκουλάκης στον Υμηττό, κι αργότερα στο Τρίτο Θηλέων η πολυαγαπημένη μου Βούλα Μπούντη και ο Ευάγγελος Ξενικάκης. Με εντελώς άλλον τρόπο ευθύνεται και η μαμά μου: που γελούσε στην αρχή, και το ’βρισκε γουστόζικο και της άρεσε, κι έπειτα έπαψε να το βρίσκει γουστόζικο, και στο τέλος άρχισε να μην της αρέσει καθόλου, γιατί ονειρευόταν να με δει μικροβιολόγο. (Αυτό έπαιξε σημαντικό ρόλο στις υποτροπές μου.) Τέλος, υπεύθυνος είναι και ο αδερφός μου, που από την αρχή το θεώρησε εντελώς φυσιολογικό, αφού ήμουν αδερφή του. Εχει κι άλλα ονόματα αυτός ο κατάλογος, αλλά ας σταματήσω εδώ.

– Και η μετάφραση;

– Από τα εφηβικά μου χρόνια, χωρίς να ξέρω καλά καλά ποιοι ήταν, είχα μια τεράστια αδυναμία στον Κοσμά Πολίτη και στον Αρη Αλεξάνδρου. Κυνηγούσα το όνομά τους στα μεταφρασμένα βιβλία της εποχής, και ήξερα απέξω ολόκληρα κατεβατά, μόνο και μόνο για τα δικά τους ελληνικά. Ποτέ όμως δεν είχα σκεφτεί να τους «μοιάσω».

Η μετάφραση ήρθε λίγο αργότερα, μια παρόρμηση ήταν: ήθελα να μοιραστώ με δυο φίλους ένα βιβλίο (τη «Φονταμάρα» του Ινιάτσιο Σιλόνε, που τη διαβάζαμε τότε κομμάτι κομμάτι στο Ιταλικό Ινστιτούτο). Δεν την είδαν ποτέ. Κάθε κομμάτι που μετέφραζα, το διάβαζα, απελπιζόμουν και το ’σκιζα επιτόπου. Απ’ όλη αυτή την ιστορία έμεινε η ανάγκη να μοιραστώ, που κράτησε χρόνια, αλλά δεν υπάρχει πια. Την έχει αντικαταστήσει η σπάνια πια, αλλά πολύ πιο ισχυρή επιθυμία να μπω βαθιά μέσα στο κείμενο ενός άλλου.

Μεταφράζω κυρίως πεζογραφία και θέατρο. Λίγο από το ένα και λίγο από το άλλο. Αυτά τα δυο μ’ αφήνουν να ανασαίνω πιο βαθιά, που θα πει: να ισοζυγίζω κέρδη και απώλειες.

Σταθερή

– Πρόσφατα αλλάξατε τόπο κατοικίας, έπειτα από πολλά χρόνια. Πώς αισθάνεσθε όταν μετακινείστε (κυριολεκτικά και μεταφορικά); Ποια είναι για σας τα σταθερά σημεία αναφοράς (άνθρωποι, αντικείμενα, ιδέες...).

– Είμαι «όχημα σταθερής τροχιάς». Ξέρετε, απ’ αυτά που κινούνται μόνο πάνω σε ράγες, και που έξω απ’ τις ράγες τους δεν έχουν πού να πάνε. Θέλω πάντα να επιστρέφω στο Αργοστόλι και στο Λονδίνο. Κάνω πάντα τις ίδιες βόλτες στο κέντρο (συνήθως με τσιγάρο στο χέρι). Δένομαι υπερβολικά με χώρους και με αντικείμενα. Αγαπάω αμετακίνητα τους δικούς μου ανθρώπους, ακόμα κι αν δεν τους βλέπω συχνά. Με τις ιδέες τα πράγματα είναι λίγο πιο περίπλοκα: άλλες τις υπερασπίζομαι με πείσμα, κι άλλες, τώρα πια, μόνο από πείσμα.

Μετακόμισα πρώτη (σχεδόν) φορά σε μισό αιώνα. Η καινούργια μου γειτονιά είναι φιλόξενη και γλυκιά, το μπαλκόνι μου έχει κοτσύφια, αλλά η ζωή μου έχει μείνει στην άλλη άκρη της Αθήνας. Είμαι μια προσωρινά εκπατρισμένη δημότις Υμηττού, που επιστρέφει στο μισοάδειο της σπίτι πέντε φορές τη βδομάδα.

«Μια διαδικασία που έχει μεγάλη αιμορραγία»

«Είμαι δύστοκη, γράφω πάρα πολύ δύσκολα» λέει η Τζένη Μαστοράκη. «Αν είναι να γράψω κάτι δικό μου, αναβάλλω από μέρα σε μέρα κι ωστόσο το σκέφτομαι όλη μέρα. Οταν δουλεύω μεταφραστικά όμως, είμαι ένας εργάτης που δουλεύει χιλιάδες εργατοώρες την ημέρα, είναι κλεισμένος, την καταβρίσκει, και βέβαια είναι μια διαδικασία που έχει μεγάλη αιμορραγία. Ρωτάς, και ξαναρωτάς, και ξαναρωτάς το κείμενο: “Τι θες μωρέ;” Και πάντα υπάρχει απάντηση. Αυτή είναι η σοφία των κειμένων και κυρίως των καλών κειμένων. Για να φτάσω στη μετάφραση του τίτλου «Το ύστατο σήμερα» (σ.σ. ο πρωτότυπος τίτλος είναι The dying of today) έπαιζα με διάφορα πράγματα και τον έδωσα στον Λευτέρη δύο μήνες μετά το έργο, το οποίο σημειωτέον είναι ένα κρύσταλλο και δεν έχεις καμιά απορία. Ο Μπάρκερ είναι ποιητής. Οικοδομεί τον λόγο του ποιητικά με τον καλύτερο τρόπο και με μονάδα τη λέξη. Τακ, τακ, τακ. Ο τίτλος είναι πάντα το πιο δύσκολο κι είναι κάτι που κάνεις τελευταίο. Περιπλανήθηκα σε πολλά: από το «θνήσκων σήμερα», μέχρι διάφορα άλλα.

Πάντα μ’ ένα πράγμα στο μυαλό μου: ότι αν ήθελε ο συγγραφέας κάτι πιο φαντασμαγορικό θα το είχε κάνει. Αυτό το dying of today -κι ακούς και το καμπάνισμά του- έχει μια ησυχία πάρα πολύ περίεργη. Και κάποια στιγμή σκέφτηκα το εξής απλό: η dying breath που λένε οι Αγγλοσάξονες είναι η ύστατη πνοή. Και το βρήκα. Το τύπωσα σ’ ένα φύλλο Α4, πήγα στην πρόβα και λέω του Λευτέρη: ”Κλείσε τα μάτια σου και κοίτα”».

No comments: