Saturday, November 28, 2009

Άραγε γέλασε ποτέ ο Λένιν;


  • Η ΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΔΙΑΝΟΗΣΗΣ ΜΕ ΤΗ ΣΟΒΙΕΤΙΚΗ ΕΝΩΣΗ ΕΙΝΑΙ ΝΟΜΙΖΩ ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ ΕΝΑ ΑΠΟ ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΤΟΥ 20ούΑΙΩΝΑ. ΟΙ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΑΛΛΟΥ ΑΝΤΡΕ ΜΑΛΡΟ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΥ ΤΖΟΝ ΣΤΑΪΝΜΠΕΚ ΠΟΥ ΤΗΝ ΕΠΙΣΚΕΠΤΟΝΤΑΙ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΩΣ ΠΡΙΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΤΟΝ Β΄ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΟΛΕΜΟ, ΕΞΗΓΟΥΝ ΠΟΛΛΑ
  • Γράφει ο Τάκης Θεοδωρόπουλος, TA NEA, Σάββατο, 28 Νοεμβρίου 2009

Υπήρξε κατ΄ αρχάς σχέση ανεπιφύλακτης υποδοχής και γοητείας. Η επανάσταση των Σοβιέτ δεν σταμάτησε να ακτινοβολεί στη Δύση σαν ένα αξεπέραστο ιστορικό γεγονός. Ήταν, θα μου πείτε, ο Μεσοπόλεμος τραυματισμένος από την άνοδο του φασισμού και του ναζισμού. Όμως δεν ήταν μόνο αυτό. Ήταν κάτι πολύ πιο βαθύ- ένα είδος έλξης που ασκούσε σε ένα μεγάλο μέρος των διανοουμένων η ιδέα ότι ο κόσμος μας και μαζί του η ανθρώπινη κατάσταση μπορούν να αλλάξουν ριζικά, ήταν η γοητεία που ασκούσε το απόλυτο στην ευρωπαϊκή σκέψη, καταπονημένη από τον πρώτο πόλεμο, κουρασμένη θα έλεγε κανείς από τον ίδιο της τον εαυτό.


Πώς αλλιώς να εξηγήσει κανείς ότι δημιουργοί όπως ο Πικάσο, ο Ζιντ, ή ακόμη και οι σουρεαλιστές κοιτούσαν με συμπάθεια ή μάλλον με πίστη την άλλη πλευρά; Η αυτοκτονία του Μαγιακόφσκι θα μπορούσε να τους έχει βάλει σε σκέψεις. Όμως, όπως και να το κάνουμε, ο Μαγιακόφσκι ήταν ένας και μοναδικός, άρα και η αυτοκτονία του δεν μπορούσε να εκληφθεί ως δείγμα αυτού που συνέβαινε στην άλλη πλευρά. Ο Όργουελ, αν δεν κάνω λάθος, με τη Φάρμα των Ζώων ήταν ο πρώτος που μίλησε ανοιχτά για ένα καθεστώς ολοκληρωτισμού, αλλά στον αιώνα των επαναστάσεων η επανάσταση ήταν ισχυρότερη από οποιοδήποτε λογοτεχνικό αριστούργημα, ακόμη και για τα διανοούμενα μυαλά.

Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο στην ακτινοβολία της ΕΣΣΔ προστέθηκε και η Μάχη του Στάλινγκραντ, η πεποίθηση πως χωρίς τους νεκρούς Σοβιετικούς η Ευρώπη, αν όχι ο κόσμος όλος, θα ήταν στολισμένος με τον αγκυλωτό σταυρό και θα μιλούσε γερμανικά. Στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου και με τα δυτικοευρωπαϊκά Κ.Κ. πανίσχυρα κοινωνικά στη Γαλλία και την Ιταλία, οι περισσότεροι διανοούμενοι δεν είχαν καμία διάθεση να ακούσουν τις φωνές που έρχονταν πίσω από το παραπέτασμα. Οι πρώτοι διαφωνούντες αντιμετωπίστηκαν με καχυποψία, όσο για το Μηδέν και το Άπειρο του Κέσλερ θεωρήθηκε περισσότερο ως ένα καφκικής έμπνευσης αριστούργημα και λιγότερο ως μία ρεαλιστική αφήγηση. Ο Σολζενίτσιν μπορεί να πήρε το Νόμπελ, όμως δεν έπαψε να αντιμετωπίζεται ως ένας δύστροπος γκρινιάρης, επιπλέον χριστιανός, άρα εκτός πεφωτισμένης προοδευτικής κοινότητας. Σήμερα βέβαια είναι δύσκολο να αποδεχθεί κανείς τη στάση του Σαρτρ, ο οποίος, προκειμένου να μην απογοητεύσει τους απεργούς εργάτες στη βιομηχανία του Μπιγιανκούρ, είπε ότι δεν πρέπει να δίνουμε σημασία σε όσα λένε οι Σοβιετικοί εξόριστοι και οι διαφωνούντες για τα γκουλάγκ. Τότε κανείς δεν τολμούσε να χαρακτηρίσει τη στάση αυτή ανέντιμη πνευματικά, κοινώς ανήθικη. Χρειάστηκε να έρθει η Άνοιξη της Πράγας για να ξεχειλίσει το ήδη γεμάτο ποτήρι και 25 χρόνια αργότερα η Πτώση του Τείχους για να μετατραπεί η μεν Σοβιετική Ένωση σε ιστορικό κειμήλιο, οι δε κομμουνιστικές πεποιθήσεις σε ένα είδος πνευματικού φολκλόρ.

Από αυτή την άποψη και τα δύο ημερολογιακά κείμενα, του Γάλλου Μαλρό και του Αμερικανού Στάινμπεκ, παρουσιάζουν τεράστιο ενδιαφέρον.

Ο Μαλρό στην προπολεμική ΕΣΣΔ


O Αντρέ Μαρλό επισκέφθηκε την ΕΣΣΔ το 1934. Είχε ήδη πάρει το βραβείο Γκονκούρ, ήταν ήδη διάσημος και παρότι αριστερός τότε, δεν υπήρξε ποτέ κομμουνιστής. Είναι γνωστή η συμμετοχή του στον Ισπανικό Εμφύλιο και στη γαλλική Αντίσταση, όπως και η προσήλωσή του στον Ντε Γκωλ μετά την απελευθέρωσηπροσήλωση που έκανε τους πρώην συντρόφους του να τον αντιμετωπίζουν λίγο- πολύ ως προδότη. Ταξιδεύει μαζί με τον Ίλια Έρεμπουργκ για να συμμετάσχει στο 1ο Συνέδριο των Σοβιετικών Συγγραφέων, το οποίο, υπό την προεδρία του Γκόρκι, επρόκειτο να καταλήξει σε μία κοινή λογοτεχνική γραμμή, τον γνωστό και μη εξαιρετέο «σοσιαλιστικό ρεαλισμό». Οι σημειώσεις του αφορούν περισσότερο τη λογοτεχνία και λέγεται πως επιστρέφοντας στη Γαλλία είχε πολύ περισσότερα να πει και να δημοσιεύσει, πλην όμως τον αποθάρρυνε ο Αντρέ Ζιντ για να μην αμαυρωθεί η εικόνα της ΕΣΣΔ.

Ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια: από τους εκατοντάδες Ρώσους συγγραφείς που συμμετείχαν σ΄ αυτό το 1ο Συνέδριο, μόνο πενήντα θα ζουν για να συμμετάσχουν στο δεύτερο, το 1956.

Ας αφήσουμε κατά μέρος τις πραγματολογικές λεπτομέρειες, το γεγονός ότι οι επισκέπτες της Σοβιετικής Ένωσης βλέπουν μόνον ό,τι τους επιτρέπεται να δουν, και ας μπούμε κατευθείαν στην ουσία. Και η ουσία συμπυκνώνεται σε μία γκάμα σκέψεων οι οποίες κινούνται ανάμεσα στον θαυμασμό και την καχυποψία. Σίγουρα βρισκόμαστε πολύ μακριά από την απογοήτευση.
  • Το μεγάλο θέμα
Ο Μαλρό θεωρεί ότι πηγαίνοντας στην ΕΣΣΔ ταξιδεύει στο κέντρο της Ιστορίας. Από τις πρώτες κιόλας σημειώσεις του είναι χαρακτηριστικό ότι διαπιστώνει πως οι Σοβιετικοί συγγραφείς έχουν στα χέρια τους το μεγάλο θέμα που ψάχνει κάθε συγγραφέας. Κι αυτό είναι η επανάσταση, η οικοδόμηση της σοβιετικής κοινωνίας, το πλάσιμο ενός νέου ανθρώπινου τύπου, και κατά συνέπεια μιας νέας λογοτεχνίας- αυτό που ο Μαλρό ονομάζει «Λογοτεχνία της χαράς».

Σ΄ αυτό το σημείο παραμένει απολύτως πολιτικά ορθός. Όμως ευτυχώς ο Μαλρό είναι μεγάλος συγγραφέας και το ίδιο το πνευματικό του κύτταρο αντιδρά, αφού ξέρει ότι οι έννοιες «Λογοτεχνία» και «Χαρά» είναι ασύμβατες. Και εννοείται αρχίζει να ψάχνει τον εαυτό του, με άλλα λόγια αυτόν που ο ίδιος θεωρεί ως μεγάλο δάσκαλό του: τον Ντοστογιέφσκι. Δεν τον βρίσκει πουθενά. Το έργο του μεγαλύτερου Ρώσου έχει εξοριστεί από τη Σοβιετική Ένωση. Η καχυποψία μεγαλώνει ακόμη περισσότερο όταν διαπιστώνει ότι βρίσκεται μπροστά σε μία απόπειρα δημιουργίας ενός είδους συλλογικής λογοτεχνίας.

Το κείμενό του αποτελείται από σκόρπιες σημειώσεις, πολλές αποσπασματικές, οι οποίες όμως έχουν τα προτερήματα του Μαλρώ - αυτής της απρόβλεπτης σκέψης με την ακραία διατύπωση, που κρατάει τον αναγνώστη σε συνεχή εγρήγορση.

Ο ΧΙΜΠΑΝΤΖΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΨΩΜΙ

●«Στον ζωολογικό κήπο. Ο φρουρός του χιμπαντζή, τον οποίο ρωτούν: “Ο πίθηκος τρώει ψωμί; ” απαντά πικραμένος: “Ναι, όμως μόνο αυτό που φτιάχνουν για τους ξένους· όχι το δικό μας”».

●«Οι κομουνιστές απεχθάνονται σ΄ αυτόν τον αληθινό εχθρό (σ.σ.: τον Ντοστογιέφσκι) τον συγγραφέα που δημιούργησε μύθους, οι οποίοι αρνούνται τους μύθους που θα φέρουν οι συγγραφείς που αυτοί περιμένουν».

(αποσπάσματα από το βιβλίο του Μαλρό)

Ο Στάινμπεκ στη μεταπολεμική ΕΣΣΔ


Όταν ο Τζον Στάινμπεκ επισκέπτεται την ΕΣΣΔ μετά τον πόλεμο, το 1947, είναι και αυτός ήδη διάσημος όχι μόνον ως ο συγγραφέας της αμερικανικής αθλιότητας κατά τη διάρκεια της μεγάλης οικονομικής κρίσης του Μεσοπολέμου, αλλά και για τον ρόλο που διαδραμάτισε για να μπει η Αμερική στον πόλεμο. Η ματιά του είναι δημοσιογραφική και τον συνοδεύει ο Ρόμπερτ Κάπα, ο οποίος αν και νεώτερος έχει γίνει και αυτός διάσημος ως φωτογράφος στον Ισπανικό Εμφύλιο και τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Ο Στάινμπεκ είναι Αμερικανός. Ο αναγνώστης που θα αναζητήσει στο πολύ ζωντανό αυτό κείμενο σοβαρές πολιτικές αναλύσεις ή κάποια βαθύτε ρη ματιά στη σοβιετική κοινωνία θα απογοητευθεί. Αντιθέτως θα συναντήσει μια ευαίσθητη παρατηρητική ματιά, έναν δημοσιογράφο- ανθρωπολόγο, ο οποίος κοιτάζει τον κόσμο γύρω του για να καταγράψει τα φαινόμενα και όχι για να τα κρίνει.

Το γενικό συμπέρασμα είναι πως ο Στάινμπεκ, ελαφρώς αφελής ενίοτε, διαπιστώνει μετά χαράς πως στη σκοτεινή πλευρά του κόσμου, πίσω από το παραπέτασμα, ναι, όντως κατοικούν άνθρωποι. Είναι άνθρωποι φτωχοί, χτυπημένοι από τον πόλεμο, όμως είναι άνθρωποι σαν κι εμάς. Φοβούνται τους Αμερικανούς και τα πυρηνικά τους όπως εμείς φοβόμαστε τους Ρώσους, θέλουν τρακτέρ για τα χωράφια τους, κρυώνουν ή ζεσταίνονται, και τους αρέσουν να ακούν τη μουσική που αγαπούν και να διασκεδάζουν. Βέβαια δεν ξέρουν να παίζουν καλή τζαζ και σ΄ έναν χορό τα κορίτσια χορεύουν μεταξύ τους γιατί οι συνομήλικοί τους άντρες έχουν σκοτωθεί στον πόλεμο. Στο δε τσίρκο, όλοι οι κλόουν παριστάνουν τους Αμερικανούς. Οι περισσότερες πόλεις είναι κατεστραμμένες, ελάχιστοι γελούν στον δρόμο και ο παρατηρητής αναρωτιέται αν γέλασε ποτέ ο Λένιν. Ας αφήσουμε κι εδώ τις πραγματολογικές λεπτομέρειες τις δυσκολίες που είχε ο Κάπα με τη λογοκρισία, τη δυσκολία με τις μετακινήσεις ή τα σαράβαλα αεροπλάνα. Η ουσία είναι ότι ο Στάινμπεκ καταλαβαίνει κι αυτός ότι έχει να κάνει με έναν κόσμο διαφορετικό από τον δικό του, όταν θα δοθεί η ευκαιρία να συμπεριφερθεί ως λογοτέχνης.

Σε μία συνέντευξη που δίνει σε ένα λογοτεχνικό περιοδικό αντιλαμβάνεται ότι ο μεταφραστής του μεταφράζει άλλ΄ αντ΄ άλλων όχι γιατί δεν καταλαβαίνει τις λέξεις αλλά γιατί του ξεφεύγει ο τρόπος σκέψης. Στην ΕΣΣΔ οι συγγραφείς προσπαθούν να προσαρμοστούν στο ρόλο των «Αρχιτεκτόνων της ψυχής» που τους έχει αναθέσει ο Στάλιν, ενώ ο ίδιος ο Στάινμπεκ ομολογεί ότι δεν ξέρει ποιος ακριβώς είναι ο ρόλος του. Κάποια στιγμή επίσης θα αναρωτηθεί χωρίς όμως να σκεφτεί παραπάνω, αν άραγε οι Γερμανοί αιχμάλωτοι που δούλευαν στην ανοικοδόμηση ήταν μία μεταφορά των στρατοπέδων εργασίας των ναζί στην ΕΣΣΔ.

Συμπέρασμα: μια ματιά μάλλον επιφανειακή, η οποία όμως έχει το προτέρημα της ζωντάνιας και της εντιμότητας. Σίγουρα δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη η εξαιρετική μετάφραση της Κίρας Σίνου.

ΜΙΑ ΗΡΩΙΚΗ ΠΑΡΩΔΙΑ

«Κάτω από τα μπάζα υπήρχαν υπόγεια και τρύπες όπου ζούσαν πολλοί άνθρωποι. Το Στάλινγκραντ ήταν μεγάλη πόλη και είχε πολλές πολυκατοικίες, αλλά πλέον δεν είχε απομείνει καμία, εκτός από τις καινούργιες στα περίχωρα. Ωστόσο οι κάτοικοι κάπου έπρεπε να ζήσουν. Έτσι, έμεναν στα υπόγεια των πολυκατοικιών. Κοιτούσαμε από το παράθυρο του δωματίου μας όταν, πίσω από έναν σχετικά μεγάλο σωρό από μπάζα, πρόβαλε ξαφνικά μια κοπέλα, που πήγαινε το πρωί στη δουλειά της και χτένιζε για μια τελευταία φορά τα μαλλιά της. Ήταν περιποιημένη, φορούσε καθαρά ρούχα και έβγαινε λικνιστή μέσα από τα αγριόχορτα για να πάει στη δουλειά της. Δεν έχω ιδέα πώς το κατάφερναν. Πώς μπορούσαν να ζουν κάτω από τη γη κι όμως να παραμένουν καθαρές, υπερήφανες και θηλυκές! Νοικοκυρές έβγαιναν από άλλες τρύπες και πήγαιναν στην αγορά με λευκές μαντίλες στο κεφάλι και μ΄ ένα καλάθι για ψώνια στο χέρι. Ήταν μια παράξενη και ηρωική παρωδία της σύγχρονης ζωής. (απόσπασμα από το βιβλίο του Στάινμπεκ)

No comments: