- Είκοσι από τις ιστορίες του Ρωμαίου ποιητή μεταφρασμένες από τον Θεόδωρο Παπαγγελή, καθηγητή της Λατινικής Φιλολογίας στο ΑΠΘ
- Του Παντελη Mπουκαλα, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 30/6/2009
Θεόδωρος Δ. Παπαγγελής: «Σώματα που άλλαξαν τη θωριά τους. Διαδρομές στις «Μεταμορφώσεις» του Οβιδίου. Εκδόσεις Gutenberg, 2009, σελ. 295.
ΠΟΙΗΣΗ. Σίγουρα φτάνουν τα δάχτυλα του ενός χεριού για να μετρήσουμε τους ποιητές όλων των εποχών που από το όνομά τους γεννήθηκε ένα επίθετο με σχεδόν οικουμενική χρήση· αν υπολογίσουμε και τους πεζογράφους, θα χρειαστούμε και το άλλο χέρι, για να συναριθμήσουμε τα λήμματα «καφκικός» (ας θυμηθούμε παρεμπιπτόντως την ανατρεπτική κατά Κάφκα «Μεταμόρφωση»), «σαδιστικός» και «μαζοχιστικός». Παραμένοντας ωστόσο στην ποίηση, σκέφτομαι τον Ομηρο και τους «ομηρικούς καβγάδες», τον Δάντη και τη «δαντική κόλαση», τον Οβίδιο και τις «οβιδιακές μεταμορφώσεις»· τον Οβίδιο που το όνομά του το βρίσκουμε όποιο λεξικό ελληνικής και ρωμαϊκής ανθολογίας κι αν ανοίξουμε, με την επινοητική λογοτεχνία να παρατίθεται εκεί ως ισότιμη πηγή με την ξηρή μυθογραφία.
Φοβάμαι πάντως ότι το ζεύγος «οβιδιακές μεταμορφώσεις» δεν έχει πάντοτε αυτόματο αντίκρισμα, αφού αρκετά συχνά ο Οβίδιος εννοείται σαν μεταμορφούμενος, κάπως σαν τον Πρωτέα, και όχι σαν αφηγητής μεταμορφώσεων. Τι φταίει; Δεν μπορώ να υιοθετήσω το γνωστό απαλλακτικό δόγμα «κανένα στόμα δεν το ’βρε και δεν το ’πε ακόμα», γιατί μάλλον τον ξέρουμε τον ένοχο κι είναι γνωστή η αιτία: είναι η στρεβλωμένη και στρεβλωτική παιδεία μας, που βέβαια δεν την εννοώ συμπιεσμένη στο σχήμα της θεσμικής εκπαίδευσης· είναι επίσης η κορφολογική μανία που μας σπρώχνει να υιοθετούμε ό,τι έχουμε απλώς ακουστά χωρίς να το ελέγχουμε. Και δεν ξέρω αν υπάρχει στο βάθος και κάποια υπεροψία, που μας πείθει ότι η λατινική γραμματεία είναι εξυπαρχής και μέχρι τέλους υποδεέστερη της αρχαιοελληνικής, ένα παρακολούθημα ή μίμημα, άρα είναι μη μεταφραστέα και μη αναγνωστέα. Οπως σημειώνει ειδικά για τον Οβίδιο ο Θεόδωρος Παπαγγελής, καθηγητής της Λατινικής Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο, ο Οβίδιος, «ο διασημότερος “ατζέντης” της ελληνικής μυθολογίας, έχει κάνει μηδαμινή, και αποσπασματική, καριέρα στη νεοελληνική γλώσσα»· το μέχρι τώρα σπουδαιότερο ίχνος αυτής της καριέρας οφειλόταν πιστεύω στα «Ερωτικά αντιφάρμακα», όπως τα μετέφρασε ο Γιώργης Γιατρομανωλάκης,
Επρεπε λοιπόν να περάσουν δύο χιλιάδες χρόνια, ασήμαντα εν όψει της ατάραχης αιωνιότητας, πάντως βαρύνοντα για την εν γένει λογοτεχνία που δοκιμάζει και δοκιμάζεται στην ελληνική γλώσσα, ώσπου να μεταφραστούν οι «Μεταμορφώσεις» του Οβιδίου, του ποιητή που, χωρίς να το ξέρει, έζησε πατώντας πάνω στο όριο, πριν και μετά τη γέννηση του Χριστού. Κάπως θα παρηγορηθούμε βέβαια αν συνυπολογίσουμε το μεταφραστικό εγχείρημα του Μάξιμου Πλανούδη, του Βυζαντινού λογίου-μοναχού που εφτακόσια χρόνια πριν μετέφερε τις «Μεταμορφώσεις» σε πεζό λόγο και σε ελληνικά μάλλον μεταφραστέα για τον σημερινό Ελληνα αναγνώστη. Αλλά και οι εφτά αιώνες δεν είναι λίγοι για τη μετακένωση ενός έργου-πορθμείου, που μετέφερε στιχουργημένη σε δακτυλικούς εξαμέτρους στη Δύση την αρχαιοελληνική μυθολογία, αναπλασμένη, εμπλουτισμένη, διασκευασμένη, πειραγμένη, και από πορθμείο να γίνει τελικά πηγή ακένωτη από την οποία άντλησαν οι επόμενοι λογοτεχνικοί αιώνες.
Ευτυχώς, λοιπόν, που η δραματική κίνηση του Οβιδίου να κάψει το έργο του μόλις πληροφορήθηκε ότι ο Αύγουστος αποφάσισε να τον εξορίσει στις άξενες ακτές της Μαύρης Θάλασσας, ήταν τόσο αποτελεσματική όσο κατά βάθος θα επιθυμούσε και ο ίδιος, δηλαδή καθόλου: κάποιοι από τους θεούς που τραγουδούσε, φρόντισαν να υπάρχουν κι άλλα αντίγραφα των «Μεταμορφώσεων». Σώθηκε έτσι αυτή η στιχουργημένη «Θεωρία του Παντός», όπως τη χαρακτηρίζει ο Παπαγγελής, στην οποία ο Οβίδιος, με πιθανά πρότυπά του τον Νίκανδρο τον Κολοφώνιο και τα «Εταιροιούμενά» του, τον Παρθένιο από τη Νίκαια και τις «Μεταμορφώσεις» του, και τον Καλλίμαχο, και με τον πόθο να υπερβεί τον Βιργίλιο, ή έστω να τον παρακάμψει, επανιστόρησε τον κόσμο, με αφετηρία το χάος και κατάληξη τον Ιούλιο Καίσαρα. Το νήμα για το τεράστιο υφαντό του, στη δημιουργία του οποίου ανέμειξε όλους τους γνωστούς λογοτεχνικούς τρόπους και τύπους (επικό, ελεγειακό, λυρικό, δραματικό, βουκολικό, κωμικό, συν τη ρητορική και τον ύμνο), του το προσέφεραν 250 μύθοι, όπου θεοί και ήρωες αλλάζουν θωριά, ενίοτε και φύλο.
3.000 στίχοι
Ο,τι σοφά έχει ειπωθεί, πως η μετάφραση είναι μια κατεξοχήν δημοκρατική και διεθνιστική πράξη, άρα όχι απλώς φιλότεχνη, αλλά επί της ουσίας φιλάνθρωπη, ισχύει απολύτως στην περίπτωση των «Μεταμορφώσεων», το ένα τέταρτο των οποίων μετέφερε σε ζωηρά και ζουμερά ελληνικά ο Παπαγγελής. Από τους 12.000 στίχους του πρωτοτύπου, μεταφράζονται περί τους 3.000, οι οποίοι ζωγραφίζουν είκοσι από τις διασημότερες οβιδιακές ιστορίες, του Απόλλωνα και της Δάφνης, του Φαέθοντα, του Νάρκισσου, του Ερμαφρόδιτου, του Δαίδαλου, του Ορφέα και της Ευρυδίκης κ.ά. Και μόνο το ότι γινόμαστε κοινωνοί ενός έργου που γράφτηκε σε μια γλώσσα που ελάχιστοι την κατέχουν, θα αρκούσε για να οφείλουμε χάριτες στον μεταφραστή. Του οφείλουμε λοιπόν τουλάχιστον τρεις χάριτες, όσες δηλαδή και οι Χάριτες, με κεφαλαίο τούτη τη φορά, οι θεότητες της ομορφιάς κατά την αρχαιοελληνική μυθολογία, η Ευφροσύνη, η Θάλεια και η Αγλαΐα. Γιατί το έμμετρο ποιητικό κείμενο που παραδίδει στον αναγνώστη, εφοδιασμένο μάλιστα με εξαιρετικά προλεγόμενα και εμπερίστατα δοκίμια, με τα θαλερά ελληνικά του και την ευφροσύνη που προκαλεί αγλαΐζει τον μικρόκοσμο των μεταφράσεων λατινικών κειμένων στα ελληνικά.
Μέσα στο αυστηρό του μέτρο, ο στίχος του Παπαγγελή, που σποραδικά εμφανίζεται εύηχα ομοιοκατάληκτος, ανασαίνει απολύτως ελεύθερος· εδώ το αποφασισμένο σχήμα, με τις 21 συλλαβές κάθε στίχου χωρισμένες σε ημιστίχια, σαν δεκαπεντασύλλαβος που αναπτύσσεται για να μην κινδυνέψει να ακουστεί φολκλορικός σε αυτιά που όλο και περισσότερο ξεκόβουν από την πίστη ότι η μουσική, επίθετη ή εσωτερική, αποτελεί απαραίτητο ποιητικό συντελεστή, δεν λειτουργεί πιεστικά και δεν ηχεί μονότονα. Η γλώσσα πάλι της μετάφρασης, ανεξίθρησκη, τρυγάει από όλα τα στρώματα της ελληνικής, για να συνυπάρχουν έτσι αρμονικά και χωρίς να «πικραίνουν την ακοήν», που θα ’λεγε ο Ροΐδης, ο «όχτος» με τον «όμβρο», ο «εχτρός» με το «επισταμένως», η «δούλεψη» με το «φρούδο», και το «σύντυχε» με τη «σεσημασμένη» και το «ονόματι».
Με χιούμορ
Με τη γνώση του της λατινικής γραμματείας ήδη επαληθευμένη στις σχετικές μελέτες του και με τη μεταφραστική δεξιοσύνη του ήδη αναγνωρισμένη στις ώς τώρα μεταγλωττίσεις του, είτε Λατίνων (του Οβιδίου συμπεριλαμβανομένου) είτε αρχαιοελλήνων, ο Θεόδωρος Παπαγγελής δίνει στον Ρωμαίο ποιητή μια φωνή ελευθερωμένη, ακόμπιαστη, πλούσια πλην αφτιασίδωτη, άκρως φιλολογημένη και με ένα αυστηρό οβελό να έχει αποσπάσει κάθε ίχνος ποιητικισμού. To βιβλίο του είναι χαρούμενο και χαριτωμένο. Ο σχολαστικισμός, η βλoσυρότητα, η κατήφεια ή ό,τι λοιδορείται σαν ακαδημαϊκή σοβαροφάνεια έχουν τεθεί εκποδών. Τον τόνο τον δίνει το χιούμορ, το οποίο εκδηλώνεται παντού: Αποτυπώνεται ανάγλυφο στους υπότιτλους με τους οποίους ο μεταφραστής συνοψίζει πειρακτικά τα μεταγλωττιζόμενα μυθικά επεισόδια (λ.χ. «Ωστε είστε σε ενδιαφέρουσα...», «Η πιο καλή υφάντρα είμαι εγώ», «Στης Σκυθίας την άγονη ράχη περπατώντας η Πείνα μονάχη», «Ζητείται γαμπρός» κ.τλ.)· οργανώνει τον δοκιμιακό του λόγο, όπου η επιστημοσύνη επιλέγει να υποδηλώνεται παρά να επιβάλλεται· τέλος, ρυθμίζει την ίδια τη μετάφραση, φαιδρύνοντας το κείμενο κι εκεί όπου η αφήγηση εμπλέκεται με πράγματα σοβαρότατα. Ενα μικρό δείγμα: «Ο λόγος για τον Δία. Μια φορά, από γλυκό κρασί χαλαρωμένος / δεν έβαζε μαράζι στην καρδιά, και στο ραχάτι απάνω με την Ηρα / καλαμπουρίζαν, όταν ξαφνικά γύρισε κι είπε: “Βέβαια οι γυναίκες / το φχαριστιούνται πάντα πιο πολύ από τους άντρες πάνω στο κρεβάτι”./ “Διαφωνώ” επέμενε αυτή. Στον Τειρεσία, τον σοφό, αποταθήκαν / που τα ’χε δοκιμάσει και τα δυο, /καθότι υπήρξε και άρρενας και θήλυ. [...] Γι’ αυτό λοιπόν ορίστηκε κριτής, και ως κριτής στη δίκη-καλαμπούρι / πήρε σαφώς το μέρος του Διός. Χολώθηκε βαρύτατα η Ηρα - / ασήμαντος, που λεν, η αφορμή, μα κάκιωσε αυτή υπέρ το δέον. / Βαρύτατη και του κριτή η ποινή: του στέρησε τα μάτια διά βίου».
Εύκολα φανταζόμαστε ποια αλλαγή καθεστώτος, και όχι μόνο γλωσσικού, θα επέφερε η μεταφραστική επιλογή «τέρπονται βαθύτερα», λ.χ., αντί «το φχαριστιούνται πιο πολύ». Οπως και να ’χει, εμείς, με τα μάτια μας σώα και αβλαβή, είναι σαν να βλέπουμε ολοζώντανους μπροστά μας τον Δία και την Ηρα, σε όχι και τόσο θεϊκές στιγμές, και σε μια γωνιά του κάδρου τον Ξενοφάνη τον Κολοφώνιο να σέρνει και στον Οβίδιο όσα έσερνε στον Ομηρο και τον Ησίοδο λέγοντας ετούτα τα ονειδιστικά: «Πάντα θεοίς ανέθηκαν Ομηρός θ’ Ησίοδός τε / όσσα παρ’ ανθρώποισιν ονείδεα και ψόγος εστίν, / κλέπτειν, μοιχεύειν τε και αλλήλους απατεύειν».
Λατινικά δεν γνωρίζω, δεν μπορώ λοιπόν να κρίνω πόσο πιστή είναι η μετάφραση, αν πρέπει καλά και σώνει να θεωρήσουμε την πιστότητα προσόν. Ακόμα πάντως κι αν ο απομυθοποιητικά εύχυμος τρόπος που επιλέγει η μετάφραση για να αποδώσει τα νοήματά της συνιστά μια κάποια μεταμόρφωση ή παράφραση ή στοχαστική προσαρμογή του πρωτοτύπου, με την υπερανάδειξη μίας από τις φωνές του, αποφασιστικός και νομιμοποιητικός οδηγός θα μπορούσε να θεωρηθεί η ίδια η «αδιάλειπτη οβιδιακή ειρωνεία», όπως την προσδιορίζει ο Παπαγγελής.
Tuesday, June 30, 2009
Οι «Μεταμορφώσεις» του Οβιδίου στα ελληνικά
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment