- Ζακ Λακάν: Η διδασκαλία μου, μτφρ.: Νάσια Λινάρδου-Μπλανσέ & Ρετζινάλντ Μπλανσέ, εισαγ.: Jacques-Alain Miller, εκδόσεις Εκκρεμές, σ. 158, 14,80 ευρώ
Δικαίως παραπονιούνται οι αναγνώστες του Λακάν ότι δεν τον καταλαβαίνουν (και το παράδοξο ότι όσο λιγότερο καταλαβαίνουν κάτι τόσο περισσότερο μαγεύονται απ' αυτό, ας το αποδώσουμε σ' έναν συνήθη ανθρώπινο μαζοχισμό, που έχουμε συναντήσει άλλωστε και σε πιο επικίνδυνες μορφές...). Βέβαιο είναι πάντως ότι η γοητεία του Λακάν οφείλεται και σε άλλους λόγους, όχι άσχετους με κάποια προσωπικά χαρίσματα αυτού του πολύ ιδιόρρυθμου ανθρώπου. Το συνοπτικό βιβλίο με τίτλο Η διδασκαλία μου, από τη σειρά των ανεκδότων που επιμελείται ο J.-Α.Miller, τρεις διαλέξεις που ο Λακάν έδωσε στα 1967-'68 για ένα ευρύτερο, μη ψυχαναλυτικό κοινό (φοιτητές και ειδικευόμενους της Ιατρικής και της Ψυχιατρικής ως επί το πλείστον), θα προσφέρει μεγάλες υπηρεσίες σε πολλούς αμήχανους αναγνώστες, μαντεύω· διότι πουθενά αλλού ο Λακάν δεν είναι τόσο απερίφραστος, τόσο ζωντανός και συνοπτικά περιεκτικός στην έκθεση βασικών κόμβων της σκέψης του. Επιπλέον, καθώς συλλαμβάνει μια προφορική στιγμή με ρητή εκλαϊκευτική πρόθεση, έξω από τις επιστημονίζουσες προσποιήσεις του Σεμιναρίου, αποκαλύπτει το πιο ειδικό χάρισμα του Λακάν, στο οποίο οφείλεται μάλλον το μυστικό της απήχησής του: θα το έλεγα επιθεωρησιακό, με την έννοια της βωντβίλ, ταλέντο αυτοσχεδιαστή-κωμικού με πνευματώδεις ατάκες και καυστική ειρωνεία που ξέρει να αιφνιδιάζει το ακροατήριό του με την παραγωγή ευφυών εκπλήξεων. Σπανίως αποτυπώνεται τόσο καθαρά, νομίζω, η ικανότητα του Λακάν ως ηθοποιού - και η σπάνια επιτυχημένη μετάφραση στα ελληνικά κάνει την ανάγνωση των εν λόγω κειμένων πραγματική απόλαυση.
Η ειρωνεία αυτή είναι που στομώνει, ωστόσο, και την αιχμή κάθε κριτικής πρόσληψης του λακανικού λόγου. Αμφιβάλλεις, ας πούμε, αν το μεγαλομανιακό παραλήρημα που ξεχειλίζει απ' όλες τις αρθρώσεις του οφείλεις να το εκλάβεις τοις μετρητοίς ή σαν ένα ακόμα εκκεντρικό παιχνίδι (σελ. 114-15, για παράδειγμα, όπου όταν παραλληλίζει τον εαυτό του με τον Αριστοτέλη δεν ξέρεις αν πρέπει ν' ανησυχήσεις για λογαριασμό του ομιλητή ή να σκάσεις στα γέλια...). Διότι όση αξία κι αν έχει σε άλλο επίπεδο, η υπερβάλλουσα γοητεία είναι κακός αγωγός για τη σκέψη - και δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι συνορεύει στενά με την ιδιότητα του δημαγωγού... Εν πάση περιπτώσει, πέρα από αυτά τα ας πούμε μορφολογικά ζητήματα, όλη η διδασκαλία του Λακάν υπάρχει εν σπέρματι εδώ, όπως είπα, καθώς μέσα στον ακάθεκτο ρητορικό ειρμό αναδύονται ένα ένα τα τονικά της κέντρα. Η πρώτη διάλεξη, που επιγράφεται «Θέση, καταγωγή και σκοπός της διδασκαλίας μου», ξεδιπλώνει τις έννοιες του ασυνειδήτου, της αλήθειας, της σεξουαλικότητας και του ευνουχισμού, της γλώσσας και του υποκειμένου στον ιδιάζοντα συσχετισμό τους που θέλει να πλέξει ο Λακάν. Επαναλαμβάνει εμβληματικές διατυπώσεις, γνωστές από αλλού, όπως «στην αρχή δεν είναι η καταγωγή, είναι η θέση» (σελ. 46), «η σεξουαλικότητα δημιουργεί τρύπα μέσα στην αλήθεια» (σελ. 63), «το ασυνείδητο είναι δομημένο σαν γλώσσα» (σελ. 71), «το σημαίνον είναι εκείνο που εκπροσωπεί το υποκείμενο για ένα άλλο σημαίνον, όχι για ένα άλλο υποκείμενο» και «ο Αλλος [...] δεν είναι εκεί όπου η ομιλία εκπέμπεται αλλά εκεί όπου προσλαμβάνει την αξία της, ως ομιλία, [...] εγκαινιάζει δηλαδή τη διάσταση της αλήθειας» (σελ. 79), «η επιθυμία [...] είναι πάντοτε η επιθυμία του Αλλου» (σελ. 80), για να καταλήξει στη διασάφηση: «Σκοπός της διδασκαλίας μου [...] είναι να φτιάξει ψυχαναλυτές οι οποίοι να στέκονται στο ύψος αυτής της λειτουργίας που λέγεται υποκείμενο, διότι αποδεικνύεται ότι μόνο με αυτή την οπτική βλέπουμε καλά περί τίνος πρόκειται στην ψυχανάλυση» (σελ. 86).
Στη δεύτερη διάλεξη, που επιγράφεται «Η διδασκαλία μου, η φύση της και οι σκοποί της» ο Λακάν, αφού διαμαρτυρηθεί για τη συμπερίληψή του στο «δοχείο της δομής» (σελ. 110), αφού πλέξει εγκώμιο στην επιστημονικότητα και ιδίως στη λογική (σελ. 114-18), επανέρχεται και πάλι στο πρόβλημα του υποκειμένου προσπαθώντας να εξηγήσει κατά τι ο τρόπος που το εννοεί ο ίδιος (στη διαπλοκή του με την έννοια του ασυνειδήτου) το διαφοροποιεί ριζικά από τον τρόπο που το εννοούσε ανέκαθεν η φιλοσοφία. Στην τρίτη διάλεξη, «Αρα θα έχετε ακούσει τον Λακάν», επανέρχεται στο φροϊδικό μήνυμα προσπαθώντας να πεί τι είναι εκείνο μέσα στη φροϊδική σκέψη που διέφυγε από τον ίδιο τον Φρόυντ - το οποίο αυτός, ο Λακάν, είναι προορισμένος να διασώσει... Στο εισαγωγικό του σημείωμα, άλλωστε, ο πονηρός αυλικός και ζηλότυπος φύλακας της «κληρονομιάς» J.-Α. Miller θα προσάψει με λιγότερο διπλωματικό τρόπο στον Φρόυντ ότι ακριβώς αδιαφόρησε για τα μαθηματικά, τη λογική, την τοπολογία, του διέφυγε η σημασία του έργου των λογικών θετικιστών, του Κύκλου της Βιέννης, του Φρέγκε, του Ράσελ, του Γκαίντελ (σελ. 16). Και αν θέλει κάποιος να παρακάμψει το πλήθος των λεπτομερειών -που δεν είναι βέβαια καθόλου ασήμαντες και ήδη γεννούν τεράστια θέματα συζήτησης-, εδώ έγκειται το κύριο θεωρητικό πρόβλημα που εγείρει η σκέψη του Λακάν: δηλαδή, στον θετικισμό της.
Οσο κι αν διαμαρτύρεται ο Λακάν για τη συμπερίληψή του στον «κουβά της δομής» και του δομισμού, με όση αγανάκτηση κι αν απέκρουε την κατηγορία του θετικισμού, όλες οι διατυπώσεις του -και μάλιστα με τον αφόρητο εκείνο δογματισμό που ιδιάζει σε θεολογικές αποκαλύψεις- επαναλαμβάνουν επίμονα τους κοινούς τόπους μιας σεσημασμένης θετικιστικής ιδεολογίας, του γαλλικού στρουκτουραλισμού: θετικιστικής στον βαθμό που επιζητεί να αναμορφώσει τους ανθρωπιστικούς κλάδους βάσει ενός σκληρού θετικοεπιστημονικού μοντέλου (που εν προκειμένω δανείζεται από την κατάφορτη με προβλήματα φορμαλιστική γλωσσολογία τύπου Γιάκομπσον και Σωσύρ), και ιδεολογίας, επειδή με τον τρόπο αυτό συγκαλύπτει, ως υποτιθέμενα εγγενές στοιχείο στη «φύση της γλώσσας», την τρομακτική ετερονομία στην οποία έχουν περιέλθει τα ανθρώπινα υποκείμενα σε συνθήκες αναπτυγμένου και υπερδιευθυνόμενου εμπορευματικού καπιταλισμού. «Το υποκείμενο που μας ενδιαφέρει, όχι τόσο εκείνο που συγκροτεί τον λόγο αλλά εκείνο που συγκροτείται από τον λόγο, και που μάλιστα ο λόγος το παγιδεύει σαν σε ποντικοπαγίδα (σελ. 78), είναι τόσο διιστορικό και άχρονο όσο βέβαιον είναι ότι «η γλώσσα υπάρχει πριν από τον άνθρωπο» (σελ. 69) - δηλαδή, αν μου επιτρέπεται, καθόλου... Από πότε δηλαδή η αδυναμία μας να ανασυστήσουμε εμπειρικά τη γένεση της γλώσσας ισούται με την απόφανση πως η γλώσσα έπεσε στον άνθρωπο από τον ουρανό (και τον έκανε άνθρωπο); Ή μήπως η συνηγορία του Στάλιν ενισχύει με κύρος το επιχείρημα; Και όταν λέμε πως «η τομή δεν πρέπει να λάβει χώρα ανάμεσα σε φυσικό και ψυχικό, αλλά σε ψυχικό και λογικό» (σελ. 74), μιλάμε για κάποιου είδους ενύπαρκτη τομή ή απλώς μεθοδολογική, που αποκαλύπτει κυρίως τα δικά μας ενδιαφέροντα; Αν ο Φρόυντ δεν λέει πουθενά, όπως ο Λακάν, «η διδασκαλία μου είναι απλούστατα η γλώσσα, απολύτως τίποτε άλλο» (σελ. 68), είναι άραγε από άγνοια του λογικοαναλυτικού πεδίου ή μήπως επειδή τον Φρόυντ, απλούστατα, τον ενδιέφερε πρωτίστως το άλλο της γλώσσας; Επειδή προσπαθούσε να ανιχνεύσει, μέσ' από τα αποτυπώματα που άφηνε στη γλώσσα, εκείνο το οποίο είναι απείρως βαθύτερο και προγενέστερο της γλώσσας, εκείνο από το οποίο η γλώσσα παίρνει όλη τη σημασία και την αξία της - και είναι το απολύτως αποφασιστικό στοιχείο για τη θεραπευτική πράξη; Μήπως επειδή ο Φρόυντ καταλάβαινε, διαισθητικά έστω, πως η σημασία δεν είναι μια απλή συντακτική λειτουργία εντός τού «συστήματος» αλλά ένας προσδιορισμένος δυναμισμός που έρχεται από τη φύση και γεννάει το ίδιο το πεδίο της ψυχής, του οποίου μόνο η πιο επιφανειακή και πιο ισχνή συνιστώσα είναι η γλώσσα; Και για να το πω γενικότερα, «η γλώσσα» δεν έχει αυθυπαρξία, δεν είναι πράγμα, είναι μια εγγενώς παραπεμπτική δομή που δανείζεται συνεχώς σημασία από αυτό στο οποίο παραπέμπει· η πραγμοποίηση της γλώσσας στις φορμαλιστικές γλωσσολογίες, ιδεολογική κληρονομιά όλων των λεγόμενων στρουκτουραλισμών (και μετα-στρουκτουραλισμών), είναι προϊόν της επιστημολογικής εξομοίωσης της ζωντανής γλώσσας με τα επικοινωνιακά μοντέλα της τρίτης βιομηχανικής επανάστασης - των τεχνητών «γλωσσών» των υπολογιστικών μηχανών.
Ας μου επιτραπεί και μια τελευταία παρατήρηση. «Ζητάμε από τον Αλλο την επιθυμία του» (σελ. 80 ό.π.) σημαίνει ότι εξαλείφουμε κάθε αντικειμενότροπη διάσταση από την επιθυμία και τη συρρικώνουμε μόνο στη ναρκισσιστική της συνιστώσα - ως επιθυμία αναγνώρισης (εγελιανά μιλώντας). Ενας λακανικός θα έλεγε ότι αυτή είναι η ιδιαζόντως ανθρώπινη επιθυμία· όμως ο άνθρωπος είναι ποτέ μόνον άνθρωπος; Αν ο Λακάν εμφανίζεται ως τελευταίος κληρονόμος μιας μακραίωνης πουριτανικής και μονοθεϊστικής παράδοσης που αντιλαμβάνεται τον άνθρωπο σε ό,τι τον διαχωρίζει από το ζώο, σήμερα πολλοί λόγοι επιβάλλουν να τον ξανασκεφτούμε, υποστηρίζω, σε ό,τι ακριβώς τον ενοποιεί με το ζώο.
No comments:
Post a Comment