Tuesday, June 9, 2009

Το συναίσθημα, η διάνοια και τα πετραδάκια των λέξεων


  • Της Σταυρουλας Tσουπρου, Η Καθημερινή, 9/6/2009
  • Μαρία Κούρση: «Τα ψηλά δέντρα της γαλλικής επαρχίας». Εκδόσεις Γαβριηλίδη, 2009.
  • ΠΟΙΗΣΗ. «Η ποίηση ταξινομείται με βάση το συναίσθημα και τη διάνοια στις κατηγορίες λυρική και διανοητική. Είναι αυτονόητο ότι σαφής διάκριση δεν μπορεί να υπάρξει, αφού η διαπίδυση ανάμεσα στις δύο αυτές ψυχικές καταστάσεις θολώνει την καθαρότητα. Κατά κανόνα όμως μια από τις δύο ιδιότητες υπερισχύει σε μια ποιητική δημιουργία και της δίνει το στίγμα. Και σε περίπτωση ισομοιρίας, που κάθε άλλο παρά αποκλείεται, τίθεται το ζήτημα της προτεραιότητας αν δηλαδή σε μια ποιητική στάση προηγείται το συναίσθημα ή η διάνοια», γράφει ο Γ. Δ. Παγανός, κατά την παρουσίαση στο περιοδικό «Κάππα» της ποίησης του Λουκά Κούσουλα.

Ευλογία και κατάρα

  • Θεωρώντας τα παραπάνω ως δεδομένα τι θα είχαμε άραγε, να πούμε ως προς την προτεραιότητα της ποίησης της Μαρίας Κούρση; Μήπως ότι η σκέψη είναι η ευλογία και η κατάρα ταυτόχρονα που βιώνει συναισθηματικά ο άνθρωπος;
  • Κατά την ανάγνωση της ποίησης της Κούρση (η ανά χείρας είναι η 7η συλλογή) ένα ακόμη ερώτημα είναι σίγουρο πως θα ανακύψει κάποια στιγμή: γράφεται άπαξ και στο σύνολό της ή σε συνέχειες σε άτακτα χρονικά διαστήματα; Και αν συμβαίνει το δεύτερο, πώς κατορθώνεται αυτός ο αδιάσπαστος ειρμός, ψυχικός και πνευματικός, πώς διατηρείται ατσάκιστο το νήμα που συνδέει τα ευάριθμα ποιητικά της σπάργανα; Δεν μένει παρά να πιστέψουμε, αφενός, ότι ο προαναφερθείς «ειρμός» συνιστά στόχο προς επίτευξη και αφετέρου, ότι η Κούρση ζει συνεχώς δύο παράλληλες, συγκοινωνούσες, όμως, ζωές: στη μια ενεργεί και στην άλλη παρατηρεί τον εαυτό της και τους άλλους – οι παρατηρήσεις, δε, αποστάζονται στις λίγες σειρές που καταλαμβάνουν το πάνω μέρος των, κατά τα λοιπά, συνήθως, λευκών σελίδων των ποιημάτων της. Λες και τα κύματα της ζωής, κατά τη συνεχή επαναφορά τους, αφήνουν κάθε φορά πίσω τους, ακούνητο και συνήθως αγέλαστο ένα πετραδάκι – λέξη.
  • Η παρούσα συλλογή, που ξαφνιάζει με τον τίτλο της (ο οποίος για τα δεδομένα της Κούρση –δηλαδή, ποίηση «χαμηλή», συχνά απροσδιορίστου, εσωτερικά, τόπου και χρόνου– μόνον τόπο συγγραφής θα μπορούσε να δηλώνει, και πράγματι έτσι είναι), χωρίζεται σε δύο μικρές ενότητες/«ιστορίες»: «Ηταν ένα ποίημα» και «Ηταν μια φωτογραφία». Και στις δύο ενότητες και χωρίς άλλους τίτλους αυτή τη φορά [στο «Νομίζουν ότι λείπω», Καστανιώτης 2001, οι τίτλοι των ποιημάτων, κυρίως ρήματα, συναρμολογούσαν οι ίδιοι μια ιστορία/ποίημα για το καθένα από τα δύο Μέρη της συλλογής ενώ στο «Εμεινα πίσω», Καστανιώτης 2002, τα γράμματα (του αλφαβήτου)/ τίτλοι των ποιημάτων έφτιαχναν την ακροστιχίδα «Γίνεται ένας τέλειος κύκλος;»] εναλλάσσονται παρατηρήσεις πάντα επιφυλακτικές και ολιγόλογες για τη ζωή και την τέχνη («Οι λέξεις μάθαιναν να πετούν/ Μάζευαν τον αέρα/ Και έφευγαν// Οσες γύριζαν συνιστούσαν τη ζωή»), με παρατηρήσεις για τη «χρήση» της ποίησης στην καθημερινή ζωή των άλλων («Αραγε τα ποιήματα που είπε/ Μετανιώνουν;// [Που ανακατεύονται με ομιλίες εύκολες/ ξεκούραστων ανθρώπων]») και με σχόλια σοφά και μικρά για ζητήματα μεγάλα: «[Δεν έχει ο χρόνος καιρό/ Για να μελαγχολήσει// Περνάει από τη ζωή στο θάνατο/ Χωρίς γήρας]».
  • Στο εξώφυλλο, η φιλοτεχνημένη από την Mashi Changizi προσωπογραφία της ποιήτριας προϊδεάζει (ορθά;) όσους, δεν την γνωρίζουν: λιγνή, ευγενής φιγούρα, που μαζεύει τις λιγοστές λέξεις της ζωής και της ποίησής της αόρατη – συλλέκτρια που γίνεται ορατή μόνον πάνω στο χαρτί. Και αν δεν είναι η ίδια λιγνή, είναι λιγνό το σώμα των ποιημάτων της. Ναι, γίνεται ένας τέλειος κύκλος στη ζωή κάθε ανθρώπου: είναι η ίδια η ζωή του, αναπόφευκτα.

No comments: