Γιώργος Σαραντάρης (1908-1941) Οι γνωριμίες και η φιλία. Σημειώσεις για τις Αναμνήσεις που δε θα γράψω ποτέ, μετάφραση: Ζήσιμος Λορεντζάτος (1915-2004), επιμέλεια-σημειώσεις: Σοφία Σκοπετέα, φωτογραφία στο εξώφυλλο: Cy Twombly, σελ. 176+10 εκτός κειμένου εικόνες, 29,26 ευρώ, εκδόσεις Το Ροδάκιο, δίγλωσση έκδοση
Περιοδικό Οδός Πανός. Αφιέρωμα στον Γιώργο Σαραντάρη, τεύχος 144, Απρίλιος-Ιούνιος 2009
YORGOS SARANTARIS (1908-1941), 25 Poems Translated by Yannis Goumas -με ένα CD με τον τίτλο «Η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη επιλέγει και διαβάζει Γιώργο Σαραντάρη», με ένα τραγούδι και πέντε μουσικές φράσεις από τον Ηλία Λιούγκο
- a. Μια Ιταλική Πινακοθήκη λίγα εκατοστά πάνω απ' τη γη
Πολιτισμένος είναι μονάχα όποιος πιστεύει στην αιωνιότητα του ανθρώπου.
13/6/1933
Η Ευρώπη είναι ένα μεγάλο κοιμητήριο. Η Ευρώπη δεν έχει Αγάπη και δεν πιστεύει στην Ανάσταση.
Γιώργος Σαραντάρης στον Γιάννη Τσαρούχη
Υπάρχουν βιβλία που η φτερωτή και ανήσυχη φύση τους, ακόμη κι αν δεν τους επιτρέπει να υψωθούν πάνω απ'τη γη παρά μόνο λίγα εκατοστά, εντούτοις δημιουργούν ένα διχαλωτό μονοπάτι ανάμεσα στα όμοια μ' αυτά πράγματα, που η μια του άκρη χάνεται στο δάσος της ζωής και της δράσης, ενώ η άλλη φανερώνεται σταδιακά και όποτε θέλει στον κόσμο των ανθρώπων. Ετσι λοιπόν μ' αρέσει να φαντάζομαι τούτα τα μικρά σημειώματα του Σαραντάρη γύρω απ' τις ζωές των Ιταλών φίλων του, σαν την πόρτα που οδηγεί σ' ένα παλιό σπίτι της Μπολόνια, ανάμεσα από σκούρα, παλιά έπιπλα του Μεσοπολέμου, κατευθείαν σ' ένα είδος βεστιάριου με παλιές φορεσιές και αισθήματα άλλων καιρών.
Ως εκ τούτου μ' αρέσει να βλέπω τον Ραφαέλο ντελ Ρε, τον Τζιουζέπε Γκάμπελι ή τον Αλντο Πονταλίρι Βουλπιάνι και τους άλλους, όχι με την εσφαλμένη προπαγάνδιση μιας πλειάδας φίλων νεανικών που οι περισσότεροί τους χάθηκαν ή επέζησαν πέρα απ' τον κύκλο των ανήσυχων χρόνων τους, αλλά σαν μια σειρά από κοστούμια, πανοπλίες καλύτερα της ανθρώπινης ιδέας για τον χρόνο, έτσι που να θυμίζουν τον καφαβικό Μυρτία περισσότερο, παρά μερικούς θιασώτες της ευρωπαϊκής παράδοσης και του γούστου τον Μεσοπολέμου.
Στέκομαι ιδιαίτερα σ' αυτό το είδος του σαραντάρειου εκλεκτισμού, που ενώνει απ' τη μια μεριά τις ψηφίδες ενός στοιχειώδους αισθητισμού με το απαραίτητο παρακμιακό αίσθημα της εποχής, που θέλει γόνους μικροαστών, ξεπεσμένους αριστοκράτες και πλούσιους ανίκανους για δράση να ενώνονται κάτω απ' τη σημαία ενός καινούριου πολιτεύματος: αυτόν του ετασμού της ζωής που υπάρχει σε αντίθεση με τα ρεύματα της τάξης και της οργανωμένης κοινωνίας που αντιπροσωπεύει ο ανερχόμενος ιταλικός φασισμός.
Κι επειδή η ιστορία των κοινωνιών βρίθει από τέτοιες αντιθέσεις, αντιθέσεις των νέων τρόπων, που θα 'λεγε κανείς ότι ρέουν απ' τα αδύναμα σώματα των σοφολογιότατων σπουδαστών μας πάνω στο σκληρό υπόστρωμα της ατομικής τους μοίρας, δεν θα μου φαινόταν καθόλου παράξενο να δει κανείς αυτά πορτρέτα των ιταλικών γνωριμιών του Σαραντάρη σαν τα μέλη μιας συνωμοτικής λέσχης, σαν ένα κλαμπ όπου όλοι έχουν κάποιον όρκο να μοιραστούν πάνω στο ακόμα αμετάδοτο κι ακαταστάλαχτο αίτημά τους.
Ο ίδιος ο συγγραφέας σπεύδει βέβαια ν' απομονώσει εγκαίρως αυτά τα μέλη της ιδιότυπης εταιρείας στο κάδρο τους, φιλοτεχνώντας το κέντημα της ψυχολογικής τους αξιολόγησης πάνω στον καμβά της δικής του μνήμης.
Ετσι αυτό που μένει σ' εμάς,το σώμα των αναγνωστών-ενόρκων, είναι ν' αποφασίσουμε με ποιους από αυτούς τους εννέα σωματοφύλακες της Τέχνης και των Ιδεών θα πάμε, ποιους θα διαλέξουμε και ποιους θ' αφήσουμε πίσω. Θα προτιμήσουμε, ας πούμε, τον Ραφαέλο ντελ Ρε,το ξίφος της οργάνωσης, πολύγλωσσο ιδεαλιστή, ρομαντικό και θρησκευάμενο, με την τάση του να καταπιεί σχεδόν όλη τη γνώση της εποχής του, ή τον Τίνο Λιπαρίνι, ασθενικό και απελπισμένο γιατί ίσως θα πεθάνει άσημος και από φυματίωση, φορτωμένος με μια γνώση θλιβερή, τόσο αναγκαία για το κυρτωμένο σώμα του όσο και οι ωραίες γυναίκες για την ψυχή του;
Κι ακόμη παραπέρα: τι θα σημαίνει αν πάρουμε εμείς, στις σημερινές πνευματικές αποσκευές μας, τα κομμάτια του Αουγκούστο Τόσκι, τη νοοτροπία του τού θεατρίνου, που δεν μπόρεσε ν' αντέξει την ανθρώπινη φιλία για να μη χάσει εντελώς τον ασπόνδυλο εαυτό του, ή τον καθ' όλα μέτριο και συνηθισμένο Τζιουζέπε Ινιάτσιο Λουτσάτο, που η νεανική του αδεξιότητα και η κλίση του στη μουσική τον έκαναν παροδικά σπουδαίο, ικανό ν'αποτυπωθεί σε κάποιο περιθώριο της κοινής εταιρικής του μοίρας;
Ο,τι κι αν κρατήσουμε απ' αυτή την παρέα της Μπολόνια, όποιον χαρακτήρα θελήσουμε να περιχαρακώσουμε σ' ένα μυθιστόρημα ιδεών και μυήσεως που δεν θα γραφτεί ποτέ, θα μας μείνει για πάντα αυτή η αίσθηση μιας ομάδας νέων μπροστά στα μεγάλα κοινωνικά γεγονότα της εποχής: ενός μεγάλου πολέμου που πλησίαζε, μιας πλειάδας πολιτικών ιδεών που οι περισσότερες αυταρχικές -άρα πιο ελκυστικές με τη μονολιθικότητα που ευαγγελίζονταν- μετέδιδαν, όχι μόνον αυτές, την αίσθηση ενός τέλους, μιας γηρασμένης νεότητας.
«Κοιτάζω γύρω μου με απελπισία και διαπιστώνω πως κάθε μήνα, κάθε χρόνο που περνάει, όλα και όλοι βουλιάζουμε και πάμε σε ένα σταχτί κύμα πρακτικότητας και βαρυθυμιάς. Σε μένα η βαρυθυμιά, και μια πρέζα νευρασθένειας, έχουν υποκαταστήσει τους παλιούς οίστρους και τα φτερουγίσματα και τις βλέψεις. Πόσο θλιβερό είναι, μέσα στη μεταμόρφωσή μας αυτή από εφήβους σε γέρους, πόσο θλιβερό που όλα τα ωραία και τα καλά και τα άγια μετατρέπονται σε βαρυθυμιά, σκεπτικισμό, γενική αδιαφορία».
Παραξενιά, ψυχρότητα, αδιαφορία, γηρατειά: αυτή είναι η συλλογή των αισθημάτων της νιότης, που ο Σαραντάρης πλέκει λίγα χρόνια αργότερα, για να στολίσει με αυτά τα στάχτινα άνθη τα είδωλα των αγαπημένων του φίλων της συναισθηματικής του πατρίδας, της Ιταλίας.
- β. Ενας άλλος φίλος - Ο μεταφραστής Ζήσιμος Λορεντζάτος
Η ζωή μου ανήκει στον Θεό και το έργο μου στον τόπο μου.
Ζήσιμος Λορεντζάτος
Δεν μπορώ να ισχυριστώ ότι από μόνη της η μετάφραση του Ζήσιμου Λορεντζάτου,του πιο καίριου ίσως στοχαστή -όχι μόνο της θεωρίας της Τέχνης, αλλά και της μοίρας του ελληνικού τρόπου ύπαρξης στον σημερινό κόσμο- του περασμένου αιώνα, αναβιβάζει σε μια ψηλότερη θέση από την πρέπουσα τούτο το ιταλόγλωσσο κείμενο του Γιώργου Σαραντάρη. Γιατί όσο κι αν αυτή η μεταθανάτια δημοσίευση μιας εργασίας του Λορεντζάτου -όποια κι αν είναι αυτή- εμπλουτίζει τη γνώση μας για τον Σαραντάρη, επισημοποιώντας την κατεύθυνση του έργου του προς έναν χώρο περισσότερο ελληνικό, πάλι δεν μου φαίνεται ότι αυτό το επιχείρημα εξαντλείται σε μιαν απλή μεταγλώττιση ενός ιδιωτικού και ανεπεξέργαστου κείμενου.
Οσο κι αν λείπει ο υπομνηματισμός αυτής της εργασίας από τον ίδιο, μια και το ειδολογικό και πραγματολογικό περιεχόμενο αναλαμβάνει η εξαίρετη φιλόλογος Σοφία Σκοπετέα,η παρουσία αυτής της μετάφρασης στα κατάλοιπά του σημαίνει και μερικά άλλα πράγματα.
Δεδομένης της προσήλωσής του από τα πρώτα μελετήματά του στη γλώσσα και την παράδοση δεν είναι τυχαίο ότι αυτός που μας άφησε τα εξαιρετικής πυκνότητας και διεισδυτικότητας δοκίμια για τον Σολωμό, τον Παπαδιαμάντη, τον Καβάφη, τον Σεφέρη, τον Ομηρο και τους Πατέρες της Εκκλησίας, δεν θα μπορούσε να μείνει ασυγκίνητος από την ευρωπαϊκή παράδοση και το γούστο του Σαραντάρη. Και μολονότι πίστευε ότι ψυχικά και διανοητικά δεν μπόρεσε να προστατέψει όσο θα 'θελε τον Σαραντάρη από την επιφύλαξη και ίσως από τη χλεύη της πνευματικής Αθήνας, αποσπώντας τον από την επίδραση του ιταλικού ερμητισμού, που ως Ελληνας και ορθόδοξος, δεν πίστευε ότι ανήκε, η θερμή ορμητικότητα του ποιητή των «Αστεριών» και ο θεοσοφισμός του τον απομάκρυναν από τη σταθερά στην οποία είχε από τότε κατασταλάξει ο αισθητικός στοχασμός του. Ο διάλογος του Λορεντζάτου με τη δυτική τέχνη, με τον Πόε, τον Ελιοτ και τον Χαίλντερλιν είναι ο διάλογος με τη θεωρία του χαμένου κέντρου, την εκδίωξη των Θεών, την απουσία του ιερού από τον δυτικό ορθολογισμό.
Ο Σαραντάρης, αγέννητος ακόμη και κυοφορούμενος στην εποχή μας, μεταξύ ουρανού και γης, σπασμωδικός, με την ενέργεια ενός παιδιού και τη γνώση ενός μεσήλικα, μας διδάσκει ότι η ποίηση μπορεί να μην έχει μία πατρίδα, ο άνθρωπος μία ζωή, ο ποιητής ένα θνητό και πεπερασμένο έργο,η Μούσα μία κατοικία. Κι απ' την άλλη, ο Λορεντζάτος, με την έγνοια του για το τι μπορεί να σηκώσουν ο τόπος και ο χρόνος ο ελληνικός, μας διδάσκει ότι τα σημαντικά έργα, ο Ηράκλειτος και τα κοντάκια του Ρωμανού του Μελωδού, ο Παπαδιαμάντης και ο Ομηρος, η Λειτουργία του Χρυσοστόμου και ο Σολωμός, ανήκουν κατ' αρχάς στον τόπο τους και κατόπιν στην οικουμένη. Ωραία συζυγία, όμορφη αναμόχλευση.
- γ. Κρίσεις και επικρίσεις για το έργο του Σαραντάρη - Το αφιέρωμα στο περιοδικό «Οδός Πανός»
Είναι γνωστό ότι ο Γ. Σαραντάρης και ο πνευματικός του ορίζοντας δεν βρήκε στην Ελλάδα κλίμα ανάλογο μ'αυτό που υπήρχε γύρω του στην Ιταλία όπου στην ποίηση κυριαρχούσε ο ερμητισμός του Ουγκαρέτι και του Κουαζίμοντο και στη φιλοσοφία άρχισε να κάνει έντονα την παρουσία του ο βορειοευρωπαϊκός υπαρξισμός.
Ετσι ήταν παραπάνω από αναμενόμενο οι περισσότεροι συνεργάτες του αφιερώματος, στο τεύχος αρ. 144 του περιοδικού «Οδός Πανός» να συγκεντρώσουν το ενδιαφέρον τους σ' αυτή τη σχέση του ποιητή με τον εαυτό του και την τέχνη του. Ο δρ Ανδρέας Γ. Λίτος εντοπίζει τη θέση της αγάπης και του έρωτα στο έργο και στην κοσμοθεωρία του Σαραντάρη, όχι ως μια απασχόληση των αισθήσεων και της ηδονής, αλλά ως προετοιμασία του ανθρώπου για την αιωνιότητα. Η μεταφυσική αξία του ανθρώπου είναι για τον Σαραντάρη πολύ σημαντικότερη απ' τα επιτεύγματα της επιστήμης και του ορθολογισμού, μια και η ανθρώπινη λογική δεν μπορεί μόνο με τη γνώση ν' αντιληφθεί όλη την αλήθεια.
Ετσι το παιχνίδι της πίστης και της απιστίας, της ηδονής και της αγάπης, του έρωτα για το απόλυτο, το τίποτα και το εφικτό αποκαλύπτει τον φιλόσοφο μέσα στον ποιητή.
Ο Ανδρέας Ταρνανάς δίνει περισσότερη έμφαση στο μεγάλο ζήτημα μορφής και περιεχομένου στην τέχνη τού Σαραντάρη, υπογραμμίζοντας τον καινούριο ρόλο όχι μόνον της ποίησης αλλά και του μυθιστορήματος στην σύγχρονη εποχή, με την εγκατάλειψη της εξωτερικής μουσικότητας του παραδοσιακού λυρισμού και την επικράτηση της επιγραμματικότητας και της πεζολογίας, που ο Καβάφης -ως ο πρώτος και μεγαλύτερος μοντέρνος ποιητής- εισήγαγε στην ελληνική ποίηση.
Ο Δημήτρης Α. Κράνης, στο επίκεντρο του προβλήματος και του νεωτερισμού στην τέχνη, μας θυμίζει τη θέση της λεγόμενης κριτικής στον καιρό του Σαραντάρη, τα σημεία διαφοροποίησης των διαφόρων ομάδων και σχολών στο εσωτερικό της ποιητικής τέχνης, με τον προεξάρχοντα ρόλο των περιοδικών, της επικαιρότητος και της επικοινωνίας του κοινού με την τότε πρωτοπορία. Ο λόγος του εντοπίζεται στη διαφωνία και στην απόρριψη του ύφους και του λόγου του Γ. Σαραντάρη, κατά πρώτο λόγο από τον επαρκέστερο κριτικό και απολογητή της έμμετρης ποίησης, τον Τέλλο Αγρα, και κατά δεύτερο, από τον Κλέωνα Παράσχο και τον Μήτσο Παπανικολάου. Αν οι παραπάνω θεώρησαν,τρόπος τού λέγειν, ξένο σώμα και αλλότριο τον ποιητικό λόγο του Σαραντάρη, αυτό δεν οφειλόταν τόσο στη στόφα του ως ποιητή ούτε καν στην εκφραστική του ειλικρίνεια όσο στο ασουλούπωτο και βεβιασμένο του έργου του, που δεν ήταν της αρεσκείας -τουλάχιστον- του κλασικιστή και μετρημένου Αγρα.
Ο Δημήτρης Πιστικός εξετάζει την πορεία του Γ. Σαραντάρη στο θολό και διόλου άμοιρο ευθυνών περιβάλλον του περιοδικού «Νέα Γράμματα» υπό τη διεύθυνση του Ανδρέα Καραντώνη, αλλά υπό την παρασκηνιακή και ουσιαστική καθοδήγηση των Κατσίμπαλη και Σεφέρη.Οι θεωρίες και οι συνωμοσίες περί «κλίκας» και προωθήσεως των ημετέρων με επίκεντρο τα «Νέα Γράμματα» ήταν, και είναι ακόμη -τηρουμένων των αναλογιών- ένας θρύλος που κέρδισε χλεύη, λοιδορίες και πολεμικές και από τα δύο μέρη τής τότε λογοτεχνικής πιάτσας, απ' τους «λαϊκούς» και τους καθαρολόγους, τους παραδοσιακούς και τους μοντερνιστές. Σε μια εποχή που οτιδήποτε μοντέρνο ή τουλάχιστον μη παραδοσιακό θεωρούνταν αυτόχρημα και σουρεαλιστικό, δυσκολεύεται κανείς να καταλάβει τι σήμαινε η παρουσία του Σαραντάρη δίπλα σε τόσους «μοντέρνους» που λίγο νωρίτερα δήλωναν παλαμιστές (Εμπειρίκος) ή σε γόνους μεγαλοαστών που συνειδητά έκαναν καριέρα στα γράμματα, έχοντας σαν πρότυπο τη «Νέα Γαλλική Επιθεώρηση» του Αντρέ Ζιντ,ταυτόχρονα με την αναστήλωση του παλαμισμού στο όνομα της ελληνικότητας ή του σουρεαλισμού (Ελύτης).
Εκρινα σωστό να παρουσιάσω εκτενέστερα τα άρθρα των παραπάνω ερευνητών, όχι για κανέναν άλλο λόγο, παρά για να δείξω -κάπως οξύτερα είναι αλήθεια- την κινούμενη και ρευστή θέση του ποιητικού άστρου του Σαραντάρη. Την κοινωνική διάσταση του έργου του και την αποδοχή του από τον δήμο και τους σοφιστές -όπως θα έλεγε ο Καβάφης- λίγο-πολύ όλοι την ξέρουμε: η καθαρή,ερμητική ποίηση, όπως αυτή που προσπάθησε να φτιάξει ο Σαραντάρης, λόγω ποιότητος και ελλείψεως κυνισμού, είχε, έχει και θα έχει πολύ λίγους οπαδούς.
Η σύντομη ζωή του, πιο σύντομη απ' τη σύντομη ζωή ανεξαιρέτως όλου του ανθρώπινου γένους, δεν ήταν τίποτε άλλο εκτός απ' την ανυπομονησία των παιδιών ν' αγγίξουν τούτο ή εκείνο το άστρο, δηλαδή τον Θεό,τον Θάνατο ή το Τίποτα.
Τα κύματα είναι οι ψυχές των ανθρώπων που αληθινά δεν πεθαίνουν, δηλαδή οι ψυχές όλων των ανθρώπων της γης, που πραγματικά τραγουδάν, όταν σωπαίνει ο ήλιος. Δεν πεθαίνουν οι άνθρωποι, δεν πεθαίνουν τα κύματα, όποιος κυττάζει τα κύματα ξεχνάει και τούτο ακόμα, πως κάποτε φαινομενικά θα πεθάνει.
15.6.1939
Σημείωση
Το απόσπασμα από το ποίημα του Γ. Σαραντάρη «Θάλασσα, Απ'την εξέδρα του Φαλήρου»,το μότο και τα λόγια του ποιητή στον Γιάννη Τσαρούχη είναι όλα από το εξαιρετικό βιβλίο της Ολυμπίας Καράγιωργα «Γιώργος Σαραντάρης ο μελλούμενος» εκδόσεις Δίαυλος, Αθήνα, 1995.
No comments:
Post a Comment