- Ο Μάρτιν Βάλζερ μιλάει για την πολιτική και τους δημιουργούς που γνώρισε
Προσκεκλημένος του Ινστιτούτου Γκαίτε, για να παρουσιάσει το νέο του βιβλίο («Ενας ερωτευμένος άντρας»), που πρόκειται να μεταφραστεί σύντομα και στα ελληνικά, αλλά και της Διεθνούς Εκθεσης Βιβλίου στη Θεσσαλονίκη, ο Μάρτιν Βάλζερ βρέθηκε για δεύτερη φορά στην Αθήνα μετά από 8 χρόνια. Κάτω από τα πυκνά άσπρα φρύδια, το σπινθηροβόλο βλέμμα διατηρεί τη φωτεινότητα της παρελθούσας νεότητας. Ενθουσιασμένος από το ιστορικό κέντρο και τη θέα της Ακρόπολης, δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ιστορία του Grande Bretagne. Γοητευμένος από την ατμόσφαιρα στο μπαρ του ξενοδοχείου, παρήγγειλε στην αρχή μία ελληνική μπύρα, κι ύστερα ένα ούζο με πάγο, εκτιμώντας ότι τέτοιους χώρους, με εξαίρεση ίσως το ιστορικό Adlon του Βερολίνου, δύσκολα συναντά κανείς σήμερα πια στη Γερμανία. Προσπαθεί να κατανοήσει τα αίτια της εμφύλιας σύγκρουσης, αποδίδοντάς της, ενστικτωδώς, στοιχεία από τις αρχαίες ελληνικές τραγωδίες. Μιλάει αργά, συνοδεύοντας με χειρονομίες τα λόγια του, και με το «υπόγειο πάθος» ενός συγγραφέα, που συνδιαμόρφωσε με το έργο και τις δημόσιες παρεμβάσεις του την «πρώτη μεταπολεμική γενιά» της γερμανικής λογοτεχνίας, παίρνοντας συχνά θέση σε επίμαχα «γερμανικά ζητήματα». Στη διάρκεια της συζήτησης, μας «υπενθύμισε» ότι είχε διασκευάσει το σενάριο για την κινηματογραφική μεταφορά του «Λάθους», του Αντώνη Σαμαράκη. Λίγο πριν τελειώσει η συνέντευξη, αναγνωρίζει χωρίς δυσκολία ένα παλιό γερμανικό σουξέ του ’50 στις μελωδίες του πιάνου, σιγοψιθυρίζοντας τους πρώτους στίχους. Τα έργα του κυκλοφορούν στα ελληνικά από τις εκδόσεις της Εστίας.
Ο συγγραφέας είναι το βιβλίο
- Κύριε Βάλζερ, το 1949 ιδρύεται η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας (BRD), οχτώ χρόνια αργότερα σάς απονέμεται το «Βραβείο Ερμαν Εσσε». Τι θυμάται ο συγγραφέας από εκείνα τα χρόνια;
– Αν το 1949 ήταν το έτος ίδρυσης της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, για μένα ήταν το «έτος Γκαίτε». Το 1948 σπούδαζα στο Τύμπινγκεν, ήταν η χρονιά της νομισματικής μεταρρύθμισης (εισαγωγή του δυτικογερμανικού μάρκου – ΚΚ), λεφτά δεν υπήρχαν κι εγώ έπρεπε να δουλέψω. Τότε, έγραψα ένα θεατρικό έργο, σαν επιθεώρηση, με θέμα τον Γκαίτε, που το πήρε το «Ράδιο Στουτγάρδη», στο οποίο εργάστηκα μετά ως ασκούμενος. Η πολιτική δεν με αφορούσε. Μετά τον πόλεμο, το μόνο που μ’ ενδιέφερε ήταν τα βιβλία. Διάβαζα Ιψεν και Ντοστογιέφσκι, κι όσα άρχισα να αγοράζω σε ένα παλαιοβιβλιοπωλείο στο Λίνταου. Την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας τη «συνάντησα» αργότερα. Το 1946 είχα ήδη ανακαλύψει τον Κάφκα, μέσα από τη «Μεταμόρφωση», τον διάβαζα συνεχώς, η διατριβή μου είχε τον τίτλο «Η περιγραφή μιας μορφής» και θέμα, φυσικά, τον Κάφκα. Υστερα, πήρε τη θέση του ο Προυστ. Το 1953, προσκεκλημένος της Gruppe 47 (κύκλος λογοτεχνών, με πρωτοβουλία του Χανς Βέρνερ Ρίχτερ, από τον οποίο αναδείχθηκαν σημαντικοί γερμανόφωνοι συγγραφείς, από τον Μπαιλλ, τον Γκρας και τον Γιόνζον, μέχρι τον Φρις και τον Χάντκε – σ.σ.) παρουσίασα για πρώτη φορά τα έργα μου. Εκεί άκουσα και τους παλαιότερους να συζητούν για πολιτική. Θυμάμαι πως το σημαντικότερο πρόβλημα που είχα να αντιμετωπίσω στους «Γάμους του Φίλιπσμπουργκ» ήταν ότι έπρεπε να εφεύρω ονόματα κομμάτων, δεν ήθελα να γράψω για χριστιανοδημοκρατικά και σοσιαλιστικά κόμματα.
- Ας υποθέσουμε ότι η ΟΔΓ είναι μία εξηντάχρονη κυρία, τι θα της ευχόσασταν;
– Θα της ευχόμουν να κοιτάζεται κάθε μέρα στον καθρέφτη, αν πράγματι είναι τόσο όμορφη όσο πιστεύει, κι αν είναι άξια γι’ αυτό το γερμανικό Σύνταγμα, που το συνέταξαν εμπνευσμένοι άνθρωποι.
- Το επίθετο Βάλζερ συνδέεται με δύο συγγραφείς (εσάς και τον Ρόμπερτ) και δύο έθνη, τη Γερμανία και την Ελβετία. Ποιες είναι οι «εκλεκτικές συγγένειες» αυτής της συνεπωνυμίας;
– Τον Ρόμπερτ Βάλζερ τον πρωτοδιάβασα στα 28 μου χρόνια, τον εκτιμώ και τον τιμώ, σχεδόν στον ίδιο βαθμό με τον Κάφκα. Είναι ένας πολύ σημαντικός συγγραφέας. Εχω διαβάσει τα πάντα, από το έργο του και για τη ζωή του, κι έχω γράψει γι’ αυτόν. Το κοινό μας επίθετο προέρχεται από παραδοσιακό γερμανικό όνομα, που παραπέμπει σε τοπωνύμιο από την εποχή των Αλαμανών και τις νομαδικές μετακινήσεις μεταξύ γερμανικών και ελβετικών εδαφών. Οι συγγένειά μας είναι βεβαίως πνευματική, αλλά καμιά φορά δημιουργούσε παρανοήσεις, όπως κάποτε, τη δεκαετία του ’60, όταν παρέλαβα μία ταχυδρομική επιταγή για κάποιο έργο μου, αλλά στο όνομα «Ρόμπερτ Βάλζερ».
- Συχνά, αναφέρεστε στον Ζαν-Πωλ (Jean Paul Friedrich Richter, 1763-1825, με επιρροές στο έργο του από τον κλασικισμό και τον ρομαντισμό - σ.σ.), έναν συγγραφέα μάλλον ξεχασμένο στη Γερμανία και παντελώς άγνωστο στην Ελλάδα.
– Δεν υπάρχει Γερμανός συγγραφέας σαν τον Ζαν-Πωλ, με τόσο έντονα ανθρωπιστικά και δημοκρατικά ιδεώδη. Ο Γκαίτε ήταν ο Γκαίτε, ο Σίλλερ ένας ιδεαλιστής, αλλά κι οι δύο τους ούτε κατά διάνοια μπορούν να συγκριθούν με τη δημοκρατική ουτοπία του Ζαν-Πωλ, που είναι ταυτόχρονα ένα συγκεκριμένο, καθημερινό αίτημα, επηρεασμένο βαθιά από την αγγλική δημοκρατική παράδοση. Τον Ζαν-Πωλ τον ενδιαφέρει επίσης το «μικρό», το φαινομενικά ασήμαντο και σ’ αυτόν είναι αφιερωμένο το βιβλίο μου «Συνείδηση και ειρωνεία». Και μην ξεχνάμε ότι στα χρόνια του ήταν πολύ πιο δημοφιλής στο αναγνωστικό κοινό, από τον Γκαίτε και τον Σίλλερ μαζί.
- Κατά καιρούς γίνεται λόγος για μια σειρά «θανάτων», της λογοτεχνίας, του συγγραφέα, ακόμα και της κριτικής, και πρόσφατα αναφερόμαστε στον «θάνατο του βιβλίου», με την εμφάνιση του e-book. Ποια είναι η γνώμη του συγγραφέα;
– Το θεωρώ υπερβολικό. Δεν υπάρχει τίποτα πιο ζωντανό από τη λογοτεχνία, κι εγώ προσωπικά δεν μπορώ να δεχτώ ότι ανήκω σε ένα «είδος υπό εξαφάνιση». Ο,τι και να λέγεται, σαν να μιλάμε για «δεινοσαύρους», αυτό που λέω είναι πως «ο συγγραφέας είναι το βιβλίο, από την αρχή μέχρι το τέλος». Η Ευρώπη είναι η λογοτεχνία της, ο Ιψεν, ο Ντοστογιέφσκι, ο Στρίντμπεργκ, ο Ντίκενς, η λογοτεχνία δεν έχει και δεν γνωρίζει σύνορα. Είναι ένα «σύμπαν».
Πέραν του Ελύτη δεν γνωρίζω...
- Η Γερμανία ήταν φέτος «τιμωμένη χώρα» στη Διεθνή Εκθεση της Θεσσαλονίκης. Ποια εικόνα έχετε από τη νεοελληνική λογοτεχνία;
– Ομολογώ ότι δεν έχω ολοκληρωμένη άποψη, πέραν του Ελύτη ίσως. Είχα γνωρίσει όμως τον Αντώνη Σαμαράκη, όταν συνέπραξα στην κινηματογραφική μεταφορά του «Λάθους», γράφοντας το σενάριο για την ταινία. Το πρόβλημα είναι, κι αυτό δεν αφορά μόνο τη νεοελληνική λογοτεχνία, αλλά το σύνολο σχεδόν της λογοτεχνικής παραγωγής, ακόμα και στη χώρα μου, ότι ως μυθιστοριογράφος δεν μπορώ να διαβάζω μυθιστορήματα. Το βράδυ προτιμώ να καταφεύγω στον Νίτσε και τον Κίργκεγκωρ, το έχω ανάγκη. Το ιδανικό μου θα ήταν να μπορούσα να είμαι ένας λογοτέχνης με την πνευματική δύναμη και τον γλωσσικό πλούτο του Νίτσε.
- Ως συγγραφέας, δίνετε ιδιαίτερη έμφαση στη γλώσσα. Στον αιώνα μας έχουμε την εντύπωση ότι κυριαρχεί η εικόνα εις βάρος της γλώσσας. Διαβλέπετε κάποιον κίνδυνο σε αυτή την εξέλιξη;
– Οχι. Η γλώσσα αποτελεί το κυρίαρχο εργαλείο του συγγραφέα, του λογοτέχνη, του φιλοσόφου. Είναι το πνεύμα και η ιδέα, μια «ξένη λέξη» στη γερμανική γλώσσα, που βρίσκουν έκφραση σε αυτή. Το να γράφεις, είναι η διαρκής προσπάθεια να αποδώσεις κάτι τόσο όμορφα, όσο θα έπρεπε να ήταν στην πραγματικότητα. Αυτός είναι και ο ορισμός της λογοτεχνίας. Κι αυτό δεν αλλάζει ακόμα και στην «εποχή της εικόνας».
- Μια τελευταία ερώτηση: με τον «Θάνατο ενός κριτικού» γράψατε για πρώτη φορά ένα αστυνομικό μυθιστόρημα. Τι είναι αυτό που συναρπάζει τον συγγραφέα σε αυτό το λογοτεχνικό είδος;
– Το ενδιαφέρον σε ένα μυθιστόρημα, κι αυτό δεν αφορά μόνο το αστυνομικό είδος, είναι ότι από την αρχή δεν μπορείς να γνωρίζεις πώς θα εξελιχθεί η ιστορία. Μόνο μέσα από τη διαδικασία της γραφής «μαθαίνεις» τι μπορεί να συμβεί και τι όχι. Είναι η καθ’ αυτή παραγωγή της γραφής, αλλά στο αστυνομικό υπάρχει επιπλέον η ένταση, η αγωνία και το στοιχείο του «τετριμμένου», του «ευτελούς».
- Του Κωστα Θ. Καλφοπουλου, η καθημερινη, 7/6/2009
No comments:
Post a Comment