- Γράφει ο Κώστας Γεωργουσόπουλος, ΤΑ ΝΕΑ, Σάββατο 20 Ιουνίου 2009
ΣΕ ΜΙΑ ΧΑΡΤΟΔΕΤΗ ΚΟΜΨΗ, ΟΠΩΣ ΤΟ ΣΥΝΗΘΙΖΟΥΝ ΑΛΛΩΣΤΕ ΟΙ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ, ΔΗΜΙΟΥΡΓΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΤΥΠΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΣΕΙΡΑ ΤΩΝ ΕΡΓΩΝ ΤΟΥ, ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΣΕ ΝΕΑ ΔΙΟΡΘΩΜΕΝΗ ΕΚΔΟΣΗ ΠΟΥ ΣΥΝΟΔΕΥΕΤΑΙ ΑΠΟ ΦΩΤΟΤΥΠΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΟΥ ΤΟΥ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΟΥ ΚΑΙ ΜΕ ΕΠΙΜΕΤΡΟ ΣΗΜΑΝΤΙΚΕΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΕΣ, ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΕΣ ΚΑΙ ΕΚΔΟΤΙΚΕΣ ΚΑΤΑΘΕΣΕΙΣ, ΤΟ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ «ΣΥΜΠΟΣΙΟΝ»
Είναι περίεργα σκοτεινή η ιστορία αυτού του σημαντικού κειμένου, αφού δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1971 με επιμελητή τον αξέχαστο φίλο Εμμ. Κάσδαγλη. Η μνεία για την ύπαρξη αυτού του χειρογράφου γίνεται από τον ίδιο τον Καζαντζάκη το 1922 σε επιστολή του, την εποχή που γράφει παράλληλα και την «Ασκητική». Έκτοτε σιωπή. Μετά τον θάνατό του αναφέρεται ότι βρέθηκε το χειρόγραφο και μέσω της Ελένης Καζαντζάκη έφτασε στο τυπογραφείο, αφού είχε επωαστεί (!) για χρόνια στα χέρια ενός ανεψιού, χωρίς να ειδοποιηθεί ο συγγραφέας, εντοπίστηκε στα κατάλοιπα του πατέρα του, του δεινού καπετάν Μιχάλη.
Ο συγγραφέας όσο ζούσε εμφανώς θεωρούσε χαμένο το χειρόγραφό του, δεν το ανέφερε ποτέ και δεν το συμπεριελάμβανε στην εργογραφία του έστω κι ως χαμένο. Το χειρόγραφο τώρα απόκειται στο Ιστορικό Μουσείο του Ηρακλείου Κρήτης.
Ο τωρινός εκδότης και κληρονόμος της Ελένης Καζαντζάκη, φίλος φιλόλογος Πάτροκλος Σταύρου, έκανε νέα αντιπαραβολή με το χειρόγραφο, το οποίο, όπως γράφω, φωτοτυπικά συνοδεύει την έκδοση και το εμπλούτισε με διαφωτιστικά άρθρα του καθηγητή Φιλοσοφίας Βασίλη Κύρκου, του καθηγητή Γλωσσολογίας Χριστόφορου Χαραλαμπάκη, δικά του εκδοτικά και πραγματολογικά σχόλια και μια επιστολή του συγγραφέα του 1922 προς τον φίλο του πρωθιερέα Εμμ. Παπαστεφάνου στο Τολέδο του Οχάιο, στις ΗΠΑ, όπου του ανακοινώνει τα ουσιαστικά φιλοσοφικά και δομικά στοιχεία του έργου που τότε έγραφε.
Το γιατί το έργο παράπεσε (;), χάθηκε ή εγκαταλείφθηκε από τον Καζαντζάκη δεν είμαι ούτε αρμόδιος ούτε έχω επαρκή στοιχεία για να επιληφθώ. Εξάλλου για την ουσία των πραγμάτων είναι αδιάφορο. Ο Πρεβελάκης, ο Κάσδαγλης, που πρώτοι είδαν και μελέτησαν το κείμενο όταν νεκραναστήθηκε, έκπληκτοι που όσο ζούσε ο συγγραφέας ο κάτοχός του επί είκοσι πέντε χρόνια δεν τον ενημέρωσε για την ανεύρεσή του το 1932 μετά το θάνατο του Μιχαήλ Καζαντζάκη και το φανέρωσε δεκαπέντε χρόνια μετά τον θάνατο του ποιητή στη σύζυγό του Ελένη, οι δύο λοιπόν αυτοί πρώτοι αναγνώστες διαπιστώνουν πως το χειρόγραφο που είδαν έχει σελίδες ολόκληρες με εγκάρσιες γραμμές δηλωτικές συνήθως διαγραφής ή μετάθεσης ή πρόθεσης επεξεργασίας. Εξάλλου ως προς το περιεχόμενο διαπιστώνουν- και το διαπιστώνει και ο Σταύρου και κάθε επιμελής μελετητής του Καζαντζάκη- πως πολλά ατόφια τμήματα αλλά κυρίως η ουσία μερικών σχολίων του «Συμποσίου» πέρασε και στην «Ασκητική» και στην «Αναφορά στον Γκρέκο» και στο «ΤόνταΡάμπα». Και όσον αφορά την «Ασκητική» αναφέρθηκε πως γράφονταν παράλληλα (δημοσιεύτηκε το 1927) και το «Τόντα-Ράμπα» μετά τον πόλεμο πρώτα στα γαλλικά. Ωστόσο, η «Αναφορά στον Γκρέκο» είναι από τα τελευταία έργα του μεγάλου Κρητικού. Τι να υποθέσει λοιπόν κανείς; Είχε κρατήσει για το μέλλον τα σημεία που πέρασαν στην «Αναφορά» και είχε ακυρώσει το «Συμπόσιον» και ως εκ τούτου αδιαφορούσε για τη μοίρα του;
Το «Συμπόσιον» είναι γραμμένο κατά χαλαρή μίμηση του Πλατωνικού «Συμποσίου» με τη διαφορά πως εδώ κυριαρχεί ως πάρισον του Σωκράτη και της Διοτίμας η εξομολόγηση του Άρπαγου (περσόνα του Καζαντζάκη) ο οποίος μεταποιεί τον ερωτικό πυρήνα του πλατωνικού διαλόγου σε διψαλέα αναζήτηση, θά ΄λεγα ερωτική θήρα θεού!
Οι συνομιλητές του Άρπαγου- Καζαντζάκη είναι με ψευδώνυμα εύκολα αναγνωρίσιμα, ο Ίων Δραγούμης, ο Άγγελος Σικελιανός και ο Μύρων Γουναλάκης, φίλος του ποιητή και γοητευτικός θηρευτής ηδονής.
Το συμπόσιο λαμβάνει χώρα σε μια γαλήνια ελληνική ακρογιαλιά, σ΄ ένα παραθαλάσσιο σπιτάκι και η «συζήτηση» είναι ένας μακρύς εξομολογητικός μονόλογος του Άρπαγου- Καζαντζάκη με λίγες αλλά καταλυτικές αναφορές όχι στον λόγο αλλά στα έργα των τριών συμποσιαστών. Ο θαυμασμός του Καζαντζάκη (και του Σικελιανού άλλωστε) προς την «Πράξιν» του Δραγούμη είναι γνωστός. Λίγους μήνες πριν από την Καταστροφή της Μικράς Ασίας ο Καζαντζάκης εμφανίζεται ως ένθερμος εκφραστής της εθνικιστικής αλυτρωτικής ιδεοληψίας που εκπρόσωπος και θύμα- μάρτυράς της έγινε ο Δραγούμης.
Αντίθετα, είναι κομψά αλλά καίρια κριτικός για το έργο του Σικελιανού, που φαίνεται να μη διαφωνεί με τη ρίζα της ποιητικής του ιδέας, τη σύζευξη Βάκχου και Χριστού, αλλά να βρίσκει την απογείωση του ύφους και την υπεροψία του ήθους αναντίστοιχα με την ουσία της ποιητικής ζήτησης.
Το μεγαλύτερο μέρος της εξομολόγησης αναφέρεται στην ασκητική του κύριου ομιλητή, στον τρόπο που από νεαράς ηλικίας πάλεψε με τις ορμές, τα μεράκια, τους πόθους, τα υγρά του σώματος, τη δίψα και την πείνα του κορμιού, τη σαγήνη της γυναίκας και την ακένωτη επιθυμία της ηδονής και τυράγνισε τη σάρκα, πειθάρχησε το μυαλό, ευνούχισε την επιθυμία, κατέστειλε τους πόθους, έσβησε τις ερωτικές φαντασιώσεις μέσα στη γούρνα της λογικής, αποσκοράκισε του πειρασμούς, φίμωσε στοργή μάνας και σεβασμό πατέρα για να κερδίσει το προνόμιο της αμφιβολίας, την οδοιπορία προς την απρόσιτη κορυφή και την ικανοποίηση πως σκοπός άλλος δεν υπάρχει από τον άσκοπο αγώνα, αφού μόνο η αγωνία του αγώνα είναι η μοναδική άσκηση που εξασφαλίζει τη μετέωρη ανασφάλεια, την αιώνια εκκρεμότητα και την αχόρταγη θεοφαγία.
No comments:
Post a Comment