Tuesday, June 2, 2009

Λογοτεχνία της μετανάστευσης

  • Η νουβέλα «Ναυαγίων πλάσματα» του Δημήτρη Νόλλα, άρτιο δείγμα μιας φιλόξενης τέχνης
  • Του Παντελή Mπουκάλα, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 2/6/2009
  • Δημήτρης Νόλλας: «Ναυαγίων πλάσματα». Εκδόσεις «Κέδρος», 2009, σελ. 92.

ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ. Η λογοτεχνία της μετανάστευσης έχει μακρά παράδοση στη γλώσσα μας και θα αρκούσε να μνημονεύσει κανείς τα δημοτικά τραγούδια της ξενιτιάς και τον κόσμο που ιστόρησαν με βαθύ πάθος. Η αλλαγή πεδίου πάντως, ή μάλλον οπτικής, είναι φανερή τα τελευταία χρόνια: η συγγραφική έμπνευση δεν παρακολουθεί πια Ελληνες που ξενιτεύονται και βασανίζονται από το άλγος του νόστου, αλλά ξένους κάθε φυλής, γλώσσας και θρησκεύματος που μεταναστεύουν εδώ, είτε επειδή οι σπασμένες φήμες που φτάνουν στον τόπο τους θέλουν την Ελλάδα κάτι σαν γη της επαγγελίας (το κάτι, αν συγκριθεί με το τίποτα, φαντάζει παράδεισος) είτε επειδή θεωρούν τη χώρα μας έναν αναγκαίο σταθμό στο αβέβαιο και επικίνδυνο ταξίδι τους προς τη βαθύτερη Δύση.

Θα μπορούσαμε να πούμε πως η νεοελληνική λογοτεχνία, η τέχνη γενικότερα, η πεζογραφία πρωτίστως αλλά και η ποίηση και το θέατρο και ο κινηματογράφος και η ζωγραφική, στάθηκε από αρκετά νωρίς φιλόξενη. Αρκετοί από τους θεράποντές της διέκριναν τα προβλήματα των ξένων και δοκίμασαν να τα αναδείξουν και να τα προβάλουν πολύ πριν υποψιαστεί ή αποδεχτεί την ύπαρξή τους τόσο η ευρύτερη κοινωνία όσο και η πολιτεία. Ο δρόμος για να προσέλθουν οι καλλιτέχνες σε αυτόν τον καινούργιο «τόπο», τον τόπο του ξένου, και γενικότερα του άλλου, μοιάζει να είναι ένας: ο δρόμος της ευθύνης· τα παρακλάδια του, πάντως, είναι πολλά και το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα δεν υπερβαίνει πάντοτε την αισθηματική καταγωγή κάθε κειμένου ή τον ιδεολογικό του προορισμό. Το θέμα, όσο ευαίσθητο, δεν έφτιαξε ποτέ τον τεχνίτη.

Οι άλλοι κι εμείς

Η καινούργια σειρά «Εμείς και οι άλλοι» των εκδόσεων «Κέδρος», η δημιουργία της οποίας ακούγεται εύλογη, ευτύχησε να εγκαινιαστεί με τη νουβέλα «Ναυαγίων πλάσματα» του Δημήτρη Νόλλα (γενν. στη Δράμα το 1940). Και λέω πως ευτύχησε, διότι ο Νόλλας, πεζογράφος ιδιότυπα σπουδαίος, δεν έρχεται αγχωμένος να επιβιβαστεί σε κάποιον συρμό συγγραφικής φιλο-ξενίας και να υπηρετήσει ορισμένες συμβάσεις, χειραγωγούμενος κατά κάποιον τρόπο από τις αναγνωστικές προσδοκίες. Αυτό είναι, άλλωστε, το εσωτερικό πρόβλημα των θεματικών λογοτεχνικών σειρών που συστήνουν διάφοροι εκδοτικοί οίκοι: ο ενδεχόμενος κανονιστικός ρόλος της παραγγελίας, η οποία, αν δεν λειτουργήσουν αποτελεσματικά τα συγγραφικά αντανακλαστικά, ενδέχεται να δράσει υπερπροσδιοριστικά, περίπου όπως η έκθεση των πανελλαδικών, σύροντας τον «εξεταζόμενο» συγγραφέα προς κάποιο «δέον γράφειν». Το άλλο σύμφυτο πρόβλημα των λογοτεχνικών παραγγελιών, δηλαδή η αμοιβή (όταν βέβαια υπάρχει), για πολλούς έχει λυθεί από τον καιρό του Σιμωνίδη του Κείου, του πρώτου ποιητή που, σύμφωνα με τους αρχαίους σχολιαστές, έγραψε επί πληρωμή («γράψαι άσμα μισθού»)· μέχρι τότε, καταπώς έλεγε ο Πίνδαρος σε Ισθμιόνικό του, η Μούσα δεν πληρωνόταν, δεν δούλευε επ’ αμοιβή («α Μοίσα γαρ ου φιλοκερδής / πω τότ’ ην ουδ’ εργάτις»).

Εγκαιρη ευαισθησία

Εγκαιρα λοιπόν, κι ευαίσθητα, ο Δημήτρης Νόλλας άνοιξε τις σελίδες του στον ξένο, για να αναδείξει την ουσία των προβλημάτων που αντιμετωπίζει μακριά από τα γενέθλια χώματα. Δεν έχει σημασία αν πήρε αυτό τον δρόμο οδηγημένος από το (πρακτικώς ακυρωμένο) «Δος μοι τούτον τον ξένον» της χριστιανικής παράδοσης ή από το (από αιώνων σβησμένο) παράγγελμα του «Εις ξένους» Ομηρικού Υμνου, «Αιδείσθε ξενίων κεχρημένον ηδέ δόμοιο» (στη μετάφραση του Δ. Π. Παπαδίτσα και της Ελένης Λαδιά: «Αυτόν που χρειάζεται φιλοξενία και κατοικία σεβαστείτε τον»), Εκείνο που ενδιαφέρει είναι τ ότι στο έργο του ο ξένος, και η έγνοια για τα πάθη του, δεν είναι πρόσχημα ή σκέτη αφορμή αλλά βαθιά αιτία: είναι ένας λόγος που πρέπει να μιληθεί. Και, διά χειρός και στόματος Νόλλα, μιλιέται τίμια και δυνατά.

Δίχως τη μαστορική του συγγραφέα, η νουβέλα «Ναυαγίων πλάσματα» ίσως κινδύνευε να βουλιάξει κάτω από τις όχι και λίγες πέτρες των ενδολογοτεχνικών της υπαινικτικών ή άμεσων αναφορών. Ηδη ο τίτλος της μνημονεύει τον τίτλο «Ναυαγίων ναυάγια» ενός διηγήματος του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, ο ίσκιος του οποίου πλανιέται στις σελίδες του Νόλλα, όπως υπέδειξε (εξετάζοντας και τη συγγένεια των ονομάτων των ηρώων της νουβέλας με ονόματα ηρώων του Σκιαθίτη) η Μάρη Θεοδοσοπούλου, στην κριτική της ανάγνωση στη «Βιβλιοθήκη» της «Ελευθεροτυπίας»· στη δική της ανάγνωση, στην «Καθημερινή» η Ελισάβετ Κοτζιά εντόπισε και ανέδειξε τη σχέση παραγράφων του κειμένου του Νόλλα με διηγήματα του Δημήτρη Χατζή.

Ηδη πάντως στο ξεκίνημα του βιβλίου, η «πομπή πνιγμένων» (μετανάστες από άγνωστη πατρίδα που ναυαγούν και πνίγονται στο Αιγαίο) δεν μπορεί παρά να φέρει στον νου έναν στίχο-σφραγίδα από τον «Αγαμέμνονα» του Αισχύλου: «ορώμεν ανθούν πέλαγος Αιγαίον νεκροίς» («κι είδαμε το Αιγαίο νεκρούς ν’ ανθεί»). Κι ύστερα, ο «Ιγνάτιος, ο Πωστονλέν», ο τυφλός που, σαν ποιητής μιας μικρής Οδύσσειας δίχως νόστο, αφηγείται στον συγγραφέα μια ξένη ιστορία για να τη γράψει, στρέφει τη μνήμη στον Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη και στον Πωσνατονπούμ (ως Ιγνάτης Τρελός, παρεμπιπτόντως, υπέγραφε ο Γιώργος Σεφέρης το κείμενό του για την «Κυρία Ερση» του Πεντζίκη).

Χωρισμένο σε δεκαπέντε κεφάλαια (μόνο στο δεύτερο ο συγγραφέας μιλάει σε πρώτο ενικό πρόσωπο, για να σημειώσει πως «είναι πάντα ένας άλλος που γράφει το βιβλίο μου και το βιβλίο του μοιάζει με το δικό μου»), το πεζογράφημα του Νόλλα είναι η σφιχτή εξιστόρηση της διάσωσης μιας ναυαγισμένης μετανάστριας, της Ασμάτ, κάπου στο Αιγαίο, με τον λυρισμό να αντιστρατεύεται την ωμότητα των πραγμάτων. Ούτε η καταγωγή της προσδιορίζεται ούτε το νησί όπου θα βρει καταρχάς τη σωτηρία, κατόπιν τον έρωτα και τελικά τον θάνατο, που κι αυτός μένει αδιευκρίνιστος (φόνος ή αυτοκτονία;). Για τη γυμνή ζωή της ξένης, των ξένων, η ποθητή ουτοπία αποδεικνύεται ου τόπος.

1 comment:

Anonymous said...

Μπράβο στο Νόλλα που μας υπενθυμίζει την ξεχασμένη έννοια της ανθρωπιάς.