Friday, July 3, 2009

Στα ελεύθερα γράμματα


  • «Καθώς ανασαίνουμε, φουσκώνει το γλαυκό/ πανί του ζέφυρου. Δεν έχει σύνορα η/ καρδιά μας που αγάπησε τη θάλασσα» (Γιάννης Ρίτσος)
  • Εκατό χρόνια από τη γέννηση του ποιητή της «Ρωμιοσύνης» Γιάννη Ρίτσου: Με τους στίχους αυτούς, επιχειρεί τη μεταφορά των βιωμάτων της πόλης, στο χωριό, αναζητώντας την ελευθερία του. Σ' όλα του τα ποιητικά έργα, από την «Εαρική συμφωνία», «Τα τρακτέρ», τις «Πυραμίδες», τη «Σονάτα του Σεληνόφωτος», το «Τραγούδι της αδελφής μου», τη «Ρωμιοσύνη», μιλάει για την ιεροτελεστία της άνοιξης και των λαϊκών αγώνων ο ποιητής των λαϊκών αγώνων και της ελευθερίας. Η αντίσταση των καπνεργατών το Μάη του 1936 στη Θεσσαλονίκη, οι 15 νεκροί - θύματα των παρακρατικών του αστικού κράτους - καταγράφτηκε στον «Επιτάφιο». Και στο «Τραγούδι της αδελφής μου», ο ποιητής εκφράζει την αντίθεσή του στη μονορχοφασιστική δικτατορία του Μεταξά (1936). Με πολλές βιωματικές καταγραφές της φτώχειας, του Εμφυλίου, των διώξεων στα ξερονήσια, η ποίησή του μπολιάστηκε με τις ιδέες του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας. Μια ποίηση οικουμενική, του ανθρωπισμού και της ειρήνης είναι αενάως παρούσα, σαν χαρακτηριστικό «γονίδιο» της ταξικής πάλης. Στο χρόνο της «Ρωμιοσύνης», όπως μου έλεγε ο ποιητής Μιχάλης Κατσαρός για την ποίηση του Ρίτσου, ενυπάρχει το κόκκινο «αντρίκειο κρασί» του εργάτη. Από αυτό πίνουν οι «περατάρηδες, οι φτωχές μανάδες»...
  • Ενα διήγημα του ποιητή, που δημοσιεύτηκε στα «Ελεύθερα Γράμματα» (ένα περιοδικό αντιστασιακό της ζωντανής σκέψης) στις 7 Ιούλη του 1945, με διευθυντή τον Δημήτρη Φωτιάδη (ιστορικό), καταδείχνει το βαθύτατο οίστρο του ποιητή για τη Δημοκρατία, την Ειρήνη, τον Ανθρωπο, το Σοσιαλισμό. Σ' αυτό το αντιστασιακό περιοδικό, κι άλλοι ποιητές βρήκαν καταφύγιο στα χρόνια μετά τον ηρωικό Δεκέμβρη του 1944 (Κατσαρός, Βρεττάκος, Λειβαδίτης, Αναγνωστάκης κλπ.). «Η ψάθα του μπάρμπα - Λια»: «Μάθαμε κι εμείς να τραγουδάμε. Ετσι όλο και μάθαινε ο μπάρμπα - Λιας κι όλο ξανάνιωνε. Ετσι μάθαμε και μεις, μια μέρα, πως ο μπάρμπα - Λιας βγήκε αντάρτης στα βουνά να πολεμήσει τον οχτρό. Πήρε μαζί το δίκαννο, πήρε και την ψάθα του, κ' έδωσε να του κεντήσουν στη μέση, εκεί μπροστά - μπροστά, μια λέξη: ΕΛΑΣ...».

- «Τ' άλλα τα παλληκάρια, οι πιο πολλοί συχωριανοί του, τον πειράζανε:

- Τι τη θέλεις, μπαρμπα - Λια, την ψάθα σου στη μέση του χειμώνα. Αλλαξες τα συνήθειά σου.

Κι ο μπάρμπα - Λιας χαμογελώντας:

- Αμ βλέπεις άλλαξε ο καιρός. Τώρα έχουμε όλο καλοκαίρι.

Κι αλήθεια φώταγε σαν ήλιος η ψάθα του μπάρμπα - Λια και μέσα στην καρδιά μου μουρλαίνουνταν χίλιες χιλιάδες χελιδόνια.

Υστερα μάθαμε πως ο μπάρμπα - Λιας σκοτώθηκε σε κάποια μάχη λίγο πριχού λακήσει ο οχτρός. Ωστόσο μας έμεινε η καρδιά του μ' όλα της τα χελιδόνια να τρα­γουδάνε στον καινούργιο χειμώνα που πλάκωσε. Μας έμεινε κ' η ψάθα του σαν ένας ήλιος του άσβυστου καλοκαιριού. Η ψάθα του, που την κρατάει στα χέρια της η Λευ­τεριά κι' αερίζει το δακρυσμένο κ' ιδρωμένο πρόσωπο της Ρωμιοσύνης.

- Ναι, μπάρμπα - Λια, θ' αλλάξει ο καιρός. Θα 'χουμε τότες πάντα καλοκαίρι. Κι' οι καρδιές, ξέρεις, και τα χελιδόνια. Ω, τι τραγούδια που θ' ακούσεις μπάρμπα - Λια μας».


Παναγιώτης ΚΑΡΑΒΑΣΙΛΗΣ, ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, Σάββατο 4 Ιούλη 2009
ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΘΕΜΑΤΑ

No comments: