Ξεκίνησε να γράφει από πλήξη. Με τα αντίθετα ακριβώς συναισθήματα υποδέχτηκε η κριτική το πρώτο της βιβλίο. Τώρα ψάχνει, χωρίς λογοτεχνικούς συναισθηματισμούς, την επόμενη υπόθεση που η πόλη της θα της αποκαλύψει
Καιρό είχαμε να διαβάσουμε τόσα καλά λόγια για την πρώτη δουλειά ελληνίδας συγγραφέως, και το χαρήκαμε δεόντως. Και επειδή το βιβλίο της, μια συλλογή αλληλένδετων διηγημάτων που έχει το καθένα το δικό του ύφος, αξίζει τους επαίνους, αλλά και διότι, όταν τελικά τη γνωρίσαμε, η Κάλλια Παπαδάκη μάς φάνηκε απροσποίητα cool – όχι με την έννοια της χαλαρότητας (και ας είναι Θεσσαλονικιά), αλλά με εκείνη της αυθεντικότητας. Φαίνεται ότι η 30χρονη πρώην χρηματίστρια ήρθε από το πουθενά για να φρεσκάρει την κουρασμένη ατμόσφαιρα της ελληνικής λογοτεχνίας.
-Εγραφες μικρή, κρατούσες ημερολόγιο;
Ημερολόγιο δεν είχα, αλλά πάντα έγραφα. Οχι τόσο στο δημοτικό, περισσότερο στο γυμνάσιο. Στο δημοτικό διάβαζα. Εχω διαβάσει πάρα πολύ ως παιδί. Τρία πράγματα θυμάμαι πιο πολύ να κάνω: αθλητισμό, παιχνίδι έξω και εξωσχολικό διάβασμα. Ποτέ δεν παρακολούθησα μάθημα, εκτός από τα κείμενα λογοτεχνίας που λάτρευα· ίσως λίγο και τα μαθηματικά. Τα υπόλοιπα έκανα πως τα παρακολουθούσα και έγραφα ό,τι μου ερχόταν στο μυαλό σε ένα τετράδιο. Ώσπου να φύγω στο εξωτερικό. Μετά ξεκίνησε το πανεπιστημιακό διάβασμα, συγγράμματα και κείμενα δοκιμιακού χαρακτήρα, επί ενάμιση χρόνο δεν διάβασα τίποτε άλλο. Επειτα άρχισα να διαβάζω και να γράφω στα αγγλικά.
-Πώς αποφάσισες να σπουδάσεις εξ ολοκλήρου στην Αμερική;
Δεν το συνειδητοποίησα. Εδωσα κάποιες εξετάσεις, πήρα πλήρη υποτροφία για να πάω στην Αμερική να σπουδάσω οικονομικά, και έτσι έφυγα.
-Πώς σου φάνηκε η ζωή εκεί;
Ονειρική. Μου έκανε αρχικά εντύπωση το μέγεθος των πραγμάτων. Φαντάσου, είσαι στα 17, κατεβαίνεις από το αεροπλάνο στη Νέα Υόρκη, δεν μπορείς να αναπνεύσεις από την πολλή υγρασία, διότι ο αέρας είναι τόσο ζεστός που κολλάει πάνω σου, και βλέπεις τα τεράστια κτίρια. Νιώθεις σαν να παίζεις και εσύ σε μια ταινία, είσαι ένας ήρωας κατά κάποιον τρόπο. Η Αμερική δεν θύμιζε σε τίποτε την Ευρώπη. Επίσης μου έκανε εντύπωση στο πανεπιστήμιο η ελευθερία· κάναμε μάθημα στην εξοχή, στο χορτάρι.
-Εχεις πει ότι το γράψιμο στην αγγλική σε απελευθέρωσε, βοηθώντας σε να αποκτήσεις μια αποστασιοποίηση από τον συναισθηματισμό σου. Εννοείς ότι οι λέξεις χάνουν το ειδικό βάρος που έχουν όταν είναι στη μητρική σου γλώσσα;
Σίγουρα και αυτό, αλλά και ότι η αγγλική γραφή έχει την ειρωνεία μέσα της. Εξ ου και το φλεγματώδες χιούμορ. Ετσι η ίδια η γλώσσα γίνεται το όχημα που σε κάνει να παίρνεις αυτή την απόσταση.
-Το ένιωθες και στη ζωή σου αυτό;
Ναι, βιώνεις την πραγματικότητα διαφορετικά. Το να χρησιμοποιείς καθημερινά μια ξένη γλώσσα σού δίνει μια άλλη θεώρηση των πραγμάτων.
-Ποια φράση χρησιμοποιούσες περισσότερο στα αγγλικά;
Θα πρέπει να πάρω τους φίλους που είναι στην Αμερική να τους ρωτήσω, αφού πάντα με κορόιδευαν για κάτι που έλεγα συνέχεια. Νομίζω ότι χρησιμοποιούσα πολύ συχνά τη λέξη «whatever» (oτιδήποτε), με την έννοια ότι δεν σε νοιάζει τίποτε και προσπαθείς πάντα να είσαι ψύχραιμος. Ομοίως και το «don’ worry, it’ s cool», που υποδηλώνει ότι τα πράγματα τα έχω υπό έλεγχο. Το οποίο είναι ένα ψέμα βεβαίως, μια βιτρίνα. Αλλά λειτουργεί.
-Πώς αποφάσισες να γυρίσεις στην Ελλάδα;
Χωρίς καμία λογική σκέψη, παρασυρμένη από τον ενθουσιασμό και την ευφορία της ολυμπιακής Αθήνας, αλλά και το γεγονός ότι η Αμερική, μετά το 2001, είχε ήδη αρχίσει να παρουσιάζει σημάδια ύφεσης. Στην ουσία επέστρεψα για να κάνω διακοπές και δεν ξαναέφυγα ποτέ.
-Το βιβλίο πώς προέκυψε;
Από το πουθενά, ένα απαίσιο απόγευμα που έβρεχε πάρα πολύ – με τη βροχή δεν τα πάω και τόσο καλά. Ημουν σε μια φίλη, εκείνη μετάφραζε σκανδιναβική λογοτεχνία και εγώ καθόμουν άπραγη. Βαριόμουν, δεν ήξερα τι να κάνω. Πήρα το λάπτοπ και είπα να γράψω μια ιστορία. Είχα νουάρ διάθεση και έτσι προέκυψε η πρώτη ιστορία του βιβλίου, αυτή με τον τυφλό. Εγραψα δυο-τρεις σελίδες, μου άρεσαν και αποφάσισα να συνεχίσω.
-Την άμεση αποδοχή των κριτικών την περίμενες;
Δεν ξέρω. Εχω έναν εκδότη που δεν του αρέσουν οι συναισθηματισμοί, έχουμε ταιριάξει ως προς αυτό. Και εγώ δεν ενθουσιάζομαι εύκολα, είμαι πολύ δύσκολος άνθρωπος όσον αφορά αυτές τις αντιδράσεις, πράγμα που εκνευρίζει πάρα πολύ κόσμο. Γιατί σου λένε: «Δεν εκτιμάς αυτό που σου συμβαίνει». Προτιμώ να κρατάω το μέτρο, να έχω ισορροπία, διότι δεν μου αρέσει να απογοητεύομαι. Αν μπορείς να χειριστείς με μέτρο τη χαρά σου, μπορείς επίσης να διαχειριστείς τη θλίψη ή κάτι που σε στενοχωρεί με τον ίδιο τρόπο. Δεν με αφήνουν βέβαια τα καλά λόγια αδιάφορη. Αλλωστε η κριτική, θετική ή αρνητική, είναι αναγκαία για να κάνουμε ένα βήμα παραπέρα.
-Σε μια πόλη χαοτική σαν την Αθήνα, πού βρίσκεις την ισορροπία που έχεις ανάγκη;
Στη ρουτίνα. Διότι καλώς ή κακώς είμαι ένας άνθρωπος της ρουτίνας, μου αρέσει πολύ. Θέλω ένα σχετικό πρόγραμμα όσον αφορά τη δουλειά και να έχω το στέκι μου. Οταν όμως ταξιδεύω, θέλω να χάνομαι και να ανακαλύπτω μόνη μου πράγματα.
-Σου αρέσει και ο ακάλυπτος; «Συνήθως κοιτάζουμε κάτω, με λίγο σφίξιμο στην καρδιά, από ένα πίσω μπαλκόνι» έχει γράψει η Λίνα Νικολακοπούλου.
Αλήθεια είναι. Εχεις την αίσθηση ότι ο ακάλυπτος σε προστατεύει από τα βλέμματα των άλλων, αλλά είναι τελικά ένας χώρος που τα βλέμματα στέκονται στο γύρω γύρω. Οπότε στην ουσία είσαι απροστάτευτος, ακάλυπτος και εσύ. Αυτό είναι το ωραίο παιχνίδι, ότι έχει διττή σημασία. Γι’ αυτό και μου άρεσε ο τίτλος, «Ο ήχος του ακάλυπτου» (εκδόσεις Πόλις). Εκεί οι ήχοι συγκεντρώνονται, μασκαρεύονται ή συγχρωτίζονται, γίνονται κάτι άλλο και δραπετεύουν στην πόλη. Είναι ένας μικρόκοσμος, μια χοάνη, όπου το διαφορετικό γίνεται ένα.
- Δημοσιεύθηκε στο BHMdonna, τεύχος 88, σελ. 84-87, Ιούλιος 2009.
No comments:
Post a Comment