Tuesday, July 14, 2009

Χρήστος Χωμενίδης: Παραμυθάς με τ΄ όνομα

  • Κριτική
  • Γράφει ο Δημοσθένης Κούρτοβικ, ΤΑ ΝΕΑ, 11/07/2009

Φωτογραφία

Οι περισσότεροι συγγραφείς ονειρεύονται να επιστρέψουν σε μια εποχή όπου μπορούν να διηγηθούν «χύμα» μία ιστορία και να το ευχαριστηθούν. Λίγοι όμως έχουν τη στόφα παραμυθά που διαθέτει και εκμεταλλεύεται ο Χρήστος Χωμενίδης
  • Εκ πρώτης όψεως είναι παράξενο ότι ο Χωμενίδης, ένας συγγραφέας που εμπνέεται σταθερά όσο λίγοι από το εδώ και σήμερα, και μάλιστα από τις κωμικοτραγικές πλευρές του, «ανακάλυψε» ξαφνικά την αρχαιότητα. Στην πραγματικότητα όμως έκανε αυτό που ονειρεύονται, κι ας μην το ομολογούν συνήθως, οι περισσότεροι συγγραφείς: να επιστρέψουν σε μια εποχή όπου μπορούσαν να διηγηθούν «χύμα» μια ιστορία και να το ευχαριστηθούν, χωρίς να χρειάζεται να σκοτίζονται για τα ζιζάνια του σκεπτικισμού, της δυσπιστίας, της διάβρωσης του κύρους οποιασδήποτε αφήγησης, ακόμα και της ίδιας της γλώσσας, που έσπειραν στο περιβόλι του λόγου οι περιπέτειες και οι φθορές του πολιτισμού στο πέρασμα των αιώνων. Είπαμε ότι οι περισσότεροι συγγραφείς το ονειρεύονται αυτό. Λίγοι όμως έχουν τη στόφα παραμυθά που διαθέτει και εκμεταλλεύεται (μερικές φορές με υπερβολική αυτοπεποίθηση) ο Χωμενίδης, ώστε να αποτολμήσουν με σοβαρές πιθανότητες επιτυχίας μια τέτοια προσομοίωση του ονείρου τους.
  • Το Λόγια φτερά, λοιπόν, μας μεταφέρει στον 8ο αιώνα π.Χ., τότε που τα «έπεα πτερόεντα» δεν σκόρπιζαν στον αέρα, αλλά φώλιαζαν στις ψυχές των ακροατών και τις φτέρωναν, τότε που άνθρωποι όλων των τάξεων συνέρρεαν στην αγορά και τις πλατείες των πόλεων για να ακούσουν τους αοιδούς να διηγούνται τις θαυμαστές ιστορίες τους. Ο γέρος αοιδός Τήνελλος, ξακουστός κάποτε σε όλο τον ελληνικό κόσμο, διηγείται την ιστορία της ζωής του στον εντεκάχρονο εγγονό του, καθώς αισθάνεται πως το τέλος του πλησιάζει. Μικρό παιδί έφυγε από τη γενέτειρά του, την πολίχνη Απολλωνία της Μικράς Ασίας, για να ακολουθήσει τον θρυλικό και, σύμφωνα με την εντύπωση που έδινε, απέθαντο αοιδό Αναβάτη στις περιοδείες του κατά μήκος της ανατολικής ακτής του Αιγαίου. Ο Αναβάτης τού έμαθε την τέχνη του και τον προόριζε για διάδοχό του. Αλλά ο νεαρός Τήνελλος ήταν αποφασισμένος να τραβήξει τον δικό του δρόμο. Έπειτα από πολλά γυρίσματα της τύχης βρέθηκε στις Μυκήνες και από εκεί στην Ολυμπία, για τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Με τη φήμη του να μεγαλώνει και να απλώνεται ολοένα, έφτασε κάποια στιγμή βόρεια από τη Ροδόπη, όπου προκάλεσε άθελά του τον αφανισμό ενός θρακικού, «βαρβαρικού» λαού και τον θάνατο μιας πανέμορφης πριγκιποπούλας, που τον είχε θαμπώσει. Έπεσε έπειτα στα νύχια ενός πανούργου εμπόρου, ο οποίος τον συνόδευσε ως «μάνατζέρ» του στη Μικρά Ασία, και τελικά ξεβράστηκε ναυαγός σ΄ ένα απομονωμένο νησί του Αιγαίου, όπου όσοι κάτοικοι είχαν επιζήσει από μια φοβερή επιδημία είχαν επιστρέψει στη ζωώδη κατάσταση.
  • Η αρχαϊκή Ελλάδα που περιγράφει ο Χωμενίδης μέσα από τις περιπέτειες του ήρωά του δεν έχει καμιά σχέση με την απόκοσμη, στατική και στιλιζαρισμένη σαν άγαλμα Κούρου εικόνα της που έχουμε συνηθίσει ή με την ηρωική και υψηλόφρονα αρχαία Ελλάδα που φανταζόμαστε γενικά. Είναι ένας πλουμιστός, ολοζώντανος κόσμος, γεμάτος πάθη, λαγνεία, πονηριά, απάτες, μωρία, λαμπρότητα, αθλιότητα, ομορφιά, ευτράπελα επεισόδια αλλά και ανατριχιαστική σκληρότητα. Ο ίδιος ο Τήνελλος είναι ένας τύπος γεμάτος αντιφάσεις, ανήσυχος και φιλόδοξος, πότε δόλιος και πότε σπλαχνικός, πότε εύπιστος και πότε σκεπτικιστής, χωρίς πολλές ηθικές αναστολές, αλλά συχνά ευσυγκίνητος, πάντοτε επιρρεπής στις ηδονές και ουσιαστικά έρμαιο των περιστάσεων. Ένας χαρισματικός- αυτό είναι σίγουρο- καλλιτέχνης, ο οποίος καθόλου δεν απαρνείται τον κόσμο για χάρη της τέχνης του, είτε σε καλό τού βγαίνει αυτό είτε (μάλλον συχνότερα) σε κακό. Θα μπορούσε κανείς να ρωτήσει: προς τι όλα αυτά, πέρα φυσικά από τη ζωντάνια, τη χάρη και την ποικιλία της αφήγησης, αρετές που ο Χωμενίδης ξετυλίγει για άλλη μια φορά, τώρα μάλιστα απαλλαγμένος, λόγω της σύμβασης που υιοθέτησε, από την «υποχρέωση» μιας αντιστικτικής ή αντιρρητικής, υπονομευτικής δεύτερης φωνής («υποχρέωση» στην οποία, εδώ που τα λέμε, ο συγγραφέας αυτός δεν έδωσε ποτέ σημασία). Είναι προφανές ότι ο Χωμενίδης δεν έγραψε ιστορικό μυθιστόρημα. Δεν προσπάθησε να αναπλάσει πιστά μια μακρινή εποχή (παρόλο που, γενικά, απέφυγε τους αναχρονισμούς και άλλες βίαιες αυθαιρεσίες) ούτε να σχολιάσει τη δική μας μέσα από το πρίσμα εκείνης. Τότε, λοιπόν, τι επιδίωξε- αν επιδίωξε κάτι;
  • Μια πρώτη απάντηση προαναγγέλλεται από τις δύο προμετωπίδες του βιβλίου, μία ρήση του Ρολάν Μπαρτ και μία του Διονύση Σαββόπουλου, αλλά διατυπώνεται επανειλημμένα και από τον ίδιο τον ήρωα στις σελίδες που ακολουθούν: η αφήγηση, η λογοτεχνία υπάρχουν για να δίνουν σχήμα και νόημα στον κόσμο. Η ζωή του Τήνελλου δεν θα ήταν παρά ένα συνονθύλευμα από ασύνδετα μεταξύ τους επεισόδια, αν δεν της έδινε ο ίδιος συνοχή μέσα από την εξιστόρησή της, που την οργανώνει γύρω από μια κεντρική συνείδηση- τη δική του. Ο Χωμενίδης φαίνεται εδώ να ασκεί ευθεία κριτική στον ύστερο μοντερνισμό με τις αποδομικές λειτουργίες του, την έμφασή του στην αστάθεια του γλωσσικού κώδικα και τη διάλυση, αν όχι την άρνηση του νοήματος. Τέτοια πράγματα μπορεί να έχουν ενδιαφέρον για τη γλωσσολογία και τη φιλοσοφία, αλλά δεν ταιριάζουν στη λογοτεχνία.
  • Δεύτερον, ο Τήνελλος κάνει μια κίνηση με κοσμοϊστορική σημασία: σπάζει την παράδοση του «Αναβάτη», δηλαδή την αλληλοδιαδοχή γενεών από ανώνυμους, ουσιαστικά, αοιδούς, που χρησιμοποιούσαν συμβατικά το ίδιο όνομα, την ίδια τεχνοτροπία και το ίδιο ρεπερτόριο. Ο Τήνελλος γίνεται ο πρώτος επώνυμος καλλιτέχνης, εμπλουτίζει τις διηγήσεις του με καινούργιες ιστορίες και τις χρωματίζει με το δικό του, προσωπικό ύφος. Η πρωτοβουλία του σηματοδοτεί τη στροφή της καλλιτεχνικής δημιουργίας από το στατικό και άκαμπτο πνεύμα του κοινοτισμού προς την ατομικότητα και την ελευθερία του καλλιτέχνη. Πρόκειται, στην πραγματικότητα, για την ιδρυτική πράξη του δυτικού πολιτισμού.
  • Θα μπορούσε κανείς να επισημάνει και άλλες ενδιαφέρουσες νοηματικές παραμέτρους στο μυθιστόρημα του Χωμενίδη, αλλά θα σταθώ σε μία από αυτές. Έχει να κάνει με τις διακυμάνσεις της διάθεσης του Τήνελλου απέναντι στην τέχνη του. Είναι πεπεισμένος ότι αυτή αποτελεί τον προορισμό του, αλλά, κουρασμένος πριν ακόμα σαρανταρίσει από τις περιπέτειες όπου μπλέκει εξαιτίας της, αποφασίζει να την εγκαταλείψει και να πάει να ζήσει μια ήσυχη ζωή με τη γυναίκα που τον περιμένει στο Λευκαντί της Εύβοιας (κάτι που πάντως δεν θα συμβεί, για λόγους ανεξάρτητους από τη θέλησή του). Διαπιστώνει ιδίοις όμμασι την πελώρια ψυχεγερτική δύναμή της, ιδιαίτερα όταν κατορθώνει να ανυψώσει το φρόνημα των ξεπεσμένων Μυκηναίων και να τους ξαναδώσει την αυτοεκτίμησή τους, αλλά επίσης διαπιστώνει με απελπισία την ανημπόρια της απέναντι στους άγριους κατοίκους του νησιού όπου βρέθηκε αποκλεισμένος, στο τέρμα της περιπλάνησής του. Μια τυφλή παιδίσκη από αυτόν τον πρωτόγονο συρφετό γοητεύεται, παρόλα αυτά, από τις ιστορίες του και μένει κοντά του, για να γίνει γυναίκα του και μητέρα των πολλών παιδιών του, αργότερα όμως τον βάζει να ψάλλει σ΄ αυτά τα παιδιά τρομακτικές ιστορίες για τον έξω κόσμο, για να μην τολμήσουν ποτέ να ξεμακρύνουν από την οικογενειακή εστία και τον κλήρο τους. Ο Τήνελλος αντιλαμβάνεται, σ΄ εκείνη τη μακρινή αρχαϊκή περίοδο των ημιθέων και των μάγων, ότι η τέχνη δεν είναι «εκ θεού», ότι η δύναμή της είναι σχετική, ότι μπορεί να απελευθερώνει αλλά και να παγιδεύει, ότι όχι σπάνια χρησιμοποιείται για σκοπούς ξένους προς το πνεύμα του δημιουργού της, ότι ο ίδιος ο καλλιτέχνης μπορεί να χρησιμοποιηθεί, και μάλιστα βάναυσα (κορυφαίο παράδειγμα η εξόντωση εκείνης της θρακικής φυλής με δόλωμα τον λόγο και τη λύρα του Τήνελλου).
  • Και όμως, η τέχνη έχει τον τελευταίο λόγο σ΄ αυτό το μυθιστόρημα, ο πόθος της ανάκτησης του κόσμου μέσα από τον λόγο και τη φαντασία. Τελειώνοντας την αφήγηση της ζωής του, ο Τήνελλος παραγγέλλει στον εγγονό του να φύγει από το νησί, αφού τον νεκροφιλήσει, παίρνοντας μαζί του τη λύρα του και να ταξιδέψει μακριά, για να διαδώσει στους ανθρώπους τα δύο μεγάλα τραγούδια που ολοκλήρωσαν οι δυο τους. Ναι, σωστά το είχαμε υποψιαστεί: ο εγγονός αυτός δεν είναι άλλος από τον Όμηρο.

No comments: