Monday, November 30, 2009

«Τα κείμενα της Ελλης Παππά στο Μουσείο Μπενάκη»


  • Ανακοίνωση του Μουσείου, μαζί με την επιστολή της ίδιας. Το υλικό θα εκδοθεί μέσα στο 2010.

Το Μουσείο Μπενάκη ανακοίνωσε σήμερα τις πρώτες λεπτομέρειες για τους «φακέλους» που είχε εμπιστευτεί στα ιστορικά αρχεία του η μεγάλη συγγραφέας και αγωνίστρια Έλλη Παππά που πέθανε πριν λίγες μέρες. Πρόκειται για δύο φακέλους, σε ηλεκτρονική και έντυπη μορφή, με περιεχόμενο που αφορά την ιστορική πορεία του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος και τη σχέση της Έλλης Παππά με αυτό και η κατάθεσή της συνοδευόταν από τη ρήτρα να δοθεί το υλικό αυτό στη δημοσιότητα μετά το θάνατό της.

Το Μουσείο Μπενάκη ανακοίνωσε επίσης ότι θα προβεί στην έκδοση των κειμένων που περιλαμβάνονται στους φακέλους, ώστε να παραδοθεί αυτούσια η μαρτυρία της Έλλης Παππά «εκεί που δικαιωματικά ανήκει». Στόχος του μουσείου είναι η έκδοση να πραγματοποιηθεί μέσα στο πρώτο εξάμηνο του 2010.

Η ανακοίνωση του Μουσείου Μπενάκη συνοδεύεται και από την επιστολή με την οποία η Έλλη Παππά συνόδευσε τη δεύτερη κατάθεσή της στο Μουσείο, στις 27 Δεκεμβρίου 1995.

Σύμφωνα με την ανακοίνωση του Μουσείου Μπενάκη «ο πρώτος φάκελος (δακτυλόγραφο κείμενο πενήντα δύο σελίδων), με τίτλο «Υπόθεση Πλουμπίδη», κατατέθηκε στο Ίδρυμα τον Ιούλιο του 1993 και περιλαμβάνει τη δική της ολοκληρωμένη μαρτυρία για την προσωπικότητα, την κομματική δράση, τις ιδέες, τις συγκρούσεις, τη δίκη και το τέλος του αγωνιστή της ελληνικής κομμουνιστικής Αριστεράς. Η μαρτυρία της Έλλης Παππά έχει, δίχως αμφιβολία, μια ιδιαίτερη βαρύτητα και λόγω της ακέραιας προσωπικότητάς της, αλλά και εφόσον λόγω της θέσης και της ιστορίας της ήταν σε θέση να γνωρίζει σημαντικές πτυχές της εν λόγω «υπόθεσης».

Η σοβαρότητα της κατάθεσής της ενισχύεται από το γεγονός ότι η ίδια, υπακούοντας στους ηθικούς -αξιακούς κώδικες της κομμουνιστικής αγωνιστικής παράδοσης, αρνήθηκε να εξαργυρώσει τη μαρτυρία της ή να προβεί σε εύκολες, ευκαιριακές ή υστερόβουλες καταγγελίες. Επέλεξε συνειδητά να δώσει ψύχραιμα και υπεύθυνα, μετά από τόσα χρόνια, τη συνολική μαρτυρία της.

Την ίδια εποχή που κατέθετε το κείμενό της για την «Υπόθεση Πλουμπίδη» στο Μουσείο Μπενάκη, η Ελλη Παππά, απαντώντας σε όσα σχετικά έγραφε σε βιβλίο του ο Νίκανδρος Κεπέσης (προδημοσίευση στα Νέα, 22 Μαΐου 1993), εσημείωνε μεταξύ άλλων: «Φτάνει ως εδώ. Τη συνολική ιστορία για την υπόθεση Πλουμπίδη ούτε την αφηγήθηκε ποτέ ούτε έχει σκοπό να την αφηγηθεί η εν λόγω φυλακισμένη (αναφέρεται στη φυλάκισή της την εποχή των γεγονότων). Την έχει παραδώσει σε ιστορικό αρχείο, με τον όρο να μη δημοσιευτεί, ο,τιδήποτε παρά μόνο μετά το θάνατό της. Κι αυτό γιατί πιστεύει ότι τέτοιες μαρτυρίες αποτελούν ντοκουμέντα για την ιστορία και όχι για τους φακούς της όποιας εφήμερης δημοσιότητας. Αν τώρα αφήνει να διαρρεύσουν όσα πιό πάνω αφηγείται είναι γιατί, όπως και νάναι, λειτούργησε η «πρόκληση» του αγαπητού Νίκανδρου».

Ο δεύτερος «φάκελος» κατατέθηκε από την Ελλη Παππά στα Ιστορικά Αρχεία του Ιδρύματος τον Ιανουάριο του 1996 και συνοπτικά περιλαμβάνει:

(1) Κείμενο εκατόν οχτώ δακτυλόγραφων σελίδων, στο οποίο μιλάει εν εκτάσει για τη δράση της μέσα στις γραμμές της ελληνικής κομμουνιστικής Αριστεράς, για κρίσιμες στιγμές αυτής της πορείας, για πρόσωπα και γεγονότα που σφράγισαν την ίδια, αλλά και τη νεότερη ελληνική πολιτική και κοινωνική ιστορία, αναπτύσσοντας παράλληλα έναν θαρραλέο προβληματισμό για τη δημιουργία των κομματικών μηχανισμών, για τον σταλινισμό και τα πρόσωπά του, για τις επιβιώσεις του και φυσικά για τις συνέπειές του στην ιστορία της ελληνικής Αριστεράς.

Η ίδια αναφέρει στο συνοδευτικό σημείωμα: «Όποιος ενδιαφερθεί να διαβάσει αυτό το κείμενο δεν πρέπει να πιστεύει πως θα βρει μιαν αυτοβιογραφία. Αναμφισβήτητα όσα γράφω με αφορούν, αφορούν τη ζωή μου και τις εμπειρίες μου, αλλά περιορίζομαι αυστηρά (όσο μπορούσα και όσο μπόρεσα) σε μια κατηγορία εμπειριών: σε όσες αφορούσαν τη θέση μου στο ΚΚΕ και τις περιπέτειες της αμοιβαίας σχέσης μας. Σ' αυτές τις εμπειρίες μου στάθηκα, αυτές προσπάθησα να δώσω στο κείμενό μου, που καταθέτω στο Αρχείο του Μουσείου Μπενάκη με την ελπίδα πως σε κάτι μπορεί να χρησιμεύσει. Η αλλαγή μεθόδων λειτουργίας, λήψης και εφαρμογής των αποφάσεων, ο σεβασμός στους αγωνιστές είναι πλέον ανάγκες για την Αριστερά του τόπου μας, ύστερα κι από τις σκληρές εμπειρίες της κατάρρευσης του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Το ζήτημα είναι αν αυτές οι ανάγκες - ή οι ιστορικές αναγκαιότητες - έχουν γίνει κοινή συνείδηση σε όλα τα κομμάτια της Αριστεράς, ιδιαίτερα του κομμουνιστικού κινήματος».

Και τα ίδια θα επαναλάβει στον επίλογο του μακρού, αλλά ολοζώντανου αυτού κειμένου, ολοκληρώνοντας την κατάθεσή της (με ημερομηνία 26 Δεκεμβρίου 1995): «Εδώ σταματώ. Θα είχα ακόμη πολλά να πω, μα δεν ντρέπομαι να ομολογήσω πως η -βιολογική σε μεγάλο βαθμό - αντοχή μου εξαντλήθηκε. Χρειάστηκε μεγάλος κόπος για να πω όσα είπα. Αποφεύγοντας όσο το δυνατόν την αυτοβιογραφία, θέλησα, μέσα από την καταγραφή των προσωπικών εμπειριών μου, να θέσω ορισμένα ερωτηματικά για ό,τι αφορά τις μεθόδους του σταλινισμού στην Ελλάδα και της άσκησης της εξουσίας σε όλα τα επίπεδα. Τις πιό συγκεκριμένες - και προπαντός έμπρακτες - απαντήσεις ας τις δώσει το Μέλλον στο οποίο και αφιερώνονται αυτές οι εμπειρίες ζωής - και θανάτου- που κατέγραψα».

(2) «Παράρτημα» με παλαιότερα δημοσιευμένα κείμενά της στις εφημερίδες Αυγή και Νέα (σχετικά με τις τελευταίες ώρες του Νίκου Μπελογιάννη και την υπόθεση Πλουμπίδη), γράμματα από την Απομόνωση στον γιό της και ιδιόχειρο γράμμα του Νίκου Πλουμπίδη στην Ελλη Παππά, με ημερομηνία 4 Μαΐου του 1952.

Η ανακοίνωση του Μουσείου Μπενάκη καταλήγει τονίζοντας ότι «τιμώντας την εμπιστοσύνη που του έδειξε η μεγάλη αγωνίστρια του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος, αλλά και εκτιμώντας τη θεμελιώδη σημασία που έχουν τα πολύτιμα αυτά τεκμήρια για την ιστορία της Αριστεράς και για τη συνολική νεοελληνική ιστορία, αποφάσισε να προβεί στην έκδοση των κειμένων αυτών, ώστε να παραδοθεί αυτούσια η μαρτυρία της Έλλης Παππά εκεί που δικαιωματικά ανήκει: στην ελληνική κοινωνία (όπως η ίδια είπε: «στο Μέλλον, στο οποίο και αφιερώνονται αυτές οι εμπειρίες ζωής - και θανάτου - που κατέγραψα), αλλά και στην επιστημονική κοινότητα, ώστε να συνεκτιμηθεί και να λειτουργήσει μέσα στο corpus των ομόλογων μαρτυριών και προβληματισμών. Στόχος του Ιδρύματος είναι η έκδοση του υλικού να πραγματοποιηθεί μέσα στο πρώτο εξάμηνο του 2010.»

www.kathimerini.gr με πληροφορίες από ΑΠΕ - ΜΠΕ

ΕΕ - ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ ΒΙΒΛΙΩΝ: Σπέρνουν αυταπάτες

Την επιτάχυνση της διείσδυσης του κεφαλαίου στο «φιλέτο» της ψηφιοποίησης των βιβλίων αποφάσισαν (27/11) οι υπουργοί Πολιτισμού και Οπτικοακουστικών της ΕΕ στις Βρυξέλλες. Οπως αναμενόταν, από τον περασμένο Οκτώβρη - οπότε η Επιτροπή Πολιτισμού του Ευρωκοινοβουλίου συζήτησε (6/10) τις «μελλοντικές προκλήσεις» της Ευρωπαϊκής Ψηφιακής Βιβλιοθήκης «Europeana» - οι υπουργοί συμφώνησαν για δημιουργία «επιτροπής σοφών», η οποία «θα καθορίσει τις συνθήκες σύμπραξης των δημόσιων και ιδιωτικών φορέων που θα αναλάβουν τη διαδικασία της ψηφιοποίησης».

Ενώ η «Europeana» και συνολικά ο τομέας της ψηφιοποίησης παραδίδεται, με το γνωστό «κόλπο» τύπου «ΣΔΙΤ», στον ιδιωτικό τομέα, η ΕΕ προσπαθεί να παρουσιάσει αυτή τη διαδικασία ως... «απάντηση στην επιθετική πολιτική» της «Google»! Θυμίζουμε ότι αυτό το αμερικανικό διαδικτυακό μονοπώλιο προκάλεσε τριγμούς και στις δύο όχθες του Ατλαντικού, με τη συμφωνία που «έκλεισε» με τους Αμερικανούς εκδότες για την ψηφιοποίηση των βιβλίων έναντι «πινακίου φακής» για τους συγγραφείς. Στο παραπάνω πλαίσιο, ο Ελληνας υπουργός Πολιτισμού και Τουρισμού, Π. Γερουλάνος, είπε πως η «επιθετική πολιτική της "Google" μπορεί να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά από την Ευρώπη μόνο αν κατορθώσουμε να ανοίξουμε την "Europeana" στο σύνολο των έργων του δημοσίου τομέα, από ολόκληρο τον κόσμο, με αιχμή πάντα την προβολή του ευρωπαϊκού πολιτισμού». Για τη χρηματοδότηση του προγράμματος είπε πως «σαφώς πρέπει να διευρυνθεί με την παρουσία ιδιωτών, με την προϋπόθεση ότι ο ιδιώτης χρηματοδότης δεν θα μπορεί να έχει "λέγειν" στις αποφάσεις για το περιεχόμενο και τη στρατηγική της Europeana»! Λες και υπάρχει τέτοια περίπτωση! [ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, 01/12/2009]

Η γραφή των 18

  • ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ
  • ΧΡΗΣΤΟΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ, Ο ορκωτός λογιστής, διηγήματα, εκδόσεις Γαβριηλίδης, σελ. 122

Δεύτερη συλλογή διηγημάτων του δεκαοκτάχρονου (γένν. 1991) Χρήστου Τριανταφύλλου, ο οποίος έκανε την πρώτη του εμφάνιση από τις σελίδες μας προ τετραετίας, σε ένα παιδικό αφιέρωμα της Σταυρούλας Τσούπρου. Ήδη η πρώτη του συλλογή (Το κρέας, 2007) ξάφνιασε ευχάριστα τη λογοτεχνική συντεχνία, συζητήθηκε και προσέχθηκε. Τώρα, ο νεαρός πεζογράφος δοκιμάζεται στα βαθιά, δηλαδή αναμετράται με τις απαιτήσεις πιο ολοκληρωμένων αφηγήσεων σε μικρή φόρμα, όπου τα ίχνη της ηλικίας δεν θα προσδίδουν πια κανένα άλλοθι για τυχόν αδυναμίες, αλλά όμως θα δείχνουν το πρόσωπο, τη ματιά και την ευαισθησία τής -απολύτως ορισμένης μέσα στη διαδοχή των γενεών και στο ρου της ιστορίας- νεότητάς του. Αυτό είναι το παιχνίδι στο οποίο επέλεξε να εμπλακεί, δηλαδή ό,τι πιο επικίνδυνο, αφού, εκτός των άλλων, έχει να αναμετρηθεί με τα προφανή.

Αμέσως μετά την περσινή εξέγερση του Δεκέμβρη, έκαναν την εμφάνισή τους διηγήματα, αλλά και μυθιστορήματα, που είχαν την ευγενή φιλοδοξία να εκφράσουν τη «γενιά των 700 ευρώ». Μια προσπάθεια που μέχρι στιγμής δεν είχε καμία τύχη, ούτε καν εκδοτική-εμπορική, πόσο μάλλον λογοτεχνική, όπου, τα ρεύματα και οι θεματολογίες όχι μόνο δεν ακολουθούν την «εποχή», δηλαδή το λόγο που την οργανώνει σε αφήγηση, αλλά συχνά βρίσκονται σε ευθεία αντιπαράθεση μαζί του. Κι αυτό είναι ένα από τα στοιχήματα που τις πιο πολλές φορές το κερδίζει ο Τριανταφύλλου, μένοντας μακριά από αυτή την προφάνεια, αν και διαχειρίζεται στοιχεία που συνθέτουν την καθημερινότητα των σημερινών νέων και φοιτητών, ή μάλλον του κοσμοειδώλου τους (κράτος, αστυνομία, ρατσισμός, οικολογία, αφόρητα μικροαστικό περιβάλλον κ.λπ.), ακόμα και το ίδιο το γεγονός της δολοφονίας του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, όπου όμως φαίνονται τα όρια αυτής της «ερωτοτροπίας». Ταυτόχρονα, η ριζοσπαστική διάθεση σε μερικά διηγήματα εκβάλλει με τους πιο γόνιμους τρόπους, άλλοτε στην πλοκή και την αφηγηματική δομή και άλλοτε στην κριτική του περιρρέοντος μικροαστισμού.

Ένα άλλο φαινόμενο των καιρών είναι η επανάκαμψη της επιστημονικής φαντασίας και του μυθιστορήματος μελλοντολογίας, με πολύ μεγαλύτερες αξιώσεις αυτή τη φορά, εκφράζοντας συμπιεσμένες και παντοειδείς, διαρκείς πάντως ανάγκες του ανθρώπου, εκβάλλοντας στην όχθη της ουτοπίας ή στην αντίπερα της δυστοπίας, γεγονός που άλλωστε οδήγησε τον Φρέντρικ Τζαίημσον σε διεξοδική ανάλυση του φαινομένου. Και εδώ ο Τριανταφύλλου δοκιμάζεται, έστω και για λίγο, περνώντας μέσα από φόρμες που είναι στερεότυπες σε αυτό το είδος, για να τις υπονομεύσει όμως με διεξόδους ρεαλιστικές.

Μία τρίτη αφετηρία, για έναν σημερινό δεκαοκτάχρονο, είναι και η ποίηση, η ποίηση όπως διδάσκεται στο σχολείο και περιρρέει ως ποιητικό αισθητήριο, η ποίηση της εικόνας-στιγμής και της παραθετικότητας εικόνων-στιγμών, που δεν αντέχει τίποτα περισσότερο, να πει και να φέρει. Αυτόν τον κίνδυνο δεν τον αποφεύγει, δημιουργώντας έτσι μια αχίλλειο πτέρνα όλου του βιβλίου. Εδώ, η επιγραμματικότητα και η συμπύκνωση του λόγου, τόσο έντονο χαρακτηριστικό στα περισσότερα διηγήματα του βιβλίου, προδίδονται από την αδυναμία του εν λόγω ύφους να λειτουργήσει ως καμβάς, που θα συγκρατεί τη σκληράδα της γραφής και θα εμπεδώνει την κριτική-αποδομητική διάθεση.

Τέλος, μια τέταρτη όψη, ένας ακόμα τρόπος ανάγνωσης των διηγημάτων αυτών, είναι με αφετηρία το ρεύμα των «νεο-άγριων» γερμανών εξπρεσσιονιστών, και φυσικά δεν αναφέρομαι σε επιδράσεις, μιμήσεις και μεταφορές στην ημεδαπή, αλλά στην κοινή ανάγκη για δραστική εικονοποιία, σκληρό φωτισμό πάνω σε πράγματα, καταστάσεις και έννοιες, βίαιη διάθεση παραμόρφωσης των σχημάτων της πραγματικότητας. Αυτό πιστεύω ότι, ανάμεσα στα άλλα, χαρακτηρίζει το βιβλίο, κάνοντάς το να ξεχωρίζει, όχι ως έργο μιας «φρέσκιας ματιάς» αλλά ως δείγμα και αποτέλεσμα μιας γραφής υποσχόμενης, πάνω απ' όλα όμως αυθεντικής και οργανικής έκφρασης των νέων ανθρώπων, ένα τεκμήριο της διαδικασίας μέσα από την οποία ψαύουν το βηματισμό τους, δημιουργούν τις δικές τους αισθητικές σταθερές, ώστε να μετατρέψουν την αγωνία τους και την οργή τους σε λόγο της τέχνης. Γι' αυτό και εδώ θα επιμείνω.

Τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν αυτή τη γραφή είναι η αμεσότητα της γλώσσας, με γρήγορο ρυθμό και σφιχτά αρθρωμένη δομή και σύνταξη, χωρίς πλατειασμούς, παρεκβάσεις και λυρικές εξάρσεις, ενώ τα θέματα των διηγημάτων καλύπτουν μια εξαιρετικά μεγάλη γκάμα, αφού τα μικρότερα και καθημερινά συνυπάρχουν με τα μείζονα, όμως όλα εγγράφονται, αξιοποιούνται και εν τέλει αξιολογούνται σε έναν ορίζοντα ρεαλιστικό, με μέτρο τη ζωή των πραγματικών ανθρώπων. Το σημαντικότερο όμως είναι η παρουσία, η θέση και η συμμετοχή του συγγραφέα: τα περισσότερα διηγήματα είναι γραμμένα σε τρίτο πρόσωπο, αλλά δεν δημιουργούν καμιά απόσταση ασφαλείας από τα δρώμενα και αφηγούμενα: ο συγγραφέας είναι διαρκώς και άμεσα παρών, δίνοντας αυτός τον τόνο της αφήγησης, «ελέγχοντας» κάθε στιγμή τον ήρωα του διηγήματος, σχεδόν χωρίς να τον αφήνει να ανασάνει μέσα στα συμφραζόμενά του, χωρίς να τον αφήνει να εγείρει αξιώσεις λογοτεχνικού «χαρακτήρα». Στην ουσία, ο ίδιος ο συγγραφέας πρωταγωνιστεί, αλλά χωρίς κι αυτός να μας δείχνει το πρόσωπό του. Αυτή η αντίστιξη, ανάμεσα στην τριτοπρόσωπη ή και στην προσχηματική πρωτοπρόσωπη αφήγηση από τη μια, και στη διαρκώς αναγνωρίσιμη φωνή του, δεν οφείλεται σε αδεξιότητα ούτε είναι προϊόν της απειρίας. Έχω την αίσθηση, ότι πρόκειται για κάτι βαθύτερο, για ό,τι χαρακτηρίζει τη γραφή του δεκαοκτάχρονου Τριανταφύλλου: από τη μια έχουμε μια αποστασιοποίηση από την ίδια τη λογοτεχνία, και από την άλλη μια σχεδόν εργαλειακή χρήση της. Όσο κι αν αυτό ακούγεται περίεργα, αφού θα μπορούσε να πει κανείς ότι κάτι τέτοιο κάνουν τόσοι και τόσοι που τα τελευταία χρόνια εμφανίστηκαν στην πεζογραφία κουβαλώντας απλώς μια ορισμένη μόρφωση και κυρίως την κοινωνική τους κατηγορία, πρόκειται για το εντελώς αντίθετο: εκεί έχουμε να κάνουμε με τους μεσοαστούς που ανυποψίαστοι αποζητούν κοινωνική αίγλη, προσθέτοντας και ολίγη λογοτεχνία στις κοινωνικές αξιώσεις τους, ενώ στην περίπτωση του νεαρού πεζογράφου έχουμε μια ριζοσπαστική απομυθοποίηση της ίδιας της τέχνης με την οποία εμπλέκεται και ταυτόχρονα μια ταύτιση μαζί της, με το συγγραφέα σχεδόν να την ενσωματώνει και να τη γειώνει, να την προσαρτά στη δική του πραγματικότητα. Και αν εδώ η λογοτεχνία δεν είναι πια ένας τρόπος ο συγγραφέας να δει διαφορετικά τον κόσμο μέσα από τη γλώσσα της, η λογοτεχνία μπορεί να (ξανα)δει την πραγματικότητα μέσα από το συγγραφέα της.

Αλλά για να γίνει αυτό, θα πρέπει ο συρρικνωμένος «ορίζοντας προσδοκιών» του συγγραφέα, όσον αφορά την ίδια την τέχνη του, να οδηγήσει σε ένα ισχυρό ύφος, πολύ ισχυρότερο από το αναμενόμενο και αναγνωρίσιμο ως λογοτεχνικό ύφος στην τρέχουσα λογοτεχνία. Γιατί και η «από τα κάτω» εικόνα της κοινωνίας και της πραγματικότητας (αλλά και της λογοτεχνίας...) ενέχει, ακριβώς όπως κάθε εικόνα, αυστηρές απαιτήσεις και επιλογές, όπου, σε τελευταία ανάλυση, το ύφος, εν προκειμένω το ύφος της νεότητας και της ριζοσπαστικής κριτικής, δεν είναι παρά μόνο ένα ύφος, αυτό της συγκεκριμένης εικόνας. Και το ύφος πάντα απαιτεί συνεκτικότητα, διαύγαση και αυστηρή πειθαρχία, ώστε να προκύψει και να προβάλει το αισθητικό πρόταγμα, ώστε το έργο να «μιλήσει» τη γλώσσα του (ή τη σιωπή του). Αλλιώς, όλο το εγχείρημα κινδυνεύει να απορροφηθεί από το ίδιο το υλικό του. Σε όλες τις εκδοχές τής «από τα κάτω» τέχνης, εκεί που φαίνεται πως «όλα χωράνε», στην πραγματικότητα ελάχιστα, απειροελάχιστα κάθε φορά, αντέχουν να επωμισθούν το βάρος του ρόλου τους.

Κάτι τέτοιο συνέβη και στη μεταπολεμική ποίηση, όπου το αυτόχρημα ποιητικό, και συνάμα βαρύ, τραγικό φορτίο της δεκαετίας του 1940, εγγράφηκε σε έναν τόνο απλό, βιωματικό, εξομολογητικό και συνομιλητικό, χωρίς όμως τελικά να δημιουργήσει, παρά σε ελάχιστες περιπτώσεις, ένα ιδιαίτερο ύφος. Και εκεί, η άμεση σχέση με το «θέμα», δεν επέτρεψε την αποστασιοποίηση από το υλικό, αλλά και την αισθητική που η εποχή προέβαλλε ως πρόσωπό της. Αν μία από τις εξαιρέσεις είναι ο Τάκης Σινόπουλος, με τον Νεκρόδειπνό του, αυτό οφείλεται στο ότι άρθρωσε την ποιητική του έξω από τα συγκεκριμένα συμφραζόμενα, ως διαδικασία ποιητική μεν αλλά με σοβαρά θεωρητικά αιτούμενα, διερευνώντας εξαντλητικά κάποιες από τις εκφάνσεις του μοντερνισμού, και μετά ενέγραψε τη δεκαετία του 1940 πάνω σε μια ποιητική που άντεχε τις διακυμάνσεις και το τραγικό φορτίο της.

Για όλα αυτά, θα άξιζε, νομίζω, να επανέλθουμε στις σελίδες μας, τις επόμενες Κυριακές – το βιβλίο του Χρήστου Τριανταφύλλου δίνει το έναυσμα και συνάμα αποτελεί ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα γραφής των νέων σήμερα. Κλείνω, με ένα απόσπασμα:

«Να λοιπόν που οι υπέργηροι αγανακτισμένοι πολίτες στη λαϊκή γίνονται μείζονες πολιτικοί αναλυτές, με σλόγκαν βέβαια το αθάνατο 'όλοι τα παίρνουνε'. Αποχή, λοιπόν, η λύση λένε, και όχι απόχη που χρειάζεται κανονικά. Γεμάτες οι παραλίες από νέους που η αποχή γι' αυτούς είναι 'πολιτική επιλογή'. Και φωνάζουν όλοι οι βδελυροί μικροαστοί: 'πες τα Λάκη', χειροκροτώντας παράλληλα, γιατί μόνο αυτό μπορούν να κάνουν. Και κάνει η κάμερα ένα κοντινό στο κοινό, και ξαναχειροκροτούν αυτοί...»

  • Η ΑΥΓΗ: 29/11/2009

Μια διακριτική ποιητική κατάθεση

  • Του Γιώργου Μπαλούρδου*
  • ΠΑΝΤΑΖΗΣ Ι. ΦΥΣΣΑΣ, Ιαλάπη Μιράμπιλις και άλλα ποιήματα 1963-2008, εκδόσεις Στοχαστής, σελ. 62

Με τον σύνθετο και εύηχο φωνηεντικά τίτλο Ιαλάπη Μιράμπιλις, πρωτοπαρουσιάζεται στο ποιητικό στερέωμα ο ιατρός -χειρούργος στην ειδικότητα- Πανταζής Ι. Φύσσας από τις εκδόσεις Στοχαστής. «Ιαλάπη” νεότερο βοτανικό γένος των νυκταγινιδών φυτών, επίσης η ρίζα του φυτού ιπομοία», διαβάζουμε στο μεγάλο λεξικό της ελληνικής γλώσσας του Δημητράκου. Και πράγματι, τα σαράντα επτά εν συνόλω ποιήματα του βιβλίου είναι θαυμάσια ποιητικά διαμαντάκια, δραστικά καθαρτήρια στις δύσκολες, οικονομικά, κοινωνικά, πολιτιστικά εποχές που διανύουμε. Σεμνός όσον αφορά την καλλιτεχνική του παρουσία και φειδωλός όπως διακρίνουμε στον ποιητικό του λόγο, ο ποιητής, στο χρονικό διάστημα των σαράντα πέντε ετών της συγγραφικής του δημιουργίας, συνέθεσε, ή σίγουρα μας παρέδωσε αποτυπωμένα μόλις σαράντα επτά ποιητικές συνθέσεις που αποτελούν τη συλλογή. Ένα ποίημα το χρόνο περίπου. Είναι προφανές ότι κίνητρό του δεν είναι η δημόσια προβολή, η επιτηδευμένη αναγόρευση του σε ποιητή. Άλλο κοινωνικό ρόλο επέλεξε να κατακτήσει μέσα στην κοινωνία. Όμως, η άψογη χρήση της ελληνικής γλώσσας που χρησιμοποιεί, η συμμετρία των εικονικών αναπαραστάσεων της μνήμης που υιοθετεί, η υπολογισμένη διάχυση του συναισθήματος μέσα στο ποιητικό σώμα, ο ρυθμικός τονισμός της γλώσσας, οι φιλοσοφικοί του αυτοστοχασμοί, έτσι όπως οι καθαρές του ποιητικές προτάσεις αποτυπώνουν, το συνεχές εσωτερικό παιχνίδι των νοηματικών υπαινιγμών, η διακριτική ένθεση σκέψεων και λόγων από άλλους δημιουργούς, ή η χρησιμοποίηση αυτούσιων λέξεων (αγλαόν φάος) που όμως δεν ξενίζουν, ή ακόμα, η πετυχημένη ανάπλαση στίχων, όπως γίνεται με τον Σεφέρη, που δεν αποκλίνουν από τον πρωτογενή στόχο της αναφοράς, η απαλή κατανυκτική ατμόσφαιρα ορισμένων ποιημάτων, οι εύστοχοι τίτλοι των ποιητικών συνθέσεων, μας αποκαλύπτουν μια ρωμαλέα, ευαίσθητη και σημαντική ποιητική φωνή. Στα μέσα της δεκαετίας του 1960 συνθέτει τα περισσότερα (είκοσι επτά) από τα ποιήματα της συλλογής. Ακολουθεί η δεκαετία του 1970 με (εννέα), αυτή του 1980 με (δύο), η δεκαετία του 1990 με (ένα) και τέλος αυτή του 2000 μέχρι το 2008 με τις υπόλοιπες (οκτώ) ποιητικές μονάδες. Η πλειονότητα των ποιημάτων (τριάντα έξι) γράφτηκαν στην Αθήνα, (δύο) στο εξωτερικό, από (ένα) στη Σύρο και τη Βοιωτία και τα υπόλοιπα σε διάφορα άλλα μέρη της Ελλάδας. Οι δύο κύριοι άξονες που συστρέφεται ο ποιητικός του λόγος, είναι αυτός του χρόνου, και του χώρου. Όχι κατ' ανάγκη ο γενέθλιος. Η φυσική τοποθεσία, με ότι αυτό στον ατομικό βιωματικό ιστορικό χρόνο συνεπάγεται, παίζει σημαντικό ρόλο στο σύνολο των ποιητικών του συνθέσεων. Η εμπνευστική παρουσία του τοπίου -αστικού ή υπαίθριου, σύγχρονου ή αρχαίου- που «η φευγαλέα μνήμη» αποτυπώνει πολλές φορές με «κάποια λόγια μας ανώφελα» προσφέρει τη δυνατότητα στο ποιητικό υποκείμενο να ξεδιπλώσει με άνεση και σιγουριά τις αφετηριακές βάσεις της ποίησης του, καθώς και τη γλωσσική ευκρίνεια της ποιητικής του υφής. Το φυσικό τοπίο στο έργο του Φύσσα συνδηλώνει από τη μία τη βιοτική κίνηση και εμπειρία των διαφόρων προσώπων -στον ατομικό ή συλλογικό χρόνο- που συναναστράφηκε στη διάρκεια του βίου του, και τις επιμέρους ενέργειες και εκδηλώσεις τους, έτσι όπως η μελαγχολική και νοσταλγική συνήθως ματιά του εικονογραφεί, και από την άλλη τη δραματοποιημένη ωριμότητα της ποιητικής του σκηνοθετικής ευτοπίας. Ο ποιητής καθώς πλησιάζει, (γεννήθηκε το 1931) «εκεί που ο καλπασμός του χρόνου σταματάει», σε ανυπαρξίας προθάλαμο, ανοίγει μια ουσιαστική σιγαλόφωνη συνομιλία με την ψυχή του, όπως συχνά γράφει. Αναρωτιέται όχι τόσο για τα πριν αλλά για το μετά. Για το πού η εμπειρία της ζωής οδηγεί. Η σκέψη του ρέπει προς την απαισιοδοξία, καθώς η ποιητική του φωνή διαθλάται μέσα σε ένα πλαίσιο ερωτηματικά νοσταλγικό. Υπάρχουν στιγμές που ο υπαρξιακός του μηδενισμός φουσκώνει και πλημμυρίζει την ποιητική σύνθεση. Μια Καβαφική υπολογισμένη ειρωνεία υποσκάπτει το ποιητικό αποτέλεσμα. Χωρίς όμως να καταστρέφει την αισθητική του ισορροπία, τη μορφική του αρτιμέλεια. Άλλες πάλι φορές μια Σεφερική αισθησιακή ηρεμία βασιλεύει στον έρημο χώρο που κινείται ο ποιητής, καθώς γύρω απ' αυτόν η ζωή σφύζει από νεανική ζωντάνια και νέα όνειρα. Ποτέ όμως δεν παρατηρείται ένας εξοντωτικός συγκρουσιακός συναισθηματισμός. Ο μετρικός τόνος συνυπάρχει με τον λεκτικό, συνοδοιπορούν στο βασικό στόχο του ποιητή που είναι η όσον το δυνατόν πληρέστερη διαύγεια του ποιητικού συναισθήματος. Ο λόγος του ακούγεται ήρεμος, τρυφερός, μετρημένος, αλλά και ενίοτε αυτοσαρκαστικός. Το ύφος του σταθερά στωικό. Με λέξεις καθάριες και βατές, μας αυτοπαρουσιάζεται μέσα από τις διάφορες «μορφές που ξεθωριάζουν σε θαμπούς καθρέφτες», τώρα που η ζωή του κυλά ανελέητα χωρίς επιστροφή. Χωρίς αισθησιακούς σπινθηρισμούς. Σαν η εκ βαθέων αυτή εξομολόγηση του να είναι μια ποιητική αντιπροσφορά στην επερχόμενη ακινησία της μνήμης.

*Ο Γιώργος Μπαλούρδος είναι συγγραφέας

  • Η ΑΥΓΗ: 29/11/2009

Στην οθόνη του ποιήματος


  • Η ΑΥΓΗ: 29/11/2009
  • ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΠΛΑΝΑ*
  • BERTIL MALMBERG, Ταξιδεύοντας διαφορετικά – Επιλογή ποιημάτων, Επιμέλεια-Εισαγωγή-Μετάφραση: Βασίλης Παπαγεωργίου, Πρόλογος: Peter Luthersson. Εκδόσεις Οδός Πανός, σελ. 80

«Το πιο ωραίο που μπορώ να επικαλεστώ αναφορικά με τις προθέσεις μου, δίχως να αισθάνομαι άσχημα, είναι η θέλησή μου να εκφράζομαι με ευκρίνεια και ακρίβεια, Όταν το καταφέρνει κανείς αυτό αισθάνεται ανακούφιση και απελευθερώνεται».

Οι δύο αυτές προτάσεις θα μπορούσαν κάλλιστα ν' ανήκουν σ' έναν σημαντικό φυσικό ή μαθηματικό· στον Bohr -ας πούμε- αφού ο Einstein είχε συνηθίσει τους Ευρωπαίους και τους Αμερικανούς σε παρόμοιους λεκτικούς αιφνιδιασμούς. Πραγματικά, οι λέξεις «ανακούφιση και «απελευθερώνεται» έρχονται να διαταράξουν την αποφασιστικότητα της πρώτης πρότασης. Εκτός αν καταφύγουμε σ' εκείνο το «αίσθημα της ορθολογικότητας», για το οποίο τόσο καίρια μίλησε ο William James. Η ευκρίνεια και η ακρίβεια αποτελούν αντικείμενα του επιστημονικού και φιλοσοφικού πόθου. Παράγουν ωστόσο ένα αίσθημα ολοκλήρωσης και ανάπαυσης στη νωθρή αληθοφάνειά τους. Έχει και η επιστήμη την ψυχολογική της διάσταση, που εκτείνεται αριστερά ερωτοτροπώντας με τα αιτήματα της ποίησης. Γιατί, όχι σπάνια, η ευκρίνεια και η ακρίβεια προβάλλονται ως σημαντικότατες αρετές του ποιητικού λόγου.

Ως κατεξοχήν αρετές τις προβάλει ο Σουηδός ποιητής Μπέρτιλ Μάλμπεργκ (1889-1958), στον οποίον ανήκουν τα λόγια της αρχής, και τον οποίον μπορούμε να γνωρίσουμε πολύ σύντομα, αλλά ουσιαστικά, στη μικρή επιλογή τού Βασίλη Παπαγεωργίου. Και είναι πολύ αυτό το λίγο, γιατί μέσα σε λιγότερες από 80 σελίδες, ο Σουηδός ποιητής πτυχώνει τον λόγο με θαυμάσιες στοχαστικές κινήσεις.

Ο Bertil Malmberg υπήρξε προσωπικότητα οριακή. Γεννημένος το 1889, εμφανίστηκε στα γράμματα της χωράς του, το 1908, με το βιβλίο Φωτιές, που περιλάμβανε ποιήματα με παραδοσιακή τεχνική και μεταφυσική θεματική. Ο θάνατος και η συνεχής παρουσία του στη ζωή χαρακτήρισαν από την αρχή την ποίησή του, η οποία κατέγραφε συνεχώς τις αθέατες σχέσεις των υλικών και πνευματικών όντων που πλαισιώνουν την ανθρώπινη ύπαρξη. Μέχρι το 1948, τα ποιήματά του ακολουθούν παραδοσιακές τεχνικές και ο ίδιος ακολουθεί τον δύσβατο δρόμο μιας ζωής μοναχικής, αριστοκρατικής από πνευματική άποψη, στηριγμένης σε εκλεκτικές συγγένειες με τους Γερμανούς ρομαντικούς και τους Γάλλους συμβολιστές, και βυθισμένης στα ναρκωτικά και το αλκοόλ. Η καταγωγή της ιδιοφυίας του δεδομένη: Baudelaire - Hölderlin - ηπειρωτικός υπαρξισμός. Η γλώσσα του οριακή, όπως και η ζωή του, αν και ο λυρισμός του παραμένει παραδοσιακός.

Ξαφνικά, στα 1948, μετά από ένα εγκεφαλικό επεισόδιο, η πνευματικότητά του στρέφεται προς τον ελεύθερο στίχο. Η εμπειρία της επαφής με τον θάνατο και, οπωσδήποτε, η εμπειρία των τεχνητών παραδείσων των ναρκωτικών και του αλκοόλ, πρόβαλε εκφραστικά αιτήματα, που δεν ήταν δυνατόν να ικανοποιηθούν από τον ήδη τυποποιημένο στίχο του Fin de siècle. Ο αισθητισμός, ως τελευταίο καταφύγιο του τρομαγμένου από την ανερχόμενη κοινωνική λογική της αγοράς ρομαντισμού, είχε επεξεργαστεί ένα σύστημα αισθητικών προδιαγραφών τόσο απαιτητικό, ώστε οι ποιητές που επέμεναν στον παραδοσιακό στίχο να βυθίζονται σε μια λεπτή ειρωνεία, η οποία τους έλυνε αρκετά τεχνικά προβλήματα, αλλά αφαιρούσε κάθε ζωντάνια από το ποίημα. Παιδί του τέλους του 19ου αιώνα ο Malmberg, χαρακτηριστικά αριστοκρατικός και décadenciste, θα κατορθώσει να αποδεσμευτεί από ένα ολόκληρο έργο (δέκα εξαιρετικά βιβλία) που τον είχε φέρει στην πρώτη γραμμή της σουηδικής ποίησης, και να δημιουργήσει ένα καινούργιο, μοντερνιστικό έργο, το οποίο πυροδότησε μια σχολή εσωτερικής, μυστικής ή μεταφυσικής γραφής: την σημαντική για την εξέλιξη της σουηδικής ποίησης γενιά του 1940. Φυσικά, πριν από το νέο αυτό έργο, είχε δημιουργηθεί ο νέος ποιητής, κληρονομώντας από τον παλιό, ό,τι δυναμικότερο: την εκφραστική τόλμη, τη λεπτή παρατήρηση, την τέλεια οργάνωση του λόγου, το μεταφυσικό βάθος και την υπαρξιστική διαχείριση των επίμονων θεμάτων του θανάτου, του τρόμου, της μόνωσης. Άλλωστε, φαίνεται πως η ρωγμή που έθραυσε το προσωπείο του ποιητή, για να φανερώσει έναν ποιητή, είχε σχέση με την αδυναμία του παραδοσιακού στίχου να προχωρήσει αρκετά βαθιά.

Το αποτέλεσμα δικαίωσε την ισχυρή ποιητική ιδιοσυγκρασία του. Η ποίηση που θα γράψει στο εξής, θα έχει ισχυρά μοντερνιστικά χαρακτηριστικά, τα οποία της επιτρέπουν να φτάνει απρόσκοπτα μέχρι τον σημερινό αναγνώστη, όσο τουλάχιστον φτάνουν οι κινηματογραφικές ταινίες του Ingmar Bergman. Αξίζει να σημειωθεί πως το κλίμα της ποίησης του Malmberg αδικείται όταν χαρακτηρίζεται ονειρικό, όπως συμβαίνει συχνά στις παρουσιάσεις του βιβλίου του για παιδιά Ake och hans värld (Ο Όκε και ο κόσμος του). Ονειρικό είναι μόνο το υλικό του, ακριβώς με την ίδια έννοια που είναι ονειρικό το υλικό της Έβδομης Σφραγίδας του Bergman. Η παρουσίασή του είναι σχεδόν αμιγώς κινηματογραφική, και μάλιστα με επιδέξια κίνηση της κάμερας σε αντικειμενικά πλάνα. Από εδώ και η ακρίβεια, η ευκρίνεια, που επιδίωκε. Άλλωστε ο Malmberg υπήρξε εξαίρετος σεναριογράφος.

Στο ποίημα ΑΚΡΟΑΤΗΣ ΡΑΔΙΟΦΩΝΟΥ (σελ. 27) -το οποίο ο Παπαγεωργίου έχει μεταφέρει στα ελληνικά με τρόπο που θα ορκιζόταν κανείς πως δεν είναι μετάφραση- μπορούμε να δούμε καθαρά αυτήν την κινηματογραφική παρουσίαση.

Όταν άκουσε τις ειδήσεις

για το Άουσβιτς

που έφταναν παταγωδώς από τον Άδη -

τότε ρίγησε

ο Ηλιογάβαλος, ο νεαρός Σύριος,

που άκουγε μαζί με τη μητέρα του.

«Περισσότερα!» βόγκηξε

και χτύπησε το πάτωμα με το πόδι:

το ανίσχυρο σκιώδες πόδι...

Δυστυχώς ο χώρος δεν επιτρέπει να δούμε ένα πιθανό découpage αυτού του μικρού σεναρίου -αρκετά καβαφικού, όπως σημειώνει ο μεταφραστής- αλλά μπορούμε να στρέψουμε την προσοχή μας, για μια στιγμή, στο τελευταίο πλάνο. Το κύριο πρόσωπο του ποιήματος δεν χτυπά το πόδι στο πάτωμα, αλλά το πάτωμα με το πόδι. Αυτή η λεπτή διάκριση γίνεται με την στροφή της κάμερας στο πάτωμα. Το πόδι μπαίνει στο πλάνο μετά. Στην αρχή, σαν ένα οποιοδήποτε πόδι που προτίθεται να χτυπήσει το έδαφος. Ύστερα το χτυπά και τότε ο φακός μάς αφήνει να δούμε -στο σημείο της κρούσης- ένα ανίσχυρο σκιώδες πόδι. Από αυτήν την κίνηση στην οθόνη του ποιήματος προκύπτει η ηθική διάστασή του, χωρίς καμία λεκτική ηθική συνεισφορά. Με διαύγεια και ακρίβεια. Και μια και το έφερε ο λόγος, δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε πως η τεχνική του συγκεκριμένου ποιήματος θα μπορούσε να στρέψει την προσοχή μας σε μιαν αδιερεύνητη πλευρά του καβαφικού έργου: την εικόνα.

Άλλα, πραγματικά συναρπαστικά ποιήματα, όπως Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΤΑΙ ΤΟΝ ΣΑΤΑΝΑ (σσ. 22-24), ΑΠΟΠΛΗΚΤΟΣ (σσ. 31-33) και Ο ΠΟΙΗΤΗΣ (σσ. 36-37) είναι μια ελάχιστη ματιά σ' ένα σπουδαίο έργο, που αξίζει να μας δοθεί απλόχερα. Στο μέτρο των αντοχών του Βασίλη Παπαγεωργίου, δηλαδή, ο οποίος μάχεται χρόνια τώρα για τη δημιουργία μιας στενής σχέσης ανάμεσα στην ελληνική και τη σουηδική λογοτεχνία, μεταφράζοντας και στις δύο γλώσσες.

*Ο Γιώργος Μπλάνας είναι ποιητής

Γιάννης Ρίτσος 100 χρόνια

  • Η ΑΥΓΗ: 29/11/2009

Ο ποιητής μέσα από στίχους του [1]

  • Γιάννης Π. Τζήκας*

Είπε: «Να λες: ουρανός· κι ας μην είναι». «Φύτεψε ένα δέντρο, το μεγάλωσε. Κι ό,τι κι αν έγινε δε γύρισε πίσω»…Νεαρό ποιητή τον προσφώνησε ο Παλαμάς: «Όρθρος καθαράς αυγής φέρνει την ημέρα/ γρήγορο αργοφλοίβισμα της γαλάζιας πλάσης/ παραμερίζω ποιητή για να περάσεις».

Γιάννης Ρίτσος, ο σύντροφος που σπούδασε, «ιστορία του παρελθόντος και του μέλλοντος στη σύγχρονη σχολή του Αγώνα» μαζί με τους ανθρώπους, τους πόθους και τα πάθη τους. Επάγγελμά του: η τεχνουργία των λέξεων, ποιητής, «απαρηγόρητος παρηγορητής του κόσμου». Πλούτισε «τον κόσμο με μόχθο κι εγκαρτέρηση».

Αν κάποιος θα ήθελε να διαβάσει την ιστορία του αιώνα που μας πέρασε, θα την έβρισκε ακέρια στην ποίηση του Ρίτσου: στα ποιήματα που την κατέγραψαν σα χρονικό, στα εγερτήρια άσματα, σε ύμνους ηρώων και ελεγεία, στην μεταπλασμένη ποιητικά βιογραφία του, εγκατεσπαρμένη σε ποικίλες συνθέσεις. Κι ακόμα πιο βαθιά στο εσωτερικό οδοιπορικό του ποιητή, που το αποτύπωνε μέρα τη μέρα με σαφήνεια ή υπαινικτικά. Υπαινικτικά όπως: «Πίσω απ΄τα χρυσά βουνά, λιοκαμένο παλικάρι/ κόκκινο σου αγόρασα πουκάμισο, κόκκινα παπούτσια στο παζάρι./ Το άλογο έφυγε στη θάλασσα, ο ήλιος κόπηκε στη μέση - / τώρα τα χρυσά, τώρα τα κόκκινα, ποιος θα τα φορέσει;»

Ο ποιητής, ο σύντροφος, ο άνθρωπος Γιάννης Ρίτσος που «Απ’ την πληγή του κοίταξε του κόσμου την πληγή» και που παρ’ όλες τις πληγές «έχτιζε» για την αιωνιότητα για το δίκιο και τη θλιμμένη ομορφιά του κόσμου. «Αυτά που χάθηκαν/ αυτά που δεν ήρθαν/ μην τα κλαις./ Αυτά που τα ‘χες/ και δεν τα ‘δωσες/ να κλαις)»… Κι αυτός έδωσε απλόχερα. «Εκείνα που μαζεύεις στο σεντούκι σου, στο θάνατο πάνε. Εκείνα που χαρίζεις, πάνε στη ζωή.»…Κι αυτός δε μάζεψε στο σεντούκι του, μας χάρισε ποτάμια και ωκεανούς.

Ασπίδα η ποίησή του, «ωραία ασπίδα, πιο ωραία ακόμα κι απ’ του Αχιλλέα» και για κείνον «Το ποίημα είναι/ το αρνητικό της σιωπής./ Μια μέρα/ μέσα στο οξύ των λέξεων εμφανίζεται/ το πρόσωπό της./ Τα μάτια της διόλου κλαμένα./ Τα τρία διαμαντάκια/ ασάλευτα απαστράπτοντα/ καρφωμένα στο στήθος της./ Ω ανήμπορο ποίημα/ ανήμπορο ανήμπορο/ ατελέσφορο./ Οι νεκροί δεν ανασταίνονται./ Υπάρχουν.».

Ο ποιητής έγραφε έγραφε ακατάπαυστα «από ανάγκη», αλλά ποιητής ήταν και όταν δεν έγραφε. Και δε θα ψάξουμε πολύ για να τον βρούμε, μας λέει: «Πίσω από απλά πράγματα κρύβομαι…/ κι αν δεν με βρείτε, θα βρείτε τα πράγματα./ θ’ αγγίξετε εκείνα που άγγιξε το χέρι μου,/ θα σμίξουνε τα χνάρια των χεριών μας». Στα απλά, καθημερινά της ζωής θα τον βρούμε, και θα ‘ναι μακρύς μακρύς ο δρόμος μας ώσπου να πούμε όπως αυτός: «Και να, αδερφέ μου, που μάθαμε να κουβεντιάζουμε ήσυχα ήσυχα κι απλά…Καταλαβαινόμαστε τώρα, δε χρειάζονται περσότερα…».

Εμείς οι δάσκαλοι γνωρίζουμε καλά και την «παιδική» πλευρά του μεγάλου ποιητή, καθώς απ’ τη Μεταπολίτευση και μετά στα βιβλία της Γλώσσας του Δημοτικού πάντα υπήρχαν ποιήματά του: «Δύσκολα είναι, κοριτσάκι,/στην αρχή./Τι να πεις, δεν ξέρεις./ Δύσκολα είναι στην αρχή./ Γιατί δεν είναι, κοριτσάκι,/να μάθεις μόνο/εκείνο που είσαι,/ εκείνο που έχεις γίνει./ Είναι να γίνεις/ ό,τι ζητάει/ η ευτυχία του κόσμου,/ είναι να φτιάχνεις,/ κοριτσάκι,/ την ευτυχία του κόσμου./ Άλλη χαρά δεν είναι πιο μεγάλη/ απ’ τη χαρά που δίνεις./ Να το θυμάσαι, κοριτσάκι». Ή το άλλο που οι καλοί συνάδελφοι στο 132ο Δημοτικό Σχολείο Αθήνας (Γκράβα), στο πλαίσιο διαπολιτισμικού προγράμματος, το έκαναν καθημερινή πρωινή προσευχή: «Καλέ θεούλη, εμείς είμαστε καλά. Κάνε καλέ θεούλη, νάχουν όλα τα παιδάκια ένα ποταμάκι γάλα, μπόλικα αστεράκια, μπόλικα τραγούδια. Κάνε καλέ θεούλη, νάναι όλοι καλά έτσι που κι εμείς να μη ντρεπόμαστε για τη χαρά μας».

Για το Ρίτσο «Την πρώτη και την τελευταία λέξη/ την είπαν ο έρωτας και η επανάσταση./ Όλη του τη σιωπή την είπε η ποίηση». Ο Γιάννης Ρίτσος εξεγειρόταν σε όλη του τη ζωή κατά της αδικίας, με τον γόνιμο τρόπο του ανυπότακτου, του αριστερού, του κομουνιστή. Ανυπότακτος ακόμα και σε κείνα τα πέτρινα χρόνια, όπου: «Κάνεις να σκύψεις στο τραπέζι, αίμα στο πιάτο./ Κάνεις να πιάσεις την πόρτα/ αίμα στα σανίδια./ Κάνεις να βγάλεις μια φωνή, βγαίνει αίμα».

Η Επανάσταση και ο Έρωτας ήταν συνυφασμένα με την ποίησή του: «Ανάμεσα σε τόσες νύχτες, τόσους βράχους, τόσους σκοτωμένους/ εσύ Επανάσταση μας άνοιξες φαρδιές λεωφόρους/ για μια πανανθρώπινη συνάντηση/ Αν τίποτ’ άλλο δεν κερδίσαμε, μάθαμε τουλάχιστον πως αύριο θα συναντηθούμε».

«Καθένας μονάχος πορεύεται στον έρωτα, μονάχος στη δόξα και στο θάνατο».

Θα τον θυμόμαστε γιατί αγάπησε τον κόσμο και την ποίηση. Γιατί ευλόγησε τον έρωτα, την ομορφιά, την επανάσταση. Γιατί ο Κόσμος θα ήταν πολύ πιο σκληρός, πιο άδικος και πιο απελπισμένος χωρίς τους ποιητές, χωρίς τον Γιάννη Ρίτσο.

1 Το κείμενο διαβάστηκε στην εκδήλωση που διοργάνωσε ο Σύλλογος Εκπαιδευτικών Π.Ε. νομού Μαγνησίας στις 17-6-09 για να τιμήσει τα 100χρονα του Γιάννη Ρίτσου.

Γλωσσικές περιπέτειες

  • Το Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας. Ιστορία των Λέξεων, το νέο έργο του διακεκριμένου γλωσσολόγου, 1.720 σελίδων, μόλις κυκλοφόρησε από το Κέντρο Λεξικολογίας

του ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗ | ΤΟ ΒΗΜΑ, Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2009

Εργο τού γλωσσολόγου-ετυμολόγου είναι να ερευνήσει, να ερμηνεύσει και να ανασυστήσει την προέλευση τής μορφής και τής σημασίας κάθε λέξης. Είναι μια ιδιαίτερα επίπονη όσο και ελκυστική επιστημονική προσπάθεια, μια περιπλάνηση με τελικό σκοπό την αναζήτηση τής ρίζας τής λέξης μέσα από τις μαρτυρίες ομοειδών λέξεων από άλλες συγγενείς γλώσσες κι από την ίδια τη γλώσσα, μια περιπλάνηση συχνά από δρόμους δύσβατους, χαμένους μέσα στον χρόνο, ακολουθώντας τα ίχνη μεταβολών που έχουν επέλθει στη φθογγική σύσταση, τη γραμματική δομή και τη σημασία τής λέξης.

Σε αυτή τη δημιουργική περιπλάνηση ο ετυμολόγος δεν πορεύεται αυθαίρετα, χωρίς πυξίδα. Η γλωσσική επιστήμη, μέσα από την έρευνα πολλών χρόνων, έχει καθορίσει τη μεθοδολογία επανασύνθεσης (reconstruction) και ερμηνείας τής μορφής και, πιο δύσκολα- λόγω τής ρευστότητάς της και των ποικίλων εξωγλωσσικών συνθηκών-, τής σημασίας των λέξεων. Ετσι ελέγχεται επιστημονικά και η αποδοχή ή μη μιας ετυμολογικής ερμηνείας.

Αμιγώς Ετυμολογικό Λεξικό για την προέλευση των λέξεων τής Νέας Ελληνικής έχουμε μόνο το Λεξικό τού αείμνηστου καθηγητή τής γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, τού Νικολάου Ανδριώτη (σε 3η μεταθανάτια έκδοση τού 1983) και το ημιτελές (μέχρι και το γράμμα Π) ετυμολογικό Λεξικό τού Κωνσταντίνου Δαγκίτση (1978-1984). Περισσότερο έχουμε ερμηνευτικά λεξικά που περιλαμβάνουν και ετυμολογία, στηριγμένη σε επιστημονικά δεδομένα. Τέτοια είναι κυρίως: α) Το ημιτελές (μέχρι το Δ) Ιστορικόν Λεξικόν τής τε Κοινής και των ιδιωμάτων, το γνωστό ως Λεξικό τής Ακαδημίας Αθηνών, το πρώτο που καθιέρωσε την επιστημονική ετυμολόγηση των λέξεων τής Νέας Ελληνικής. β) Το Λεξικό τής Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας τού καθηγητή Εμμ. Κριαρά· γ) Το Λεξικό τής Νέας Ελληνικής Γλώσσας τού γράφοντος, το οποίο περιλαμβάνει συστηματική επιστημονική ετυμολογία όλων των λημμάτων τής Νέας Ελληνικής. δ) Το Λεξικό τής Κοινής Νεοελληνικής τού Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη, που περιλαμβάνει επιστημονική ετυμολογία των νεοελληνικής προελεύσεως λέξεων.

Η ταυτότητα και η πληρότητα

Αυτό που ξεχωρίζει αυτομάτως το άρτι εκδοθέν Ετυμολογικό Λεξικό τής Νέας Ελληνικής είναι η πληρότητα τού περιεχομένου του. Για πρώτη φορά σ΄ ένα ειδικό ετυμολογικό λεξικό ετυμολογούνται συστηματικά καιόσες λέξεις είναι αρχαίας ή μεσαιωνικής προελεύσεως. Ετσι, ο αναγνώστης έχει πληροφορίες για την ετυμολογική προέλευση όλων των λέξεων τής Νέας Ελληνικής, χωρίς να χρειάζεται να ανατρέξει σε δυσεύρετα και συχνά δυσνόητα για τον μη ειδικό ετυμολογικά λεξικά των παλαιοτέρων περιόδων τής Ελληνικής.

Ο,τι αποτελεί κατεξοχήν την «ταυτότητα» αυτού τού Λεξικού είναι η διάρθρωσή του σε δύο άξονες: α) στον ιστορικοσυγκριτικό άξονα· εξετάζεται η ετυμολογική προέλευση και η σχέση κάθε λέξης με ομόρριζα άλλων συγγενών γλωσσών. Στον άξονα αυτόν ο λεξιλογικός θησαυρός τής Ελληνικής τοποθετείται στον ευρύτερο εκφραστικό στίβο τής Ευρώπης και τού ευρωπαϊκού πολιτισμού, και β) στον διαχρονικό- συγχρονικό άξονα· εξετάζεται η ετυμολογική σύνδεση τής λέξης με άλλες ελληνικές λέξεις, με τα ομόρριζα, τα παράγωγα και τα σύνθετα κάθε λέξης, κατά τρόπο που να φαίνεται ανάγλυφα η οργάνωση τού λεξιλογίου τής Ελληνικής κατά ετυμολογικές οικογένειες. Αυτή η διπλή διάρθρωση τής ετυμολογίας συνιστά, στην πράξη, μια ολιστική θεώρηση και μαζί μια πρόταση για τη μελέτη τής ετυμολογίας αλλά και για τη σύνταξη σύγχρονων ετυμολογικών λεξικών κάθε γλώσσας. Επίσης είναι φανερό ότι αυτή η θεώρηση τής ετυμολογίας δίνει τη δυνατότητα να αξιοποιηθεί δημιουργικά και ελκυστικά η ετυμολογία στη διδασκαλία τής Ελληνικής.

Στην εξερεύνηση των φανερών αλλά και των αφανών αρμών που συνδέουν μεταξύ τους ετυμολογικά τις λέξεις στον ιστορικοσυγκριτικό άξονα, ο αναγνώστης έκπληκτος παρακολουθεί σε κάθε σχεδόν λήμμα το εννοιολογικό-σημασιολογικό νήμα που συνδέει λέξεις, όπως:βίος- ζωή - υγιής, γελώ- γαλήνη- γλήνηαλλά και αγγλ. clean και γερμ. klein, έδεσμα- δόντι- οδύνη- ωδίνες αλλά και αγγλ. eat και γερμ. essen και ισπαν. comer, έπομαι- οπαδός και γαλλ. suivre, αγγλ. second, γαλλ. societe, αγγλ. society, έχω- έξη- σχέση- σχεδόν- σχήμα- εξής- οχυρός, άφιξη εφικτός- ικανός- ικέτης- καθήκον προίκα, κείμαι- κοίτη- κοιτώνας- κοιτάζω- κοιμούμαι- κειμήλιο αλλά και αγγλ. city, civil, κύηση- κύμα- κύρος - κύριος- έγκυος- κοίλος, αλλά και αγγλ. caveκ.τ.ό.!

Παραλλήλως, στον διαχρονικό -συγχρονικό άξονα, δηλαδή στα ετυμολογικά πεδία, αναδεικνύονται όλος ο εκφραστικός πλούτος αλλά και η σημασιολογική διάχυση μιας λέξης μέσα από τα παράγωγα και τα σύνθετά της. Ετσι λ.χ. στο ετυμολογικό πεδίο τού λήμματος πόλεμος έχουν ενταχθεί τα παράγωγα πολεμ-ικός, πολέμ-ιος, πολεμ-ώ, πολεμ-ίστρα, καθώς και τα σύνθετα από πολεμο-(πολεμο-χαρής, πολεμο-κάπηλος, πολε- μο-παθής κ.ά.) και σε-πόλεμος (εμπόλεμος, πετρο-πόλεμος, εμπειροπόλεμος κ.ά.),-πολεμώ (-πολέμηση) (κατα-πολεμώ, κατα-πολέμηση κ.ά.). Η επικοινωνιακή βαρύτητα

Το Ετυμολογικό Λεξικό δεν είναι απλή ξηρή πληροφόρηση για την προέλευση των λέξεων. Είναι ένα «σκάψιμο», μια διερεύνηση σε ό,τι υπάρχει γύρω από την προέλευση τής λέξης και ό,τι φωτίζει τη μορφή και τη σημασία της. Είναι, τρόπον τινά, η ανίχνευση τήςιστορίας τής λέξης, που εφόσον πρόκειται για αρχαίας προελεύσεως λέξη γίνεται με παράδειγμα και παραπομπή. Δοθέντος δε ότι οι αρχαίας προελεύσεως νεοελληνικές λέξεις είναι ένα τεράστιο πλήθος, η αρχαία ή αρχαιότερη σωζόμενη μνεία είναι ιδιαίτερα διαφωτιστική. Οπου επιτρέπουν τα δεδομένα και επιβάλλει η «επικοινωνιακή βαρύτητα» τής λέξης, επιδιώξαμε και μια πιο αναλυτική εξιστόρηση τής σημασιολογικής πορείας τής λέξης.

Ετσι, στο λήμμαπρόσωποσημειώνουμε:

Εκτός από την αρχική κοινή σημ. «εμπρός μέρος τού κεφαλιού,όψη», η λ.απέκτησε κατά την Αρχαιότητα τη σημ. «προσωπείο, προσωπίδα» και δήλωνε τους προσωπιδοφόρους ηθοποιούς ή κωμαστές (πβ. Δημοσθ. Περίπαραπρ.287.ος εν ταις πομπαίς άνευ του προσώπου κωμάζει). Ως εκ τούτου,κατά την ελληνιστική εποχή η λ. αναφερόταν επίσης στους χαρακτήρες θεατρικών ή λογοτεχνικών έργων (πβ. Πολυβ. Ιστ. 8.11.5: ουδείς αν επέσχε συν καιρώ ποιήσασθαι μετάβασιν επί το της Ελλάδος όνομα και πρόσωπον) και κατέληξε στη σημ. «άνθρωπος, άτομο» (Κ.Δ. Επιστ. Ιούδα 16: και το στόμα αυτών λαλεί υπέρογκα, θαυμάζοντες πρόσωπα ωφελείας χάριν). Στους μεταγενέστερους γραμματικούς πρωτοαπαντά επίσης η χρήση τής λ. πρόσωπονως γραμματικού όρου (πβ. Απολλων. Δυσκ. Περί αντων.

2.1,1.11:θέματα δε ίδια κατά αριθμόν και πρόσωπον και πτώσιν).

Ενα ετυμολογικό λεξικό που εξ ορισμού απεικονίζει την περιπέτεια των λέξεων μιας γλώσσας πρέπει, πέρα από την έγκυρη πληροφορία, να προσελκύει τον αναγνώστη να το διαβάσει και να μπορεί εύκολα να το κατανοήσει. Ετσι προχωρήσαμε στον εμπλουτισμό τού Λεξικού με πλήθος ποικίλων Σχολίων, ώστε να διαβάζεται και να μην αποτελεί απλώς βιβλίο αναφοράς και ευκαιριακής αναζήτησης πληροφοριών. Π.χ. στο λήμμα πατάτα υπάρχει το εξής σχόλιο:

Η πατάτα προέρχεται από τη Ν. Αμερική. Οι Ισπανοί κατακτητές έφεραν στην Ευρώπη το φυτό τού οποίου οι καρποί αποτελούσαν βασική τροφή των Ινκας και μαζί με αυτό την ονομασία patata, με την οποία τη γνωρίζουμε σήμερα. Ωστόσο, πριν καθιερωθεί η λ. πατάτα στα Ελληνικά, το φυτό και ο καρπός του είχε ονομαστεί από τους λογίους ήδη από τις αρχές τού 19ου αιώναγεώμηλον, δηλ. «μήλο τής γης», αποδίδοντας έτσι στα Ελληνικά τη γαλλική ονομασία τού φυτού pomme de terre. κ.λπ. κ.λπ.

Στον ίδιο σκοπό αποβλέπουν και οι ένθετοι ετυμολογικοί Πίνακες με συγκεντρωτικές πληροφορίες για την προέλευση ορισμένων κατηγοριών λέξεων, π.χ. λέξεων από την Αγγλική, τη Γαλλική, την Τουρκική κ.λπ., λέξεων από κύρια ονόματα, εξελληνισμένων ξένων λέξεων κ.λπ. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον (για την ιστορία τής Ελληνικής και όχι μόνον) έχει η συγκέντρωση των αντιδανείων, λέξεων που από την Ελληνική πέρασαν σε ξένη γλώσσα, για να ξαναγυρίσουν πάλι στα Ελληνικά με την ίδια ή άλλη σημασία.

Το Ετυμολογικό Λεξικό είναι πηγή για την καλύτερη γνώση τής ελληνικής γλώσσας, για τη διδασκαλία τής Ελληνικής στο Σχολείο (ρίζες λέξεων - οικογένειες λέξεων- παράγωγα ή σύνθετα), για την ορθογραφία τής Ελληνικής, για την ιστορία τής ελληνικής γλώσσας, για τον ελληνικό πολιτισμό, για τη σχέση τής Ελληνικής με τις άλλες γλώσσες (δάνεια- αντιδάνεια- ελληνογενείς λέξεις- σχέση με Τουρκική, Ιταλική, Γαλλική, Αγγλική, Σλαβικές γλώσσες κ.ά.).

Γενικά, ένα ετυμολογικό λεξικό είναι η ιστορία τής προέλευσης και τής εξέλιξης των λέξεων μιας γλώσσας και μέσα από τις λέξεις και τις σημασίες τους είναι μια ιστορία των εννοιών με τις οποίες εκφράστηκε ένας πολιτισμός.

Συμπύκνωμα έσχατης γνώσης. Το τελευταίο έργο του Τάσου Χατζητάτση

  • Τάσος Χατζητάτσης: Ακροτελεύτιοι Εσπερινοί, εκδ. Πόλις, 2009

Στις 7/11/2008 πέθανε στη Θεσσαλονίκη ο πεζογράφος Τάσος Χατζητάτσης. Ενα χρόνο μετά, πριν από λίγες μέρες, κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πόλις το νέο του βιβλίο, «Ακροτελεύτιοι Εσπερινοί». Νέο. Συνώνυμο: καινούργιο, πρόσφατο ή κάτι τελευταίο. Την αμείλικτη αυτή κλιμάκωση των σημασιών ακολουθεί και η διάθεση του αναγνώστη. Καθώς περνάει από την έκπληξη και τη χαρά του καινούργιου στην αίσθηση μιας παιγνιώδους διάθεσης και στον κόσμο της λεπτολόγου ειρωνείας του Χατζητάτση, που στέλνει τα νέα του απ’ το επέκεινα κάνοντας μόνος του τον απολογισμό, μόνος του το λογοτεχνικό μνημόσυνο, όχι σαν σούμα, όχι στρογγυλεύοντας και ωραιοποιώντας, αλλά δυναμικά, ρίχνοντας στην αρένα της κυκλοφορίας και της κριτικής ένα βιβλίο ολόσωμο.

Ενα χρόνο μετά, ο αναγνώστης βιώνει μια παρουσία. Μέχρι το πικρό μέλι των τελευταίων σελίδων του να στάξει και να φτάσει στο απόσταγμα του caf� της Ναυαρίνου - οριστικά ημιτελούς, χωρίς ποτέ να χάνονται οι δύο πρώτες σημασίες, κατακάθεται και η τρίτη. Τελευταίο, ύστερο και έσχατο φέρνει στο φως της αυθεντικής ζωής τη μεταξένια πεταλούδα της έσχατης γνώσης που δεν καίγεται επειδή στο μεταξύ έχει μετασχηματιστεί σε λογοτεχνία. Αυτό συμβαίνει. Ο Τάσος Χατζητάτσης καταφέρνει να διασπάσει τη σιωπή και το σκοτάδι του θανάτου που τον ακολουθεί κατά βήμα με λόγο και φως, να εκμεταλλευτεί τα κενά που ξεκλέβει στην εξαντλητική κούρσα με τον ακούραστο αντίπαλο δρομέα για να μας μαρτυρήσει κάποια μυστικά του.

Το επερχόμενο τέλος

Και προλαβαίνει. Καταγράφει μέσα στο γνώριμο από τα άλλα βιβλία του πολυφωνικό σύμπαν, με την ισχυρή παρουσία της Ιστορίας και της Μνήμης -προσωπικής και συλλογικής- του Ερωτα και της απώλειάς του, του χρόνου και της φθοράς των γηρατειών, της χαμένης αθωότητας και των σπασμένων ονείρων, καταγράφει, τη συνεχή, την ταυτόχρονη παρουσία του θανάτου, την τραγική επίγνωση του σίγουρα και σύντομα επερχόμενου τέλους ως συμπύκνωμα -ακριβοπληρωμένης- έσχατης γνώσης. «Αυτήν την τακτική ακολουθώ και τώρα. Ανακαλύπτω τον πόνο της πληγής στα τρυπημένα δάχτυλα. Δεν είναι πάντα εύκολο[…] Αναγκάζομαι να δημιουργώ την ασχήμια. Συχνά με προλαβαίνει ο δρομέας που προηγείται».

Ως γνήσιος δημιουργός που είναι, δέχεται το στοίχημα να γίνει το υλικό της γραφής του.

«Κανένας δε γνωρίζει πόσοι γύροι ακόμα, τι απομένει, πόσοι γύροι μέχρι τον τερματισμό. Το μεσημέρι κρύβεται στη σκιά της σφενδόνης[…] Ποιος είναι αυτός που τρέχει μπροστά, δίπλα μου, ακούραστος σαν να βγήκε τώρα απ’ τα αποδυτήρια με την αναπνοή σφριγηλή, χωρίς κράμπες στα γόνατα κι έγινε η σκιά μου; Πώς να δημιουργήσω την απόσταση ασφαλείας; Αδικα».

Με το χέρι στα πλήκτρα του ηλεκτρονικού υπολογιστή παίζει με τον δρομέα-κέρσορα, υπηρέτη και δαμόκλειο σπάθη των ψηφίδων του κειμένου. Τι να μείνει; Τι να σβηστεί; Γράφει τον ίδιο του τον θάνατο μέχρι τέλους για να μας παραδώσει μια δική του εικόνα για την κατάσταση των πραγμάτων (Stand der Dinge).

Οι «Ακροτελεύτιοι Εσπερινοί» κλείνουν αυτοαναφορικά τον κύκλο που άνοιξαν οι «Εντεκα Σικελικοί Εσπερινοί» το 1997. Τα οκτώ (8) πεζά του τόμου βρίθουν, άλλωστε, αναφορών στο προγενέστερο έργο του συγγραφέα κρατώντας σταθερά τη γλώσσα και την ατμόσφαιρα όπως τη γνωρίσαμε. Εκτός από ένα χρώμα ευσπλαχνίας, ήδη νοσταλγικής από τον μακρύ αποχαιρετισμό, που κόβει τις οξύαιχμες άκρες τις κριτικής του αλλά όχι και του αυτοσαρκασμού του, και από την επιτακτική ανάγκη καταγραφής της Ιστορίας πάνω στις ιστορίες του, την ανάγκη να προλάβει να τα πει όλα για μια πόλη (την πόλη του) που τα κουβάλησε κάποτε και όλα στα σπλάχνα της.

Οι ήρωές του μπλέκονται στους παράξενους συνδυασμούς που η μοίρα αυτού του τόπου τους υποβάλλει. Ο γιος του ανυπόταχτου ξενόγλωσσου σύντροφου κτίζει το αυθαίρετο, έξω από την Καλλικράτεια, του έμπιστου στελέχους του Πολιτικού Γραφείου από τη Θεσσαλονίκη που καταδίωξε τον πατέρα του. Το νεαρό εβραιόπουλο ζει τον αταίριαστο έρωτά του με την αδερφή του δωσίλογου. Εύκολα σχήματα δεν προκρίνονται. Καθαρές γραμμές, διχασμοί και δυϊσμοί δεν συνάδουν με την πολυπλοκότητα της ζωής. Αυτή η ίδια με τα παιχνίδια και τα γυρίσματά της, το αστάθμητο των συναντήσεων και των συμπτώσεων αναδεικνύει αφ’ ενός την πολλαπλότητα των χαρακτήρων και την παντοδυναμία της αφ’ ετέρου.

Πολλαπλό λοιπόν, πολυπρισματικό σύμπαν και μέσα σ’ αυτό τελευταία αντήχηση -σαν εσπερινή καμπάνα- στην πρωινή λιακάδα της Ναυαρίνου:

«Κλαις, όμως, αγάπη μου τα βράδια; Μην μου πεις πάλι ψέματα. Κλαις για την απώλεια που έρχεται;»

«Καμιά φορά, όταν αργεί να ξημερώσει. Λυπάμαι για τα χρώματα που δε θα ξαναδώ».

  • Της Τζενης Oικονομιδη, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 29/11/2009

Εκδήλωση για τα 100 χρόνια της Διδώς Σωτηρίου

  • Η Άλκη Ζέη θυμάται άγνωστες πτυχές της Διδώς Σωτηρίου. Εκδήλωση για τα 100 χρόνια από τη γέννηση της Μικρασιάτισσας συγγραφέα οργανώνεται σήμερα.

«Την πρώτη ημέρα την κοίταξα με μισό μάτι. Τη δεύτερη με κατέκτησε» .Αυτές ήταν οι πρώτες εντυπώσεις που αποκόμισε η συγγραφέας, Άλκη Ζέη, σε ηλικία οκτώ ετών, όταν πρωτογνώρισε τη Διδώ Σωτηρίου ως σύζυγο του θείου της. Από τότε ακολούθησαν πολλές στιγμές στην 70χρονη γνωριμία των δύο «μεγάλων κυριών» της λογοτεχνίας.

Στιγμές από τη συμπόρευσή τους στη Λογοτεχνία, την Αντίσταση και την καθημερινότητα θυμάται η Άλκη Ζέη. Στιγμιότυπα θα θυμηθεί και απόψε, στις 8 μ.μ., στην εκδήλωση που θα διοργανωθεί στην Κεντρική Δημοτική Βιβλιοθήκη Θεσσαλονίκης, με αφορμή τη συμπλήρωση 100 χρόνων από τη γέννηση της Διδώς Σωτηρίου.

«Θυμάμαι τη Διδώ Σωτηρίου να γράφει διαρκώς. Σε όλες τις δύσκολες στιγμές της έγραφε», λέει η Άλκη Ζέη.

Η Διδώ Σωτηρίου, ως δημοσιογράφος τότε, αποτέλεσε την έμπνευση της νεαρής Άλκης Ζέη. «Αυτό που μου δίδαξε ήταν ότι, τις σκέψεις σου μπορείς να τις καταγράψεις. Εγώ, ως σιωπηλό παιδί που ήμουν, το βρήκα ενδιαφέρον», εξηγεί.

Έμπνευση άντλησε από τη Διδώ Σωτηρίου και στην αγωνιστική της δράση. «Η Διδώ Σωτηρίου μύησε εμένα, τη μητέρα μου και την αδερφή μου στην Εθνική Αντίσταση. Περάσαμε μαζί της όλα τα στάδια της Ιστορίας της Ελλάδας, από το 1944 και μετά», λέει.

Μάλιστα, τη χαρακτηρίζει ως «γυναίκα ανεξάρτητη, με πολύ ελεύθερες ιδέες και οξύ πολιτικό πνεύμα» και διηγείται χαρακτηριστικά το ακόλουθο περιστατικό: «Δύο καλοκαίρια πριν από τη Δικτατορία, είχαμε πάει μαζί στον Πόρο και είχαμε νοικιάσει ένα σπίτι, παραδίπλα από τη Ζωρζ Σαρρή και τα παιδιά της. Η Διδώ Σωτηρίου προέβλεπε τότε ότι θα έρθει η Δικτατορία. Και εμείς νευριάζαμε, γιατί μας χαλούσε το ωραίο κλίμα των ημερών» .

Μπορεί η αγάπη της Διδώς Σωτηρίου στη συγγραφή, η πολιτική της οξυδέρκεια και η αγωνιστικότητά της να ήταν γνωστά και εμφανή στο ευρύ κοινό, ωστόσο η Άλκη Ζέη αποκαλύπτει και μερικές από τις άγνωστες πτυχές της προσωπικότητάς της: το μαγειρικό της ταλέντο και τη μητρική στοργή με την οποία περιέβαλε το παιδί της αδερφής της, Έλλης Παππά, την εποχή που εκείνη βρισκόταν σε φυλακές και εξορίες.

«Η Διδώ μαγείρευε εκπληκτικά σουτζουκάκια και μπακλαβά. Επίσης, ήταν αφοσιωμένη στην οικογένειά της. Αν και δεν ήθελε να κάνει παιδιά, γιατί ήξερε ότι εξαιτίας της αντιστασιακής της δράσης, κινδύνευε ανά πάσα στιγμή να συλληφθεί, ωστόσο όταν χρειάστηκε, έγινε στοργική και υπερπροστατευτική μάνα» .

Στη σημερινή εκδήλωση για τη Διδώ Σωτηρίου στην Κεντρική Δημοτική Βιβλιοθήκη Θεσσαλονίκης θα μιλήσουν, εκτός από την Άλκη Ζέη, οι φιλόλογοι, Φιλοθέη Κολίτση και Αλεξάνδρα Μάλαμα, και ο συγγραφέας, Θωμάς Κοροβίνης. Θα παρουσιαστούν, επίσης, οπτικοακουστικό υλικό από το αρχείο της ΕΡΤ και φωτογραφικό υλικό από το αρχείο της Διδώς Σωτηρίου, που φυλάσσεται στο Ε.Λ.Ι.Α.

www.kathimerini.gr με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ

Απεβίωσε ο συγγραφέας Μίλοραντ Πάβιτς

http://www.keza.gr/images/book_covers/pavic.jpg

Απεβίωσε σήμερα σε ηλικία 80 ετών ο ακαδημαϊκός, συγγραφέας Μίλοραντ Πάβιτς από έμφραγμα του μυοκαρδίου. Ο Πάβιτς ήταν ο γνωστότερος και περισσότερο μεταφρασμένος σύγχρονος Σέρβος συγγραφέας. Έγραψε διηγήματα, μυθιστορήματα, ποιήματα, δοκίμια και μελέτες. Τα περισσότερα έργα του έχουν μεταφραστεί και στα ελληνικά. «Tο Λεξικό των Xαζάρων», τα μυθιστορήματα «Tοπίο ζωγραφισμένο με τσάι», «Η εσωτερική πλευρά του ανέμου», «H τελευταία αγάπη στην Kωνσταντινούπολη», «Kαπέλο από δέρμα ψαριού», «το Δεύτερο σώμα» είναι κάποια από τα πιο γνωστά έργα του Πάβιτς. [με πληροφορίες από ΑΠΕ - ΜΠΕ]

Βιβλία από τους πάγκους των βιβλιοπωλείων

***Ανδρέας Καρκαβίτσας, Εθνος υπό σκιάν... Οι φυλακές του Ναυπλίου (β' έκδοση), εκδόσεις Ροές, σ. 192, 9 ευρώ

Σε αυτά τα κείμενα η αγανάκτηση δεν επηρεάζει ούτε την καθαρότητα της σκέψης ούτε την ορθότητα του στοχασμού, που καταλήγει σε κρίσεις, δυστυχώς, διαχρονικές. «[...] Φωτίσου καλά Νεοέλληνα. [...] άρπαξε το χάπι που σου προσφέρουν στο χρυσόχαρτο, άρπαξε και κατάπιε το ευχάριστα [...] έπειτα άλλαξε πλευρό κι αποκοιμήσου ήσυχος, καρτερώντας την τύχη ναρθή και να σου χαρίση τα δώρα της».

***Ανδρέας Λασκαράτος, Λαός και λαοπλάνοι, εκδόσεις Ροές, σ. 96, 7 ευρώ

Θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει ως «εκλεκτικές» τις συγγένειες μεταξύ των κακώς κειμένων της εποχής που γράφτηκαν τούτες οι σκέψεις, και της σημερινής, που τα υποδέχεται σαν κάτι παραπάνω από γνώριμα;

«Μα ξέρεις πώς πιάνουνε τους ελέφαντας; Πηένουνε δώδεκα στο κυνήγι, οι έξοι ντυμένοι μαύρα, και οι έξοι άσπρα· όντες ο ελέφαντας πέσει στο λάκκο το διορισμένονε τότες τρέχουνε οι έξι οι μαυροφόροι, και με ξύλα μεγάλα τον ραβδίζουνε καλά καλά, τότες "βγαίνουνε οι ασπροφόροι, οι οποίοι καμόνουνται να διώχνουνε τους μαυροφορεμένους, χαϊδεύουν τον ελέφαντα, του βάνουνε στο στόμα ζαχαροκούλουρα [...] ο ελέφαντας τότες ακολουθάει μ' ευγνωμοσύνη εκείνους οπού νομίζει ελευθεροτάδες του, κ' ετούτοι τόνε φέρνουνε και τότε τόνε πουλούνε. Ακουσες τώρα, λαέ, πώς οι άνθρωποι πιάνουνε τα θηρία; Ιδες ή δεν ίδες σε τούτη την διήγηση την εικόνα σου;»

***Moritz Herman Eduard Meier, Ο ελληνικός έρωτας στην αρχαιότητα, εκδ. Περίπλους, σ. 254, 24,04 ευρώ

Κατά τον συγγραφέα, οι ερωτικές σχέσεις μεταξύ ενός ενήλικου άνδρα και κάποιου άλλου νεότερου, έφηβου ή νεανία, εάν μελετηθούν σωστά, θα μπορέσουν να μας δώσουν εικόνα σαφέστερη για την ηθική αξία των αρχαίων Ελλήνων. Το ιστορικό αυτό δοκίμιο είναι γραμμένο τον 19ο αιώνα, οπότε και θα μπορούσε να ενοχλήσει τον πουριτανισμό. Σήμερα όμως, είναι πιθανό να φανεί σαν αμφισβήτηση στο κατά πόσο είναι θεμιτό -και όχι, κάποτε, εσκεμμένα ουτοπικό- να συγκρίνουμε την ομοφυλοφιλία, ως έννοια της σημερινής εποχής, με τον έρωτα της αρχαιότητας.

Ο διαχωρισμός της από την παιδεραστία (κι αυτή διαφορετικά ορισμένη στην εποχή μας απ' ό,τι τότε) είναι κατανοητός, όμως, στο βιβλίο αυτό, είναι η ίδια η ομοφυλοφιλία που διακρίνεται σε σημαντικά διαφορετικές κατηγορίες, που εκτείνονται από την πιο φυσική σωματική νοσταλγία - ένα παράδειγμα, ο σχεδόν ρομαντικός τρόπος που ο Σοφοκλής προσεγγίζει (και φλερτάρει) τον νεαρό οινοχόο, τον οποίο κι έχει ερωτευτεί- μέχρι την όχι απλά χλευαζόμενη, αλλά συχνά και τιμωρούμενη θηλυπρέπεια. Οι αναφορές στη λεπτότητα, με την οποία η σκέψη των αρχαίων Ελλήνων είχε τη διάκριση να χαράξει τα όρια μεταξύ έρωτα και μανιακών εθισμών, όντως, προσκομίζει στοιχεία τιμητικά ως προς τον μείζονα πολιτισμό της Ευρώπης, εντούτοις, μειώνει ουσιαστικά τα περιθώρια της τάσης να παραπέμπουμε κατά βούληση σε έναν άλλο κόσμο και να παραδιδόμαστε σε θραύσματα της εικόνας του, επιβουλευόμενοι το κλέος του συνόλου της.

***Γεράσιμος Λουκάτος, Η γεωμετρία της μνήμης, με αγγλική μετάφραση, εκδόσεις Ούτις, σ. 65

Ποιήματα προσωπικής γεωμετρίας, όπου τα στοιχεία της φύσεως γίνονται πολλά πρόσωπα ενός αισθήματος που ζυγίζει τα φτερά του μεταξύ πένθους και ισχύος. Μολονότι πρόκειται για επανέκδοση -πρώτη έκδοση το 1991-, είναι βέβαιο πως η συλλογή αυτή θα αποτελούσε ακόμη και σήμερα μία από τις πλέον αξιοσημείωτες.

***Χριστίνα Οικονομίδου, Matthew και Shirley, εκδόσεις Απόπειρα, σ. 75, 9 ευρώ

Ολο το βιβλίο, που αποτελείται από ποιήματα και ποιήματα - κείμενα, είναι δομημένο με μία νεωτερική αισθητική που κάθε άλλο παρά αβαθή καθιστά την ποίηση της Χριστίνας Οικονομίδου. Δεν υπάρχει εδώ κάποια υπερβατική ανησυχία, άλλωστε κάτι τέτοιο δεν δείχνει να απασχολεί την ποιήτρια, όμως η οξυδερκής ματιά της παρατηρεί σημαντικές αλήθειες της καθημερινότητάς μας.

«Μου φαίνεται πως κάπως έτσι/ εντελώς κοινότοπα ενηλικιώθηκα:/ ανάμεσα στην ενοχή και στην απόλαυση».

***Ελένη Τζατζιμάκη, Η μαγεία της άνωσης, εκδόσεις Μελάνι, σ. 40, 6,27 ευρώ, πρώτη εμφάνιση

Συχνά, η ματιά θηλυκή και ο λυρισμός, εύστοχα γλυκόπικρος. Οι γειτονιές του κόσμου/ Φωλιές/ Για άγρια πουλιά./ Κι εμείς,/ Φτερούγες λίγο λαβωμένες.

***Μάρω Βουγιούκα - Βασίλης Μεγαρίδης, Πετράλωνα. Μια συνοικία Ανω - Κάτω, εκδόσεις Φιλιππότη, σ. 238

Το όνομά τους οφείλεται στα αλώνια που δημιουργήθηκαν με εξομάλυνση του εδάφους, του γεμάτου από βράχους και πέτρες. Κτήρια των πρώτων τους σχολείων, σήμερα, ερειπωμένα. Το βασικότερο σημείο αναφοράς, η εκκλησία των Τριών Ιεραρχών. Ο Αγγελος Σικελιανός, το 1934, είχε προτείνει την κατασκευή ενός υπαίθριου θεάτρου στον λόφο του Φιλοπάππου. Θα είχε σκηνή 100 μέτρων. Οι εκβραχισμοί κατέστρεψαν πλήθος αρχαιοτήτων που βρίσκονταν στην αποφασισμένη θέση (Μακρά τείχη, Πειραϊκή οδός, Κοίλη οδός, Συνοικία της Κοίλης...).

Το θέατρο δεν κτίστηκε ποτέ. Οι πόλεμοι και οι άλλες εθνικές βάσανοι δεν θα γινόταν άλλωστε να συνέβαλλαν θετικά στη δημιουργία του. Πενήντα χρόνια μετά την απελευθέρωση, παρέμενε η θλιβερή, ατελής μορφή του. Το Ηρώδειο είχε έκτοτε εξελιχθεί σε έναν πολυχώρο θεάματος. Λίγα χρόνια μόλις πριν, το Κοίλον θέατρο κατεδαφίστηκε. Από τη μια ημέρα στην άλλη, και η παραμικρή πελεκητή πέτρα του εξαφανίστηκε προς άγνωστη κατεύθυνση. Λίγο πιο κάτω, ο Ασύρματος. Αλλιώς, τα Ατταλειωτικά. Από την πατρίδα της πλειονότητας των κατοίκων. Αττάλεια. Σμύρνη. Η «Συνοικία το όνειρο» γυρίστηκε εκεί. Ετσι γεννήθηκε κι έσβησε. Και ο Ασύρματος. Πιο πέρα, ακόμη και σήμερα, στέκει η ομορφότερη λαϊκή συνοικία των Αθηνών. Στους πρόποδες του λόφου των Μουσών. Ετσι λεγόταν κάποτε το Φιλοπάππου. Ανω Πετράλωνα ή Κάτω Πετράλωνα, δεν έχει σημασία. Η πόλη είναι η Αθήνα. 2.500 χρόνια μετά -και μακριά- από τον πολιτισμό.

***Ηλίας Κρανιώτης, Ρυθμοί 3/4 του αιώνος, αυτοέκδοση, Αθήνα 2009, σ. 78

Υπάρχει ένα θυμοσοφικό υπόβαθρο στην ποιητική τέχνη του Ηλίου Κρανιώτη, που αποδεικνύει ειλικρινή την απλότητα των ποιημάτων, μεστή, συχνά καθηλωτική. Χρησιμοποιώντας τον τίτλο ενός εξ αυτών -από τα πιο ατμοσφαιρικά- θα λέγαμε πως η εικονοποιία του αποτελείται από Εικόνες λαϊκής τραγωδίας εναλλασσόμενες μέσα σε κλίμα βουκολικό και ιδιαίτερο. «Το βαμβάκι σάπισε -πάνω στο μαύρο κλαρί του - τα χωράφια πνιγήκανε - πριν να τα σπείρουμε σιτάρι. Το βράδυ όταν ένα κακό φεγγάρι - πηδάει από σύννεφο σε σύννεφο - ο κάμπος μας γυαλίζει σαν λίμνη».

***Νίκος Βιολάρης, Αχτίδες νυχτόβιες, εκδόσεις Γαβριηλίδη, σ. 37, 7,32 ευρώ

Στην ποίηση του Νίκου Βιολάρη συναντά κανείς μία από τις πλέον χαρακτηριστικές γραφές ανάμεσα σ' εκείνες των νεότερων ποιητών. Πρόκειται για συνθέσεις ελεγειακές, χτισμένες ανάμεσα σ' ένα αβέβαιο εσύ και το ένα, που στην ποίηση αυτή αναδύει ένα σπάνιο λυκόφως, μέσα στο οποίο δεν διαφαίνεται κανείς, παρά η κομψή σκιά της μοναξιάς της σκιάς του ανθρώπου. «Οταν δεν νύχτωνε -κάπου στα βράχια- μ' έναν εύθραυστο τρόπο - γεννιόταν η ωχρότητα. Χωρίς πόνο αλήθεια - αλλά τραγουδώντας και ντύνοντας τα πάντα - ωραίο άρρωστο φως. Οταν ξημέρωνε - κι οι αχτίδες μου χάνονταν - η ωχρότητα τότε - έναν κόσμο ξεκλείδωνε - οπού φάροι κλονίζαν - της θαλάσσης τον θάνατο - πάντα - παρηγορητικά - μες στις σπασμένες ώρες».

Χ.Σ.Κ.

* * * *

***Camille Laurens, Ο άντρας που δεν αγαπούσε τις γυναίκες, μτφρ.: Λουίζα Μητσάκου, εκδόσεις Μοντέρνοι Καιροί, σ. 278, 18,90 ευρώ

«Προσοχή, αν αποδεχτείτε αυτόν τον έρωτα, θα αυτοκαταστραφεί σε τριάντα δευτερόλεπτα». Δεν μπορώ να κάνω τίποτε για να τον προστατεύσω, να τον σώσω απ' την καταστροφή, είμαι ανήμπορη. Ο έρωτας, αποστολή ανέφικτη. Η ορμή μιας αποτελειωμένης γυναίκας, που δεν θέλει να σώσει τον εαυτό της αλλά την ιστορία που έσβησε. Εχει τόση ζωή το τόσο υλικό που πήρε από τον έρωτα, που η γλώσσα δίνει γκάζια από την αρχή μέχρι το τέλος. Μια βόλτα με γρήγορο, νευρικό αμάξι. Το τρεμούλιασμα της αρχής και το ζάρωμα του τέλους. Ο άντρας που δεν αγαπούσε τις γυναίκες.

Μόνο διαβάζεις, αλλά οι καμπύλες της κυρίας Laurens σε χαϊδεύουν, σ' αγκαλιάζουν, σε σφίγγουν. Η θερμότητα του πρωτογέννητου που μπορεί να γίνει ιδρώτας. Ακόμα κι όταν ο έρωτας τελειώνει, βλέπεις τις ίδιες ελκυστικές καμπύλες να διαγράφουν τους ίδιους ελκυστικούς κύκλους, μόνο που έχουν δάκρυα στα μάτια.

Εξαιρετικό, διαφορετικό, με μια όμορφη μετάφραση - όμορφη ροή από τη Λουίζα Μητσάκου.

Η τέχνη, από μια ζωή που ορίζει, φτιάχνει στιγμές χωρίς όριο.

***Laurra Esquivel, Μαλίντσε, μτφρ.: Στράτος Ιωαννίδης, εκδόσεις Μοντέρνοι Καιροί, σ. 253, 16,90 ευρώ

Η παρουσία της μεξικανικής συλλογικής μνήμης, Μαλίντσε. Ηρωίδα ή προδότρια; Από τη Laura Esquivel έχουμε τη διαδρομή της, τη σχέση της με τον κατακτητή Ερνάν Κορτές και με τη νέα τάξη πραγμάτων που αυτός έφερε.

Μέχρι τώρα, η απάνθρωπη, κακόβουλη εξουσία ερχόταν από τη φυλή μας. Σήμερα, μια άλλη φυλή έρχεται να πολεμήσει τούτη την εξουσία. Εμείς τη στηρίζουμε. Αθελά μας φτιάχνουμε μιαν άλλη απάνθρωπη, κακόβουλη εξουσία.

Οι κατακτητές Ισπανοί θεωρήθηκαν, αρχικά, αναγγελία καλού, ότι θα έφερναν πίσω το θεϊκό πνεύμα που είχε καταπληγιάσει ο Μοντεζούμα. Τελικά, αντικατέστησαν το κακό και η Μαλίντσε ήταν η φωνή τους.

Ενα pret-a-porter, νεανικό μυθιστόρημα, σχεδόν μυθιστόρημα, μάλλον παραμύθι. Βασικό και καθωσπρέπει, με μια ωραία εικονογράφηση.

***Kate di Camillo, Ο μάγος και ο ελέφαντας, μτφρ.: Μαρία Αγγελίδου, εκδόσεις Μοντέρνοι Καιροί, σ. 174, 13,90 ευρώ

Ψηλά στο καμπαναριό της μεγαλόπρεπης εκκλησίας, κρυμμένο στα αποκρουστικά πέτρινα τέρατα που στολίζουν τις μαρκίζες του, υπάρχει ένα ανάγλυφο: Ενα αγόρι που οδηγεί έναν ελέφαντα. Το αγόρι κρατάει στην αγκαλιά του ένα κοριτσάκι. Το ένα του χέρι ακουμπάει τον ελέφαντα. Πίσω από τον ελέφαντα είναι ένας μάγος κι ένας αστυφύλακας, μια καλόγρια και μια αριστοκράτισσα, ένας υπηρέτης, ένας ζητιάνος, ένα σκυλί. Και τελευταίος ένας καμπούρης».

Είμαστε όλοι μαζί, οι ταπεινοί, μπροστά από τις αληθινές στενοχώριες, θλιμμένοι. Μ' ένα όνειρο, ο καθένας, που έχει ανάγκη να μιλήσει. Βρισκόμαστε συγγενείς, ξαφνικά, ενός ονείρου αληθινής συντροφιάς, μεγάλου. Οι μοναξιές αφήνουν χώρο στα δάκρυα και τα δάκρυα στη θαλπωρή. Δεν είναι δα και τίποτα, να παραδεχτείς στον εαυτό σου ότι μια πραγματική κακιά στιγμή ήταν απλώς ένας πραγματικός εφιάλτης.

Ενα γλυκύτατο νεανικό μυθιστόρημα, με την εικονογράφηση που του ταιριάζει.

Δ.Α.Δ.

***Αλεξάντρ Σολτζενίτσιν, Αρχιπέλαγος γκουλάγκ - μαρτυρία, εκδόσεις Πάπυρος, σ. 682, 23 ευρώ

Στη σειρά Σύγχρονοι κλασικοί κυκλοφορεί κι αυτή η αυθεντική μαρτυρία του συγγραφέα, που είναι στην ουσία μια απέραντη -και απίστευτη- περιγραφή τού φρικτά απάνθρωπου συστήματος των στρατοπέδων και των φυλακών της πρώην ΕΣΣΔ κατά τη σταλινική περίοδο, τότε που είχαν εγκλειστεί κι εξοντόνωνταν εκεί εκατομμύρια Ρώσοι, πολύ συχνά για ασήμαντη αφορμή· μια ιστορική μαρτυρία από έναν αυτόπτη μάρτυρα και παθόντα· δυνατή γραφή, γόνιμος προβληματισμός και άπειρα περιστατικά κτηνώδους βίας, μα και γνήσιου ηρωισμού, που συγκλονίζουν τον σκεπτόμενο αναγνώστη.

***Κατρίν Συγκυρέ, Διάσημες γυναίκες στο ντιβάνι του ψυχαναλυτή, εκδόσεις Ενάλιος, σ. 358, 17 ευρώ

Γυναίκες που σημάδεψαν τον 20ό αιώνα με τη λάμψη τους, την ομορφιά τους, το ταλέντο τους· γυναίκες μυθικές, που όλοι λατρέψαμε, όπως η Μαρία Κάλλας, η Σιμόν ντε Μποβουάρ, η Μάρλεν Ντίτριχ, η Τζάκι, η Νταϊάνα. Τι έκρυβαν όμως πίσω απ' τη λαμπερή επιφάνεια και την εκτυφλωτική τους λάμψη όλες αυτές; Πόση πίκρα και κενά;

Εντεκα διάσημοι ψυχαναλυτές και ψυχολόγοι μάς εισάγουν στον λαβύρινθο του ψυχισμού αυτών των προικισμένων πλασμάτων σε μια άκρως συναρπαστική και αποκαλυπτική κατάδυση. Πρωτότυπο, ενδιαφέρον και πολύ διδακτικό, από κάθε άποψη, ανάγνωσμα.

***Μο Χάυντερ, Τόκυο. Μυθιστόρημα, εκδόσεις Κοάν σ. 432, 19 ευρώ

Δυνατό και πρωτότυπο, επικό θρίλερ από μια χαρισματική συγγραφέα, που ανακατεύει με άνεση τόπους και εποχές - απ' την Ιαπωνία τού σήμερα στη σφαγή τού Νανκίν το 1937. Κάτω απ' τη σκοτεινή επιφάνεια του Τόκιο οι μνήμες μιας εφιαλτικής σφαγής παραμονεύουν. Καθηλώνει αληθινά η περιγραφή και συγκινεί τον αναγνώστη με την επιδέξια πλοκή και τις ζοφερές, ανατριχιαστικές εικόνες.

***Αλεξάντρ Σολτζενίτσιν, Μια ημέρα του Ιβάν Ντενίσοβιτς, μυθιστόρημα, εκδόσεις Πάπυρος, σ. 205, 14 ευρώ

Το εμβληματικό μυθιστόρημα του τιμημένου με νόμπελ ρώσου αιρετικού, που σφράγισε την πολιτικά ταραγμένη εποχή του '70, επανακυκλοφορεί σε μια προσεγμένη έκδοση απ' τον Πάπυρο (που το 'χε πρωτοβγάλει και σε βίπερ).

Βαθύτατα πολιτικό και συχνά εφιαλτικό ανάγνωσμα, που περιγράφει οδυνηρές αλήθειες για τη ζωή των εκτοπισμένων στα κάτεργα, την κόλαση που βίωσαν στα γκουλάγκ της Σοβιετικής ένωσης, όπου έζησε οχτώ χρόνια και ο ίδιος ο συγγραφέας. Ο Σολτζενίτσιν σίγουρα δεν είναι Ντοστογιέφσκι, μα η γραφή του έχει αμεσότητα και δύναμη, ειλικρίνεια και το βιβλίο του είναι εντέλει ένα συναρπαστικό μανιφέστο ελευθερίας. Επαρκής η μετάφραση από τα ρωσικά του Δημήτρη Τριανταφυλλίδη, ενώ υπάρχουν διαφωτιστικές παραπομπές, καθώς και η ομιλία του συγγραφέα όταν κέρδισε το Νόμπελ, το '70.

Γ.Χ.

***Νίκος Δ. Πλατής, Γατικό Λεξικό. Εγκυκλοπαιδικό, λογοτεχνικό βιβλίο με κάποιο χιούμορ, περιέχον οτιδήποτε, σχεδόν, αφορά τους γάτους και τις γάτες, αλλά και σε ό,τι έχει να κάνει με τους γατόφιλους και τους (τρόπον τινά) γατοπαράσιτους συνανθρώπους μας... Κέδρος, σ. 720, 32 ευρώ

Ο Νίκος Δ. Πλατής, που γεννήθηκε το 1951 στον Πειραιά, μετά το «Ουαλλικό λεξικό του σεξ», το «Black out - Το μαύρο λεξικό», το «Μπαχαρικό λεξικό», το «Αθωνικό λεξικό» και άλλα 22 βιβλία, έδωσε στην κυκλοφορία ένα απολαυστικό λεξικό για τους γατόφιλους, αλλά και για τους «εχθρούς» των συμπαθών αιλουροειδών οικόσιτων και «κεραμιδο-παράσιτων» τετράποδων. Ετσι μαθαίνουμε ότι ο πρόεδρος των ΗΠΑ Αϊζενχάουερ «ποτέ δεν ξέχασε τη νίλα που 'παθε με τα γατοκακά», «ενώ όδευε περιχαρής και ένδοξος στο ξενοδοχείο του, γλίστρησε στα ευκοίλια περιττώματα μιας γάτας του δρόμου και βρέθηκε αίφνης φαρδύς-πλατύς στο πεζοδρόμιο». Το κοστούμι έγινε χάλια, και «περπατούσε, έκτοτε, μετά μεγάλης προσοχής και έβλεπε καλά πού πατούσε». Ομως και οι διάφορες θρησκείες αντιμετώπισαν τον γατίσιο πληθυσμό με σεβασμό ή με... διώξεις. «Για τη γάτα, ο βουδισμός πιστεύει ότι στο σώμα της μετοικίζουν (προσωρινά) οι ψυχές πολύ προικισμένων ανθρώπων». Ενδιαφέρον είναι και το γατο-λήμμα με το ανεκδοτολογικό υλικό για τη συμπάθεια και τον σεβασμό που έτρεφε ο προφήτης Μωάμεθ για τις γάτες, ή γαλές, αν προτιμάτε. «Το ίδιο όπως και ο ιουδαϊσμός, ο χριστιανισμός θεωρεί τη γάτα μιαρό (βρόμικο) ζώο». «Στα χρόνια του Μεσαίωνα, με την υποκίνηση της χριστιανικής Εκκλησίας, ο γατίσιος πληθυσμός της Ευρώπης έμελλε να δοκιμάσει κάμποσους αιώνες βασανιστηρίων και μαρτυρικών θανάτων, γράφει ο Morris: Μιας και ήταν στενά συνδεδεμένες με προγενέστερες παγανιστικές τελετουργίες, οι γάτες προκηρύχθηκαν [sic] πλάσματα του κακού, αντιπρόσωποι του Σατανά και όργανα των μαγισσών. Παντού οι Χριστιανοί παροτρύνονταν να τους προξενούν όσο το δυνατόν μεγαλύτερο πόνο και κακό (ίσως σ' αυτό να οφείλεται η έντονη επιφυλακτικότητα της γάτας). Αντιθέτως, οι Αραβες «της προ-Μωάμεθ θρησκευόμενης εποχής» λάτρευαν ένα «είδωλο υπερφυσικών διαστάσεων καμωμένο από χρυσάφι, διαμάντια (αντί για μάτια) και... τυφλή πίστη». Εκεί όμως που αποθεώθηκαν, κυριολεκτικά, οι γάτες ήταν στη χώρα του Νείλου. «Οταν, πριν από χιλιάδες χρόνια, την Αίγυπτο την κυβερνούσαν (ελέω Θεού και ανθρώπων) οι Φαραώ, οι γάτες θεωρούνταν ιερά ζώα και είχαν μια απόλυτη προτεραιότητα στις πυρκαγιές, όπως "ιστορεί" ο γνωστός Ηρόδοτος (ο φερόμενος και ως "πατήρ της Ιστορίας"). Την [Αίγυπτο] κατέκτησε (όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου) ο... μεσιέ Καμβύσης, όστις διέθετε στο οπλοστάσιό του και... ιπτάμενες γάτες». Εκείνες όμως που έχουν την τιμητική τους σε αυτό το αλλιώτικο, ιδιοφυές, χιουμοριστικό λεξικό είναι οι πολύπαθες, οι βασανισμένες, οι κατασυκοφαντημένες μαύρες γάτες. «Ο βρετανός σχεδιαστής Clifford Harper προτείνει τη μαύρη γάτα αντί του Α μέσα σε κύκλο», την οποία «θεωρεί ως το κατ' εξοχήν σύμβολο της αναρχίας». Ενδιαφέροντα λήμματα και ασπρόμαυρες εικόνες θα βρείτε επίσης για τη «βρεγμένη γάτα», για την Αλίκη Βουγιουκλάκη να τραγουδάει το «Νιάου νιάου βρε γατούλα, με τη ροζ μυτούλα, γατούλα μου χρυσή, τσα-τσα-τσα» και για άλλα ενδιαφέροντα θέματα. Ομως η σκωπτική διάθεση του συγγραφέα κατευθύνεται και προς τον... εαυτό του, στην καλογραμμένη, εμπνευσμένη και διασκεδαστική εισαγωγή. Μπορεί να μην έχετε γάτα, αλλά αν μελετήσετε το «Γατικό λεξικό», θα ψυχαγωγηθείτε και θα γελάσετε οπωσδήποτε ...μέχρι δακρύων.

***Ανδρέας Κάλβος, Ωδαί, εισαγωγή - επιμέλεια - σχόλια: Δημήτρης Δημηρούλης, συνοδεύεται από cd, διαβάζει ο Βασίλης Παπαβασιλείου, εκδ. Μεταίχμιο, σ. 320, 22 ευρώ

Ο ήλιος κυκλοδίωκτος, / ως αράχνη, μ' εδίπλωνε / και με φως και με θάνατον / ακαταπαύστως.

Ο μεγάλος, ο παραγνωρισμένος -όσο ζούσε- ποιητής των «Ωδών», Ανδρέας Κάλβος, έζησε μια τόσο ενδιαφέρουσα ζωή, με πολλές ανατροπές, συμμετοχές σε μυστικές επαναστατικές εταιρείες, εξορίες και ορφάνιες, στερήσεις και μεταπτώσεις της Τύχης, που θα άξιζε κάποια στιγμή να γίνει «ήρωας» ενός μυθιστορήματος. Ο καθηγητής Ιστορίας και Θεωρίας της Λογοτεχνίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Δημήτρης Δημητρούλης (μετά τον αντίστοιχο τόμο για τον Διονύσιο Σολωμό και πριν από τον ανάλογο τόμο για τον Κ. Π. Καβάφη) συγκεντρώνει σε αυτό το βιβλίο το ποιητικό έργο του Ανδρέα Κάλβου, το τοποθετεί σε χρονολογική σειρά, το σχολιάζει, γλωσσικά και ερμηνευτικά. Στην έκδοση αυτή προτάσσεται «μεθοδική εισαγωγή για τον βίο και το έργο του ποιητή», ενώ συμπεριλαμβάνονται «εμπεριστατωμένο χρονολόγιο και αντιπροσωπευτική βιβλιογραφία». Είναι πραγματικά εκπληκτική η μεθοδικότητα και η επιστημονική εμβρίθεια του άξιου μελετητή-ερευνητή, ο οποίος δεν αφήνει τίποτε ανεπεξέργαστο και ασχολίαστο. Στο cd που συνοδεύει την έκδοση ο έμπειρος θεατράνθρωπος Βασίλης Παπαβασιλείου διαβάζει όλες τις ωδές του Κάλβου, με την «πλούσια» εκφραστική ποιητικότητα της φωνής του. Το μονοτονικό σύστημα δεν ενοχλεί στην απόλαυση των ποιημάτων. Είναι τόσο μεγαλειώδεις οι στίχοι, τόσο «υψηλόν» το ύφος και τόσο γοργός ο ποιητικός «βηματισμός» των «Ωδών», που δεν προλαβαίνει το μάτι του αναγνώστη να αναζητήσει δασείες, περισπωμένες και βαρείες. Οσες φορές κι αν διαβάζω αυτούς τους αθάνατους στίχους, πάντα παρασύρομαι σε ποιητικές ενοράσεις ασύλληπτης «μεταφυσικής» πυκνότητας. Η πρωτοτυπία των εικόνων, η ποικιλία των μέτρων, η δραματικότητα των ρυθμών, η απρόσμενη χρήση των λέξεων που συγκροτούν την «ιδιόλεκτο» του ποιητή που κατηγορήθηκε

-μαζί με τον Σολωμό και τον Καβάφη- ότι δεν γνωρίζει καλώς την ελληνική γλώσσα... Ολα αυτά είναι στοιχεία γοητείας και αναπόδραστης ελκυστικότητας αυτού του λακωνικά «πληθωρικού» ποιητικού έργου. Ενα βιβλίο που δεν πρέπει να λείψει από καμία βιβλιοθήκη λάτρη της ελληνικής ποίησης.

  • Κ.Β.Μ.,

.


«Η υστερία μπορεί να μας ξυπνήσει»


ΕΓΙΝΕ ΔΙΑΣΗΜΗ ΜΕ ΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΤΗΣ «Ο ΘΕΟΣ ΤΩΝ ΜΙΚΡΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ». ΟΜΩΣ Η ΑΡΟΥΝΤΑΤΙ ΡΟΪ ΕΙΝΑΙ ΠΡΩΤΙΣΤΩΣ ΜΙΑ ΘΑΡΡΑΛΕΑ ΑΚΤΙΒΙΣΤΡΙΑ ΠΟΥ ΑΣΚΕΙ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗ ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΤΗΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ, ΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ Η ΚΑΙ ΤΟ ΠΥΡΗΝΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΤΗΣ ΠΟΛΥΠΛΗΘΕΣΤΕΡΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ. ΕΔΩ ΚΑΤΑΘΕΤΕΙ ΔΟΚΙΜΙΑ ΥΠΕΡ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ
  • Μιχάλης Μοδινός, ΤΑ ΝΕΑ, 28/11/2009

«Nαι, είμαι υστερική», λέει προκλητικά η Αρουντάτι Ρόι. Πιστεύει πως μόνο η υστερία μπορεί να μας ξυπνήσει από τον φαύλο κύκλο της παγκοσμιοποίησης, της φτώχειας, της υπανάπτυξης και της οικολογικής καταστροφής. «Μη μου λέτε, “Σσσστ, θα ξυπνήσουν οι γείτονες!”. Καλύτερα τώρα, παρά μετά το πυρηνικό ολοκαύτωμα».

Η Ρόι (γεν. 1961) είναι γόνος αστικής, συριοχριστιανικής οικογένειας από την Κεράλα της Νοτιοδυτικής Ινδίας, περιοχή με μακρά παράδοση κοινωνικών αγώνων, σε μια χώρα όπου ο ακραίος οικονομικός δυϊσμός είναι παρών και η ένδεια συμβαδίζει με τις hi-tech βιομηχανίες και την πολυτελή αστική ζωή. Το εξαιρετικό μυθιστόρημά της Ο Θεός των μικρών πραγμάτων (Ψυχογιός)

κέρδισε το 1997 το βραβείο Βooker. Από ΄κεί και πέρα η καριέρα της απογειώθηκε καθώς, ως πολιτική ακτιβίστρια, άσκησε κριτική στο στρατιωτικοβιομηχανικό σύμπλεγμα της χώρας της, σχετίσθηκε με τον Νόαμ Τσόμσκι και τον Χάουαρντ Ζιν, κατήγγειλε τις σχέσεις της ινδικής κυβέρνησης με τις ΗΠΑ.

Αυτού του τύπου η προβληματική διατρέχει αυτό το καινούργιο της βιβλίο. Εκρηκτική προσωπικότητα, η Ρόι ασχολείται εδώ με τις εμμονές της: το πυρηνικό πρόγραμμα της χώρας της, τον εκσυγχρονισμό της Ινδίας- όπου, κατ΄ αυτήν, αναδύεται ένας φασισμός νέου τύπου βασιζόμενος στον εθνικισμό και το αναπτυξιακό πρόταγμα- την ιδιωτικοποίηση των άλλοτε κοινόχρηστων φυσικών πόρων (δάση, νερά, γεωργική γη, ενέργεια), την άνοδο μιας ευρείας αστικής τάξης και την περιθωριοποίηση των αυτοχθόνων. Ειδικότερα ασχολείται με το πρόβλημα του Κασμίρ υποστηρίζοντας την ανεξαρτητοποίησή του (έχει δεχθεί επ΄ αυτού έντονες κριτικές από προσωπικότητες όπως ο Σάλμαν Ρούσντι)· με τις τρομοκρατικές επιθέσεις στο ινδικό Κοινοβούλιο (2001), στη Βομβάη (2008) και στο Γκουζαράτ (2002), η οποία κατέληξε σ΄ αυτό που αποκαλεί γενοκτονία των ντόπιων μουσουλμάνων.

Η πλέον ενδιαφέρουσα και τεκμηριωμένη ιστορία είναι η βομβιστική επίθεση στο ινδικό Κοινοβούλιο στα τέλη του 2001, στη σκιά της 11/9. Με ευθυβολία και διορατικότητα αποδομεί μεταξύ άλλων τους μηχανισμούς ενοχοποίησης του Μοχάμεντ Αφζάλ, ενεχομένου στην επίθεση μουσουλμάνου από το Κασμίρ, στρατολογημένου στις εκεί δυνάμεις ασφαλείας. Αναλύει την ανεπάρκεια της υπεράσπισής του, τον «τελετουργικό φόνο» στον οποίο υποβάλλεται από μια μισαλλόδοξη κοινή γνώμη αλλά και την κινητοποίηση μιας μεγάλης μερίδας πολιτών για την αθώωσή του. Η χρησιμοποίηση ενός εθνικού ζητήματος για την κατασκευή αποδιοπομπαίων τράγων καταδεικνύει κατά τη Ρόι όχι μόνο τις ανεπάρκειες του δικαιακού συστήματος αλλά και τα όρια μιας ταξικής δημοκρατίας που θέτει τα δύο τρίτα των πολιτών της εξ ορισμού στο περιθώριο.

Η Άλκη Ζέη μιλάει για τη Διδώ Σωτηρίου

  • 100 χρόνια από τη γέννηση της Διδώς Σωτηρίου

«Την πρώτη ημέρα την κοίταξα με μισό μάτι. Τη δεύτερη με κατέκτησε». Έτσι περιγράφει η Άλκη Ζέη τη γνωριμία της, σε ηλικία οκτώ ετών, με τη Διδώ Σωτηρίου ως σύζυγο του θείου της.

Διδώ Σωτηρίου

Διδώ Σωτηρίου Στιγμιότυπα από τη συμπόρευσή τους στη Λογοτεχνία, την Αντίσταση και την καθημερινότητα θα θυμηθεί η Άλκη Ζέη στην εκδήλωση που διοργανώνεται απόψε, στις 8 μ.μ., στην Κεντρική Δημοτική Βιβλιοθήκη Θεσσαλονίκης, με αφορμή τη συμπλήρωση 100 χρόνων από τη γέννηση της Διδώς Σωτηρίου.

"Θυμάμαι τη Διδώ Σωτηρίου να γράφει διαρκώς. Σε όλες τις δύσκολες στιγμές της έγραφε", λέει η Άλκη Ζέη. Η Διδώ Σωτηρίου, ως δημοσιογράφος τότε, αποτέλεσε έμπνευση για τη νεαρή Άλκη Ζέη. "Αυτό που μου δίδαξε ήταν ότι, τις σκέψεις σου μπορείς να τις καταγράψεις. Εγώ, ως σιωπηλό παιδί που ήμουν, το βρήκα ενδιαφέρον", εξηγεί.

Έμπνευση άντλησε από τη Διδώ Σωτηρίου και στην αγωνιστική της δράση. "Η Διδώ Σωτηρίου μύησε εμένα, τη μητέρα μου και την αδερφή μου στην Εθνική Αντίσταση. Περάσαμε μαζί της όλα τα στάδια της Ιστορίας της Ελλάδας, από το 1944 και μετά", λέει. Τη χαρακτηρίζει μάλιστα ως "γυναίκα ανεξάρτητη, με πολύ ελεύθερες ιδέες και οξύ πολιτικό πνεύμα" σημειώνοντας χαρακτηριστικά ότι προέβλεπε την έλευση της δικτατορίας δύο χρόνια προτού επιβληθεί.

Πέρα από την αγάπη της Διδώς Σωτηρίου για τη συγγραφή, την πολιτική της οξυδέρκεια και την αγωνιστικότητά της, η Άλκη Ζέη αποκαλύπτει και μερικές από τις άγνωστες πτυχές της προσωπικότητάς της: το μαγειρικό της ταλέντο και τη μητρική στοργή με την οποία περιέβαλε το παιδί της αδερφής της, Έλλης Παππά, την εποχή που εκείνη βρισκόταν σε φυλακές και εξορίες. "Η Διδώ μαγείρευε εκπληκτικά σουτζουκάκια και μπακλαβά. Επίσης, ήταν αφοσιωμένη στην οικογένειά της. Αν και δεν ήθελε να κάνει παιδιά, γιατί ήξερε ότι εξαιτίας της αντιστασιακής της δράσης, κινδύνευε ανά πάσα στιγμή να συλληφθεί, ωστόσο όταν χρειάστηκε, έγινε στοργική και υπερπροστατευτική μάνα".

Στη σημερινή εκδήλωση θα μιλήσουν, εκτός από την Άλκη Ζέη, οι φιλόλογοι, Φιλοθέη Κολίτση και Αλεξάνδρα Μάλαμα, και ο συγγραφέας Θωμάς Κοροβίνης. Θα παρουσιαστούν, επίσης, οπτικοακουστικό υλικό από το αρχείο της ΕΡΤ και φωτογραφικό υλικό από το αρχείο της Διδώς Σωτηρίου, που φυλάσσεται στο Ε.Λ.Ι.Α.

  • (ΑΠΕ-ΜΠΕ)

Saturday, November 28, 2009

Βιβλία χωρίς πνευματικά δικαιώματα

  • Αν και τα τελευταία χρόνια η κατάσταση στον εκδοτικό χώρο έχει «συμμαζευτεί», τα κρούσματα παραβίασης παραμένουν

Της Ολγας Σελλα

«Μια σοβαρή παρεξήγηση μας αναγκάζει να επανέλθουμε –καλό αυτό! – στον Γιόζεφ Ροτ. Το “Εμβατήριο Ραντέτσκυ” κυκλοφόρησε ταυτόχρονα σχεδόν τόσο από την Αγρα (που έχει τα δικαιώματα) όσο και από τις Ροές, που έκαναν κάποιο λάθος στον υπολογισμό των 70 χρόνων από τον θάνατο του συγγραφέα, όσο δηλαδή πρέπει να διαβούν για να ελευθερωθούν τα δικαιώματα του όποιου βιβλίου. Συγκεκριμένα, ο υπολογισμός ισχύει κατ’ έτος και όχι κατά μήνα. Το καμπανάκι του δικαστή δεν μας ενδιαφέρει βεβαίως, οι εκδότες ας βρουν την άκρη». Ετσι ξεκινούσε ο Κωστής Παπαγιώργης το δεύτερο άρθρο του για το βιβλίο του Γιόζεφ Ροτ «Εμβατήριο Ραντέτσκυ», (Lifo, τευχ. 177, 29/10/09), δημοσιοποιώντας μ’ αυτόν τον τρόπο το τελευταίο κρούσμα παραβίασης πνευματικών δικαιωμάτων, ένα θέμα που δεν είναι διόλου περιθωριακό στον εκδοτικό χώρο. Στην προκειμένη περίπτωση, οι εκδόσεις «Αγρα» δεν κινήθηκαν δικαστικά, αφού έτσι κι αλλιώς τα πνευματικά δικαιώματα του Γιόζεφ Ροτ απελευθερώνονται στο τέλος του 2009. Δεν ισχύει όμως το ίδιο για όλες τις περιπτώσεις.

Ας ξεκινήσουμε με το γράμμα του νόμου, σύμφωνα με το οποίο τα πνευματικά δικαιώματα ενός συγγραφέα απελευθερώνονται όχι τον μήνα του θανάτου έπειτα από 70 χρόνια, αλλά το τέλος της χρονιάς του θανάτου ενός συγγραφέα. Κι αν όλοι παραδέχονται ότι τα τελευταία χρόνια η κατάσταση έχει «συμμαζευτεί», στην Ελλάδα, σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, κάθε λίγο δημοσιεύονται ανακοινώσεις εκδοτών που δηλώνουν ότι αγόρασαν τα αποκλειστικά δικαιώματα της έκδοσης των βιβλίων κάποιου συγγραφέα και ζητούν από εκδότες και βιβλιοπώλες να αποσύρουν τα αντίτυπα που κυκλοφορούν. Τελευταίο δείγμα τέτοιας δημόσιας έκκλησης ήταν η ανακοίνωση των εκδόσεων Scripta: «Οι εκδόσεις Scripta εξασφάλισαν τα δικαιώματα των έργων της Κολέτ για την ελληνική γλώσσα από τον γαλλικό εκδοτικό οίκο Fayard. (...) Παρακαλούνται οι φίλοι διανομείς και οι βιβλιοπώλες, όπως αποσύρουν από τα σημεία πώλησης τυχόν αντίτυπα προηγούμενων εκδόσεων της εν λόγω συγγραφέως». Το mail στάλθηκε στις 7 Οκτωβρίου. Η εκδότρια Χρύσα Γεωργακοπούλου παραδέχεται ότι δεν είναι καθόλου εύκολο να πραγματοποιηθεί η «παράκληση» που απευθύνει στους βιβλιοπώλες, χωρίς να καταλογίζει σε όλες τις περιπτώσεις δόλο. «Τι μας τα λέτε εμάς; Να τα πείτε στους εκδότες», απαντούν συνήθως οι βιβλιοπώλες. Και όλοι γνωρίζουν ότι ούτε οι «παράνομοι» εκδότες αποσύρουν ούτε οι βιβλιοπώλες δίνουν πίσω τα μη νόμιμα αντίτυπα.

Οι ατζέντηδες–φρουροί

Η παρουσία ατζέντηδων και πρακτόρων που κανονίζουν σε αρκετές περιπτώσεις τα συμβόλαια μεταξύ των εκδοτών και των συγγραφέων έχει βάλει φρένο στο χάος που επικρατούσε μέχρι πριν από λίγα χρόνια. Η Νέλλη Μουκάκου, που έχει ένα από τα παλαιότερα πρακτορεία δικαιωμάτων στην Ελλάδα, λέει: «Δεν μπορώ να εγγυηθώ ότι δεν συμβαίνει καθόλου η έκδοση βιβλίων χωρίς δικαιώματα, σίγουρα πάντως συμβαίνει σε πολύ μικρότερο βαθμό. Και οι εκδότες έχουν μπει σε άλλη λογική, και οι αποστάσεις έχουν μικρύνει, και η τεχνολογία δυσκολεύει στο να γίνονται πράγματα στο σκοτάδι. Μέχρι πριν από 6 - 7 χρόνια πηγαίναμε στις εκθέσεις βιβλίου για να εντοπίσουμε τις παράνομες εκδόσεις. Με τα νέα βιβλία τώρα πια δεν γίνεται. Το πρόβλημα εντοπίζεται κυρίως στους κλασικούς του προηγούμενου αιώνα, που μέχρι κάποια στιγμή ήταν ελεύθερα τα βιβλία τους και στο μεταξύ εντάχθηκαν στο καθεστώς των δικαιωμάτων».

Τι σημαίνει αυτό το τελευταίο; Οτι οι κληρονόμοι ενός συγγραφέα του 19ου αι. ή των αρχών του 20ού φτιάχνουν ένα ίδρυμα και δίνουν τα αποκλειστικά δικαιώματα σε κάποιους εκδότες. Οπως συνέβη με τα βιβλία της Κολέτ και όπως πρόκειται να συμβεί με τα βιβλία της Βιρτζίνια Γουλφ, που όμως ακόμα όσα κυκλοφορούν, είναι νόμιμα.

Από τις πιο καινούργιες ατζέντισσες, η Νίκη Νταβαρίνου λέει στην «Κ»: «Βιβλία χωρίς δικαιώματα εξακολουθούν να βγαίνουν, όχι όπως παλιά, αλλά πρόβλημα υπάρχει. Με τους σύγχρονους συγγραφείς ή στοχαστές, το πρόβλημα εντοπίζεται κυρίως σε άρθρα και επιστημονικές ανακοινώσεις, που κυκλοφορούν σε όλον τον κόσμο χωρίς δικαιώματα. Ο Νόαμ Τσόμσκι είναι μια πολύ χαρακτηριστική περίπτωση, αφού άρθρα του και ανακοινώσεις του σε συνέδρια εκδίδονται σε όλο τον κόσμο, τις περισσότερες φορές χωρίς δικαιώματα. Πολύ δυσκολότερη είναι η κατάσταση με κάποιους κλασικούς συγγραφείς, που ενώ υπάρχουν οι νόμιμες και πλήρεις εκδόσεις, συνεχίζουν να κυκλοφορούν και οι παλιές. Το ζήτημα είναι ότι δεν υπάρχει έλεγχος. Θα έπρεπε, δηλαδή, όταν ο εκδότης καταθέτει την αίτηση για ISBN στην Εθνική Βιβλιοθήκη να ζητείται και το συμβόλαιο», συμπληρώνει.

Αντιδεοντολογική συμπεριφορά

Ο υπεύθυνος ξένης λογοτεχνίας των εκδόσεων «Καστανιώτη», Ανταίος Χρυσοστομίδης λέει και παραδείγματα. Ετσι κι αλλιώς από το 2004, οπότε πήραν τα αποκλειστικά δικαιώματα του Χέμινγουεϊ, είχαν ζητήσει επίσης από εκδότες και βιβλιοπώλες ν’ αποσύρουν τα αντίτυπα βιβλίων του Αμερικανού συγγραφέα.

Πέντε χρόνια μετά, το πρόβλημα εξακολουθεί να υπάρχει. «Το μεγάλο πρόβλημα είναι ο Καμύ, διότι εμείς κάναμε εξώδικα και επιστολές και στα βιβλιοπωλεία και στους εκδότες. Οι περισσότεροι συμμορφώθηκαν, παρ’ όλα αυτά σ’ έναν γνωστό εκδότη και βιβλιοπώλη τα αντίτυπα από το στοκ του “Ξένου” του Καμύ εδώ και 11 χρόνια δεν λένε να τελειώσουν... Και βιβλία του Χέμινγουεϊ εξακολουθούν να κυκλοφορούν χωρίς δικαιώματα και του Ιταλο Καλβίνο. Αυτή η αντιδεοντολογική συμπεριφορά σε αναγκάζει να προχωρήσεις σε ένδικα μέσα. Δεν το έχουμε κάνει, αλλά αυτό δεν αποκλείει να το κάνουμε κάποια στιγμή στο μέλλον. Για σκεφτείτε το κι αλλιώς: ενώ κανείς εκδότης δεν θα έμπαινε στο σπίτι κάποιου άλλου να κλέψει ένα ωραίο βάζο, δεν θεωρεί ότι κι αυτό είναι κλοπή».

Εκδόσεις χωρίς πνευματικά δικαιώματα. Το θέμα δεν είναι μόνο τύπος, αλλά και ουσία, αφού πολύ συχνά οι παράνομες εκδόσεις παρουσιάζουν αποσπασματικά τα κλασικά κείμενα και σε κακές μεταφράσεις.

Ο εκδοτικός κόσμος πιστεύει ότι το θέμα των πνευματικών δικαιωμάτων θα γίνεται πιο επίκαιρο όσο αναπτύσσεται το ψηφιακό βιβλίο, αφού κείμενα που ήταν χαμένα ή ξεχασμένα θα ξανάρθουν στην επιφάνεια. «Ολη αυτή η εξέλιξη θα επαναφέρει το θέμα ίσως και πιο έντονα, αφού βρισκόμαστε σε μια νέα κατάσταση», λένε.

Οι συγγραφείς–θύματα

Από τους κλασικούς συγγραφείς εκείνοι που αντιμετωπίζουν τα περισσότερα κρούσματα παράνομων εκδόσεων είναι οι: Σκοτ Φιτζέραλντ, Τζον Στάινμπεκ, Ιταλο Καλβίνο, Ερνεστ Χέμινγουεϊ, Αλμπέρ Καμύ, Ντ. Χ. Λώρενς, Φώκνερ, Κολέτ, Βιρτζίνια Γουλφ, κ. ά. Από τους σύγχρονους, το μεγαλύτερο «θύμα» είναι ο Νόαμ Τσόμκι, αλλά και κείμενα, ομιλίες ή ανακοινώσεις και άλλων επιστημόνων, στοχαστών ή διανοητών, όπως, π. χ. οι John Mearsheimer και Stephen Walt, που οι απόψεις του για το ισραηλινό λόμπι και την πολιτική των ΗΠΑ κυκλοφορούν σε αυτοτελή έκδοση. Οι εκδότες πολύ εύκολα μπορούν να «κατεβάζουν» από το Διαδίκτυο κείμενα δημοσιευμένα στον ξένο Τύπο ή ανακοινώσεις, τα μεταφράζουν και τα εκδίδουν.