Thursday, October 20, 2016

Νίκος Εγγονόπουλος: Ο ζωγράφος και ο ποιητής


Ο Νίκος Εγγονόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα [21 Οκτωβρίου 1907 - 31 Οκτωβρίου 1985]. Ο πατέρας του καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη. Κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού της εκεί, η οικογένεια Εγγονόπουλου αποκλείστηκε από το ξέσπασμα του πρώτου παγκοσμίου πολέμου το καλοκαίρι του 1914. Ο Εγγονόπουλος πέρασε τα μαθητικά του χρόνια (1919-1927) εσωτερικός σε σχολείο του Παρισιού. Στην Αθήνα επέστρεψε το 1927 για να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία στο 1ο Σύνταγμα Πεζικού. Απολύθηκε το 1928 και εργάστηκε ως το 1930 ως μεταφραστής σε τράπεζα και ως γραφέας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, παρακολουθώντας παράλληλα μαθήματα σε νυχτερινό Γυμνάσιο.
Από το 1930 ως το 1933 εργάστηκε ως σχεδιαστής στη διεύθυνση Σχεδίων Πόλεως του Υπουργείου Δημοσίων Έργων. Στο μεταξύ (1932) γράφτηκε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών με δάσκαλο τον Κωνσταντίνο Παρθένη, ενώ παράλληλα φοίτησε στο εργαστήριο του Φώτη Κόντογλου και γνωρίστηκε με το Γιάννη Τσαρούχη και τον Δημήτρη Πικιώνη. Το 1934 μετατέθηκε στην Τοπογραφική υπηρεσία του Υπουργείου και ένα χρόνο αργότερα μονιμοποιήθηκε. Το 1941 πολέμησε στο Αλβανικό μέτωπο και αιχμαλωτίστηκε από τους Γερμανούς σε στρατόπεδο εργασίας, από όπου δραπέτευσε και επέστρεψε στην Αθήνα με τα πόδια. Το 1945 αποσπάστηκε ως βοηθός στην έδρα Διακοσμητικής και Ελευθέρου Σχεδίου του Εθνικού Μετσοβείου Πολυτεχνείου, όπου το 1956 έγινε μόνιμος επιμελητής και εγκατέλειψε τη θέση του στο Υπουργείο. Ένα χρόνο αργότερα διορίστηκε επιμελητής της έδρας Γενικής Ιστορίας της Τέχνης.

Το 1964 παραιτήθηκε από το Πολυτεχνείο, επέστρεψε όμως τρία χρόνια αργότερα, καθώς εκλέχτηκε έκτακτος μόνιμος καθηγητής στην έδρα Ελευθέρου Σχεδίου και το 1969 τακτικός καθηγητής στην έδρα Ελευθέρου Σχεδίου και εντεταλμένος στην έδρα Γενικής Ιστορίας της Τέχνης. Η ακαδημαϊκή του σταδιοδρομία έληξε το 1973, όταν συμπλήρωσε το όριο ηλικίας και αποχώρησε από το Πολυτεχνείο, όπου το 1976 ανακηρύχτηκε ομότιμος καθηγητής. Παντρεύτηκε δυο φορές, το 1950 τη Νέλλη Ανδρικοπούλου με την οποία απέκτησε ένα γιο, τον Πάνο, και το 1960 την Ελένη Τσιόκου, με την οποία απέκτησε μια κόρη, την Εριέττη.

Ο Νίκος Εγγονόπουλος υπήρξε λογοτέχνης, μεταφραστής, ζωγράφος, αγιογράφος και σκηνογράφος. Η πρώτη του εμφάνιση στον καλλιτεχνικό χώρο πραγματοποιήθηκε το 1938 με την παρουσίαση ζωγραφικών έργων του στα πλαίσια της έκθεσης Τέχνη της Νεοελληνικής Παραδόσεως. Τον ίδιο χρόνο δημοσίευσε στίχους του στο περιοδικό Κύκλος του Απόστολου Μελαχρινού και εξέδωσε την πρώτη ποιητική συλλογή του με τίτλο Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν, ενώ συνεργάστηκε ως σκηνογράφος στην παράσταση του έργου του Πλαύτου Μένεχμοι στο θέατρο Κοτοπούλη.

Ακολούθησαν οι ποιητικές συλλογές Κλειδοκύμβαλα της σιωπής (1939), Επιστροφή των πουλιών (1946), Έλευσις (1948), Εν Ανθηρώ Έλληνι Λόγω (1956) [για την οποία τιμήθηκε το 1958 με το Πρώτο Βραβείο Ποιήσεως του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας], Η Κοιλάδα με τους ροδώνες (1978). Δημοσίευσε ποιήματα, θεωρητικά κείμενα και μεταφράσεις (από ποιήματα των Μαγιακόφσκι, Λωτρεαμόν, Λόρκα, Μπωντλαίρ, ντε Κίρικο, Πικάσσο, Τζαρά) στα περιοδικά της εποχής (Νέα Γράμματα, Τετράδιο, Κύκλος, Υπερρεαλισμός, Ο Ταχυδρόμος, Πάλι, Ευθύνη, Ζυγός, Σπείρα, Cahiers du sud, London magazine, Manna κ.α.), πήρε μέρος σε εκθέσεις ζωγραφικής στην Ελλάδα και το εξωτερικό (Ρώμη, Οττάβα, Μόντρεαλ, Βανκούβερ, Βρυξέλλες, Σαν Πάολο κ.α.) και συνεργάστηκε σε πολλές θεατρικές παραστάσεις ως σκηνογράφος (του Εθνικού Θεάτρου, του Κρατικού θεάτρου Βορείου Ελλάδος, του θεάτρου Κοτοπούλη κ.α.).

Το 1979 τιμήθηκε για δεύτερη φορά με το Πρώτο Κρατικό Βραβείο Ποιήσεως, ενώ για το ζωγραφικό του έργο είχε τιμηθεί με το παράσημο Χρυσούς Σταυρός του Γεωργίου του Α’ (1966).Τιμήθηκε επίσης με το Παράσημο Ταξίαρχου του Φοίνικος. Έργα του μεταφράστηκαν στα αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, ισπανικά ουγγρικά και μελοποιήθηκαν από το Νίκο Μαμαγκάκη, τον Αργύρη Κουνάδη, το Μάνο Χατζιδάκι. Ο Νίκος Εγγονόπουλος πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του σε συνθήκες οικονομικής ανέχειας.

Πέθανε το 1985 από ανακοπή καρδιάς. Είχε προηγουμένως υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση που του στοίχισε το ένα του πόδι. Η καλλιτεχνική δημιουργία του Νίκου Εγγονόπουλου τοποθετείται στην πρωτοπορία του ελληνικού υπερρεαλισμού, στα πλαίσια της οποίας έδρασε σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του. Βασικά χαρακτηριστικά του έργου του αποτέλεσαν η ιδιότυπη χρήση της δημοτικής γλώσσας και οι συμβολικές μορφές του, μέσω των οποίων πρόβαλε το αίτημα για μια ελληνοκεντρική υπερρεαλιστική ποίηση και μια νέα έκφραση της ελληνικότητας.



1. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Νίκου Εγγονόπουλου βλ. Βούρτσης Ιάκωβος, «Χρονολόγιο Νίκου Εγγονόπουλου», Διαβάζω381, 1/1998, σ.128-131, Σπητέρης Τώνης Π. – Αργυρίου Αλεξ., «Εγγονόπουλος Νίκος», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό3. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1985, Επτά Ημέρες Καθημερινής, 25/5/1997 και Χατζηφρώτης Ι.Μ., «Εγγονόπουλος Νίκος», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας6. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 

• Αμπατζοπούλου Φραγκίσκη, Νίκος Εγγονόπουλος Ο Υπερρεαλισμός της ατέρμονος ζωής. Αθήνα, Εταιρεία Συγγραφέων, 1988.
• Ανδρικοπούλου Νέλλη, «Άγνωστες πτυχές από τη ζωή και το έργο του Νίκου Εγγονόπουλου», Η λέξη77, 9/1988, σ.650-657.
• Αργυρίου Αλεξ., «Νίκος Εγγονόπουλος», Η ελληνική ποίηση Νεωτερικοί ποιητές του μεσοπολέμου, σ.205-213 (της εισαγωγής) και 338-340 (της ανθολογίας). Αθήνα, Σοκόλης, 1979.
• Αργυρίου Αλεξ., «Νίκου Εγγονόπουλου: Έλευσις», Ποιητική ΤέχνηΒ’, αρ.25, 1/4/1947 (τώρα και στον τόμο Διαδοχικές αναγνώσεις Ελλήνων υπερρεαλιστών, σ.149-154. Αθήνα, Γνώση, 1983).
• Γεωργουσόπουλος Κώστας, «Μαγνόλια ή περί των πτητικών φυτών», Η λέξη1, 1/1981, σ.4-7
 • Δασκαλόπουλος Δημήτρης, «Νίκος Εγγονόπουλος Ο θάνατός του στον ελληνικό Τύπο», Διπλή Εικόνα7, 4/1986, σ.62-67.
• «Διάλεξη», Επιθεώρηση Τέχνης99, 3/1963, σ.193-197.
• Ελύτης Οδυσσέας, «Το χρονικό μιας δεκαετίας», Ανοιχτά Χαρτιά, σ.293-294. Αθήνα, Αστερίας, 1974.
• Εμπειρίκος Ανδρέας, «Νικόλαος Εγγονόπουλος ή το θαύμα του Ελμπασσάν και του Βοσπόρου», Αμπατζοπούλου Φραγκίσκη, …δεν άνθησαν ματαίως · Ανθολογία υπερρεαλισμού, σ.331-334. Αθήνα, Νεφέλη, 1980.
• Ζαμάρη Ρένα, Ο ποιητής Νίκος Εγγονόπουλος · Επίσκεψη τόπων και προσώπων. Αθήνα, Καρδαμίτσα, 1993.
• Κεντρωτής Γιώργος, «Τα πικρά ποιήματα του Νίκου Εγγονόπουλου. Μια προσέγγιση», Διαβάζω369, 12/1996, σ.62-68.
• Κουμπής Αδαμάντιος, Πίνακας Λέξεων των ποιημάτων του Νίκου Εγγονόπουλου. Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1998.
• Μπελεζίνης Ανδρέας, «Ένας διάλογος με ομότεχνους και αντίτεχνους» (κριτική για την Κοιλάδα με τους ροδώνες), Διαβάζω21, 6/1979, σ.70-74.
• Νίκος Εγγονόπουλος · Ωραίος σαν έλληνας · Εννέα μελέτες. Αθήνα, Ίδρυμα Γουλανδρή - Χορν, 1996.
• Πετρίδης Λ., «Βράχε τραχύτατε του Ελμπασάν και πράσινη απαλή δαντέλα του Βοσπόρου», Ο Ταχυδρόμος669, 4/2/1967, σ.41-52.
• Σπητέρης Τώνης Π. – Αργυρίου Αλεξ., «Εγγονόπουλος Νίκος», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό3. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1985.
• Χατζηφώτης Ι.Μ., «Εγγονόπουλος Νίκος», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας6. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ.
• Connoly D., «Έλληνες υπερρεαλιστές σε αγγλική μετάφραση · Προβλήματα, Παράμετροι και Δυνατότητες», Πόρφυρας71-72 (Κέρκυρα), 10/1994 - 3/1995, σ.7-20.
• Friar K., Modern greek poetry · From Cavafis to Elytis. New York, Simon & Schuster, 1986. Αφιερώματα περιοδικών – Συνεντεύξεις • «Μια συνομιλία με τον Νίκο Εγγονόπουλο», Η λέξη1, 1/1981, σ.54-55.
• Ηριδανός4, 2-3/1976, σ.33-156.
• Διαβάζω381, 1/1998.
• «Η ζωή και το έργο του Νίκου Εγγονόπουλου», Ο Ταχυδρόμος669, 4/2/1967.
• Χάρτης25-26, 11/1988.
• Επτά Ημέρες Καθημερινής, 25/5/1997.

 ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ 

 Ι.Ποίηση
• Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν. Αθήνα, Κύκλος, 1938.
• Τα κλειδοκύμβαλα της σιωπής. Αθήνα, Ιππαλεκτρύων, 1939.
• Επτά ποιήματα. Αθήνα, Ο Γλάρος, 1944.
• Μπολιβάρ. Αθήνα, Ίκαρος, 1944.
• Η επιστροφή των πουλιών. Αθήνα, Ίκαρος, 1946.
• Έλευσις. Αθήνα, Ίκαρος, 1948.
• Εν Ανθηρώ Έλληνι λόγω. Αθήνα, Ίκαρος, 1957.
• Η κοιλάδα με τους ροδώνες. Αθήνα, Ίκαρος, 1978.
• Bolivar un poeme grec. Παρίσι Maspero, 1976.
• Bolivar Un poemia Griego. Καράκας Junentud Griega de Venezuela - Editorial Arcadia, 1981. Miguel Castillo Didier).

ΙΙ.Πεζογραφία-Δοκίμιο-Τέχνη- • Ελληνικά Σπίτια. Εικονογραφημένη έκδοση του Εθνικού Μετσοβείου Πολυτεχνείου, 1972.
• Ο Καραγκιόζης Ένα ελληνικό θέατρο σκιών. Αθήνα, Ύψιλον/Βιβλία, 1980.
• Πεζά κείμενα Με δύο έγχρωμους πίνακες. Αθήνα, Ύψιλον/Βιβλία, 1987.
• Η κοιλάδα με τους ροδώνες. Αθήνα, Ίκαρος, 1978.

ΙΙΙ.Συγκεντρωτικές εκδόσεις • Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν - Τα κλειδοκύμβαλα της σιωπής. Αθήνα, Ίκαρος, 1966.
• Ποιήματα Α΄ Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν - Τα κλειδοκύμβαλα της σιωπής. Αθήνα, Ίκαρος, 1977.
• Ποιήματα Β΄ Η επιστροφή των πουλιών - Έλευσις - Ο Ατλαντικός - Εν ανθηρώ Έλληνι λόγω. Αθήνα, Ίκαρος, 1977.
1. Για τις μεταφράσεις έργων του Εγγονόπουλου στα αγγλικά και την ελληνική δισκογραφία Εγγονόπουλου βλ Connoly D., «Παράρτημα · Έργα του Εγγονόπουλου σε αγγλική μετάφραση» και Μπαγέρης Δημήτρης, «Ν.Εγγονόπουλος: Από Τα Κλειδοκύμβαλα της σιωπής στα κλειδοκύμβαλα των συνθετών», Διαβάζω381, 1/1998, σ.155-156 και 140 αντίστοιχα.

ΠΗΓΗ: http://www.ekebi.gr/





**************************************************

Περισσότερο από υπερρεαλιστής

* Η ποίηση του Εγγονόπουλου φαίνεται, με την πάροδο του χρόνου, να αποδεικνύεται δυναμικότερη από την ποίηση του ετέρου των Διόσκουρων του ελληνικού υπερρεαλισμού, του Ανδρέα Εμπειρίκου
Λοιδορημένος όσο κανένας άλλος έλληνας δημιουργός για τις «ξενότροπες» και ακατάληπτες την εποχή της πρώτης του εμφάνισης πρωτοποριακές αναζητήσεις του ο Νίκος Εγγονόπουλος αναγνωρίζεται σήμερα ως ένας από τους κορυφαίους της γενιάς του '30, της γενιάς που εισήγαγε την ελληνική τέχνη στον 20ό αιώνα. Ποιητής και ζωγράφος, εισηγητής, μαζί με τον Ανδρέα Εμπειρίκο, του υπερρεαλισμού στη χώρα μας, προσέφερε έργο διπλό, που η δυναμική του γίνεται με την πάροδο του χρόνου πιο αισθητή, ενώ οι ρίζες του στην εγχώρια παράδοση αποκαλύπτονται όλο και πιο βαθιές. Καθώς σήμερα ακριβώς συμπληρώνονται εκατό χρόνια από τη γέννησή του (21 Οκτωβρίου 1907) οι «Νέες Εποχές» τιμούν την επέτειο με το παρόν αφιέρωμα.
Οι επίσημες επετειακές εκδηλώσεις για τα εκατό χρόνια από τη γέννηση του Νίκου Εγγονόπουλου, είκοσι δύο μόλις χρόνια από τον θάνατό του, δείχνουν πόσο γρήγορα το έργο του (ποιητικό και ζωγραφικό) φάνηκε ικανό να επιβάλει την αξία του. Για να μιλήσω για το ποιητικό του έργο: Θα έλεγε κανείς ότι ο θάνατος του Εγγονόπουλου απελευθέρωσε την κριτική από τη διστακτικότητα και τις εμπλοκές της απέναντι στην ποίησή του. Αρκεί να συγκρίνει κανείς, αναλογικά, τον περιορισμένο αριθμό των κριτικών κειμένων που γράφτηκαν όσο ζούσε με το πλήθος των μελετών, βιβλίων και αφιερωμάτων περιοδικών που δημοσιεύτηκαν μετά το 1985 για να αντιληφθεί το μέγεθος της μετά θάνατον ανταπόκρισης στο έργο του· ανταπόκρισης, βέβαια, που κάθε άλλο παρά απαλλαγμένη είναι, και αυτή, από εμπλοκές και αμηχανίες. Ομως οι αμηχανίες αυτές είναι, όπως θα δούμε, άλλης τάξεως: του είδους εκείνου που μαρτυρεί τη βαθύτερη δυναμική ενός καλλιτεχνικού έργου, μετά την εξοικείωση με αυτό.
Η ποίηση του Εγγονόπουλου φαίνεται, με την πάροδο του χρόνου, να αποδεικνύεται δυναμικότερη από την ποίηση του ετέρου των Διόσκουρων του ελληνικού υπερρεαλισμού, του Ανδρέα Εμπειρίκου. Και τούτο γιατί περιέχει στοιχεία που δεν υπάρχουν στην ποίηση του Εμπειρίκου· στοιχεία που καθιστούν τη σχέση της με τον υπερρεαλισμό τόσο ιδιότυπη ώστε να μπορούμε να πούμε ότι ο Εγγονόπουλος μέσα στις διεθνείς τάξεις των υπερρεαλιστών αποτελεί μια σπάνια, αν όχι μοναδική, περίπτωση.
* Εκφραση πρωτογενής
Εκείνο που διαφοροποιεί τον Εγγονόπουλο από τους άλλους υπερρεαλιστές δεν είναι τόσο η ουσιώδης σχέση του με την εγχώρια πολιτισμική παράδοση (σχέση που, σε συνδυασμό με τη συνομιλία του με την ξενόγλωσση παράδοση, αποτελεί ένα από τα χαρακτηριστικά της υπερρεαλιστικής του ιδιαιτερότητας) όσο η ιδιοτυπία των αυτοματικών του τρόπων. Διότι ο αυτοματισμός του διαφέρει από τον αυτοματισμό των άλλων υπερρεαλιστών κατά το ότι η ακολουθία των εικόνων του δεν είναι το αποτέλεσμα μιας προαποφασισμένης αυτοματικότητας, δηλαδή δεν είναι μια έκφραση επιφανείας. Και ακριβώς επειδή είναι μια λειτουργία εσωτερική, η συνειρμικότητα του Εγγονόπουλου απολήγει σε στίχους που έχουν την ισχύ εκείνου που ο Ελιοτ αποκαλεί ποίηση της πρώτης έντασης: στην αυθόρμητη, απαλλαγμένη από τη διαμεσολάβηση της διάνοιας, έκφραση της ποιητικής συγκίνησης. Διαφορετικά από τη συνειρμικότητα του Εμπειρίκου, που παρά την εμφανή (θα λέγαμε, διακηρυσσόμενη) ελευθερία της γεννά την αίσθηση του εσκεμμένου, δηλαδή μιας έκφρασης ποιητικά δευτερογενούς, που δίνει ως επί το πολύ την εντύπωση ότι το αίσθημα παράγεται από τη σκέψη (ή μέσω της σκέψης), η συνειρμικότητα του Εγγονόπουλου, επειδή περιέχει το στοιχείο της σκέψης στη ρίζα του ποιητικού του λόγου, συμφυόμενο με το αίσθημα και συναναδυόμενο, ως συγκίνηση, συγκεκραμένο με αυτό, έχει ως αποτέλεσμα μιαν ενδιάθετη υπέρβαση της αυτοματικότητας, αλλά και συγχρόνως μια ποιητική έκφραση άκρας - χάρη στην ένταση αυτής της κράσης - αυθορμησίας.
Αναφέρομαι στο έργο της πρώτης περιόδου των δύο ποιητών, χαρακτηριστικό της οποίας είναι ο αυτοματικός τρόπος γραφής· ο οποίος, παρ' ότι κατά τη δεύτερη περίοδό τους εγκαταλείφθηκε και από τους δύο, δεν έπαψε ποτέ να υπαγορεύει σιωπηρώς την ποιητική τους πράξη, καθορίζοντας τη συγκινησιακή ένταση των στίχων τους· ένταση όχι μόνο εδραιότερη στον Εγγονόπουλο, γιατί πηγάζει, όπως είπαμε, από τις εσωτερικότερες ζυμώσεις των ποιητικών υλικών του, αλλά και συνθετότερη χάρη στη μεγαλύτερη περιεκτικότητα του συγκινησιακού του κράματος.
* Αντικρουόμενες ερμηνείες
Είναι το ασυνήθιστο ειδικό βάρος αυτού του κράματος εκείνο που κάνει σήμερα πολλούς κριτικούς να εμφανίζονται αμήχανοι μπροστά στους στίχους του Εγγονόπουλου. Γιατί τα κριτήριά τους αποδεικνύονται ανεπαρκή για να διακρίνουν τις περίπλοκες διασυνδέσεις και τις ωσμώσεις που τελούνται στο υπέδαφος του ποιητικού του λόγου. Αναφέρομαι κυρίως σε εκείνη την αντίληψη της λογοτεχνικής κριτικής, που εμφανίζεται σήμερα με το ένδυμα της πολιτικής ορθότητας. Ο δυναμισμός της ποίησης του Εγγονόπουλου είναι τέτοιος ώστε να προκαλεί αντιτιθέμενες ερμηνείες ακόμη και μεταξύ των εκπροσώπων αυτού του κριτικού δόγματος. Ετσι, ενώ για έναν εκπρόσωπό του «οι βασικές ιδεολογικές αντιλήψεις» του Εγγονόπουλου «αποτελούν τυπολογικά στοιχεία της φασιστικής ιδεολογίας», για άλλον «η εγκόλπωση της αισθητικής πρότασης του Εγγονόπουλου θα έπρεπε να είναι ο στόχος» της μαχόμενης προοδευτικής σκέψης, γιατί η πρόταση αυτή είναι «πιο συμβατή (απ' ό,τι εκείνη του Σεφέρη και του Ελύτη) με τα στρατηγικά αιτούμενα της Αριστεράς».
Η κύρια πηγή της αμηχανίας της εν λόγω κριτικής απέναντι στην ποίηση του Εγγονόπουλου βρίσκεται στη βαθιά και ιδιοσυγκρασιακή του βίωση της ελληνικής παράδοσης. Σε μιαν εποχή όπου κάθε αναφορά του επιθέτου ελληνικός θεωρείται απόδειξη ελληνοκεντρισμού, όπου κάθε εκδοχή του ελληνοκεντρισμού καταδεικνύεται ως τεκμήριο εθνικισμού ή ουσιοκρατικής αντίληψης, δηλαδή συντηρητικής ιδεολογίας, και όπου ο εξοστρακισμός από ένα λογοτεχνικό έργο κάθε ελληνικού στοιχείου χαιρετίζεται ως συστατικό της καλλιτεχνικής του αξίας, η ποίηση του Εγγονόπουλου θα έπρεπε να είχε γίνει για την πολιτικά ορθή κριτική αντικείμενο επίκρισης σφοδρότερης απ' ό,τι το έργο του Σεφέρη. Αυτό συνέβη μόνο με την πρώτη από τις δύο παραπάνω αντιτιθέμενες τοποθετήσεις. Η δεύτερη, η φιλοεγγονοπουλική, θα έπρεπε, βέβαια, να εξουδετερώσει την ελληνολογία του ποιητή, αν ήθελε να μην αντιφάσκει με αυτό που αποκαλεί στρατηγικά αιτούμενα της - κατ' αυτήν - Αριστεράς.
Η προσπάθεια εξουδετέρωσης αυτής της ελληνολογίας οδηγεί και την τοποθέτηση αυτή στα όρια της φαιδρότητας. Ετσι, έχουμε κι εδώ δύο επιμέρους παραναγνώσεις του Εγγονόπουλου, αναγνώσεις, θα λέγαμε, ταχυδακτυλουργικές, αφού εξαφανίζουν ως διά μαγείας από τους στίχους του τα ελληνικά στοιχεία: ο Εγγονόπουλος, λέει η πρώτη ανάγνωση, «δεν λάτρεψε την ελληνική παράδοση και οι πνευματικές συνδιαλέξεις του είναι κυρίως με ευρωπαϊκά ρεύματα και ποιητές»· οι ελληνικές αναφορές του, λέει η δεύτερη, δεν είναι ελληνικές: ο Εγγονόπουλος τις «διεθνοποιεί» - με την έννοια της αριστερής διεθνικότητας - (δηλαδή τις αποελληνοποιεί), γιατί απεχθάνεται τις πατρίδες και τα έθνη.
Θα πρέπει να διαβάσουμε τον στίχο του Μπολιβάρ, στον οποίο και μόνο η δεύτερη ανάγνωση στηρίζει το πόρισμά της, παραβλέποντας ή παρερμηνεύοντας το πλήθος των ελληνολατρικών εκδηλώσεων που περιέχονται στο ποίημα και σε άλλα κείμενα του Εγγονόπουλου, για να αντιληφθούμε το παραναγνωστικό της μέγεθος. Ο στίχος έχει ως εξής:
Κι αυτά όχι για το ό,τι κι οι δυο τους [ο Μπολιβάρ και ο Αν-
δρούτσος] υπήρξαν για τις πατρίδες, και τα έθνη, και τα
σύνολα, κι άλλα παρόμοια, που δεν εμπνέουν...
Οι κριτικοί που διαβάζουν ολόκληρο τον Εγγονόπουλο μέσα από αυτόν τον στίχο υπογραμμίζουν μόνο τις λέξεις πατρίδες και έθνη, αποσιωπώντας τη φράση και τα σύνολα,κι άλλα παρόμοια, παραβλέποντας δηλαδή το γεγονός ότι με αυτήν ο Εγγονόπουλος εννοεί κάθε συγκρότηση πλήθους, και, βέβαια, και πολιτικά σύνολα. Απωθούν την ιδέα ότι ο «ύμνος εις την Ελευθερίαν» που συνθέτει ο Εγγονόπουλος με τον Μπολιβάρ είναι ένας ύμνος διαφορετικός από εκείνον των ποιητών της εθνικής ή της πολιτικής ελευθερίας, γιατί αναφέρεται σε μιαν υπέρτερη ελευθερία, που κατακτάται με την υπέρβαση κάθε καταναγκασμού, ακόμη και εκείνων τους οποίους επιβάλλουν οι ανάγκες των συνόλων. Η χρήση εθνικών και πολιτικών συμβόλων, με τα οποία στο συγκεκριμένο ποίημα ταυτίζεται ο ποιητής («Μπολιβάρ! είμαι γιος σου») σημαίνει μετωνυμικά ταύτιση αυτών των συμβόλων με τον ποιητή· όχι με τον ποιητή Εγγονόπουλο, αλλά με τον ποιητή γενικά, δηλαδή με την ποίηση, ως το πεδίο αυτής της υπέρτερης ελευθερίας, το οποίο θα πρέπει να νοήσουμε ως εκείνο το ατομικό πεδίο (εκείνο το «σημείο του πνεύματος») των υπερρεαλιστών, όπου αίρονται και συναίρονται όλοι οι δυϊσμοί και οι αντινομίες της ζωής σε μιαν ανώτερη πραγματικότητα· μια πραγματικότητα που τα σύνολα δεν μπορούν να ανεχτούν, επειδή αισθάνονται ότι τα υπερβαίνει. Αυτός είναι, πιστεύω, ο λόγος που το ποίημα τελειώνει με τους κατοίκους της πόλης (το «σύνολο») να κατεδαφίζουν τον ανδριάντα του Μπολιβάρ.
Αυτή την άρση των αντινομιών, που χαρακτηρίζει την ποίηση του Εγγονόπουλου, δεν είναι σε θέση να τη διακρίνουν όσοι τη διαβάζουν με ορθοπολιτικές παρωπίδες. Διότι διαφορετικά θα είχαν αντιληφθεί ότι ο Εγγονόπουλος είναι ελληνοκεντρικός (αλλά όχι εθνικιστής) και συγχρόνως υπερεθνικός (αλλά όχι ανερμάτιστος - δίχως εγχώριες ρίζες - κοσμοπολίτης). Θα είχαν, ακόμη, αντιληφθεί ότι η ποίησή του δεν περιέχει μόνο αλλά και υπερβαίνει τον υπερρεαλισμό, αφού εκείνο που τη διαφοροποιεί από αυτόν είναι ένα στοιχείο τραγικότητας που προσγειώνει το εξ ορισμού αισιόδοξο υπερρεαλιστικό όραμα· ένα στοιχείο που δείχνει ότι το λυτρωτικό «σημείο του πνεύματος» βρίσκεται στον Εγγονόπουλο βαθύτερα. Αυτό το κράμα μιας τραγικής αισιοδοξίας, που καθορίζει την ενηλικίωση του υπερρεαλισμού, χαρακτηρίζει το ποιητικό επίτευγμα του Εγγονόπουλου.
Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

No comments: