Αν δεχτούμε ότι υπάρχει Βαλκανική Λογοτεχνία, τότε ο Ίβο Άντριτς είναι ένας από τους πλέον χαρακτηριστικούς και εκλεκτούς εκπροσώπους της. Και είναι γνωστό ότι τα έργα του γνώρισαν τεράστια επιτυχία τόσο στις χώρες της άλλοτε Γιουγκοσλαβίας, όσο και εκτός αυτής. Επίσης πρέπει να σημειωθεί ότι αγαπήθηκε και από το ελληνικό αναγνωστικό κοινό, κι αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι μεταφράστηκαν και κυκλοφορούν στη χώρα μας πάρα πολλά βιβλία του.
Ο Ίβο Άντριτς μπροστά στην ξακουστή γέφυρα του Δρίνου
Ο Ίβο Άντριτς (9 Οκτωβρίου 1892 – 13 Μαρτίου 1975) ήταν Γιουγκοσλάβος συγγραφέας, βραβευμένος με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1961.
Γεννήθηκε στο Ντόλατς, από καθολική οικογένεια Κροατών από το Σαράγεβο. Μετά το θάνατο του πατέρα του, δύο χρόνια αργότερα, η μητέρα του τον εμπιστεύτηκε σε συγγενείς στο Βίσεγκραντ, στον ποταμό Δρίνο, καθώς ήταν πολύ φτωχή και δεν μπορούσε να τον μεγαλώσει. Εκεί τελείωσε το δημοτικό και έπειτα επέστρεψε στο Σαράγεβο, όπου πήγε γυμνάσιο. Τότε ξεκίνησε να γράφει ποιήματα. Ενώ ήταν ακόμα μαθητής έγινε μέλος της οργάνωσης Mlada Bosna (Νεα Βοσνία) και στήριζε τον αγώνα για ανεξαρτησία.
Άγαλμα του Ivo Andrić κάτω από το διαμέρισμα του στο Βελιγράδι. Η γραφή στα σκαλοπάτια: «Έφυγα. Πίσω μου έμειναν όλα όσα οι άνθρωποι είπαν, όπως η ομίχλη που χάνεται. Και όσα κάνανε, τα φέρω στην παλάμη του ενός χεριού.»
Το 1912, χάρη σε μια υποτροφία, άρχισε να σπουδάζει στο Πανεπιστήμιο του Ζάγκρεμπ. Τον επόμενο χρόνο πήγε στη Βιέννη, όπου παρακολούθησε μαθήματα ιστορίας, φιλοσοφίας και λογοτεχνίας. Όμως το κλίμα της Βιέννης έβλαψε την υγεία του και έτσι αναγκάστηκε να διακόψει τις σπουδές εκεί και να συνεχίσει στο τμήμα φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου της Κρακοβίας.
Στις 28 Ιουνίου 1914, μόλις ο Άντριτς έμαθε για τη δολοφονία του Αρχιδούκα Φερδινάνδου από τον Σέρβο εθνικιστή Γκαβρίλο Πρίντσιπ, έφυγε από την Κρακοβία. Συνελήφθη όμως από την αυστριακή αστυνομία στο Σπλιτ για την πολιτική του δράση και φυλακίστηκε και παρέμεινε φυλακισμένος μέχρι τον Μάρτιο του 1915. Μετά την απελευθέρωσή του και αφού παρέμεινε ένα διάστημα υπό περιορισμό, ο Άντριτς πήγε στο Ζάγκρεμπ όπου ξεκίνησε να εκδίδει το λογοτεχνικό περιοδικό Λογοτεχνικός Νότος. Τότε εξέδωσε και την πρώτη του ποιητική συλλογή. Στο Ζάγκρεμπ τον βρήκε η κατάρρευση της Αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας και η δημιουργία του βασιλείου των Σέρβων, των Κροατών και των Σλοβένων.
Ο Ivo Andric – Με τη σύζυγο του Milica Babić
Το 1920 ξεκίνησε τη διπλωματική του καριέρα με το διορισμό του στο Βατικανό. Ακολούθησαν αποστολές στο Βουκουρέστι και στην Τεργέστη και το 1923 έγινε υποπρόξενος στο Γκρατς. Καθώς δεν είχε πτυχίο πανεπιστημίου, για να παραμείνει στο διπλωματικό σώμα γράφτηκε στη φιλοσοφική σχολή του Γκρατς και τον Ιούνιο του 1924, υποστήριξε την πτυχιακή του εργασία για την πρόοδο της πνευματικής ζωής στην Οθωμανική αυτοκρατορία.
Μετά από παραμονή δύο χρόνων στο Βελιγράδι, διορίστηκε υποπρόξενος πρώτα στη Μασσαλία, τον Οκτώβριο του 1926, και έπειτα στην Μαδρίτη, το 1928. Αργότερα μετατέθηκε στις Βρυξέλλες και έπειτα στη Γενεύη, όπου εκπροσώπησε τη Γιουγκοσλαβία στην Κοινωνία των Εθνών. Η κορύφωση της διπλωματικής του καριέρας ήρθε το 1933 με τον διορισμό του ως πρέσβη στο Βερολίνο. Προτού παραιτηθεί από τη θέση αυτή, το 1941, προσπάθησε να γλυτώσει από τη φυλακή πολλούς Πολωνούς διανοούμενους, των οποίων η χώρα ήταν ήδη υπό γερμανική κατοχή, χωρίς όμως τη στήριξη της γιουγκοσλαβικής κυβέρνησης που συχνά έβαζε εμπόδια στην προσπάθειά του αυτή. Μετά την παραίτησή του επέστρεψε στο Βελιγράδι και, τον Νοέμβριο του 11941, αποσύρθηκε από το διπλωματικό σώμα και αρνήθηκε να λάβει τη σύνταξη. Αρνήθηκε να υπογράψει το κάλεσμα για καταδίκη της αντίστασης στις δυνάμεις κατοχής όπως και να δημοσιεύσει οποιοδήποτε έργο του «ενώ υπάρχει κόσμος που υποφέρει και πεθαίνει».
Μετά τον πόλεμο έγινε πρόεδρος της Ένωσης Γιουγκοσλάβων Συγγραφέων και του Συλλόγου για την πολιτιστική συνεργασία με την ΕΣΣΔ, εξέδωσε πολλά έργα του και έδωσε πολλές διαλέξεις. Το 1961 βραβεύτηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας «για την επική δύναμη των λογοτεχνικών του θεμάτων και τον τρόπο που απεικονίζει την ανθρώπινη μοίρα, αντλώντας υλικό από την ιστορία της πατρίδας του».
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του η κατάσταση της υγείας του είχε επιδεινωθεί και παρέμενε μεγάλα χρονικά διαστήματα στο νοσοκομείο.
Τα χρόνια που υπηρέτησε ως διπλωμάτης σε διάφορες ευρωπαϊκές πόλεις εξέδωσε πολλά έργα του. Τα τρία πιο γνωστά αποτελούν την «Βοσνιακή τριλογία». Γράφηκαν στη διάρκεια του πολέμου, εκδόθηκαν μετά το τέλος του (1945) και μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες.
Έργα του που μεταφράστηκαν και στα ελληνικά είναι:
Βοσνιακή τριλογία (1945)
[2013] Το γεφύρι του Δρίνου. Tο γεφύρι του Δρίνου δεν είναι μόνο ένα σημαντικό μυθιστόρημα. Eίναι ένα βαλκανικό χρονικό τεσσάρων αιώνων Iστορίας, τεσσάρων θρησκειών και τριών εθνοτήτων που μοιράζονται τον ίδιο τόπο, την πόλη Bίσιεγκραντ στη Bοσνία. Στο κέντρο όλων αυτών το γεφύρι, αμετακίνητο από τη θέση του, σαν το πεπρωμένο που διατρέχει πότε φωτεινό και πότε σκοτεινό τις ανθρώπινες ζωές. Mόνο αν διαβάσει κανείς το προφητικό αυτό έργο μπορεί πραγματικά να κατανοήσει τα τραγικά γεγονότα των τελευταίων ετών στη Bοσνία και να διακρίνει τις ανθρώπινες δυνάμεις που πάντα λειτουργούσαν κάτω από την πολυεθνική κρούστα και το μωσαϊκό των θρησκειών. Το αριστούργημα του μεγάλου νομπελίστα συγγραφέα.
[2013] Το χρονικό του Τράβνικ. Αν το Γεφύρι του Δρίνου περιλαμβάνει την ιστορία της Βοσνίας τεσσάρων αιώνων, το Χρονικό του Tράβνικπεριορίζεται σε μια περίοδο λίγων χρόνων, όταν ο Ναπολέων κυριαρχούσε στην Ευρώπη με τις στρατιές του. Tο Tράβνικ, έδρα του βεζίρη της Βοζνίας, γίνεται θέατρο αντιπαραθέσεων μεταξύ της Αυστρίας, της Γαλλίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ενώ οι ντόπιοι κάτοικοι μαθαίνουν να δυσπιστούν σε οτιδήποτε ξένο υπόσχεται τη σωτηρία τους. Μια σπίθα είναι αρκετή για να ξεχειλίσει το καζάνι και να δώσει στον Άντριτς την ευκαιρία να γράψει ένα αριστουργηματικό, αλλά και προφητικόγια όσα πρόκειται να συμβούν στη Γιουγκοσλαβία, μυθιστόρημα.
[2010] Η Δεσποινίδα. H Δεσποινίδα είναι μια Σέρβα που αναπτύσσει δράση τοκογλύφου πριν από και κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου. Για τους συμπολίτες της είναι «ένα πλάσμα δίχως καρδιά και αξιοπρέπεια, μια εξαίρεση για το γυναικείο πληθυσμό της πόλης, κάτι σαν μοντέρνα μάγισσα». Aνέραστη, αγέλαστη, δίχως χαρά και χωρίς αισθήματα φιλίας και αγάπης ακόμα και για την ίδια τη μητέρα της, βλέπει τους άλλους μόνο ως συμβαλλόμενους στις διαρκείς συναλλαγές της και μόνο έτσι τους αναγνωρίζει. Σκιαγραφώντας το πορτρέτο αυτού του «θηλυκού Σάιλοκ», ο Ίβο Άντριτς ολοκληρώνει την καταγραφή των ιστορικών γεγονότων και την περιγραφή της ιδιαίτερης πατρίδας του, της Bοσνίας, για μια περίοδο που ξεπερνά τα 400 χρόνια – μια καταγραφή που ξεκίνησε με τα άλλα δύο αριστουργηματικά μυθιστορήματά του, Tο γεφύρι του Δρίνου και Tο χρονικό του Tράβνικ.
[2002] Ταραγμένοι καιροί. Στην έκδοση αυτή περιλαμβάνονται δεκατέσσερα διηγήματα του μεγάλου Σερβοβόσνιου συγγραφέα γραμμένα μεταξύ 1924 και 1953. Κοινός παρονομαστής των δεκατεσσάρων αυτών σύντομων ιστοριών το έντονο ιστορικό υπόβαθρο και ο προβληματισμός του συγγραφέα για τα κοινωνικά προβλήματα της εποχής του και της χώρας του. Στις σελίδες αυτές ο αναγνώστης θα ξαναβρεί όλα εκείνα τα στοιχεία που έκαναν τον νομπελίστα συγγραφέα διάσημο και αγαπητό σε όλο τον κόσμο: την ανθρωπιά και την ευαισθησία με την οποία ο Άντριτς αντιμετωπίζει τους ήρωές του, το πάθος με το οποίο βλέπει τη ζωή, την κριτική ματιά με την οποία αντιμετωπίζει τα τερτίπια της Ιστορίας. Από τα «αναγκαστικά» αναγνώσματα για όποιον θελήσει να έχει μια ολοκληρωμένη ματιά για το έργο του μεγάλου Βαλκάνιου συγγραφέα.
[2009] Δίψα. Στις τρεις νουβέλες και τα επτά διηγήματα, που περιλαμβάνονται στην έκδοση αυτή, το ενδιαφέρον και η προσοχή του Άντριτς είναι στραμμένα στη μοίρα της γυναίκας στο πλαίσιο των ασφυκτικών συνθηκών ζωής στη Βοσνία, την περίοδο της Οθωμανικής κατοχής. Η έσχατη ταπείνωση της Μάρα και η σχεδόν αυτοκτονική στάση ζωής της Άνικα, στις αντίστοιχες νουβέλες, όπως και η μοίρα όλων των γυναικών στα διηγήματα που ακολουθούν, δίνονται από τον νομπελίστα συγγραφέα με ρεαλισμό και τρυφερότητα, και με γλώσσα που μονάχα η μεγάλη λογοτεχνία μπορεί να υιοθετήσει. Δεν είναι τυχαίο ότι κατά τη διάρκεια της τελετής απονομής του Νόμπελ στον Άντριτς (1961) η Ακαδημία τον προσφώνησε λέγοντας ότι «… η βράβευσή σας θέλει να τονίσει τη δύναμη με την οποία περιγράψατε πεπρωμένα ανθρώπων από την ιστορία της χώρας σας…».
[2005] Το σπίτι στην άκρη της πόλης. Στα κείμενα που περιέχονται στην έκδοση αυτή, περιλαμβάνεται και το διήγημα που δίνει και τον τίτλο του βιβλίου, διήγημα που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως το «κύκνειο άσμα» του συγγραφέα, αφού δημοσιεύτηκε μετά το θάνατό του. Χωρίς την έντονη παρουσία της Ιστορίας που διακρίνει τα περισσότερα έργα του μεγάλου νομπελίστα συγγραφέα, τα διηγήματα αυτής της συλλογής ξεχωρίζουν για την ευαισθησία τους και την έκδηλη συμπάθεια του Άντριτς προς τον άνθρωπο. Όπως άλλωστε παρατηρούσε ο διάσημος Αυστριακός συγγραφέας Πέτερ Χάντκε «όλοι θα έπρεπε να έχουν διαβάσει τον Ίβο Άντριτς. Είναι ένας μεγάλος συγγραφέας, μεγαλύτερος από τον Τόμας Μαν, γιατί την αφήγησή του υπαγορεύει το έλεος για τον άνθρωπο και ο καλλιτεχνικός ρυθμός, ενώ το έργο του Τόμας Μαν είναι μόνο καλλιτεχνικός ρυθμός».
[2013] Η καταραμένη αυλή. Ο Κιαμίλ, ένας αλαφροΐσκιωτος νέος, κρατείται στη μεγαλύτερη φυλακή της Κωνσταντινούπολης ως ύποπτος για παράνομες ενέργειες κατά της εξουσίας. Ο ίδιος ταυτίζει τον εαυτό του με τον σουλτάνο Τζιεμ, που διεκδικεί τον θρόνο από τον σφετεριστή αδελφό του Μπαγιαζίτ Β’. Η ιστορία των δύο αδελφών δίνει στον Άντριτς την ευκαιρία να γράψει ένα από τα σημαντικότερα έργα του, όπου η φυλακή είναι σύμβολο της πιο τυραννικής και άδικης εξουσίας. Όπως λέει ένας από τους χαρακτήρες στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου: «Αν θες να ξέρεις τι πράμα είναι ένα κράτος και η διοίκησή του, κοίταξε μόνο να μάθεις πόσοι έντιμοι κι αθώοι άνθρωποι βρίσκονται στις φυλακές, κι από την άλλη, πόσοι εγκληματίες και παράνομοι είναι ελεύθεροι. Έτσι θα το μάθεις με τον καλύτερο τρόπο».
Τα σημάδια [2014]. Περιλαμβάνονται νουβέλες και διηγήματα του Ίβο Άντριτς αλλά και κάποια κείμενα, όπου ο ίδιος ο συγγραφέας εκφράζει τις σκέψεις και τα συναισθήματά του κι όχι μέσω των ηρώων του. Έτσι μαζί με λόγους του, που εκφώνησε σε ειδικές εκδηλώσεις, δημοσιεύονται και μια επιλογή κειμένων (δοκιμίων) και αποσπασμάτων από τα «τετράδιά» του στα οποία κρατούσε σημειώσεις σε όλη τη διάρκεια του βίου του. Αυτά τα τελευταία, ολοκληρωμένα, στο σύνολό τους, εκδόθηκαν μετά τον θάνατό του με τον τίτλο Ίχνη στην άκρη του δρόμου (μικρό μέρος τους είχε επιλεγεί από τον ίδιο τον συγγραφέα και είχε εκδοθεί πριν από τον θάνατό του).
Όλα τα παραπάνω βιβλία κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Καστανιώτη και τα μετέφρασε ο Χρήστος Γκούβης.
Επίσης κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Παρατηρητής Ο θάνατος στον τεκέ του Σινάν, σε μετάφραση Z. Mutic.
No comments:
Post a Comment